Ἀντιγράφω τὸ κείμενο ποὺ ἀκολουθεῖ [1], ἀπὸ τὸ Βιβλίο τοῦ καθηγητοῦ τῶν Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν τῆς Α' Γυμνασίου, ἔκδοσις Ο.Ε.Δ.Β., 2000. [2]
Ὁ λόγος πρῶτα σὲ τρεῖς μεγάλους ἐθνικιστὲς [3] ποιητές μας: Τὸν Γιῶργο Σεφέρη, τὸν Ὀδυσσέα Ἐλύτη καὶ τὸν Νίκο Ἐγγονόπουλο.
Ἀκολουθοῦν ἀποσπάσματα διακεκριμένων εἰδικῶν ἐπιστημόνων, καί, τέλος, ἕνα θαυμάσιο, παλαιὸ ἄρθρο τοῦ καθηγητοῦ τῆς γλωσσολογίας Γεωργίου Μπαμπινιώτη.
[Σημειώσεις:
[1] Ἀποκατέστησα στὸ κείμενο τὴν φυσιολογικὴ γραφὴ τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης (πολυτονικό).
[2] Συγγραφεῖς: Ρένα Ζαμάρου, Γεράσιμος Μαρκαντωνάτος, Θεοδόσιος Μοσχοπουλος, Ἰφιγένεια Παπανδρέου, Χρίστος Ρώμας, Εὐστράτιος Χωραφᾶς. Συντονιστὴς τῆς συγγραφικῆς ὁμάδας καὶ ἐπιμελητὴς τῆς ἔκδοσης: Νικόλαος Ραγκούσης.
Φαίνεται ὅτι τὸ 2000 ἐδιδάσκοντο ἀκόμη οἱ Ἑλληνόπαιδες Ἑλληνικὴ παράδοσι καὶ ἦθος. Ἐντυπωσιακόν, τῳόντι, ἐὰν σκεφθοῦμε ὅτι σήμερα, ἔν ἔτει 2006 (καὶ μέ... «δεξιὰ» κυβέρνηση Ν.Δ.!) βυθιζόμαστε πλέον στὸ μαῦρο σκοτάδι τῆς σκλαβιᾶς καὶ τοῦ ἀφελληνισμοῦ, καὶ ψάχνουμε κρυφὰ, ὑπὸ τὸν φόβον τῶν «προοδευτικῶν» ταγμάτων νεοταξικῆς ἀσφαλείας, τὰ νέα κρυφὰ σχολειὰ ὅπου θὰ κρύψουμε τὰ παιδιά μας γιὰ νὰ τὰ σώσουμε ἀπὸ τὰ νύχια τῶν γενιτσάρων καὶ νὰ τὰ μεγαλώσουμε ὡς Ἕλληνες... (Βλέπε σχετικῶς στὸ «Ἀντίβαρο».)
[3] ...Βδεληροὶ ἐθνικισταὶ καὶ φαιοκόκκινοι φασίστες, συμφώνως τουλάχιστον μὲ τό... νέο ἀστέρι τῶν «προοδευτικῶν», κάποιον σκοπιανόφιλο μεταφραστὴ εἰς τὰς Βρυξέλλας, ὀνόματι Ἄκη Γαβριηλίδη, ὁ ὁποῖος καταγγέλλει τὴν «αθεράπευτη νεκροφιλία του αριστερού πατριωτισμού: Ρίτσος, Ελύτης, Θεοδωράκης»! («πτῶμα» χαρακτηρίζει τὴν Ἑλληνικὴ παράδοσι καὶ «νεκροφίλους» τοὺς ποιητές μας!)
]
[...]
Ἕνα τέτοιο ταξίδι μέσα στὶς διαφορετικὲς περιόδους τῆς γλώσσας καὶ τῆς λογοτεχνίας μᾶς ἔχουν ἐπιχειρήσει καὶ ὁρισμένοι σημαντικοὶ νεοέλληνες ποιητές.
