«Tὴ γλῶσσα μοῦ ἔδωσαν ἑλληνική· τὸ σπίτι φτωχικὸ στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου. Μονάχη ἔγνοια ἡ γλῶσσα μου στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου.» (Ὀδυσσέας Ἐλύτης, «Ἄξιον ἐστί»)

Σελίδες Πατριδογνωσίας - Περικλῆς Γιαννόπουλος - Ἡ Ἑλλὰς τοῦ ΟΧΙ - Ἀντίβαρο - Πολυτονικό

Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2024

Σὰν φτιαγμένη ἀπὸ χλωμὸ φεγγαρόφωτο στὰ ξέφωτα τοῦ Μέλανος Δρυμοῦ...

Βάλτε στὸ νοῦ σας ἕνα κοριτσάκι -
σὰν βορρινὸς ἄγγελος -
σὰν τὶς μορφὲς στὰ χρωματιστὰ τζάμια τῶν ἐκκλησιῶν τους -

σὰν φτιαγμένη ἀπὸ χλωμὸ φεγγαρόφωτο στὰ ξέφωτα τοῦ Μέλανος Δρυμοῦ -
ψηλὴ ἀλαφροπάτητη ἀχνογέλαστη -
ἀθώα καὶ εὐγενική -

καὶ
καθισμένη δίπλα σου νὰ τρώει μὲ ὄρεξη -
BLUTWURST -
λουκάνικο ἀπὸ σκέτο πηγμένο αἷμα γουρουνιοῦ -
ὠμὸ κιμά -
καὶ πηχτὴ ἀπὸ βρασμένα στήθη ἀγελάδας.
Καὶ ὠμὰ αὐγά.

Δὲν εἶναι δράμα;

   Ἂν τὸ κορίτσι τοῦ βορρᾶ ἔχει τὴν κακὴ τύχη καὶ μπλέξει μὲ τοὺς Ἕλληνες, ἤ ἔχει φίλες Ἑλληνίδες, ἀγόρασε εἰσιτήριο γιὰ τὴν δυστυχία. Οἱ γερμανοί, ἴσως περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἐβροπαίους, ἀναγνωρίζουν ἀμέσως καὶ ἐκτιμᾶνε τὴν εὐθύτητα καὶ τὴν ἁπλότητα. Δηλαδὴ τὰ γεμιστά, τὰ φασολάκια, τὰ χόρτα, τὴν τοματοσαλάτα, τὸ Χρυσὸ Λάδι - τὰ ἑλληνικὰ φαγητά. Καὶ ὕστερα καταλαβαίνουν πόσο βάρβαρα βαριὰ ὠμὰ αἱμάτινα εἶναι τὰ δικά τους. Καὶ εἶναι μιὰ ζωὴ δυστυχισμένοι.

Χ.Κ. - Ἀνδρέας Φαρμάκις

Τρίτη 14 Μαΐου 2024

Ρωμαϊκαὶ ἀρεταί

Τί ἄφησαν οἱ Ρωμαῖοι;

Κατ᾿ ἀρχήν, τὶς ἀνδρικὲς ἀρετές.

gravitas
dignitas
auctoritas
virtus
pietas

«Τὸ καθῆκον μας εἶναι νὰ κρατήσουμε τὴν θέση μας, δίχως ἐλπίδα, δίχως σωτηρία. Σὰν τὸν Ῥωμαῖο στρατιῶτη τοῦ ὁποίου τὰ ὀστὰ βρέθηκαν μπροστὰ σὲ μία θύρα, στὴν Πομπηία, καὶ ποὺ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐκρήξεως τοῦ Βεζουβίου πέθανε στὴν θέση του, ἐπειδὴ ξέχασαν νὰ τὸν ἀπαλλάξουν ἀπ᾿ τὸ καθῆκον του.
Αὑτὸ εἶναι μεγαλεῖο.
Αὐτὸ σημαίνει νὰ εἶσαι καλὸς γόνος.»

(Oswald Spengler)

Καὶ ἔπειτα τὴν Πολιτεία, τὴν Ρεπούμπλικα.

Γράφει ὁ Maurer Frei - Φρεάντλης:

Ῥωμαϊκότης καὶ Δυτικότης

Ἡ σύγχυσις τῆς ἐννοίας τῆς Ῥωμαϊκότητος πρὸς τὴν Δυτικότητα, ὁσάκις δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα πονηρίας, εἶναι ἀπόρροια ἡμιμαθείας.

Ἡ Ῥωμαϊκότης εἶναι μιὰ διαρκὴς καὶ ἐπὶ ἐγκύρων γνωστικῶν βάσεων ἱστορίας, δικαίου, θρησκευτικότητος, κατάφασις ἱστορικῶς δεδοκιμασμένων θεσμῶν. Θεσμῶν συγκρατούντων ἐπὶ αἰώνας τὴν συνοχὴν κοινωνιῶν, αἱ ὁποῖαι ἐρείδονται ἐπὶ τῆς ἱστορικότητος, τῆς φυσικῆς καὶ κοινωνικῆς εὐταξίας καὶ κυρίως, ἐπὶ τῆς συναντιλήψεως τῶν ἐννοιῶν Παρελθὸν-Μέλλον ὡς ἀξιακῶς ὑπερτέρων τῆς ἐννοίας Παρόν.

Εἰς τὴν Ῥωμαϊκότητα ἡ ἔννοια τοῦ καθήκοντος εἶναι ἀνεξάρτητος τῶν λογῆς θετικιστικῆς φύσεως «καθηκοντολογίων», ὑπείκουσα κυρίως εἰς κατηγορικὰς προσταγὰς διαγενεακῶς μεταβιβαζομένας, κυρίως ὑπὸ τὴν μορφὴν τῆς λεγομένης Ἠθικῆς.

Τὰ ἀνωτέρω, δι᾿ ὅσους τὰ κατανοοῦν, δὲν εἶναι προϊὸντα μιᾶς -ἱεροκρατικοῦ χαρακτῆρος- «σοφίας τῆς Ἀνατολῆς».

Εἶναι τὸ μοιραῖον ἀποτέλεσμα τῆς ἀνταποκριτικῆς συζεύξεως τοῦ ἑλληνικοῦ-ἑλληνιστικοῦ ἐκλογικευτικοῦ καταπιστεύματος (δὲν ἀφορᾷ εἰς τὸν ὑποτιθέμενον «ὀρθολογισμόν»), ἐμποτισμένου διὰ τινων «χρωματικῶν» ἐπιρροῶν ἀρχαιοτέρων θεωρήσεων τοῦ χώρου τῆς Ἐγγὺς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Αἰγύπτου.

Πάντα ταῦτα, -χωρὶς νὰ ἔχουν ὑπάρξῃ εἰς χαοτικὴν κατάστασιν-, ἐτέθησαν «εἰς τάξιν» διὰ τῆς ῥωμαϊκῆς πρακτικότητος καὶ τῆς ῥωμαϊκῆς ἰκανότητος τοῦ συνθέτειν ὅλα ὅσα εἶναι ἄξια συνθέσεως.

Ἡ κρίσις ἐπὶ τοῦ ποῖα εἶναι ἄξια συνθέσεως δὲν ἔχει ὠφελιμιστικὸν χαρακτῆρα κατὰ τὴν ἔννοιαν τοῦ παρόντος συμφέροντος, ἀλλὰ εἶναι τὸ γινόμενον μιᾶς πολλαπλασιαστικῆς πράξεως τῆς ὁποίας οἱ συντελεσταὶ εἶναι, ἀφ᾿ ἑνὸς ἡ ἐν ἱστορικότητι ἀξιολόγησις τῶν θριάμβων καὶ τῶν συμφορῶν τοῦ παρελθόντος, ὁ ὑπολογισμὸς τοῦ «συμφέροντος» δηλαδὴ τὸ παρόν, μετὰ τῆς μερίμνης διὰ τὸ μέλλον τοῦ λαοῦ.

Κλασσικὰ δείγματα ῥωμαϊκῆς πρακτικῆς εἶναι:

-Ἡ Clementia Imperatoris, ἡ καθιερωθεῖσα τὸ πρῶτον ὑπὸ τοῦ Γαΐου Ἰουλίου Καίσαρος. Πρόκειται διὰ τὴν ἐγκατάλειψιν τῆς προαυτοκρατορικῆς πρακτικῆς τῆς ἐξολοθρεύσεως «δυσκόλων» ἡττημένων ἀντιπάλων, ὑπὲρ τοῦ ἐπιτυχοῦς πλάνου (ἑλλην. πρότζεκτ) τοῦ ἐκρωμαϊσμοῦ των. Αὐτὸ ὑπῆρξε καὶ τὸ κεντρικὸν σημεῖον ἐπιτυχίας τῆς Pax Romana.

-Ἡ ἐπ-ἀνάστασις τῆς Ῥώμης, διὰ τῆς δημιουργίας τῆς Νέας Ῥώμης – Κωνσταντίνου Πόλεως, διὰ τῆς ὁποίας ἡ γνησία Ῥωμαϊκότης ἐξησφάλισε νέαν - ὑπερχιλιετῆ ζωὴν καὶ διακονίαν τοῦ Πολιτισμοῦ.

Ἀντιθέτως, ἡ Δυτικότης ἐρείδεται εἰς τὰ θεμέλια τοῦ ῥηχοῦ ὠφελιμισμοῦ, ὑπὸ τὰ ῥυπαρὰ ἐνδύματα τοῦ παρόντος συμφέροντος.

Οἱ σχεδιασμοὶ τῶν ἰθυνόντων της καὶ τῶν ὁπαδῶν της, ἐξαντλοῦνται εἰς τὴν διακονίαν τοῦ «σήμερον» καὶ τῆς «εὐημερίας τοῦ λαοῦ» ὑπὸ τὸ πρῖσμα τῆς τρεχούσης ἀνάγκης, ὡς καὶ ὑπὸ τοῦ μονίμου φοβήτρου τοῦ ἐτησίου οἰκονομικοῦ ἰσολογισμοῦ.

Αἱ ἰδεοληψίαι τῆς Δυτικότητος εἶναι ἡ θεοποίησις τοῦ Παρλαμέντου, ὁ ἰδιόρρυθμος Ὀρθολογισμός καὶ ἡ ἄμετρος πεποίθησις ὅτι ἡ συνέχισις τῆς (οἰκονομικῆς)  εὐημερίας τῶν ἤδη εὐημερούντων εἶναι ἡ κλεὶς τῆς ἐπιτυχίας.

Κατὰ ἐποχάς ἐκδηλοῦται μιὰ -σχιζοειδοῦς μορφῆς-, ἄλλοτε λατρεία πρὸς τὸ Κράτος καὶ ἄλλοτε -ὡς σήμερον- μιὰ βδελυγμία πρὸς αὐτό, ἰδίως ὅταν αὐτὸ ἀποτελεῖ ἐμπόδιον τῆς κερδοσκοπικῆς - ὠφελιμιστικῆς δραστηριότητος.

Ἡ Ῥωμαϊκότης ὑπάρχει ὅταν συνδράμουν διάφοροι συνιστῶσαι «συντηρητικοῦ» - παραδοσιοκρατικοῦ χαρακτῆρος:

Εὐλάβεια πρὸς τὸ Θεῖον. Ἐλέῳ Θείου ἄρχων, δυνάμενος νὰ ἀντικατασταθῇ μέσῳ σεπτῶν συλλογικῶν θεσμῶν ὡς ἡ Σύγκλητος, ἤ -ἀκόμη καλλίτερον- ὁ Στρατός.

Ἰσχυρὰ μέριμνα διὰ τὴν οἰκογένειαν. Σεβασμὸς καὶ εὐημερία τῶν -ὄντως- παραγωγῶν κοινωνικοῦ πλούτου, ὡς οἱ άγρόται.

Ἡ Δυτικότης, ἄνευ τινὸς σχολίου- δὲν χρήζει περιγραφῆς.

Εἶναι ἀπλῶς, αὐτὸ τὸ ὁποῖον βιοῦμε...

Σάββατο 3 Φεβρουαρίου 2024

Τί εἶναι ἡ πατρίδα μας;

   «Τὸ νερὸ μὲ τὸ γλυκὸ τοῦ κουταλιοῦ, ἡ ἀνατολίτικη συνήθεια, καὶ ὁ καφὲς εἶναι ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες μικρὲς χαρὲς τῆς καθημερινῆς ζωῆς, καὶ ἡ πρώτη ἀπόλαψη ποὺ ἀποζητοῦμε μόλις σηκωθοῦμε ἀπὸ τὸν ὕπνο. [...] Καὶ μιὰ γλάστρα μὲ βασιλικὸ μπορεῖ νὰ συμβολίζει τὴν ψυχὴ τοῦ ἔθνους καλλίτερα ἀπὸ ἕνα δράμα τοῦ Αἰσχύλου.» 

(Ἴων Δραγούμης, «Ἑλληνικὸς Πολιτισμός», 1914)

   «Πόσες γενεὲς γυρεύανε, καὶ μεῖς, νομίζω, φάγαμε τὰ νιάτα μας γυρεύοντας τὴν περίφημη ἑλληνικὴ πραγματικότητα. Ἡ ἑλληνικὴ πραγματικότητα ἦταν μπροστά μας. Ἕνα βελόνι πεύκου.»

