Ὁ κ. Ἀντώνης Καρκαγιάννης, μὲ ἀφορμὴ πρόσφατο συνέδριο γιὰ τὸν Ἀχιλλέα Τζάρτζανο, μᾶς θυμίζει παλαιὸ κείμενο τοῦ μεγάλου παιδαγωγοῦ. (Οἱ ἀπόψεις τοῦ κ. Καρκαγιάννη γιὰ τὴν μεταρρύθμιση Ῥάλλη (ἀπόψεις μὲ τὶς ὁποῖες φυσικὰ διαφωνῶ) εἶναι ἄλλο θέμα, τὸ ὁποῖο θὰ σχολιασθεῖ προσεχῶς.) (Τὸ κείμενο Τζαρτζάνου: [1] [2].)
Ἀξίζει, πάντως, νὰ σημειωθεῖ, ὅτι τὸ κείμενο τοῦ Τζαρτζάνου, τὸ ὁποῖον, πρὶν ἕναν αἰώνα, σὲ σύγκριση μὲ τὶς ἀπόψεις τῶν ἀκραιφνῶν ἀρχαϊστῶν ὑπὲρ τῆς ἐξαφανίσεως τῆς δημοτικῆς γλώσσης, θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθεῖ κήρυγμα ὑπὲρ τῆς δημοτικῆς· ἐνῶ σήμερα, μὲ τὴν πολεμικὴ κατὰ τὴς λογίας παραδόσεως τῶν «προοδευτικῶν» καὶ τὸν ἐξαμερικανισμὸ τῶν πάντων, τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο. Διότι ὁ Τζάρτζανος ἐξηγεῖ ὅτι ἡ γλώσσα εἶναι καὶ ἡ προφορικὴ καὶ ἡ γραπτή, καὶ ἡ δημοτικὴ καὶ ἡ λόγια, καὶ ὅτι αὐτὰ συνυπάρχουν φυσικότατα.
Δυστυχῶς, ὁρισμένοι «προοδευτικοὶ» φιλόλογοι καὶ γλωσσολόγοι (μία μόνον παράταξις τῶν φιλολόγων καὶ τῶν γλωσσολόγων, βεβαίως) (Μοσχονᾶς, Χάρης, Φραγκουδάκη, Φερράρι-Κακριδῆ κ.ἄ.), πολεμώντας ἐναντίον τῆς λογίας γλωσσικῆς παραδόσεως σήμερα, ἐν ἔτει 2006, νομίζουν ὅτι κάνουν ἀντίσταση στά... τεθωρακισμένα τῆς χούντας τοῦ Παπαδόπουλου! Προοδευτικοί, κατὰ τ᾿ ἄλλα. Καὶ δὲν ἔχουν ἀντιληφθεῖ ὅτι, σήμερα, καὶ ἐνῷ προστατεύουν τὴν χώρα ἀπὸ τόν... Παπαδόπουλο, δὲν θὰ ἐπικρατήσει καμμία... «χουντικὴ καθαρεύουσα», ἀλλὰ μᾶλλον ἡ... ἀμερικανο-γιουροβιζιονικὴ! (Νὰ ἐκέρδιζε τουλάχιστον ἡ συμπαθής μου, χαρίεσσα Οὑκρανή, ἔστω καὶ ἐλαφρῶς ἀμερικανίζουσα· ἀλλὰ μᾶς ἔφαγαν τὰ τέρατα! Κλείνει ἡ παρένθεσις.)
Κλείνω μὲ τὶς τελευταῖες παραγράφους ἀπὸ τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ ἀφιερώματος στὸ «νέο γλωσσικὸ ζήτημα» τοῦ περιοδικοῦ «Ἄρδην» (τ. 30, Μάιος-Ἰούν. 2001):
Ἀξίζει, πάντως, νὰ σημειωθεῖ, ὅτι τὸ κείμενο τοῦ Τζαρτζάνου, τὸ ὁποῖον, πρὶν ἕναν αἰώνα, σὲ σύγκριση μὲ τὶς ἀπόψεις τῶν ἀκραιφνῶν ἀρχαϊστῶν ὑπὲρ τῆς ἐξαφανίσεως τῆς δημοτικῆς γλώσσης, θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθεῖ κήρυγμα ὑπὲρ τῆς δημοτικῆς· ἐνῶ σήμερα, μὲ τὴν πολεμικὴ κατὰ τὴς λογίας παραδόσεως τῶν «προοδευτικῶν» καὶ τὸν ἐξαμερικανισμὸ τῶν πάντων, τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο. Διότι ὁ Τζάρτζανος ἐξηγεῖ ὅτι ἡ γλώσσα εἶναι καὶ ἡ προφορικὴ καὶ ἡ γραπτή, καὶ ἡ δημοτικὴ καὶ ἡ λόγια, καὶ ὅτι αὐτὰ συνυπάρχουν φυσικότατα.