Ὁ Γ. Σεφέρης, σὲ μία ὁμιλία του στὰ παιδιὰ τοῦ ἑλληνικοῦ Γυμνασίου τῆς Ἀλεξάνδρειας τὸ 1941 [1], ὑποστηρίζει τὰ ἑξῆς σχετικὰ μὲ τὴν ἑνότητα καὶ συνέχεια τῆς γλώσσας καὶ λογοτεχνίας μας. «Γιὰ κοιτάξετε», γράφει, «πόσο θαυμάσιο πράγμα εἶναι νὰ λογαριάζει κανεὶς πώς, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ μίλησε ὁ Ὅμηρος ὡς τὰ σήμερα, μιλοῦμε, ἀνασαίνουμε, καὶ τραγουδοῦμε μὲ τὴν ἴδια γλώσσα. Κι αὐτὸ δὲ σταμάτησε ποτέ, εἴτε σκεφτοῦμε τὴν Κλυταιμνήστρα ποὺ μιλᾶ στὸν Ἀγαμέμνονα, εἴτε τὴν Καινὴ Διαθήκη, εἴτε τοὺς ὕμνους τοῦ Ρωμανοῦ καὶ τὸν Διγενῆ Ἀκρίτα, εἴτε τὸ Κρητικὸ Θέατρο καὶ τὸν Ἐρωτόκριτο, εἴτε τὸ δημοτικὸ τραγούδι. Καὶ ὅλοι αὐτοί, οἱ μεγάλοι καὶ οἱ μικροί, ποὺ σκέφτηκαν, μίλησαν, μέτρησαν ἑλληνικά, δὲν πρέπει νὰ νομίσετε πὼς εἶναι σὰν ἕνας δρόμος, μία σειρὰ ἱστορική, ποὺ χάνεται στὴ νύχτα τῶν περασμένων καὶ βρίσκεται ἔξω ἀπό σας. Πρέπει νὰ σκεφτεῖτε πὼς ὅλα αὐτὰ βρίσκονται μέσα σας, τώρα, βρίσκονται μέσα σᾶς ὅλα μαζί, πὼς εἶναι τὸ μεδούλι τῶν κοκάλων σας, καὶ πὼς θὰ τὰ βρεῖτε ἂν σκάψετε ἀρκετὰ βαθιὰ τὸν ἑαυτό σας. Ἀλλὰ γιὰ νὰ κάνετε αὐτὴ τὴ δουλειά, γιὰ νὰ ἐπιδοθεῖτε σ’ αὐτὴν τὴν ἐσωτερικὴ προσήλωση, θὰ σᾶς βοηθήσουν οἱ ἄνθρωποι τοῦ καιροῦ σας, ποὺ μὲ τὸν καλύτερο τρόπο μπόρεσαν νὰ ἐκφραστοῦν στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα. Γι' αὐτό, καθὼς πιστεύω, ἡ σύγχρονή μας λογοτεχνία εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ νὰ καταλάβουμε, ὄχι μόνο τὴν ἀρχαία λογοτεχνία, ἀλλὰ καὶ ὅλη τὴν ἑλληνικὴ παράδοση».