(Γιῶργος Σεφέρης στὸν Γιῶργο Θεοτοκᾶ, Λονδῖνο, 20 Αὐγ. 1932)

   «Μιλῶ γιὰ μιὰν ἀριστοκρατικὴ ἀντίληψι, ποὺ συμβαίνει νὰ μὴν τὴν ἔχουν διόλου οἱ ἀριστοκράτες καὶ νὰ τὴν ἔχουν μὲ τὸ παραπάνω οἱ μικροὶ πληθυσμοὶ τοῦ Ἀρχιπελάγους· οἱ κὺρ Γιάννηδες καὶ οἱ κυρα-Μαρίες, ποὺ ἐμεῖς προφτάσαμε νὰ τοὺς γνωρίσουμε -τί τύχη- μὲ τὴν ὑλικὴ παράσταση τῆς ἰδέας τους, τὸν ἀσβέστη, καὶ μὲ τὸν φωτοτροπισμὸ τῆς ψυχῆς τους, ἕνα λιοτρόπι στὸν τενεκέ.»

(Ὀδυσσέας Ἐλύτης, «Ἀναφορὰ στὸν Ἀνδρέα Ἐμπειρίκο», 1977)

   «Μιὰ νύχτα περνώντας ὁ Κολοκοτρώνης με τ᾿ ἀσκέρι του ἀπὸ τὸ μοναστήρι τῆς Βελανιδιᾶς, θέλησε νὰ στείλει μήνυμα στὸν ἡγούμενο γιὰ νὰ τοῦ ζητήσει μερικὰ καρβέλια καὶ τυριὰ γιὰ τὰ πειασμένα παλικάρια του. Εἶπε στὸν γραμματικό του -λογιότατο τῆς ἐποχῆς- νὰ συντάξει τὸ μήνυμα. Καὶ ὁ λογιότατος γιόμισε δυὸ κατεβατὰ ἀρχαιόπρεπες ἑλληνικοῦρες. Ἔφριξε ὁ Γέρος. Ἄρπαξε ἕνα κομμάτι χαρτὶ κι ἔγραψε μὲ τὰ κολυβογράμματά του, τρεῖς λέξεις: «Γούμενε, τυρί, Κολοκοτρώνης.» Καὶ τὸ ᾿στειλε στὸ μοναστήρι μ᾿ ἕνα ἀπὸ τὰ παλικάρια του.
  »Ἀντὶ γιὰ κάποιον ὁρισμὸ τῆς Ρωμιοσύνης, προτιμῶ αὐτὴ τὴν ἁπτὴ εἰκόνα της. Μοῦ φαίνεται πιὸ ἄμεση καὶ περισσότερο ἀποδεικτική.»

(Γιώργος Διζικιρίκης, «Ἡ αἰσθητικὴ τῆς Ρωμιοσύνης: Τὸ δημοτικὸ τραγοῦδι κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τῆς πάλης τῶν σύγχρονων ἰδεῶν», ἐκδ. Φιλιππότη, 1983)


   «Τί εἶναι ἡ αἴσθηση τῆς Ἑλλάδας γιὰ μένα μέσα ἀπὸ τὰ μικρὰ κι ἀσήμαντα ποὺ ἀγάπησα ὅπως:

– ὁ σγουρὸς βασιλικὸς σὲ ντενεκέδες φέτας ἢ ἐλαιῶν Καλαμῶν
– τὰ γεράνια σὲ πήλινες γλάστρες
– οἱ κατηφέδες, τὰ μοσχομπίζελα καὶ οἱ βιολέτες στὶς βραγιὲς
– τὸ ἁγιόκλημα καὶ τὸ γιασεμὶ στοὺς θερινοὺς κινηματογράφους
– τ’ ἁπλωμένα ἀπὸ σκοινὶ χταπόδια στὸν ἥλιο
– ἕνα ποτηράκι κεχριμπαρένια ρετσίνα κι ἕνα ἄλλο μὲ γαλακτερὸ οὖζο καὶ τὸ μεζὲ ἀπὸ μαῦρες ἐλιὲς καὶ σαρδελίτσες
– τὸ γλυκὸ τοῦ κουταλιοῦ μὲ τὸ ἀπαραίτητο ποτήρι κρύο νερὸ
– ἕνα παραθαλάσσιο κεντράκι μὲ καλαμωτὴ γιὰ σκέπαστρο καὶ καρὼ τραπεζομάντηλα, ψάθινες καρέκλες καὶ γιρλάντες ἀπὸ λαμπιόνια
– τὸ πράσινο ἢ μπλὲ σιδερένιο, στρογγυλὸ τραπεζάκι καφενὲ μὲ τὰ τρία καμπυλωτὰ πόδια
– ἡ κρύα βυσσινάδα, ἡ σουμάδα καὶ τὸ ὑποβρύχιο ποὺ προσφέρεται σὲ κουταλάκι, βυθισμένο σ’ ἕνα ποτήρι μὲ νερὸ
– τὸ ἀπογευματινὸ καφεδάκι μετὰ τὸν μεσημεριανὸ ὑπνάκο
– οἱ ἀσβεστωμένες πεζοῦλες πλάι στὰ κατώφλια τῶν αἰγαιοπελαγίτικων σπιτιῶν, οἱ ἀσβεστωμένοι τοῖχοι καὶ κορμοὶ τῶν φυστικόδεντρων καὶ τῶν συκιῶν
– τὸ νησιώτικο λιθόστρωτο μὲ τοὺς ἀσβεστωμένους ἁρμοὺς
– ἕνα ταπεινὸ βυζαντινὸ ξωκλήσι σὲ κάποια μανιάτικη, πετροσπαρμένη πλαγιὰ τοῦ Ταΰγετου
– οἱ ἔγχρωμες χάρτινες εἰκονίτσες τῶν ἁγίων τῆς ὀρθοδοξίας, ποὺ μοιράζουν τὰ κατηχητικὰ σχολεῖα, καὶ τὰ φτηνὰ εἰκονίσματα μὲ λιθογραφημένους τοὺς ἁγίους μὲ γλυκερὰ χρώματα καὶ δυτικότροπη σύλληψη, μὲ τὶς τενεκεδένιες κορνίζες ποὺ τόσο εὔκολα σκουριάζουν ἢ τὶς κορνίζες μὲ τὰ κολλημένα τριανταφυλλιὰ κοχυλάκια
– οἱ ξερολιθιὲς ποὺ αὐλακώνουν ὅλες τὶς ράχες, ἀκολουθώντας τὸ ἀνάγλυφο τοῦ τοπίου καὶ τὰ ἀπίθανα, ταπεινὰ βότανα ποὺ κάνουν νὰ εὐωδιάζουν ἀπὸ μακριὰ τὰ ξερονήσια μας
– τὸ θυμάρι, ἡ ρίγανη, τὸ δίκταμο, τὸ φασκόμηλο, τὸ φλησκούνι, τὸ μάραθο, τὸ κρίταμο, τὸ γλυκάνισο, ὁ δυόσμος, τὸ ἄνηθο, ὁ μαϊντανός, τὸ σινάπι, ἡ κάπαρη, τ’ ἀμάραντο, κάθε ἀγριοβότανο
– οἱ πικροδάφνες, οἱ λυγαριές, τὸ δεντρολίβανο, οἱ ἀσφόδελοι
– τὰ κάθε λογῆς ἀγριολούλουδα τὴν ἄνοιξη στοὺς ἀγροὺς μὲ τὰ λιόδεντρα
– ἕνα χωράφι μὲ παπαροῦνες
– τὰ σχοῖνα, οἱ ἀφάνες, τὰ ξεράγκαθα, οἱ πατουλιές, τὰ πουρνάρια, τὰ φρύγανα, ὁ φλόμος, οἱ ἀσφάκες, οἱ λαδανιές, οἱ ψυλλῆθρες, οἱ κουμαριές, τὰ ρείκια, τὰ σπάρτα
– οἱ χαρουπιές, τὰ ροζιασμένα λιόδεντρα, οἱ ἀχαμνές, στριφτόκορμες συκιές, οἱ κουτσουπιὲς
– τὰ βαθυπράσινα κυπαρίσια ποὺ λογχίζουν τὸν οὐρανὸ μέσ’ ἀπὸ τοὺς ἐλαιῶνες καὶ τοὺς κάμπους μὲ τὶς λεμονιές, τὶς πορτοκαλιὲς καὶ τὶς μανταρινιὲς
– ὁ κυματισμὸς τῆς στεριᾶς μὲ τὰ λοφάκια, τοὺς λόφους, τὰ πετροβούνια καὶ τὰ ὄρη, τοὺς γήλοφους, τὰ ξεροβούνια, τὰ ρεβένια
– τὰ λαγγάδια, οἱ κάμποι, τὰ λιβάδια, τὰ κατσάβραχα
– τὰ βάραθρα, οἱ ρεματιές, οἱ βούθουλες, οἱ ποταμιές, τὰ ρυάκια, οἱ νεροσυρμές, οἱ ἀκροποταμιές, οἱ ξεροπόταμοι, οἱ χείμαρροι
– οἱ λόγγοι, οἱ δρόγγοι, τὰ δασοτόπια, οἱ πευκιάδες, τὰ στροφίλια, τὰ ἐλατοτόπια, τὰ ξέφωτα
– τὰ φωτολουσμένα βραχοβούνια, τὰ καψαλισμένα, φωτοπερίχυτα ξερονήσια, τὰ θαλασσοδαρμένα γλαρονήσια
– ἡ θάλασσα, τὸ ἀνοιχτὸ πέλαγος, τὸ θαλασσάκι, ἡ φουσκοθαλασσιά, ἡ ἀποθαλασσιά, ἡ ἀγανάδα, ἡ θαλασσίλα, οἱ φυκιάδες, τὸ ἀντιμάμαλο, τὰ ρηχονέρια, ὁ γιαλός, τὸ περιγιάλι, τὸ ἀκροθαλάσσι
– οἱ ἀνεμοδαρμένοι κάβοι, τὰ ὀρθολίθια, τὰ θαλασσοβράχια, οἱ βραχοσπηλιές, οἱ σκόπελοι, οἱ πλάκες, οἱ ἀμμοῦδες, οἱ ἀποχές, τὸ ἀμμοχάλικο, τὰ βότσαλα, τὰ χοχλάκια, οἱ κροκάλες
– ὁ φλοῖσβος, ὁ ζέφυρος, τὸ μελτέμι, ἡ αὔρα»

(Φοῖβος Πιομπῖνος, «Σκόρπιες σκέψεις πάνω στὴν ἑλληνικὴ γραμμή», Ἀθήνα 2016· μιὰ πρώτη ἐκδοχὴ τοῦ κειμένου τοῦ βιβλίου δημοσιεύθηκε ἀπὸ τὸν συγγραφέα στὸ ἱστολόγιό του, ΦΟΙΒΟΣ Ι. ΠΙΟΜΠΙΝΟΣ.)

Τί εἶναι ἡ πατρίδα μας

Τί εἶναι ἡ πατρίδα μας; Μὴν εἶν᾿ οἱ κάμποι;
Μὴν εἶναι τ᾿ ἄσπαρτα ψηλὰ βουνά;
Μὴν εἶναι ὁ ἥλιος της, ποὺ χρυσολάμπει;
Μὴν εἶναι τ᾿ ἄστρα της τὰ φωτεινά;

Μὴν εἶναι κάθε της ρηχὸ ἀκρογιάλι
καὶ κάθε χώρα της μὲ τὰ χωριά;
κάθε νησάκι της ποὺ ἀχνὰ προβάλλει,
κάθε της θάλασσα, κάθε στεριά;

Μὴν εἶναι τάχατε τὰ ἐρειπωμένα
ἀρχαία μνημεῖα της χρυσὴ στολή,
ποὺ ἡ τέχνη ἐφόρεσε καὶ τὸ καθένα
μία δόξα ἀθάνατη ἀντιλαλεῖ;

Ὅλα πατρίδα μας! Κι αὐτὰ κι ἐκεῖνα,
καὶ κάτι πού ᾿χουμε μὲς τὴν καρδιὰ
καὶ λάμπει ἀθώρητο σὰν ἥλιου ἀχτίνα
καὶ κράζει μέσα μας: Ἐμπρὸς παιδιά!

(Ἰωάννης Πολέμης)

Λέξεις-κλειδιά: Πατριδογνωσία

Τετάρτη 31 Ιανουαρίου 2024

Πενίας ἐγκώμιον

   «Τῇ Ἑλλάδι πενίη μεν αἰεί κοτε σύντροφός ἐστι, ἀρετὴ δ᾿ ἔπακτος ἐστί.» [1]

   Ὁ Ἡρακλῆς στὸ σταυροδρόμι τῆς Ἀρετῆς καὶ τῆς Κακίας.

   Τὸ δεῖπνο τοῦ Παυσανίου καὶ τοῦ Μαρδονίου στὶς Πλαταιές.