Δυστυχῶς, ὁρισμένοι «προοδευτικοὶ» φιλόλογοι καὶ γλωσσολόγοι (μία μόνον παράταξις τῶν φιλολόγων καὶ τῶν γλωσσολόγων, βεβαίως) (Μοσχονᾶς, Χάρης, Φραγκουδάκη, Φερράρι-Κακριδῆ κ.ἄ.), πολεμώντας ἐναντίον τῆς λογίας γλωσσικῆς παραδόσεως σήμερα, ἐν ἔτει 2006, νομίζουν ὅτι κάνουν ἀντίσταση στά... τεθωρακισμένα τῆς χούντας τοῦ Παπαδόπουλου! Προοδευτικοί, κατὰ τ᾿ ἄλλα. Καὶ δὲν ἔχουν ἀντιληφθεῖ ὅτι, σήμερα, καὶ ἐνῷ προστατεύουν τὴν χώρα ἀπὸ τόν... Παπαδόπουλο, δὲν θὰ ἐπικρατήσει καμμία... «χουντικὴ καθαρεύουσα», ἀλλὰ μᾶλλον ἡ... ἀμερικανο-γιουροβιζιονικὴ! (Νὰ ἐκέρδιζε τουλάχιστον ἡ συμπαθής μου, χαρίεσσα Οὑκρανή, ἔστω καὶ ἐλαφρῶς ἀμερικανίζουσα· ἀλλὰ μᾶς ἔφαγαν τὰ τέρατα! Κλείνει ἡ παρένθεσις.)
Κλείνω μὲ τὶς τελευταῖες παραγράφους ἀπὸ τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ ἀφιερώματος στὸ «νέο γλωσσικὸ ζήτημα» τοῦ περιοδικοῦ «Ἄρδην» (τ. 30, Μάιος-Ἰούν. 2001):
Ισοπέδωση και αντίσταση
Πλέον, στις συνθήκες του παγκοσμιοποιούμενου καπιταλισμού, της "πραγματικής υπαγωγής" του πολιτισμού στο κεφάλαιο [δηλαδή το κεφάλαιο δεν υποτάσσει απλώς τον πολιτισμό, αλλά τον μεταβάλλει σε τομέα της καπιταλιστικής παραγωγής], οι άρχουσες τάξεις, ιδιαίτερα των μικρών και εξαρτημένων χωρών, δεν επιμένουν πλέον στη διατήρηση της παράδοσης και της ταυτότητας ως εγχώριων μεσολαβητών της ηγεμονίας τους. Αντιθέτως, αξιοδοτούν και προάγουν την ισοπέδωση των ταυτοτήτων που συνιστούν εμπόδιο σε αυτή την "πραγματική υπαγωγή". Εθνικές γλώσσες, παραδόσεις, ιδιαιτερότητες, ακόμα και εγχώρια πολιτικά και προνοιακά συστήματα, θα πρέπει να υποβαθμιστούν ή ακόμα και να εξαλειφθούν. Η γλωσσική συγχρονία, στην πιο χυδαία συχνά εκδοχή της, θα πρέπει να εξοβελίσει κάθε στοιχείο διαχρονίας. Σήμερα χρειαζόμαστε τα αγγλικά ως παγκόσμια lingua franca και οι εγχώριες γλώσσες αποτελούν ένα ακόμα εμπόδιο στην χωρίς όρια επέκταση των διαδικασιών της κεφαλαιακής αξιοποίησης.
Μια ορισμένη εργαλειακή αντίληψη για τη γλώσσα παύει πλέον να αποτελεί το όργανο του ακραίου δημοτικισμού, ίσως και λαϊκισμού, και μεταστρέφεται σε μηχανισμό της παγκοσμιοποίησης. Πλέον, οι εγχώριοι εκδοτικοί μηχανισμοί και οι τεχνοκράτες εισάγουν την "απλούστευση" της γραφής και της γλώσσας, τη λεκτική ισοπέδωση, την απομάκρυνση από την ιστορική γραφή, και στηρίζουν τον εξοβελισμό της εκμάθησης των αρχαίων ελληνικών από την εκπαιδευτική διαδικασία. Οι τουριστικοί επιχειρηματίες, οι επιχειρήσεις της "νέας οικονομίας" και το μεγάλο πολυεθνικό κεφάλαιο προωθούν ήδη τη λατινική γραφή και τα greeklish ως προθάλαμο για σταδιακή τουλάχιστον υποκατάσταση της ελληνικής από την αγγλική.