Ὁ χωρισμὸς τῆς λογοτεχνίας μας «σὲ ἔργα τῆς δημοτικῆς καὶ σὲ ἔργα τῆς καθαρεύουσας» δὲν φαίνεται νὰ ἀρέσει στὸν ποιητή, ἀφοῦ, ὅπως γράφει, «οἱ δύο παραδόσεις στὴν προσωπικὴ λογοτεχνία δὲν ἦταν ποτὲ ἀνεξάρτητες ἡ μία ἀπὸ τὴν ἄλλη» [2]. Γιὰ τὸν ποιητὴ ὑπάρχει μονάχα ἡ «ὁλόκληρη καὶ ἀδιαίρετη» ἑλληνικὴ παράδοση ποὺ συμπεριλαμβάνει «τὰ ψηφιδωτὰ μίας μικρῆς βυζαντινῆς ἐκκλησίας, τοὺς Ἴωνες φιλοσόφους, τοὺς λαϊκοὺς στίχους τῆς ἐποχῆς τῶν Κομνηνῶν, τὰ ἐπιγράμματα τῆς Ἀνθολογίας, τὸ δημοτικὸ τραγούδι, τὸν Αἰσχύλο, τὸν Παλαμά, τὸ Σολωμό, τὸ Σικελιανό, τὸν Κάλβο, τὸν Καβάφη, τὸν Παρθενώνα, τὸν Ὅμηρο». Αὐτὴ ἡ ἑνότητα ποὺ ὑποστηρίζει ὁ Σεφέρης γιὰ τὴ λογοτεχνία, ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα ἀφοῦ, ὅπως πιστεύει, ἡ σημερινὴ ἑλληνικὴ γλώσσα «δὲν εἶναι μήτε ἡ καθαρεύουσα μήτε ἡ δημοτικὴ μήτε τὰ νεοελληνικά». Ἡ φύση τῆς γλώσσας μᾶς «εἶναι ἡ φύση μίας συνολικῆς ἰδιοσυγκρασίας πεθαμένων καὶ ζωντανῶν» ἀνθρώπων. Οἱ λέξεις ποὺ εἶναι «τὰ καράβια» τοῦ ποιητῆ, «κάνουν πολὺ μακρινὰ ταξίδια. Καὶ γυρίζουν, ὅταν εἶναι τυχερός, φορτωμένα μὲ τὰ πλούσια κρύσταλλα, ποὺ ἐκεῖ κάπου, πέρα ἀπὸ τὶς Ἡράκλειες Στῆλες τῆς συνείδησής του, μία ζωὴ παλιὰ καὶ μυστικὴ σχημάτισε σὰν ἕνα ὑποχθόνιο νερό». [6]
Αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ ὁ Σεφέρης ὑποστηρίζει στὸν δοκιμιακό του λόγο, ὁ Ὀδ. Ἐλύτης τὸ ἐκφράζει μὲ τὸν δικό του τρόπο στὸ Β' καὶ ΙΑ' τμῆμα τῶν «Παθῶν» τοῦ Ἄξιον Ἐστί. Ἐκεῖ δηλώνει τὴν ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας του καὶ μάλιστα ὁρίζει τὶς κύριες φάσεις τῆς ἐξέλιξής της. Καθὼς δηλαδὴ ἀναφέρει ὡς πηγὴ τῆς γλώσσας τοῦ τὸν Ὅμηρο, τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, τὸ δημοτικὸ τραγούδι, τὸν Σολωμὸ καὶ προσθέτει ἰσότιμα τὸν Παπαδιαμάντη, μᾶς προσφέρει οὐσιαστικὰ ἕνα ἀναλυτικὸ πρόγραμμα τῶν κειμένων ἐκείνων ποὺ πρέπει νὰ ἀποτελοῦν τὴ βάση τῆς δικῆς μας γλώσσας. Ἢ θὰ λέγαμε τὴ βάση τῆς ἐκπαιδευτικῆς μας γλώσσας, ὅπου ἰσότιμα καὶ ἁρμονικὰ θὰ μποροῦσαν νὰ συνυπάρχουν καὶ νὰ συλλειτουργοῦν τόσο ἡ δημοτικὴ ὅσο καὶ ἡ λόγια παράδοση, γιὰ νὰ μείνουμε στὰ δύο αὐτὰ στρώματα τῆς γλώσσας μας. Τὴ σχέση αὐτὴ παλαιού—νέεου τὴ βλέπει ὁ Ἐλύτης, ὅπως καὶ ὁ λογιότερος Σεφέρης, σὰν ἕνα πνευματικὸ καὶ ψυχικὸ ταξίδι. Σὲ ἕνα πρόσφατο κείμενό του, τὴν Ἰδιωτικὴ Ὁδὸ, ὁ ποιητὴς αἰσθάνεται ὅτι ὁ δημιουργὸς βρίσκεται συνεχῶς «μὲ ἀναμμένες τὶς μηχανὲς καὶ ἀνεβασμένη τὴν ἄγκυρα. Ὅπως, χωρὶς νὰ τὸ ξέρω, ἔκανα κι ἐγὼ ποὺ ἀπὸ λιμάνι σὲ λιμάνι ἔφθασα ὡς ἐδῶ, νηῒ σὺν σμικρῇ μέγαν πόντον περήσας». Ὁ μέγας πόντος τοῦ Ἐλύτη εἶναι, ὅπως λέει, «πέντ’ ἔξι χιλιάδες λέξεις». Τὸ φορτίο τοῦ σκάφους τοῦ εἶναι ὑλικὰ καὶ πνευματικὰ στοιχεῖα παλαιὰ καὶ νεότερα, ἑλληνικὰ καὶ εὐρωπαϊκά, ποὺ ὅλα μαζὶ συνθέτουν τὴν ἀνθρωπογεωγραφία τοῦ τόπου μας καὶ εἰδικότερα τὴ φυσιογνωμία τοῦ ποιητῆ.