   Τὴν συνισταμένη τῆς πραγματικῆς φύσης τῆς Ἑλλάδας ἀποτελοῦν τὸ φῶς, ἡ πενία καὶ ἡ θάλασσα, λέγει ὀ Ὀδυσσέας Ἐλύτης. Καὶ ἐπικαλεῖται τὴν «ἀρχαία πείνα» στὸ «Ἄξιον ἐστί». Καὶ σημειώνει [2]:
   
   «Εἶναι ὕβρις, βέβαια, νὰ ἐξυμνεῖ κανείς τὴ φτώχεια. Ὡστόσο, μὲ τὸ πέρασμα τῶν αἰώνων, ἡ φτώχεια μαζὶ μὲ τὰ δεινὰ ποὺ ἦταν φυσικὸ νὰ συμπαρασύρει, ἔφτασε νὰ πάρει στὴν Ἑλλάδα ἕνα ἄλλο νόημα, ἠθικό, νὰ διαμορφώσει μιὰν εἰδικοῦ βάρους Ἀρετή, ποὺ τὴν εἴδαμε νὰ παίρνει τὴ μορφὴ τοῦ Ἀγωνιστῆ στοὺς ἄντρες, τῆς Καρτερίας στὶς γυναῖκες, καὶ ποὺ αὐτή, τελικά, ἐπέτρεψε τὴν ἐπιβίωση ἑνὸς λαοῦ στὸ πεῖσμα μιᾶς πεντηκοντάδας κατακτητικῶν κυμάτων.»

 Γράφει ὁ Δημήτριος Ν. Γαρουφαλῆς [3]:
   
   [...] τὸ περσικὸ καὶ λακωνικὸ δεῖπνο, τὸ ὁποῖο παρέθεσε ὁ ἀρχιστράτηγος Παυσανίας στοὺς Ἕλληνες στρατηγούς, ἀμέσως μετὰ τὴν νικηφόρο μάχη τῶν Πλαταιῶν [...]
   Εἶναι τραγικὴ εἰρωνία, ἀλλὰ τὸ λεπτόγεον καὶ ἡ φτώχια ὑπῆρξαν δύο μεγάλες δυνάμεις τῆς Ἑλλάδος. Καὶ τὸ πίστευαν αὐτὸ βαθιὰ μέσα τους οἱ Ἕλληνες τῶν ἀρχῶν τοῦ 5ου αἰώνα π.Χ. Διότι, καθὼς λέγει ὁ Αἰσχύλος, «ἡ Δίκη κατοικεῖ λαμπρὴ στὴν καπνισμένη κάμαρη τῆς φτώχιας. Τιμᾶ τὴν ταπεινὴ ζωὴ τῆς ἀρετῆς, παίρνει τῶν ὁμματιῶν καὶ φεύγει ἀπὸ τὰ μέγαρα ποὺ χέρια βρώμικα τὰ φόρτωσαν χρυσάφι. Κοπιάζει στὰ χαμόσπιτα τ᾿ ἁγνά. Σιχαίνεται τοῦ πλούτου τὴν ἰσχύ, τὴν κούφια φήμη. Κι ὅλα στὸ πεπρωμένο τέρμα κατευθύνει.» («Ἀγαμέμνων», 771-781)

   Ὁ Ἀριστοφάνης ἀντιπαραθέτει στὸν Πλοῦτο τὴν ἐνάρετη Πενία. Καὶ ὁ Κλαύδιος Αἰλιανός σημειώνει:

   «Οἱ τῶν Ἑλλήνων ἅριστοι πενίᾳ διέζων παρὰ πάντα τὸν βίον.»

* * *

   Ὁ Γιάννης Τσαρούχης:

   Ὁ Ἕλληνας ἔχασε ἕνα μεγάλο κίνητρο ποὺ εἶχε στὴ ζωή του. Τὴν πείνα. Τώρα τρώει καὶ ὅλοι ἔχουν κοιλιὰ καὶ στομάχι. Λοιπὸν δὲν μπορεῖ νὰ ἔχουν τὴ δραστηριότητα ποὺ εἴχανε ὡς πεινασμένοι. Ὅ,τι μεγάλο ἔκανε ἡ Ἑλλὰς -εἴτε ἀπὸ φιλοσόφους εἴτε ἀπὸ ἁπλοὺς ἀνθρώπους- τὸ ἔκανε ἀπὸ τὴν πείνα. Ὁ Ἕλληνας φαγωμένος γίνεται ἕνα ἀποκτηνωμένο ζῶο.

* * *

   Ὁ Φώτης Κόντογλου («Τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια») [4]:
   
   «Ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια». Αὐτὰ τὰ θαυμάσια λόγια εἶναι παρμένα ἀπὸ τὸ τροπάρι τοῦ ἁγίου Νικολάου καὶ λένε πὼς αὐτὸς ὁ ἅγιος ἀπέκτησε μὲ τὴν ταπείνωση τὰ ὑψηλά, δηλαδὴ ἀξιώθηκε νὰ πάρει μεγάλα πνευματικὰ χαρίσματα μὲ τὴν ταπείνωση, καὶ μὲ τὴ φτώχεια πλούτισε τὴν ψυχή του μὲ οὐράνιους θησαυρούς.

   Ἀλλὰ αὐτὰ τὰ λόγια εἶναι καὶ γενικὰ σύμβολα γιὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, ποὺ εἶναι ἡ θρησκευτικὴ ἔκφρασή της. Τὸ «τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια» εἶναι παρόμοιο μὲ τὸ ἀρχαῖο ρητὸ «καλλιτεχνοῦμεν μετ᾿ εὐτελείας», ποὺ ἐξηγεῖ τὴν ἁπλότητα, τὴν λιτότητα ποὺ ὑπάρχει στὴν τέχνη μας, καὶ γενικὰ σὲ ὅλα μας.

   Πρῶτα-πρῶτα, ἡ φύση μας εἶναι «τῇ πτωχείᾳ πλουσία», δηλαδὴ φαίνεται ἀπ᾿ ἔξω φτωχή, μὰ στὸ βάθος εἶναι πλούσια. Ἕνα μάτι ποὺ βλέπει μοναχὰ ἐξωτερικὰ καὶ ξώπετσα, δὲ μπορεῖ νὰ νοιώσει τὸ πνευματικὸ βάθος ποὺ ὑπάρχει πίσω ἀπὸ τὰ φαινόμενα. Ἡ ἑλληνικὴ φύση εἶναι ἁπλὴ καὶ λεπτή: Βουνὰ ποὺ εἶναι σπανὰ τὰ περισσότερα, δίχως δέντρα ἢ μὲ λιγοστὰ δεντράκια, μικρὰ λαγκάδια, ἀνάμεσα στὶς πλαγιές, ξεροπόταμα μὲ δάφνες, λυγαριὲς καὶ λίγες ταπεινὲς ἰτιές, κάμποι κίτρινοι, δίχως πολλὲς πρασινάδες, ἀμπέλια κατάχλωρα, ἀκροθαλασσιὲς ἥμερες, νησιὰ πολλὰ καὶ ξέρες, βράχοι σκουριασμένοι. Παντοῦ λίγη βλάστηση, λίγος σκοῖνος, μὰ τὰ λιγοστὰ δέντρα καὶ τὰ πολλὰ ἀγριόκλαρα εἶναι ἐκφραστικὰ στὸν ὑπέρτατο βαθμό, λὲς κ᾿ εἶναι ζωντανὰ πλάσματα, μὲ ψυχὴ καὶ μὲ μιλιά. Ἕνα δέντρο ποὺ στέκεται στὴν ἔρημη πλαγιὰ ἀπομοναχιασμένο, ἢ ἕνα ἄλλο καμπουριασμένο ἀπάνω ἀπὸ μία βρύση ἡ δίπλα σ᾿ ἕνα ρημοκκλήσι, θαρρεῖς πὼς εἶναι ζωντανοὶ ἄνθρωποι. Σ᾿ ἄλλο μέρος φαίνουνται ἀπὸ μακρυὰ δυὸ τρία δέντρα μαζωμένα, μὲ διάφορα σχήματα, καὶ θαρρεῖς πὼς κουβεντιάζουνε μεταξύ τους, ἀγναντεύοντας κάτω τὸν κάμπο ἢ τὸ γαλανὸ πέλαγο. Ἀλλοῦ πάλι βλέπεις περισσότερα δέντρα, ἕνα κοπάδι καὶ σοῦ φαίνουνται κι αὐτὰ σὰν ζωντανά. Δὲν εἶναι σὰν ἐκεῖνα ποὺ βλέπει κανένας σὲ ἄλλες χώρες, ἀκαταμέτρητα, πυκνά, ἀπαράλλαχτα τό ῾να μὲ τ᾿ ἄλλο, στοιβαγμένα τό ῾να κοντὰ στ᾿ ἄλλο μέσα στὰ δάση, σὰν νεκρά, σὰν νὰ βγήκανε ἀπὸ κανένα ἐργοστάσιο, ὅπως τὰ σπιρτόξυλα μέσα στὸ κουτί, χωρὶς φυσιογνωμία ἰδιαίτερη, χωρὶς ἔκφραση, δίχως μυρουδιά. Όπως ὁ ἄνθρωπος χάνει τὸν ἑαυτό του μέσα σ᾿ ἕνα πλῆθος ἀκαταμέτρητα, ἔτσι καὶ τὸ δέντρο ἢ ὅ,τι ἄλλο φυσικὸ κτίσμα, χάνεται μέσα στὸ ἀκαταμέτρητα διάστημα. Ἡ φύση σ᾿ αὐτὲς τὶς χῶρες εἶναι ἀκόμα σὰν χάος, ποὺ βαραίνει σὰν βραχνὰς τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου.

   Τὸ ἴδιο γίνεται καὶ μὲ τὰ μεγάλα βουνὰ ποὺ ὑπάρχουνε στὶς ξένες χῶρες, ποὺ εἶναι ἔξω ἀπὸ τὰ μέτρα τοῦ ἀνθρώπου, κ᾿ ἡ ματιά του δὲν μπορεῖ νὰ τὰ περιλάβει, οὔτε ἡ ψυχή του νὰ τὰ νοιώσει, κρυμμένα μέσα σὲ πυκνὲς ἀντάρες. Ἐνῷ τὰ δικά μας τὰ βουνά, θαρρεῖς πὼς εἶναι καμωμένα γιὰ τὸν ἄνθρωπο, λίγο πολὺ στὰ μέτρα του. Ἔχουνε κάποια ἐκφραστικὰ σχέδια, ὅπως προβάλλουνε τό ῾να πίσ᾿ ἀπὸ τ᾿ ἄλλο, ἥσυχα, ξαπλωμένα στὸν ἥλιο, ἢ γερμένα γιὰ νὰ ξεκουραστοῦνε κατὰ τὸ βασίλεμα, σὰν τὰ βόδια ποὺ κείτουνται στὸ χωράφι, ἀναχαράζοντας εἰρηνικά, θαρρεῖς πὼς εἶναι ἄνθρωποι, σὰν τσομπαναρέοι, σὰν τσελιγκάδες. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὰ θαυμάσια τραγούδια μας τὰ τραγουδήσανε, σὰν νὰ εἶναι κάποια ζωντανὰ πλάσματα:

Ὁ Ὄλυμπος κι ὁ Κίσσαβος τὰ δυὸ βουνὰ μαλώνουν
γυρίζ᾿ ὁ γέρο Ὄλυμπος καὶ λέγει τοῦ Κισσάβου...

   ἢ,

Ἔχετε γεια ψηλὰ βουνὰ
καὶ δροσερὲς βρυσοῦλες,
κι ἐσεῖς Τζουμέρκα κι Ἄγραφα,
παλληκαριῶν λημέρια.

   Στὴ φύση μας ὅλα εἶναι ἁπλά, καθαρά, λιγοστά, ὄχι πλῆθος ποὺ κουράζει τὸ μυαλό. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὰ αἰσθήματά μας εἶναι τὰ ἴδια, ἁπλά, ὅσο εἴμαστε εἰλικρινεῖς μὲ τὸν ἑαυτό μας καὶ δὲν θέλουμε νὰ κάνουμε τὸν Εὐρωπαῖο.

   Αὐτή, λοιπόν, ἡ ἁπλότητα ποὺ ὑπάρχει στὴ φύση μας καὶ στὴν ψυχή μας, εἶναι ἡ πλούσια φτώχεια ποὺ εἴπαμε. Ἡ ἁπλότητα φαίνεται γιὰ φτώχεια στὸ μάτι καὶ στὴν ψυχὴ τοῦ ρηχοῦ ἀνθρώπου. Καὶ πλοῦτος νομίζεται τὸ πλῆθος. Ὁ ἀρχαῖος εἶπε τὸ ρητό: «Οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ᾿ ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ».

   Ἐρχόμαστε τώρα στὴν τέχνη. Ἡ τέχνη μας εἶναι κι αὐτὴ σὰν τὴ φύση μας, ἁπλὴ ἀπ᾿ ἔξω καὶ πλούσια ἀπὸ μέσα. Τὰ ἀρχαῖα χτίρια ξεκουράζουνε μὲ τὴν ἁπλότητά τους. Οἱ κολόνες, τὰ ἀετώματα, οἱ μετόπες, ὅλα εἶναι ἁπλούστατα. Δυὸ τρεῖς κολόνες στέκουνται ἀπάνω σ᾿ ἕναν ψηλὸν κάβο, κ᾿ εἶναι τόσο ἁρμονικὲς μὲ τὴν τοποθεσία, ποὺ θαρρεῖ κανένας πὼς καὶ τὰ δυό, τὸ φυσικὸ καὶ τὸ τεχνητό, τὰ ἔκανε τὸ ἴδιο χέρι, τὸ ἴδιο αἴσθημα!