Για την ιδεολογική στήριξη αυτού του εγχειρήματος επιστρατεύεται ο εργαλειακός ισοπεδωτισμός. "Η γλώσσα δεν κινδυνεύει" διακηρύττουν οι "εκσυγχρονιστές", κεκράχτες των μεγάλων εκδοτικών συγκροτημάτων και των πολυεθνικών, ενδεδυμένοι "τα παλιά δοξασμένα κουρέλια" του αγωνιστικού δημοτικισμού [και μαζί τους δυστυχώς και μερικοί ειλικρινείς και καθυστερημένοι υποστηρικτές της παλαιάς γλωσσικής αντιπαράθεσης]. Κατά τον ίδιο τρόπο επιστρατεύτηκαν τα παλιά "λαμπερά κουρέλια" του διεθνισμού και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για να δικαιολογηθεί η επίθεση κατά της Γιουγκοσλαβίας. Προβάλλουν και πάλι, λοιπόν, τον "κίνδυνο" του "γλωσσικού εθνικισμού ή καθαρολογισμού". Συσκοτίζοντας το γεγονός ότι η αντιπαράθεση, δημοτικισμού και καθαρεύουσας, έχει σήμερα υποκατασταθεί από μια νέα, από την αντιπαράθεση μεταξύ της ελληνικής γλώσσας στη συγχρονία και τη διαχρονία της, και των μηχανισμών εκπτώχευσης και περιθωριοποίησής της, της γλωσσικής παγκοσμιοποίησης και ισοπέδωσης. Τώρα πια ο Βηλαράς και ο Βούλγαρης, ο Κοραής, και ο Τριανταφυλλίδης, ο Σολωμός και ο Παπαδιαμάντης, βρίσκονται στο ίδιο στρατόπεδο. Και στο απέναντι γνωρίζομε ποιοι βρίσκονται, γνωρίζομε τα εκδοτικά συγκροτήματα, τους πολιτικούς, τους διανοούμενους υπηρεσίας, που, στο όνομα μιας ξεπερασμένης αντίθεσης, και της αντίληψης πως "η γλώσσα δεν κινδυνεύει", συντάσσονται σήμερα με τους οπαδούς της παγκοσμιοποίησης.
Και βέβαια, κατά κυριολεξία, η "γλώσσα" δεν κινδυνεύει, όπως τονίζει και ο Σαράντος Καργάκος, κινδυνεύουν όμως σε μερικές δεκάδες ή εκατοντάδες χρόνια να μην υπάρχουν εκείνοι που τη χρησιμοποιούν σαν ζωντανό εργαλείο και να διατηρηθεί ως απολίθωμα, ως νεκρή γλώσσα σαν τα λατινικά.
Η θέση μας σε αυτό το νέο γλωσσικό ζήτημα που έχει ανακύψει δεν μπορεί παρά να είναι μια στάση ενεργού αντίστασης. Μια εκ νέου αξιοδότηση της γλώσσας μας από τον Όμηρο μέχρι τον Μακρυγιάννη και τον Σεφέρη. Και στην παράδοσή μας, των τελευταίων αιώνων, έχουμε την κόκκινη γραμμή που μας οδηγεί. Είναι η γλωσσική παράδοση του έπους του Διγενή Ακρίτη στο Βυζάντιο, της Ερωφίλης και του Ερωτόκριτου στην Ενετοκρατούμενη Κρήτη, λόγια έργα υψηλής τέχνης που έγιναν ταυτόχρονα και δημοτικά άσματα που τα απομνημόνευε και τα τραγουδούσε ο αγράμματος λαός, εμπλουτίζοντας την καθημερινή του γλώσσα και τα τραγούδια του. Και ξανάπαιρνε αυτά τα τραγούδια ο Σολωμός για να τα κάνει υψηλή τέχνη, ο Ρήγας για να τα κάνει Θούριους. Έχουμε τη μεγάλη Επτανησιακή παράδοση που θα γεννήσει τον Σολωμό και τον Κάλβο. Έχουμε την αρχαιογνωσία και τον δημοτικισμό του Μανώλη Τριανταφυλλίδη, στον δρόμο που χάραξε ο Δημητράκης Καταρτζής, οι Δημητριείς, ο Ρήγας Φεραίος και, από μια άλλη αφετηρία ο Αδαμάντιος Κοραής. Έχουμε την παράδοση του Παπαδιαμάντη και του Καβάφη, του Πικιώνη και του Κώστα Παπαϊωάννου. Μια γλώσσα ζωντανή που στηρίζεται στη μητρική μας γλώσσα ενώ ταυτόχρονα ανοίγεται θαρραλέα στον θησαυρό των χιλιετιών της γλωσσικής μας παράδοσης, αναχωνεύοντας διαρκώς νέα στοιχεία από αυτή, αλλά και από τη σύγχρονη ζωή και τις ξένες γλώσσες.
Όχι λοιπόν σε μια στάση αμυντικής αναδίπλωσης, όχι σε ένα ηρωϊκό και πένθιμο σόλο. Επιτέλους μια σύνθεση, που δεν θα είναι άμυνα, απλή "επιστροφή" στην παράδοση, όπως έκανε κάποτε ο Γρηγόριος ο Παλαμάς ή... ο Πλήθωνας, αλλά ενεργός και δημιουργική αντίσταση. Να 'μαστε λοιπόν πάλι στο αίτημα του Σολωμού: "Στο νου μου δεν έχω άλλο πάρεξ ελευθερία και γλώσσα".