Παρόμοιες ἀπόψεις γιὰ τὴ «μία» ἑλληνικὴ γλώσσα ἐκφράζει καὶ ὁ Ν. Ἐγγονόπουλος, ὁ ὁποῖος δηλώνει ὅτι τὶς γνώσεις του γιὰ τὴ γλώσσα τὴν ἑλληνικὴ τὶς βοήθησε ἡ ἀπέραντη ἀγάπη του γιὰ τὴν ἀνάγνωση ἀρχαίων, βυζαντινῶν καὶ μεταβυζαντινῶν κειμένων. «Νόμιμη» γλώσσα γι’ αὐτὸν «εἶναι ἡ γλώσσα ἡ ἑλληνική», ἐνῶ «δὲν ἔχουν κανένα ἀπολύτως νόημα» οἱ «φανατικὲς» γνῶμες γιὰ «μικτή, καθαρεύουσα, δημοτική». Ὁ ποιητὴς θεωρεῖ ὅτι εἶναι «ἔλλειψη σοφίας νὰ προσηλώνεται κανεὶς πεισματάρικα σὲ μία καὶ μόνο, ἀποκλειστικά, μορφὴ» τῆς γλώσσας, «νὰ περιφρονῆ αὐτὸν τὸν ἀμύθητο πλοῦτο, τὸ θησαυρό, ποὺ ἔχει στὴ διάθεσή του. Καὶ νὰ μὴν ἀντλῆ, ἐλεύθερα, μὲ σεβασμὸ καὶ προσοχὴ φυσικά, γιὰ νὰ λαμπρύνη τὸ στίχο του, νὰ ἐνισχύση τὸ νόημά του. Ἀκριβῶς ὅπως μᾶς διδάσκουν τ’ ἀθάνατα γραπτά του Παπαδιαμάντη καὶ τοῦ Καβάφη». Στὸ γνωστὸ ἐπίσης ποίημά του «Ἡ πόλις τοῦ φωτὸς» [9] περιγράφεται μία ὡραία, ἀρχαιόθεν ἑλληνικὴ πόλη ποὺ κοσμεῖται μὲ λαμπρὲς οἰκοδομὲς κλιμακούμενες σὲ ὅλες τὶς διαδοχικὲς ἐποχὲς τῆς ἱστορίας τοῦ ἔθνους. Ἐκεῖ συγκατοικοῦν ἁρμονικὰ καὶ μὲ κατανόηση, μὲ τὰς ἑκατέρωθεν, φυσικά, παραχωρήσεις, οἱ ζωντανοὶ μὲ τοὺς νεκρούς. Τὴν πόλη αὐτὴ «εὐτύχησε» νὰ ἐπισκεφθεῖ ὁ ποιητὴς σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ ἀπέραντα ταξίδια του καί, ὅπως λέει, ἡ ἀγαλλίασή του ὑπῆρξε ἀπερίγραπτη, ὅταν συναντήθηκε ἐκεῖ μὲ διάφορες ἑλληνικὲς καὶ ξένες πνευματικὲς καὶ ἡρωικὲς μορφὲς τοῦ παρελθόντος.