   Οἱ βυζαντινὲς ἐκκλησίες μὲ τὸν τροῦλο θαρρεῖς πὼς εἶναι μικρὰ βουναλάκια ἀπάνω στὰ μεγάλα. Τὰ μικρὰ ρημοκκλήσια μὲ τὴν καμαρωτὴ σκεπή, μὲ τὸ ἀνεπιτήδευτο χτίσιμο, στέκουνται ἀπάνω στὶς ράχες ἢ στὶς πλαγιές, μ᾿ ἕνα δυὸ δεντράκια γιὰ συντροφιά, κ᾿ εἶναι τόσο ταιριαστὰ μὲ τὴ γύρω τοποθεσία, ποὺ τὰ χαίρεσαι, ὅπως χαίρεσαι ἕναν ἔμορφο βράχο, ἕνα νησάκι, ἕναν κάβο.

   Τὰ χωριάτικα σπίτια, τὰ παλιά, ὄχι αὐτὰ ποὺ χτίζουνε τώρα οἱ χωριάτες, πιθηκίζοντας τὴν Ἀθήνα, κοίταξε πόσο σύμφωνα εἶναι μὲ τὴ φύση. Ἐνῷ ὅσα κάνουνε τώρα κάποιοι ξιππασμένοι χωριάτες, τὰ μοντέρνα, μὲ τὸ στερεότυπο κρύο σχέδιο, μὲ τὰ στερεότυπα χρώματα, μὲ τὶς εὐρωπαϊκὲς σιδεριὲς μὲ τὰ «ἄρ-τιφισιέλ», κοίταξε κι ὁμολόγησε τί φωναχτὴ παραφωνία εἶναι μέσα στὴν ἁπλὴ καὶ ταπεινὴ ἁρμονία ποὺ κάνουνε τ᾿ ἄλλα τὰ σπίτια τοῦ χωρίου. Ἡ τέχνη εἶναι σωστὴ κι ἀληθινή, ὅταν ἐκεῖνος ποὺ τὴν κάνει ἔχει καὶ γερὸ ἔνστικτο, ὅπως οἱ ἁπλοὶ ἄνθρωποι τῶν χωριῶν, ἐνῷ ἐκεῖνος ποὺ κάνει ὅ,τι κάνει μὲ ξερὴ γνώση, καὶ κείνη δανεικὴ καὶ συμβατική, ὅπως ἡ ἀρχιτεκτονική, ἡ ζωγραφικὴ κ᾿ ἡ μουσικὴ ποὺ διδάσκονται σήμερα στὶς διάφορες σχολές, δὲν ἔχει καθόλου αὐτὴ τὴν αἴσθηση ποὺ χρειάζεται γιὰ νὰ εἶναι σὲ ἁρμονία αὐτὸ ποὺ κάνει μὲ τὰ γύρω τοῦ φυσικὰ φαινόμενα. Γιὰ τοῦτο ἡ παράδοση σ᾿ ἕναν τόπο εἶναι ὁ μοναχὸς ἀληθινὸς δρόμος γιὰ τὶς τέχνες, καὶ γενικὰ γιὰ κάθε ἔκφραση τῆς ζωῆς, τὰ δὲ ἄλλα εἶναι «ξύλα, πλίνθοι καὶ κέραμοι, ἀτάκτως ἐρριμμένα», χωρὶς κανέναν δεσμό, οὔτε μεταξύ τους, οὔτε μὲ τὸν τόπο, χωρὶς καμμιὰ δικαίωση.

   Κοιτάξετε πόσο πολύπλοκα καὶ μπερδεμένα κατα-φορτωμένα, μὲ ἀνόητες σαβοῦρες εἶναι τὰ κτίρια τῆς γοτθικῆς τέχνης, τῆς ἰταλικῆς Ἀναγέννησης, καὶ τ᾿ ἄλλα ποὺ κάναμε στὶς λατινικὲς καὶ στὶς ἀγγλοσαξονικὲς χῶρες. Ἀπελπισία! Μπιχλιμπίδια καὶ στριφογυρίσματα. Τὸ ἴδιο καὶ στὴν Ἀνατολή, στὴν Ἰνδία καὶ στὴν Κίνα: Παγόδες σὰν λαβύρινθοι, βραχνὰς ἀληθινός!

   Οἱ δυτικοί, ἀπὸ τὸ ἀνόητο παραφόρτωμα ποὺ κάνανε στὰ χτίριά τους, μὲ κορνίζες, μὲ πάστες, μὲ λογῆς λογῆς ἀνάγλυφα, ποὺ φτάξανε πιὰ στὶς τοῦρτες τῆς Νότιας Ἀμερικῆς, πήρανε σήμερα βόλτα καὶ φτάξανε μονομιᾶς στὴν ἄλλη ἄκρη, στὸ μοντέρνο στὸν Λε-κορμπυζιέ, δηλαδὴ στὸ ξεγύμνωμα, στὴν πουριτανικὴ αἰσθητική, στὸ σκέτο κασσόνι.

   Τὰ ἴδια γίνουνται καὶ στὶς ἄλλες τέχνες. Ἡ δική μας ζωγραφική, δηλαδὴ ἡ βυζαντινή, εἶναι ἁπλὴ καὶ λιτὴ στὴν ὄψη, καθαρισμένη ἀπὸ τὰ μάταια κι ἀνώφελα στολίδια τῆς προοπτικῆς καὶ τῆς ἀνατομίας, καθαρὴ σὰν κρούσταλλο, κι ἀπὸ μέσα γεμάτη πνευματικὸ βάθος, χωρὶς ἐπιτήδεψη ποὺ θέλει, νὰ ξεγελάσει τὸ μάτι (trompe d᾿ oeil), δηλαδὴ πράγματα σαλντιμπαγκικά, κατώτερα ἀπὸ τοὺς σκοποὺς ποὺ πρέπει νά ῾χει ἡ τέχνη. Ἡ ζωγραφικὴ σὲ ἄλλες χῶρες στάθηκε κολλημένη μόνο στὸ φαινόμενο, παραφορτωμένη μὲ ἀδιαφόρετα πράγματα, μὲ προοπτικές, μὲ ἀνατομίες, μὲ σκηνοθεσίες θεατρικές, μὲ φωτισμοὺς ἐπιτηδευμένους καὶ ψεύτικους, παραγεμισμένη μὲ ἕνα σωρὸ ἀνόητα ἐφευρήματα, μὲ ταβάνια πλουμισμένα, ποὺ δείχνουνε τάχα βάθος στὸ διάστημα, χωρὶς καμμιὰ ἁπλότητα, μπερδεμένη καὶ πατικωμένη, ὅπως π.χ. εἶναι τὰ ἔργα τοῦ Μιχαὴλ Ἀγγέλου, μ᾿ ἕνα σωρὸ μπεχλιβάνηδες, τοῦ Τισιάνου, τοῦ Βερονέζε, προπάντων τοῦ Τιντορέττο, μὲ χιλιάδες πρόσωπα, σὲ σημεῖο νὰ μὴ βλέπεις τίποτα, τὰ ἔργα τοῦ Ροῦμπενς, ποὺ εἶναι σὰν κρεοπωλεῖο γεμάτο σάρκες καὶ μάταιες ἐπιδείξεις. Ἀκόμα κ᾿ οἱ πιὸ παλιοὶ τεχνῖτες τους εἶναι γεμάτοι ἀπὸ ἀνόητη ματαιότητα καὶ στὰ θρησκευτικὰ ἔργα, ὅπως π.χ. «ἡ προσκύνηση τῶν Μάγων» τοῦ Τζεντίλε ντὰ Φαμπριάνο καὶ τοῦ Μπενότσο Γκότσολι, ποὺ παριστάνουνε ἕναν στρατὸν ὁλόκληρον ἀπὸ «ἱππότες» ντυμένους καρναβαλίστικα, ἄλλους καβαλάρηδες κι ἄλλους πεζούς, μὲ καμῆλες φορτωμένες, μὲ λυκόσκυλα, μὲ γεράκια τοῦ κυνηγίου, μὲ ἐλάφια, μὲ χρυσὰ κι ἀργυρὰ ροῦχα μὲ ἀραπάδες, μὲ σαρίκια, μὲ ρόμπες λογιῶν λογιῶν, μὲ βάζα, μὲ κουτιά, μὲ ὅ,τι φαντασθεῖ κανένας· κι ὅλοι αὐτοὶ πᾶνε νὰ προσκυνήσουνε, τάχα, «τὸ θεῖον βρέφος», ποὺ δὲν φαίνεται καθόλου μέσα σ᾿ ἐκεῖνον τὸν κυκεῶνα! Ἐνῷ οἱ δικοί μας ζωγράφοι ζωγραφίζουνε τοὺς τρεῖς Μάγους, ἁπλὰ καὶ καθαρά, μάλιστα μικρόσωμους, καὶ δίνουνε τὰ δῶρα τους στὴν Παναγιά, ποὺ κρατᾷ τὸν νιογέννητο Χριστό, ταπεινά, ἁπλά, ὅπως εἶναι γραμμένα καὶ στὸ Εὐαγγέλιο, χωρὶς αὐτὲς τὶς παράτες καὶ τὶς φιέστες στοῦ κασίδη τὸ κεφάλι. Βάθος δὲ πνευματικὸ κανένα δὲν ὑπάρχει στοὺς δυτικούς, μοναχὰ βουὴ καὶ σαματᾶς: Ὄπερα!

   Κ᾿ ἡ μουσική μας εἶναι καὶ κείνη ἁπλή, σεμνή, καθαρή, καὶ κάνει πιὸ ἐκφραστικὰ τὰ λόγια ἑνὸς τραγουδιοῦ, καὶ τὰ ὄργανα ποὺ τὴν παίζουνε εἶναι ἁπλὰ καὶ λιγοστά: ἡ λύρα ποὺ ἔπαιζε ὁ Τέρπανδρος, τὸ σαντούρι ποὺ ἔπαιζε ὁ Ὅμηρος, ἡ φλογέρα ποὺ ἔπαιζε ὁ Εὔμαιος. Κ᾿ ἡ ψαλμῳδία μας εἶναι ἁπλή, παθητικὴ καὶ πνευματική, χωρὶς κανένα ὄργανο.

   Σὲ ἄλλες χῶρες ἡ μουσικὴ γίνηκε ἐπιστήμη βαρεῖα. Ἕνα τιποτένιο «μοτίβο» γίνεται περίπλοκο καὶ φοβερὸ «ἔργο», βαρὺ καὶ καταθλιπτικό, σὰν τὰ κτίρια τους, σὰν τὶς ζωγραφιές τους, σὰν τὰ δράματά τους. Καὶ τὰ ὄργανα ποὺ παίζουνε αὐτὴ τὴ μουσικὴ εἶναι ἀκαταμέτρητα, ὁλόκληρες φάλαγγες, ποὺ τὸ τίποτα τὸ κάνουμε βροντὴ τοῦ οὐρανοῦ! Αὐτὰ ξιππάζουνε τοὺς ματαιόδοξους, ποὺ παίρνουνε τὸ πλῆθος γιὰ πλοῦτο, καὶ δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ ζητήσουνε τὸ «τιμιώτατον», ποὺ βρίσκεται μοναχὰ μέσα στὴν ἁπλότητα.
Προσπάθησα νὰ σοῦ δώσω νὰ νοιώσεις τὴν «πλούσια φτώχεια», ποὺ ὑπάρχει στὰ δικά μας πράγματα, δηλαδὴ τὴν ἁπλὴ ὄψη τῆς φύσης μας καὶ τῆς τέχνης μας, ποὺ κρύβει ὅμως μυστικοὺς θησαυρούς. Ὅπου ὑπάρχει τυμπανοκρουσία καὶ μεγάλη φασαρία καὶ σκηνοθεσία, νὰ ξέρεις πὼς δὲν ὑπάρχει παραμέσα τίποτε ἄλλο ἀπ᾿ αὐτὸ ποὺ ἀκοῦς καὶ βλέπεις. Ἄν, λοιπόν, ἔνοιωσες κάτι ἀπ᾿ αὐτὰ ποὺ εἴπαμε, τώρα ποὺ τελειώνεις τὸ διάβασμα θὰ καταλάβεις καλύτερα τὴν ἐμορφιὰ καὶ τὴν ἀλήθεια, ποὺ ἔχουνε τὰ λόγια ποὺ διάβασες στὴν ἀρχή: «Τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια».