Πιστεύουμε λοιπὸν ὅτι καὶ ὁ μαθητής, ἀλλὰ σὲ τελευταία ἀνάλυση καὶ ὁποιοσδήποτε Νεοέλληνας μπορεῖ καὶ πρέπει νὰ κάνει ἕνα ἀνάλογο ταξίδι στὴ γλώσσα καὶ στὴ λογοτεχνία μᾶς μέσα ἀπὸ τὰ παλαιότερα κείμενα. Τὰ κείμενα αὐτὰ μποροῦν ὄχι μόνο νὰ τοῦ προσφέρουν εὐρύτερη γλωσσικὴ καὶ λογοτεχνικὴ καλλιέργεια ἀλλὰ καὶ νὰ τὸν κάνουν ἱκανὸ νὰ συνειδητοποιήσει ὅτι ἀποτελεῖ ζωντανὸ μέλος μίας μακρόχρονης παράδοσης καὶ πολιτισμοῦ γιὰ τὸν ὁποῖο πρέπει νὰ αἰσθάνεται οἰκεῖος καὶ ἀλληλέγγυος.
1. Δοκιμὲς A («Ἴκαρος», Ἀθήνα 19743), σσ. 177-8. Πρβ. Discours de Stockholm (1964) σ. 40.
2. Δοκ. A., σ. 475.
3. Δοκ. A., σσ. 362-3.
4. Δοκ. A., σ. 66.
5. Δοκ. A., σσ. 70-1.
6. Δοκ. A., σσ. 189-90.
7. Βλ. Ὀδ. Ἐλύτης, Ἰδιωτικὴ Ὁδὸς («Ὕψιλον / βιβλία», Ἀθήνα 1990) 62-4, 68.
8. Βλ. Ν. Ἐγγονόπουλος, Ποιήματα A' («Ἴκαρος», Ἀθήνα 1977) 154-5.
9. Βλ. Ν. Ἐγγονόπουλος, Στὴν Κοιλάδα μὲ τοὺς Ροδῶνες («Ἴκαρος», Ἀθήνα 1978) σσ. 73-4.
[...]
Γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας
Ἡ ὅλη ὀργάνωση τῆς διδασκαλίας τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας, ὅπως προβλέπεται ἀπὸ τὸ νέο Πρόγραμμα Σπουδῶν, εἶναι θεμελιωμένη στὴν ἀντίληψη ὅτι ἡ Ἑλληνικὴ Γλώσσα εἶναι μία καὶ ἑνιαία ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα μέχρι σήμερα, μὲ τὶς φυσιολογικὲς μεταλλάξεις καὶ μεταβολὲς ποὺ προέκυψαν ἀπὸ τὴν μακραίωνη ἱστορικὴ ἐξέλιξη τῆς ὁμιλίας καὶ τῆς γραφῆς της.
Παραθέτουμε χαρακτηριστικὲς σχετικὲς μαρτυρίες Ἑλλήνων καὶ ξένων ἐπιστημόνων καὶ λογοτεχνῶν.
Μολονότι ἡ Ἑλληνικὴ Γλώσσα ἄλλαζε ἀδιάκοπα, καθὼς ἄλλωστε ἀλλάζει ἀναπόδραστα καθετὶ τὸ ζωντανό, διατήρησε ἀνέπαφη τὴν ἱστορική της συνέχεια καὶ ἑνότητα, παρέχοντας ἔτσι ἀδιαμφισβήτητες μαρτυρίες γιὰ τὴν ἱστορικὴ συνέχεια καὶ ἑνότητα τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ.
Δὲν ἀποτελεῖ ὑπερβολὴ νὰ τονιστεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Ἑλληνικὴ δὲν εἶναι μία σειρὰ ἀπὸ ξεχωριστὲς γλῶσσες ἀλλὰ μία καὶ ἑνιαία γλώσσα. Ἂν κάποιος θέλει νὰ μάθει Ἑλληνικά, δὲν ἔχει ἰδιαίτερη σημασία ἂν θὰ ἀρχίσει ἀπὸ τὸν Ὅμηρο, τὸν Πλάτωνα, τὴν Καινὴ Διαθήκη, τὸ ἔπος τοῦ Διγενῆ Ἀκρίτα ἢ τὸν Καζαντζάκη.
Παρ’ ὅλες τὶς ριζικὲς ἀλλαγές της, ἡ φυσικὴ ὁμιλούμενη γλώσσα τῆς Ἑλλάδας σήμερα εὔκολα ἀκόμη ἀναγνωρίζεται ὡς ἴδια μὲ ἐκείνη τοῦ Ὁμήρου. Παραμένει μία ἐξαιρετικὰ ἀρχαϊκὴ γλώσσα, ἔκδηλα ἰνδοευρωπαϊκῆς δομῆς στὴν ὀνοματικὴ καὶ ρηματική της μορφολογία.
Ἡ Ἑλληνικὴ τῶν περασμένων ἱστορικῶν φάσεων —ἀρχαϊκή, ἀρχαία ἢ μεσαιωνικὴ— μὲ ὅλες της τὶς διαφορές, εἶναι σήμερα αἰσθητὴ ὡς Ἑλληνική.
Ἡ Ἑλληνικὴ παρουσιάζει μίαν ἀδιάκοπη ἱστορικὴ ἐξέλιξη, καὶ ἡ σημερινὴ Ἑλληνικὴ μὲ τὴ μορφὴ τῆς δημοτικῆς ἢ τῆς καθαρεύουσας συνεχίζει ἀπευθείας τὴν Ἑλληνική του Ὁμήρου καὶ τοῦ Δημοσθένη.
Ἡ νέα Ἑλληνικὴ δὲν εἶναι μία γλώσσα ἐντελῶς νέα ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀρχαία Ἑλληνική, εἶναι ἡ σύγχρονη μορφὴ μίας γλώσσας ποὺ δὲν εἶναι νεκρή, τῆς Ἑλληνικῆς.
Ἡ γλώσσα ἡ ἑλληνικὴ εἶναι μία. Καὶ εἶναι μᾶλλον ἔλλειψη σοφίας νὰ προσηλώνεται κανεὶς πεισματάρικα σὲ μία καὶ μόνο ἀποκλειστικὰ μορφή της καὶ νὰ περιφρονεῖ αὐτὸν τὸν ἀμύθητο πλοῦτο, τὸ θησαυρό, ποὺ ἔχει στὴ διάθεσή του.
Ἐγὼ δὲν ξέρω νὰ ὑπάρχει παρὰ μία γλώσσα, ἡ ἑνιαία γλώσσα ἡ Ἑλληνική... Τὸ νὰ λέει ὁ Ἕλληνας ποιητὴς ἀκόμη σήμερα «οὐρανὸς» ἢ «θάλασσα» ἢ «ἥλιος» ἢ «σελήνη» ἢ «ἄνεμος», ὅπως τὸ ἔλεγαν ἡ Σαπφὼ καὶ ὁ Ἀρχίλοχος, δὲν εἶναι μικρὸ πράγμα. Εἶναι πολὺ σπουδαῖο. Ἐπικοινωνοῦμε κάθε στιγμὴ μιλώντας μὲ τὶς ρίζες μας. Τὶς ρίζες μας ποὺ βρίσκονται ἐκεῖ: στὰ Ἀρχαῖα.
Αὐτὴ εἶναι πράγματι ἡ Ἑλληνικὴ Γλώσσα. Μία καὶ ἑνιαία, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι δὲν ἔπαυσε ποτὲ νὰ μιλιέται καὶ νὰ γράφεται• μία καὶ ἑνιαία, ὅταν προσπαθεῖς νὰ τὴν κατακτήσεις δημιουργικὰ μέσα στὴν πολλαπλότητα τῆς σύνθεσης καὶ τὸν πλοῦτο τῆς δηλωτικότητάς της.