* * *

   Ὁ Γιάννης Ξανθούλης («Επιτέλους... φτωχοί!») [5]:
   
   ...Να ξαναγίνουμε φτωχοί.
   Όπως ήμασταν πάντα. Όπως οι ήρωες των παλιών αναγνωστικών που οι γιαγιάδες έμοιαζαν με γιαγιάδες κι όχι με συνταξιούχες πόρνες. Όπου οι μπαμπάδες επέστρεφαν το μεσημέρι για να καθήσει ΟΛΗ η ελληνική οικογένεια στο τραπέζι και να φάει το σεμνό φαγητό -όσπρια πεντανόστιμα και ζαρζαβατικά με μαύρο ψωμί μοσχοβολιστό- ενώ η γάτα και ο σκύλος περίμεναν στωικά να 'ρθει η σειρά τους... Να ξαναγίνουμε φτωχοί όπως ήμασταν πριν σαράντα και πενήντα χρόνια. Τότε που ονειρευόμασταν εν μέσω γκρι, μπλε και μπεζ χρωμάτων, τότε που καμιά Ελληνίδα δεν φιλοδοξούσε να γίνει ψευδοξανθιά, τότε που η λάσπη κολλούσε συμπαθητικά στα παπούτσια μας και οι αυθεντικοί ζήτουλες βρίσκονταν έξω απ' τις εκκλησιές περιμένοντας το τέλος της λειτουργίας και του μνημόσυνου. Να ξαναγίνουμε φτωχοί πλην τίμιοι, χωρίς κινδύνους να ξεστρατίσουν οι αρχιμανδρίτες προς την ψηφιακή παιδοφιλία. Να βρούμε ξανά τις σωστές μας κλίμακες χωρίς αγωνία παρκαρίσματος και παχυσαρκίας. Να ξαναβρούμε τη γεύση του «μπατιρόσπορου», των ελαχιστοποιημένων αναγκών, να ανακαλύψουμε εκ νέου τον ποδαρόδρομο και το συγκινητικό μοντέλο της «γυναίκας της Πίνδου». Μόνο με τέτοιες ηρωικές διαδρομές ενδεχομένως να ακυρώσουμε το κόμπλεξ μας έναντι του Μπραντ Πιτ και της Ναόμι Κάμπελ. Να ξαναβρούμε -γιατί όχι- και τους παλιούς καλούς εχθρούς (κυρίως από τα βόρεια) που σήμερα τους έχουμε σκλάβους στα παβιγιόν μας. Να ξετρελαθούμε από την επικοινωνιακή μας υστερία με τα σιχαμένα κινητά τηλέφωνα που κατάργησαν κάθε έννοια ιδιωτικής ζωής. Να σκάψουμε στις αυλές -όσοι έχουν αυλές- και να κάνουμε παραδοσιακούς ασβεστόλακκους για να ασπρίζουμε τα δέντρα έτσι για καλαισθησία και υγεία. Να βρούμε πάλι τη σημασία του χώματος καταργώντας το καυσαέριο του επάρατου τρέχοντος πολιτισμού. Να εφεύρουμε τις παλιές νοσοκόμες που σέρνονταν από σπίτι σε σπίτι ρίχνοντας ενέσεις πενικιλίνης στα οπίσθια ολόκληρου του Έθνους. Να προσδιορίσουμε ξανά την ντροπή και τον «σεβασμό» προσέχοντας το βλακώδες λεξιλόγιο των τέκνων μας. Επιτέλους, όποιο τέρας βρίζει ή χρησιμοποιεί την πάνδημη και πολυμορφική λέξη «ΜΑΛΑΚΑΣ» πάνω από εκατό φορές την ημέρα να το μπουκώνουμε με «κόκκινο πιπέρι εξόχως καυτερό», όπως τον καιρό της εξαίρετης φτώχειας μας. Να μάθουμε να χρησιμοποιούμε τα κουλά μας χέρια σε δουλειές που σήμερα δίνουμε του κόσμου τα λεφτά, όπως μεταποίηση ρούχων, αλλαγές γιακάδων στα πουκάμισα, καρικώματα στις κάλτσες, υδραυλικές και σχετικές εργασίες. Να απαγορευτεί διά ροπάλου το γκαζόν που για μας τους πρώην φτωχούς δεν σημαίνει απολύτως τίποτα. Στη θέση του να φυτευτούν λαχανικά ή και οπωροφόρα για να μην καλοσυνηθίζουμε την κάστα των μανάβηδων. Κάποτε ο μαϊντανός, τα κρεμμύδια και τα σκόρδα ήταν τα βασικά καλλωπιστικά των κήπων μας. Να επανακτήσουμε το κύρος μας, χρησιμοποιώντας βοϊδόπουτσες, βέργες κι ό,τι τέλος πάντων απαιτούσε ο βασικός σωφρονιστικός κώδικας τα χρόνια της περήφανης ανέχειας.
   Σταματήστε τις ψυχολογίες και τις παραφιλολογίες για τα «τραύματα» των παιδιών.
   Μόνο λύσεις γήινες και πρακτικές -χωρίς ενστάσεις από τον Ρομπέν της ευαισθησίας, τον ΣΥΡΙΖΑ- θα αποκαταστήσουν την τρέλα και το χάος που υπαινίσσονται οι στατιστικές.
   Να θυμηθούν οι Νεοέλληνες πως προέρχονται απ' τον Μεγαλέξανδρο, από τον Μιλτιάδη, τον Αριστείδη και προφανώς απ' τον... Αλκιβιάδη, πράγμα που σημαίνει ότι μπορούν να βάλουν σε ενέργεια τον «δίκαιο θυμό» αν συμπέσουν με ληστές τραπεζών, περιπτέρων, σούπερ μάρκετ και κοσμηματοπωλείων. Κανένας δισταγμός. Τα παλιά χρόνια για ψύλλου πήδημα σε μπαγλάρωναν. Θυμήσου και κόψ' τους τα χέρια ή και τα αχαμνά. Επιτέλους ας σταματήσουμε την ευρωπαϊκή μας ψυχοπάθεια. ΠΟΤΕ κανένας Ελληνας δεν έγινε σωστός Ευρωπαίος. Ούτε καν ο Αβραμόπουλος ούτε καν ο Σημίτης και άλλοι τέτοιοι που μου διαφεύγουν. Απ' τον καιρό που σταματήσαμε να θυμώνουμε σωστά, την πατήσαμε. Σταματήστε το «ντόπινγκ» με το τσουλαριό των λαϊκών ασματομουλάρων. ΠΟΣΟΥΣ ΠΙΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΕΣ ΧΩΡΑ Η ΕΛΛΑΣ, κύριοι καναλάρχες της πλάκας; Δεν είναι καιρός να ξεβρωμίσει ο τόπος απ' τους εκφραστές του τραγουδιστικού Κάμα Σούτρα; ΠΟΙΟΣ θα μαζέψει τις ελιές στα περιβόλια όταν ο κάθε πικραμένος ονειρεύεται να γίνει αφίσα στη Συγγρού; ΠΟΙΟΣ θα καθαρίσει τη Συγγρού απ' το αίσχος της καψουρικής ταπετσαρίας, κύριοι δήμαρχοι; Οι τραβεστί; Οι καημένες οι τραβεστί έχουν άλλες υποχρεώσεις...
   Μη φοβάστε τη φτώχεια. Η πατρίδα μας είναι ευλογημένη έστω κι αν δεν παράγει λαμαρίνες αυτοκινήτων ή καλής ποιότητας νάρκες και όπλα για τους τριτοκοσμικούς.
   Θυμηθείτε την ευλογία του ελαιόλαδου, της κορινθιακής σταφίδας, του χαλβά Φαρσάλων, των εσπεριδοειδών, της σαρδέλας και των λατρεμένων ραδικιών. Λάδι, χόρτα, ελίτσες, λίγο τυρί και ψωμί ζεστό, να φρεσκάρουμε στο μνημονικό μας το παλιό αναγνωστικό του Δημοτικού. Το ξέρω πως είναι ζόρι να κόψουμε το σούσι απότομα, όμως ήρθε ο καιρός να αναβιώσουμε την όπερα της πεντάρας, της δεκάρας και των άλλων χρηστικών μας αξεσουάρ. Μια δοκιμή νομίζω πως θα μας πείσει, τώρα μάλιστα που ξεκινά και το Τριώδιο. ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΣ και ο θεός των μικρών πραγμάτων μαζί μας.

* * *

   Καὶ ὁ Χρῆστος Κουλίνος (Ἀνδρέας Φαρμάκις - ΑΦαρ) [6]:

Date: Sat, 9 Aug 1997 18:30:50 +0300
From: "S.M"
Subject: Ston filo mou.


   Κριθαράκι λαδερό.

   Δὲν θέλω νὰ λογιέμαι γιὰ συγγραφέας. Ἐλπίζω στὴν καλή σας μαρτυρία γι᾿ αὐτό, ὅταν θὰ φτάσετε στὸ τέλος τοῦ βιβλίου.

   Γράφω μόνο εἰς μνήμη τῆς γιαγιᾶς μου.

   Ξέρω ὅτι πολλοὶ θὰ ἤθελαν νὰ πιάνονται γιὰ ποιητές - σὰν τὸν Ὅμηρο καὶ τὸν Ὀδυσσέα Ἐλύτη. Κι ἄλλοι γιὰ βασιλιάδες, σὰν τὸν Κωνσταντῖνο. Μὰ ἐγὼ δὲν νοιάζομαι διόλου γιὰ δόξα. Ἐγὼ θὰ ἤθελα νὰ πιάνομαι σὰν τὴν γιαγιά μου. Νὰ μαγειρεύω δηλαδὴ γιὰ ὅλους. Νὰ φοράω τὰ ἴδια ροῦχα χειμώνα-καλοκαίρι, ποτισμένα ἀπὸ τὶς μυρωδιὲς τῶν φαγητῶν μου. Νὰ μυρίζῃ ὁ κόρφος μου φακή.

   Αὐτὸ εἶναι ὅλο. Δὲν ζητάω τίποτα ἀπὸ κανέναν. Περιφρονῶ καὶ τὴν γραμματικὴ καὶ τὸ συντακτικό. Στὴν θέση τους βάζω τὶς συνταγές μου. Ἡ μόνη μου αἰσθητικὴ εἶναι ἡ νοστιμιά.

   Κριθαρὰκι λαδερὸ εἶναι τὸ δευτεριάτικο φαγητό μας. Τὸ τρῶμε πάντοτε Δευτέρα, σὲ ἀντίστιξη καὶ ἰσορροπία μὲ τὶς καλὲς καὶ πλούσιες τροφὲς τῆς Κυριακῆς. Σὰν τρώγαμε μιὰ φορὰ τὰ καλά. τ᾿ ἀκολουθοῦσαν τὰ πιὸ φτωχικά· ἡ φακὴ τὸ βαρὺ παστίτσιο, τὰ ροβύθια τὶς ἀγγινάρες. Ἡ συγχωρεμένη ἡ γιαγιά μου ἀκολουθοῦσε αὐτὸν τὸν νόμο μὲ αὐστηρότητα καὶ δὲν τὸν παρέβη ποτέ.

   Νωρίτερα, ἅπλωνε μιὰ φούχτα κριθαράκι στὸ τραπέζι τῆς κουζίνας - ποὺ τὸ θυμᾶμαι πάντα ἀλευρωμένο... τρώγαμε καὶ τὰ μανίκια μας ἄσπριζαν... ξεθάβαμε τὰ πηρούνια καὶ τὰ κουτάλια μας απ᾿ τ᾿ ἀλεύρι... κι ὅλοι συνήθως γυρνούσαμε ἀλευρωμένοι - μ᾿ ἄσπρα, ἀερικὰ σημάδια στὰ μάγουλα καὶ στὰ μαλλιά.

   Τ᾿ ἀλεύρι εἶναι ἡ γύρη τῆς γιαγιᾶς μου.

   Ἅπλωνε λοιπὸν μιὰ φούχτα κριθαράκι στὸ τραπέζι τῆς κουζίνας καὶ μὲ καλοῦσε νὰ κάτσω κοντά της. «Ἔλα, κάτσε πουλάκι μου», ἔλεγε. «Κάτσε νὰ δῇς». Κι ἔβαζε τότε μπροστά μου τοὺς κριθαρένιους σπόρους σὲ γράμματα. (Τὸ ὄνομά μου θέλει ἀκριβῶς 70 σπόρους.)
Μιχάλης.
   Κι ἀπὸ κάτω ἔγραφε: Ἄννα. Ἡ μητέρα μου.
Θεοδώρα.
Εὐάγγελος. Τ᾿ ἀδέλφια μου.
   Καὶ κάτω-κάτω πρόσθετε:
Εἰρήνη. Ἡ συγχωρεμένη ἡ γιαγιά μου.

   Ἔγραφε μόνο μιὰ λέξη κάθε φορά. Ἅπλωνε ἀργὰ τὸ κριθαράκι, ψιθυρίζοντας ἕνα-ἕνα τὰ γράμματα ποὺ κατασκεύαζε, τσιμπώντας τοὺς κίτρινους σπόρους καὶ βάζοντάς τους στὴ σειρά. Κι ὅταν τέλειωνε τὸ ὄνομα, ἀμέσως τὸ χαλοῦσε γιὰ νὰ γράψῃ τὸ ἑπόμενο.

   Καμμιὰ φορά, σὰν θέλαμε νὰ παίξουμε, γράφαμε λέξεις ἄγνωστες ποὺ μᾶς φαινόντουσαν ὡραῖες.
   Γράφαμε: Λουκίνα ... Φρούλιον ... Πραξάνη ...
   Ἢ φράσεις μυστικὲς μὲ νόημα σκοτεινό:

Εἰς τὴν Λουκίνα σκαρφάλωσε ἡ μάννα μου.

Πόσο κοστίζει; Δύο ασημένια φρούλια. 

   Ἡ γιαγιά μου δὲν ἤξερε γράμματα. Μὰ δὲν ἔκανε ποτὲ λάθος, γιατὶ θυμόταν τὸν ἀριθμὸ τῶν σπόρων πού ᾿χουν οἱ λέξεις.

   Μιχάλης, ἔλεγε. 70 οἱ σπόροι σου. Τῆς Ἄννας μόνο 36.

   Κι ἔτσι κοντά της ἔμαθα κι ἐγώ. Κι ἀπὸ τὶς λέξεις ὅλες, θυμᾶμαι μόνο τὰ κριθαρένια σπόρια τους κι αυτὰ τώρα μετρῶ. Αὐτὰ εἶναι τὰ γράμματά μου.

   Οἱ σπορίσιες τροφὲς -τὸ κριθαράκι καὶ τὸ ρύζι κι ἡ φακὴ- τρέφουν τὸν οὐράνιο σκελετό μας.

   Κάποτε ἤμασταν πουλιά. 

Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Χρήστου Κουλίνου:
Τὸ Βιβλίο τῆς Ζεστῆς Φακῆς

Γιὰ τὴν ἀντιγραφή,
Στέφανος Μελίσσας


Date: Fri, 8 Dec 2006 17:15:50 +0200
From: Andreas Farmakis
Subject: [llogos] ΜΑΚΡΑΝ ΤΟ ΚΑΛΛΙΤΕΡΟ ΦΑΓΗΤΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
 

είναι η ....... Φ Α Κ Η !!!
τό 'χω ξαναγράψει αυτό - το έχω πει παντού - χίλιες φορές.
Κρεμμύδι, ένα δυό καραβάκια σκόρδο κομμένα στη μέση, ένα φύλλο δάφνης - μια κουταλιά λάδι!
Η τροφή των Θεών, το φαγητό του Παραδείσου.
Είδα ένα όνειρο που ήμουνα εγώ και έτρωγα φακές.
Γι' αυτό σας λέω.

Σχόλιον Ν.Β.:

Ακριβώς όπως περιγράφεται...
χωρίς ρίγανη
και χωρίς ντομάτα.
Η τροφή των θεώνε!
(μαζί με φέτα -εθνικιστική-).

* * *

Σημειώσεις:
[1] Δημάρατος πρὸς Ξέρξη, Ἡροδότου Ἱστορίαι, VII, 102.
[2] Βλ. σχετικῶς, Σύρου Δωρόθεος Β', «Τῇ Ἑλλάδι πενίη αἰεί κοτε σύντροφος», ἐφημερὶς «Ἡ σφήνα», 19-3-2010.  
Ἡ εἰκὼν τοῦ δείπνου τοῦ Παυσανίου, ἀπὸ τὸ ἱστολόγιον Δρομοκήρυξ, «Ἀργυρίου ἢ χρυσοῦ ὀδενὸς ἐπεθύμησα».
[3] Δημήτριος Ν. Γαρουφαλῆς, «Περσικοὶ Πόλεμοι 490-479 π.Χ.», ἐκδ. Περισκόπιο, 2003, ISBN 960-8345-09-X, σελ. 38-39.
[4] Φώτης Κόντογλου, «Τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια».
[5] Γιάννης Ξανθούλης, «Επιτέλους... φτωχοί!», ἐφημ. Ἐλευθεροτυπία, 7-2-2009
[6] Ἠλεκτρονικὲς λίστες συζητήσεων: Hellas, 9 Αὐγ. 1997· Llogos, 8 Δελ. 2006.

Οἱ δύο Ἑλλάδες - ἤ, ὁ μυστικὸς πόλεμος

Ἡ Ἑλλάδα τοῦ Ἐφιάλτη...

ΕΛΕΛΕΥ - Γραικυλία
live στο κλαμπ Κύτταρο

Γραικυλία

Η χώρα μου η Γραικυλία
σχέσεις δεν έχει μ' ένδοξους προγόνους
μόνο με νάνους και αλλήθωρους μογγόλους
που σαλιαρίζουν με την εξουσία

Η χώρα μου η Γραικυλία
σκότωνε ήρωες και σκάλιζε ανδριάντες
που τους προσκύναγε μετά με τους προδότες
δικτάτορες και δημοκράτες

Στη χώρα μου τη Γραικυλία
μάθαινα άλλης χώρας ιστορία
που τη διδάσκανε οι ψεύτες και οι δασκάλοι
μια ιστορία που την είχαν γράψει άλλοι

Στο πεύκο και στο μάρμαρο κρυμμένο
μέσα σε μύθους της γιαγιάς μου παραμύθια
έψαχνα πάντα να βρω τις αρχές σου
πίσω από ήλιους τεχνητούς και δορυφόρους

Είχε θαφτεί με τρόπο η αλήθεια
κι έπρεπε να ματώσεις για να μάθεις
τα ήξεραν όλα οι προστάτες και οι προφήτες
σου μάθαιναν τον τρόπο να ξεχάσεις

Αυτή τη χώρα που τη λένε Γραικυλία
παλιότερα τη λέγανε Ελλάδα
δεν έχει τίποτα από δόξα να θυμίζει
ο Εφιάλτης κάνει βόλτες στη λιακάδα

Τραγούδι σε στίχους και μουσική του Βαγγέλη Βέκιου (ντράμερ κάποτε των Μουσικών Ταξιαρχιών) από τον δίσκο των ΕΛΕΛΕΥ, που κυκλοφόρησε από την Hitch-Hyke.

Συνέντευξη του Βαγγέλη Βέκιου στο περιοδικό Γαλέρα, 2008.

* * *

...καὶ ἡ Ἑλλάδα τοῦ Διγενῆ.

Βόμβοι - Φρέσκο Αγριόμελο

Βόμβοι - Φρέσκο Αγριόμελο

Καλά σας πεταρίσματα, μπάμπουρες, να γυρνάτε!
Τις εσχατιές του κόσμου αυτού στ' αφτιά μας να ξερνάτε!
Μέλια, γλυκά μελίσματα, χωνέψτε γύρη, βουήξτε
ήθη, μνήμες και θύμησες, μύρια λουλούδια ανθίστε!
Γιατί οι ραγιάδες πλήθυναν, θωριές φοράνε ίδιες
ίδια λαλιά, μαύρα πουλιά γυρνάν έξω τις νύχτες
Δείξτε τους πως τα έλατα δε ζουν με τα' αλμυρίκια
και των Εγγλέζων σπάστε τους γκέμια και καμιτσίκια!
Ζαλίστε τους μ' αλλιώτικα παιξίματα, να μάθουν
πως κάθε ανθρώπου την ψυχή τα έθιμά του πλάθουν!
Μ' αυτά τρανεύει και σκορπά σπόρο, δικό του χρώμα
ελεύθερος έτσι γερνά και γέρνει στο ίδιο χώμα!
ΤΗ ΡΙΖΑ ΚΙ ΑΝ ΒΑΛΘΗΚΑΝΕ ΝΑ ΠΝΙΞΟΥΝ ΜΕ ΦΑΡΜΑΚΙΑ
ΡΙΞΕ ΝΕΡΟ ΑΠ' ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΤΑ ΕΥΦΟΡΑ Τ' ΑΥΛΑΚΙΑ
ΡΙΞΕ ΔΟΥΛΕΙΑ ΣΤΟΥΣ ΤΡΟΠΟΥΣ ΣΟΥ, ΣΤΟ ΥΦΟΣ ΤΟ ΔΙΚΟ ΣΟΥ
ΓΕΝΙΑ ΦΤΩΧΙΑ ΜΟΥ, ΜΙΖΕΡΗ, Ξ-Υ-Π-Ν-Α ΑΠ' ΤΟ ΛΗΘΑΡΓΟ ΣΟΥ!
Και πες τους πως ο διάολος κι ένα σωστό αν τύχει
βουλιάζει και ξεχύνεται, πνίγεται σαν καθοίκι!
Ξεκίνα απ' τα' άγριο, μέλισσα, στου Πόντου τα παράλια
που αίμα ξεβράζουνε νωπό στον Καύκασο, στα Ουράλια!
Σταμάτα και κουβέντιαζε μ' Αγίους Καππαδόκες
άδραξε Αλεξάνδρειες απ' των Καλλάς τις ρόκες
Στην Κύπρο σπάσε ένα σπαθί και ρώτα πως ενώνει
κι αν είν' του Ακρίτα, ούτε φωτιά το μέταλλο δε λιώνει!
Πάρε μαχαίρι κρητικό και βάλ' το στο λαιμό σου
να σου θυμίζει τι χρωστάς σε κάθε πρόγονό σου!
Πάρε κι ένα εκατόφυλλο και σκόρπα στο Αιγαίο
Να γίνει κάθε πέταλο κι ένα νησί σπουδαίο!
Πιάσε λιμάνι πύρινο Σμύρνη, να τραγουδήσεις
και μες στην Πόλη τη Σοφιά ξανά να προσκυνήσεις!
Στη Ρωμυλία σκάρωσε σλάβικο αλφαβητάρι
κι έναν θρακιώτικο χορό με κάθε Αναστενάρη!
...κι αν πέσεις στ' Αγιορείτικα, πάρε αγιασμό και νάμα
στη γη τη Μακεδονική ν' αγιάζεις κάθε μάνα!
Κάθε πατέρα, ξενιτιά, βορειοηπειρώτη!
Πάρε κι ιδρώτα απ' αδερφό και Θεσσαλό αγρότη!
Κόψε και τα Επτά νησιά, στεφάνια να τα πλέξεις
και τα Γραικάνικα χωριά κουμπάρους να παντρέψεις
τη Ρούμελη με το Μοριά ανθρώπους να γεννήσουν
ξανά το απέθαντο αγαθό στον κόσμο να χαρίσουν!

Βόμβοι (συνέντευξη στο Avopolis.gr, 26-4-2011): «Όλα είναι Ανατολή! Τίποτα ουσιαστικό και πρωτογενές δεν προέρχεται απ' τη Δύση. Αρκετά χρόνια υπήρξαμε ραγιάδες, ουραγοί και φερέφωνα του Δυτικού πολιτισμού.»

Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2024

Ὅταν ἤμασταν ροκάδες

   (Γράφει ὁ φίλος Χρῆστος Κουλίνος - ΑΦαρ, ποὺ δὲν εἶναι πιὰ μαζί μας... Ἤ, μᾶλλον, πάντοτε εἶναι μαζί μας.)

   Ὅταν ἤμασταν ροκάδες.

   Τώρα που τό σκέφτομαι, ροκάς σημαίνει κατά λέξη αυτός που έχει την πετριά. Όταν ήμασταν ροκάδες, λοιπόν, ακούγαμε και νοιώθαμε χάρντ ροκ - όχι χέβυ μέταλ. Υπάρχουνε μερικές βασικές διαφορές ανάμεσα στα δύο αυτά είδη. Το χαρντ ροκ προηγήθηκε του χέβυ μέταλ. Τα συγκροτήματα του χαρντ ροκ ήταν φτιαγμένα από μουσικούς - τα χέβυ μέταλ από υδραυλικούς. Άλλη διαφορά είναι ότι οι μουσικοί του χαρντ ροκ δεν πήγαιναν να φτιάξουνε τα μαλλιά τους στο κομμωτήριο - όπως κάνουνε οι χεβυμεταλάδες. Τέλος, οι χαρντ ροκ εμπνέονται από την παράδοση, την δική τους παράδοση - ενώ οι χεβυμεταλάδες απο τους θορύβους του υπόγειου ηλεκτρικού. Η κύρια και βασική διαφορά είναι ότι το χαρντ ροκ τραγουδούσε την ορμή της νεότητας - ενώ οι χεβυμεταλάδες την υστερία και την φοβερή φυλακή της νεότητας.

* * *

   Έγραψα, γιατί είδα στις ειδήσεις συνέντευξη ενός συγκροτήματος που θέλει ή θα πάη στην γιουρωβύζιον. Θα επιμείνουμε, είπανε, στον ιντάστριαλ ήχο μας. Ιντάστριαλ. Κανονικά, αν θέλει επαφή με την ελληνική ροκάδικη πραγματικότητα, πρέπει να βάλη ήχο βιοτεχνίας. Ήχο σουβλατζήδικο, ήχο φαναρτζήδικο κλπ. Ιντάστριαλ δεν έχουμε. Ταξίδευα μιά φορά με το λεωφορείο, είδα ένα φουγάρο ξημερώματα, κι ο καπνός του, σαν μιά χοντρή άσπρη πλεξούδα σύννεφο σε έναν ανέφελο ουρανό, ακολουθούσε το λεωφορείο για μισή ώρα, χιλιόμετρα ιντάστριαλ σύννεφο, στ' ανοιχτά της Μασσαχουσέτης.

* * *

   Με άλλα λόγια: φωνάζει η μάννα το παιδί της· δυο φίλοι ψιθυρίζουν μυστικά· ένα αγόρι και ένα κορίτσι αγκαλιάζονται· ένας σουβλατζής φωνάζει την παραγγελία του· ένας φούρναρης διαφημίζει τα κουλουράκια του· η θεία σε φιλάει και συ γίνεσαι πάλι 5 χρόνων· ένας πατέρας μιλάει στην κόρη του καθώς βαδίζουνε μια μέρα με ήλιο στο Ζάππειο· μιά χήρα ανηφορίζει αργά κουτσαίνοντας λιγάκι τον δρόμο του νεκροταφείου· ένα κορίτσι περιμένει το λεωφορείο· μια μάννα γυρίζει με τσάντες πλαστικές φορτωμένη από την λαϊκή· ένας ταξιτζής που βρίζει - και όλες αυτές οι φωνές, οι χειρονομίες, οι ρυθμοί, οι ανάσες, δεν βρίσκουνε πουθενά έκφραση, ούτε στην σύγχρονη ελληνική τέχνη, ούτε στην μουσική, ούτε στα λαϊκά σήριαλ της τηλεόρασης, ούτε προφανώς στο μέγαρο.

   Εντελής μέχρι το μεδούλι αλλοτρίωση - ξένοι σε ξένη χώρα.

* * *

   Eίδα που ξανακυκλοφορεί το παλιό κείμενο της Ακαδημίας για τα γκρήκλης. Αλλά δεν είναι τα γκρήγκλης το πρόβλημα είναι τα σκέτα ήγκλης. Ο Αντένας είναι ας πούμε ένα ελληνικό κανάλι με πανελλαδική και παγκόσμια εμβέλεια. Το βράδυ της Κυριακής παίζει δύο ταινίες - την μία μετά την άλλη. Τις διαφημίζει: Κυριακή στον Αντένα δύο ταινίες  μπακ του μπάκ. Σε ποιόν απευθύνεται; Στις γιαγιάδες της επαρχίας που φτιάχνουνε καφέ γιάκομπς με γεύση φουντούκι; Μπακ του Μπάκ. Σε ποιό άλλο μέρος του κόσμου, αναίτια, χωρίς φανερό άλλο λόγο χρησιμοποιούνε, στην τηλεόραση ή στον κοινό δημόσιο λόγο, αμερικάνικους ιδιωματισμούς; Πουθενά, ίσως μόνο στην Λιβερία.

   Όπου κι αν κοιτάξει κανείς, στα μικρά και στα μεγάλα, στα ύψη και στα  βάθη, βλέπει μόνο αυτήν την νεκρή πόρνη.

* * *

   Τὶ κάνουνε τὰ παιδιά στὴν ἐπαρχία.

   Συνέχεια εκείνων των απλών παρατηρήσεων για την σύγχρονη γονιδιακή αλλοτρίωσι. Έχω έναν καλό φίλο που ζει στην επαρχία, δύο ώρες με το αυτοκίνητο από την Αθήνα, αυτός, η γυναίκα του και τα 6 παιδιά τους. Το μεγαλύτερο είναι κορίτσι και πηγαίνει στην τελευταία τάξη του λυκείου, το μικρότερο αγόρι στην πρώτη δημοτικού. Για να σας δώσω ένα μέτρο, τα παιδιά δεν έχουνε κινητό και δεν ζητάνε κινητό, τα μικρότερα φοράνε τα παλιά ρούχα των μεγαλυτέρων χωρίς γκρίνια, και συνήθως μένουνε σπίτι. Οι γονείς τους είναι και οι δύο εξαιρετικά καλλιεργημένοι, και, όπως ίσως καταλάβατε, και οι δύο άνθρωποι της Εκκλησίας.

   Μια ημέρα ρώτησα τον φίλο μου να μου πη με τι ασχολούνται τα παιδιά του, εκεί στην επαρχία που ζούνε, πώς διασκεδάζουνε. Τα μεγάλα αγόρια, μού είπε, 3η Γυμνασίου ο ένας, 2α Λυκείου ο άλλος, όλη μέρα μετά το σχολείο κάνουνε παρκούρ.

   Το παρκούρ το εφεύρε ένας Γάλλος στρατιώτης, και είναι ένας τρόπος να βλέπης την πόλη σαν ζούγκλα, όπως και είναι, και τον εαυτό σου θήραμα ή κυνηγό. Είναι πάντως άθλημα, αν είναι άθλημα, της πόλης, των μεγάλων μητροπόλεων της δύσεως -  και παρκούρ στα χωράφια δεν γίνεται.

   Aυτό είναι το παρκούρ - όταν στην πόλη όλα είναι κλειστά, εσύ βρίσκεις ελεύθερα μονοπάτια, ψηλότερα από το αργοκίνητο πλήθος, και φτάνεις πρώτος σπίτι σου, για... να δης τηλεόρασι.

   Δεν τρέχουνε. Κανουνε παρκούρ κάτι που είναι εντελώς διαφορετικό. Έχουνε ιντερνέτ, και η ομάδα παρκούρ είναι οργανωμένη γύρω από το τοπικό γυμναστήριο. Τί λέτε, θα μπορούσε η κύρια εξωσχολική απασχόλησή τους να ήτανε το σκέτο τρέξιμο;  Το παρκούρ τούς κάνει σύγχρονους, τους χαρίζει μια ταυτότητα, έναν αναγνωρίσιμο τρόπο ντυσίματος, μια γλώσσα, τους εντάσσει σε μια παγκόσμια αλλά ορισμένη κοινότητα.

   Της αλλοτρίωσης τα θολά πρόσωπα.

* * *

   Για σκεφτείτε, παρκούρ και γυμναστήρια στην ελληνική επαρχία.  Παλαιότερα η αλλοτρίωση είχε τον ήχο του αμερικανικού σταθμού, των ταινιών του σινεμά. Τα παιδιά ακούγανε ξένη μουσική, όμως ταυτοχρόνως διαβάζανε Μικρό Ήρωα, πηγαίνανε σε ένα σχολείο, που στην επαρχία ειδικά είχε στους τοίχους τους ήρωες του 21, και τα βιβλία τους τούς αναφέρανε με σεβασμό. Υπήρχε και τότε αλλοτρίωση, αφού αυτή είναι ο μόνος νεοελληνικός τρόπος, μεγάλη και βαθειά όσο η σημερινή, όμως υπήρχανε και εκείνα τα μέσα που σε βοηθούσανε τουλάχιστον να την καταλάβης. Σήμερα δεν υπάρχουνε ούτε αυτά.

* * *

   Πάτυ.

   Εδώ δίπλα μένει η Σοφία. Η Σοφία έχει την Μαρία. Η Μαρία πάει στην 6η Δημοτικού. Στο δημόσιο δημοτικό σχολείο, τώρα που τελείωσε η χρονιά, οι δασκάλες και τα παιδιά ετοιμάσανε μια θεατρική παράσταση. Ποιά; Πάτυ - από το τηλεοπτικό σήριαλ που δείχνει το μέγκα. Το κορίτσι με τα σιδεράκια που διδάσκει όλα τα κορίτσια της ανθρωπότητας ότι δεν έχει σημασία η εμφάνιση για νά 'χης καλά ξεβρακώματα. Θα παίξουνε και οι γονείς, και είναι όλοι ενθουσιασμένοι.

* * *

   Mήν ψάχνετε, δεν θα βρείτε πουθενά αυθεντικές εκφράσεις του αληθινού αισθήματος - ίσως μόνο στον αθλητικό χουλιγκανισμό, στα σκυλάδικα της επαρχίας, στους φτωχούς αγρότες της επαρχίας, εκείνους που δεν φυτεύουνε ακόμα χασίσια... Αυτή η αλλοτρίωση είναι η βασική αιτία του σύγχρονου νεοελληνικού μηδενισμού, όπως οι πυρήνες της φωτιάς και οι απελπισμένες, εντελώς αδιέξοδες πράξεις τους. Αυτή η αλλοτρίωση που συνοδεύει τον μεταπρατικό χαρακτήρα της νεοελληνικής κοινωνίας είναι η βασική αιτία απουσίας κάθε μορφής τέχνης -μυθιστόρημα, μουσική, ποίηση, ζωγραφική, αγιογραφία, κινηματογραφος-, αλλά και φιλοσοφία - εκκωφαντική σιωπή και σκοτάδι πρωτοφανές για την Ελλάδα.

   Δεν έμεινε τίποτα - δεν έχουμε τίποτα.

* * *

   Κράτος δεν έχουμε -άλλοι μας κυβερνάνε-, έθνος δεν έχουμε, θέληση, μέσα να υπερασπίσουμε τα σύνορά μας επίσης δεν έχουμε, αξιοπρέπεια μηδέν, πουλημένοι χωρίς διαμαρτυρίες στους πλανητικούς τοκογλύφους, σε απόλυτη οικονομική και πολιτική εξάρτηση, χωρίς ούτε μία σταγόνα αληθινού πολιτισμού, σε χώρα οικολογικώς νεκρή, ξένοι -και 3 εκατομμύρια ξένοι καπάκι στην δική μας αποξένωση-, αλλοτριωμένοι, πίθηκοι κάθε ηλίθιας αμερικανιάς, ζόμπι - νεκροί - απόντες.

   Τί νόημα έχει να μιλάμε για βιβλία ιστορίας;

* * *

   Από το 1204.

   Δεν είμαστε ένα έθνος σαν τα άλλα. Είμαστε οι κληρονόμοι μιας αυτοκρατορίας. Είναι πραγματικό το ιστορικό δίλλημα: παπική τιάρα, δύση, ή τουρκικό φακιόλι. Ο δυτικός προσανατολισμός μας, έναντι της τουρκικής επιβολής, είναι η βασική συνθήκη υπάρξεως του νεοελληνικού έθνους.

   Το σχέδιο Ανάν, που θέλησε να εφορμόση η δύσι στην Κύπρο, εφαρμόζεται ήδη στην Ελλάδα εδώ και αιώνες. Ασφαλώς παραδίδουμε την ψυχή μας, την ιστορία μας, την γλώσσα  μας. Έχετε την εντύπωση ότι εντός της ευρωπαϊκής ενώσεως, σε 100 χρόνια από σήμερα, που από ιστορικής απόψεως είναι ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα, θα υπάρχει γλώσσα ελληνική; Ούτε γλώσσα ούτε συνείδηση ελληνική.

   Μην ανησυχείτε - στο τέλος θα καταλήξουμε και με τουρκικό φακιόλι - αλλά δεν θα μας πειράζει.

* * *

   Αναλογίσου τις αιτίες και τους τρόπους, άλλους από τον πόλεμο, που οι αποικιοκρατούμενοι λαοί, για χάντρες και καθρεφτάκια, πουλήσανε την ψυχή τους, τους θεούς τους, καταντήσανε αλκοολικοί, και πέθαναν. Αυτό έχουμε, αυτό συμβαίνει παντού, σε εμάς εξαιρετικά.

Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 2024

Οἱ τελευταῖοι τῶν Μοϊκανῶν

Οἱ γονεῖς μας ἔφυγαν - ὅσοι δὲν ἔφυγαν νὰ ζήσουν χίλια χρόνια.

Ὅσα ἀγαπήσαμε ἔσβησαν.

Ὁ παλιὸς κόσμος χάθηκε. Ὁ Σεφέρης καὶ ὁ Ἐλύτης δὲν πουλᾶνε πιά. Ὁ ἀληθινὸς σοσιαλισμὸς ἔγινε ὑπαρκτὸς καὶ πέθανε κι αὐτός. Ἡ διαφήμισι θριαμβεύει. Ἡ πίστι μας χάνεται καὶ σβήνει. Τὸ Αἰγαῖο βουλιάζει. Ἡ Θράκη χάθηκε. Τὰ τοπία μολύνθηκαν - τὸ νερὸ τῆς βρύσης δὲν πίνεται - ἡ σαλάτα μου εἶναι γεμάτη δηλητήρια. ΤΑ ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ φέρνουν τὸν θάνατο - οἱ μεταναστεύσεις τῶν πουλιῶν θέλουν ταμιφλού.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΓΡΑΨΑ ΣΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΕΙΝΑΙ ΛΑΘΟΣ, ΑΚΥΡΩΘΗΚΑΝ ΟΛΕΣ:

Ἡ ἄνοιξι,
Ὁ ταχυδρόμος,
Ἡ πατρίδα μου,
Οἱ παπαροῦνες,
Τὸ ξωκλήσι...

Ἀντιλαμβάνεστε τὴν σημασία αὐτοῦ τοῦ γεγονότος;

Γυμνοὶ ἐντελῶς καὶ μὲ βουλωμένα καὶ τὰ τρία μάτια ὁδεύουμε πρὸς τὰ ἐκεῖ ποὺ ὁδεύουμε. Ὁλόγυμνοι.

Ἂς τὸ ρίχναμε τουλάχιστον στὸ σέξ - ἀλλὰ καὶ αὐτὸ θέλει προφύλαξι.

(Χρῆστος Κουλίνος - ΑΦαρ)

Ἡ πρόοδος καὶ ὁ ἐκσυγχρονισμός εἶναι ρατσισμός

   Ἡ πρόοδος καὶ ὁ ἐκσυγχρονισμός εἶναι ρατσισμός. Πρῶτα καὶ κύρια ρατσισμὸς ἐναντίον τῶν νεκρῶν, ποὺ οὔτε νὰ «προοδεύσουνε» μποροῦνε, οὔτε νὰ «ἐκσυγχρονιστοῦνε», καὶ ποὺ εἶναι παρόντες, κανονικὰ μέλη τῆς κοινωνίας. Σὲ ὁρισμένους πολιτισμούς, ὅπως στὸν κινεζικό, ποὺ ἡ λατρεία τους εἶναι στὴν οὐσία ἡ λατρεία τῶν νεκρῶν, οἱ νεκροὶ ἔχουν ἀνώτερη κοινωνικὴ θέση ἀπὸ τοὺς ζωντανούς. Ἀκριβῶς ὅπως στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα, ὅπου ὅλοι, νεκροὶ καὶ ζωντανοί, εἶναι διαρκῶς κοινωνικὰ παρόντες. Ἡ πρόοδος, ὁ ἐκσυγχρονισμός, ἡ ἀνάπτυξη, δὲν εἶναι παρὰ ἡ ἐξορία τῶν νεκρῶν, τὸ παράχωμά τους στὴν λάσπη τῆς λήθης, ὁ σύγχρονος θάνατος.

(Χρῆστος Κουλίνος - ΑΦαρ)

* * *

   Tradition means giving votes to the most obscure of all classes, our ancestors. It is the democracy of the dead. Tradition refuses to submit to the small and arrogant oligarchy of those who merely happen to be walking around. All democrats object to men being disqualified by the accident of birth; tradition objects to their being disqualified by the accident of death. Democracy tells us not to neglect a good man's opinion, even if he is our groom; tradition asks us not to neglect a good man's opinion, even if he is our father.

(G.K. Chesterton, «The ethics of Elfland»)

Ο φοβερός πόλεμος των Μνημ με τους Αντιμνήμ

Ο φοβερός πόλεμος των Μνημ με τους Αντιμνήμ

Έληξε με την ολοκληρωτική ήττα των Μνημ.
Τα μνημόνια δεν έπαυσαν - πιθανώς έρχεται και 3ο - όμως ηττήθηκε πλήρως το μνημονιακό ιδεολόγημα και τα κόμματα που το στήριξαν. Οι Μνημ έρποντας οδηγούνται στις τρύπες τους. Σε πολλές περιπτώσεις - αντί πολιτικής - ασκήσανε σαδισμό. Ηγέτιδα δύναμη των νικηφόρων Αντιμνήμ - ανεδείχθη η αριστερά. Ο Σύριζα. Είδε σωστά την κατάσταση - ανέδειξε τα κύρια τακτικά διλήμματα της κρίσης - και οδήγησε τους Μνημ - σε πλήρη και ολοκληρωτική ήττα - από την οποία - με την μορφή που τους ξέρουμε - δεν θα συνέλθουν ποτέ. -
Αλλά όχι μόνο αυτό.
Με την γενναία και ηρωική - διαπραγμάτευση του πρώτου μηνός - και ήταν πράγματι και γενναία και ηρωική - αντιμετωπίζοντας τις τυφλές δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης - σαν ο Δαυίδ απέναντι στον Γολιάθ - αποκάλυψε πέρα ως πέρα - τον χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης - της «βοήθειας» - και των «ευρωπαϊκών κεκτημένων» - και έθεσε έτσι τις βάσεις - του νέου μετα-μεταπολιτευτικού διλήμματος.
Ευρώπ και Αντευρώπ.
Ό,τι κι αν λέγει ο Τσίπρας και ο Βαρουφάκης - αυτοί - και παρά την θέλησή τους - καθορίσανε - με την απελπισμένη διαπραγμάτευσή τους - τις βάσεις του νέου πολέμου.
Ήταν Μνημ εναντίον Αντιμνήμ
και έγινε
Ευρώπ εναντίον Αντευρώπ.

Το ποντίκι που βρυχάται ...

Στην μάχη των «αγορών» με τον Σύριζα - της ευρώπης με τον Σύριζα - απόλυτος νικητής είναι ο Σύριζα. Μπορεί να υποκύψη στην ωμή βία - αλλά εκεί που στ' αλήθεια μετράει - ιστορικά πολιτικά κι ηθικά - ο Σύριζα και η Ελλάδα που κουβαλάει - τους έχει πάρει τα σώβρακα. Σε όσα στ' αλήθεια μετράνε.

Δεν μπορώ να υποχωρήσω γιατί έχω αυτή την εντολή από τον λαό - λέγει ο  Τσίπρας. Δεν αλλάζει η Ευρώπη επειδή έτσι ψηφίσατε εσείς - απαντάει ο Γιούνγκερ.  Δηλαδή στα παλιά μας τα παπούτσια οι λαοί. Ο Σύριζα επαναφέρει στο κέντρο την Ευρώπης το ερώτημα της δημοκρατίας. Το ξέρουνε. Κι αυτό τους λυσσάει. Τις τελευταίες ημέρες - έχουνε πέσει με όλο το βαρύ πυροβολικό της προπαγάνδας τους - και εν όψει του γιουρογκρούπου - ακριβώς σε αυτό. Να τους ορκιστή ο Σύριζα ότι δεν θα κάνη δημοψήφισμα - ότι δεν θα κάνη εκλογές - ότι δεν  θα καταφύγη στον λαό σε καμμία περίπτωση.

Είναι κρίμα που ο Σύριζα υποχωρεί - που μένει κατώτερος των δυνατοτήτων του. Είναι σπουδαίο και κεντρικό το θέμα της δημοκρατίας στην Ευρώπη και πως ο Σύριζα το έφερε στο κέντρο των πραγμάτων. Και πώς απαντάνε αυτοί; Με ωμή βία. Χωρίς κανένα επιχείρημα, χωρίς καμμία ηθική αρχή - χωρίς καν την δική τους την ίδια τους την ιστορία. Τα λεφτά μας θέλουμε - και σας δέρνουμε για να τα πάρουμε. Απόλυτος εξευτελισμός. Και μήν νομίζετε ότι οι λαοί τους δεν καταλαβαίνουν.

Ε.Ε. - Ευρωπαϊκός Εξευτελισμός.

Σήμερα δεκάδες, ίσως εκατοντάδες άρθρα και εκπομπές απειλούν και ειρωνεύονται εν όψει του εβρογδούπ - τον Βαρουφάκη. Ο Βαρουφάκης κουβαλάει την αγωνία ενός λαού. - Και τον ειρωνεύονται κι αυτόν και εμάς - με μόνο το επιχείρημα της δύναμης. Κραδαίνουνε το ρόπαλο της βαρβαρότητάς τους - και χαίρονται ενθουσιασμένοι που αυτοί είναι τόσο ισχυροί κι εμείς τόσο ανίσχυροι.

Είναι κρίμα το ξαναλέω που ο Σύριζα τρομάζει με όσα προκαλούν οι ίδιες του οι πράξεις.

Σιγή ασυρμάτου από τα ελληνικά μμε - για τον εφιάλτη στον οποίο ζουν οι Έλληνες στην Γερμανία. Συνθήκες νύχτας των κρυστάλλων.

Έχουν ψήσει τους γερμανούς ότι τρώμε τα λεφτά τους. Ότι αυτοί δουλεύουν σκληρά - για να ταΐσουν τους τεμπέληδες. Το πιστεύουν στ΄αλήθεια. Και οι γερμανοί έχουν ειδικό ταλέντο στις μαζικές καταδιώξεις. Υπάρχουν ελληνάκια που αρνούνται να πάνε σχολείο - Έλληνες που κρύβουν την καταγωγή τους. Ακόμα και αυτοί που είναι χρόνια στην γερμανία - κι έχουν οικογένεια. Οι εφημερίδες η τηλεόραση το ραδιόφωνο οι κουβέντες στις μπυραρίες - με σαρκασμό ειρωνία και απειλές. Αδύνατο να ζήσης σαν Ελληνας στην Γερμανία σήμερα.

(Xρῆστος Κουλίνος - ΑΦαρ, 28 Φεβ. 2015)

Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2016

20 χρόνια

   Ὑποπλοίαρχος Χριστόδουλος Καραθανάσης, Ὑποπλοίαρχος Παναγιώτης Βλαχάκος, Ἀρχικελευστὴς Ἕκτωρ Γιαλοψός.

   Αὐτοί, δὲν δίστασαν. Σὰν ἕτοιμοι ἀπὸ καιρό, τὴν νύχτα ἐκείνη τῆς 30ῆς-31ης Ἰανουαρίου τοῦ 1996, ἐπῆραν τὸν δρόμο τοῦ καθήκοντος. Τὸν δρόμο γιὰ πολὺ μακρυά: Ἐκεῖ ποὺ χάνονται μὲς στὴν ἀχλὺ τοῦ μύθου οι σκιὲς τῶν προγόνων.
   Τὸν δρόμο γιὰ πολὺ κοντά: Ἐδῶ, δίπλα μας, στὸν ἥλιο ποὺ καταλάμπει, στὸν ἄνεμο ποὺ ἐξαγνίζει, στὰ κύματα τοῦ Αἰγαίου ποὺ φιλοῦν αὐτὰ τὰ λιτά, ταπεινὰ βράχια... τὰ ἀκλόνητα βράχια, τὰ ριζώματα τῆς Γῆς καὶ τῆς Φυλῆς μας.

   Οἱ ψυχές τους πετοῦν ἐδῶ.

   Ἀθάνατοι.

Νησίδες Ἴμια

   Ἑλληνικὴ Φυλὴ τί φωνάζεις; Μπῆκαν κλέφτες στὸ μανδρί; Ἐὰν Σοῦ βαστᾷ ἔμπα διώχτους.
   Ἑλληνικὴ Φυλὴ εἶσαι ΑΝΗΘΙΚΟΣ: διότι θέλεις οἱ Φραγκικοὶ Στρατοὶ καὶ Στόλοι νὰ Σοῦ φυλᾶν τ᾿ ἀμπέλια ΣΟΥ.
   Κυρὰ τ᾿ ἀμπέλια Σου φύλα τα μόνη Σου κι᾿ ἄφηνε τὸν Κόσμον ἥσυχον.
   Ἑλληνικὴ Φυλὴ δὲ μᾶς λές; ΚΟΚΟΤΑ κατάντησες καὶ δὲ Σὲ μέλλει καὶ δὲ μιλᾷς γιὰ τίποτε ἄλλο παρὰ ποιὸς Φράγκος σὲ χάιδεψε καὶ ποιὸς σὲ φίλησε καὶ τίνος ἀρέσεις;

   Ντροπή Σας νὰ συζητᾶτε μὲ τὸν Σκυλόφραγκο ἂν ἡ Μακεδονική Σας Γῆ εἶνε Δική Σας Γῆ. Καὶ νὰ τὸν πείσῃς, δὲν τὸν πείθεις τὸ Λῃστή. Ἢ μόνος του ἢ μὲ Σμπίρους βαλτοὺς θὰ προσπαθήσῃ νὰ Σᾶς πάρῃ κάθε Γῆ.
   Οἱ Πολιτισμοὶ ποὺ Σᾶς ἔμαθαν οἱ Δασκαλοτσούσιδες νὰ προσκυνᾶτε μπρούμυτα, Σᾶς καμπανίζουν κατάμουτρα μὲ ἄγρια χαστούκια: Η ΜΟΝΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΕΙΝΕ ΤΟ ΣΠΑΘΙ.
   Καὶ εἶνε ἀνήθικον καὶ ἄσκοπον καὶ τὸ νὰ Σᾶς δώσουν καὶ τὸ νὰ δεχθεῖτέ τι. Καὶ νὰ Σᾶς δώσουν, ἂν εἶσθε Σάπιοι, ὁ πρῶτος Δυνατὸς θὰ Σᾶς τὸ πάρῃ. Τὸ Ἠθικὸν εἶνε ἂν εἶσθε Σάπιοι, νὰ Σᾶς ξεπατώσουν καὶ καθαρίσουν τὴ Γῆ.
   Φυλᾶτε τὴ Γῆ Σας καὶ τὴν Τιμή της, μόνο μὲ Σπαθί.
   Πάψετε Σαπιοδάσκαλοι καὶ Σαπιορήτορες -ΑΝΑΦΟΡΑΤΖΗΔΕΣ- νὰ ἐξευτελίζετε τὴ Φυλή. Πάψετε Παλιόγρηες τὶς κλάψες, τὰ σάλια, τὰ μελάνια καὶ πιάστε τὸ ΣΠΑΘΙ.
   Τὰ πάντα στὴ Ζωὴ -Η ΦΥΣΙΣ ΤΟ ΛΕΕΙ- κατακτῶνται μὲ τὸ ΣΠΑΘΙ. Καὶ ἔτσι εἶνε καὶ μόνο ἔτσι ΠΡΕΠΕΙ νὰ εἶνε.

(Περικλῆς Γιαννόπουλος, «Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907)