Αὐτή, λοιπόν, τὴ γλώσσα μας τὴ Νεοελληνική, τὴ Δημοτικὴ δηλαδή, ποὺ λέγεται καὶ Κοινὴ Νεοελληνική, καλούμαστε καὶ ἀπὸ τὴν ἐπιστήμη καὶ ἀπὸ τὶς κοινωνικές μας ἀνάγκες καὶ ἀπὸ τὸν Νόμο νὰ θεραπεύσουμε. Εἶναι ἡ σημερινὴ μορφὴ τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας, ὅπως αὐτὴ ἐξελίχθηκε / διαμορφώθηκε διαχρονικὰ στὸ στόμα καὶ τὴν γραφίδα τῶν Ἑλλήνων. Εἶναι δηλαδὴ ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ γλώσσα στὴ σημερινή της μορφή. Γιατί ἡ σημερινή μας γλώσσα δὲν εἶναι ἐγγονὴ ἢ θυγατέρα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς, παρὰ εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ μεταλλαγμένη (φωνολογικά, μορφολογικά, σημασιολογικὰ καὶ συντακτικὰ) ἀπὸ τὸν χρόνο, τὶς κοινωνικὲς ἀνάγκες καὶ τὴ χρήση.
Ἡ ταυτότητα τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας
Ὅτι ἡ γλώσσα δὲν εἶναι ἁπλὸ ἐργαλεῖο, ὅπως τὴν θέλουν μερικοὶ τεχνοκράτες γλωσσολόγοι, ἐπικοινωνιολόγοι καὶ πληροφορικοί, ἀλλὰ καθοριστικὸ συστατικό της προσωπικότητας τοῦ ἀτόμου καὶ τῆς φυσιογνωμίας ἑνὸς λαοῦ, δήλ. ὑπαρξιακὸ στοιχεῖο, σήμερα φαίνεται νὰ ἀποτελεῖ γενικότερα ἀποδεκτὴ θέση. Ὁ Γάλλος Buffon πολὺ παλιὰ καὶ πολὺ ἐπιγραμματικὰ ταύτισε τὴν ἔννοια τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν ἰδιαιτερότητα τῆς γλωσσικῆς του ἔκφρασης: Τὸ ὕφος εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος («Le style, c’ est l’homme meme). Πολὺ ἀργότερα ἕνας φιλόσοφος τῆς γλώσσας, ὁ πολὺς Wittgenstein, στὸ ἔργο τοῦ «Tractatus logico-philosophicus», διατύπωσε ἀκόμη πιὸ καθαρὰ μίαν ἀρχὴ στὴν ὁποία συχνότατα παραπέμπουν ὅλοι ὅσοι μιλοῦν γιὰ τὴν ὑφὴ καὶ τὴν ἀξία τῆς γλώσσας. Ἡ γλώσσα μου εἶναι ὁ κόσμος μου («The limits of my language mean the limits of my world»). Μέσα στὴ γλώσσα ἑνὸς λαοῦ, μέσα στὴν κάθε λέξη καὶ φράση ἀπεικονίζονται στοιχεῖα ἀπὸ τὴν ἱστορία, τὴ σκέψη, τὴ νοοτροπία, τὴν καλλιέργεια καὶ τὸν πολιτισμό του. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἴδια ἡ διδασκαλία μίας μητρικῆς (ἐθνικῆς) γλώσσας, ὅταν διδάσκεται σωστὰ καὶ στὸ ἀπαιτούμενο βάθος, εἶναι αὐτόχρημα διδασκαλία τοῦ ὕφους καὶ τοῦ ἤθους ἑνὸς λαοῦ, ἱστορικὸς καὶ φρονηματιστικὸς μαζὶ παράγων. Ὁ ἱδρυτὴς τῆς «μοντέρνας», λεγόμενης, γλωσσολογίας, ἕνας γλωσσολόγος ποὺ εἶχε σ' ὅλη τὴ ζωὴ τοῦ θητεύσει στὴν ἱστορικοσυγκριτικὴ γλωσσολογία μὲ ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον γιὰ τὶς κλασικὲς γλῶσσες, ἀναφέρομαι στὸν Ferdinand de Saussure, ἦταν κι ὁ γλωσσολόγος ποὺ ὅρισε τὴ γλώσσα ὡς ταξινομία τοῦ κόσμου. Ποῦ σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴ γλώσσα τοῦ ταξινομεῖ τὸν κόσμο του ἔτσι ὅπως τὸν ἔχει συλλάβει καὶ ἐπεξεργαστεῖ πρῶτα μὲ τὴ νόησή του. Μὲ τὴ γλώσσα ὁ ἄνθρωπος βάζει τάξη στὸ χάος τῆς γύρω του πραγματικότητας. Κάθε λαὸς σύμφωνα μὲ τὴ νοοτροπία, τὶς ἀντιλήψεις, τὸν πολιτισμὸ καὶ τὴ ἱστορία του, τὶς ἀξίες καὶ τὰ «πιστεύω» τοῦ συλλαμβάνει, ὀργανώνει καὶ ἐκφράζει γλωσσικὰ τὸν κόσμο μὲ διαφορετικὸ τρόπο. Μία ἄλλη γλώσσα δὲν εἶναι ἁπλῶς ἄλλες λέξεις γιὰ τὰ ἴδια πράγματα, λέμε οἱ γλωσσολόγοι. Γιατί τότε ἡ μετάφραση λ.χ. ἀπὸ τὴ μία γλώσσα στὴν ἄλλη θὰ ἦταν ἁπλὸ παιχνίδι. Καί, βέβαια, αὐτὸ δὲν συμβαίνει. Κάθε γλώσσσα, ἐπανερχόμαστε στὸν Saussure, εἶναι ἄλλη ταξινόμηση τοῦ κόσμου. Νὰ γιατί κάθε γλώσσα εἶναι πρῶτα καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα ἐθνικὴ ταυτότητα• ἡ ἔκφραση τῆς σύγχρονης ὕπαρξης καὶ τῆς ἱστορικῆς μαζὶ διαδρομῆς κάθε λαοῦ, δήλ. ἡ ταυτότητά του. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ πιὸ οὐσιαστικὴ προσέγγιση ἑνὸς πολιτισμοῦ, ἑνὸς λαοῦ, μίας κοινωνίας περνάει πάντα μέσα ἀπὸ τὴ γλώσσα. Τὰ γλωσσικὰ σύμβολα ἀποκαλύπτουν μὲ τὸν πιὸ εὔγλωττο τρόπο τὴ νοοτροπία, τὴν ἱστορία, τὴ σκέψη καὶ τὴ στάση ἑνὸς λαοῦ ἀπέναντι στὸν κόσμο.
Αὐτὰ ποὺ εἴπαμε γενικὰ γιὰ κάθε ἐθνικὴ γλώσσα ἰσχύουν μ᾿ ἕναν ἔντονο καὶ ἀποδεικτικό, θὰ ἔλεγα, τρόπο προκειμένου γιὰ τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα. Εἰδικότερα ὡς πρὸς αὐτὴ τὴ γλώσσα μία σειρὰ πολιτιστικοϊστορικῶν γνωρισμάτων τῆς προσδίδουν ἕναν ἰδιαίτερο χαρακτήρα. Αὐτὰ εἶναι κυρίως:
(i) Ἡ πρώιμη καὶ ἀπὸ μεγάλα προικισμένα πνεύματα χρησιμοποίηση τῆς Ἑλληνικῆς γιὰ τὴν ἔκφραση προηγμένων μορφῶν σκέψεως, ποὺ τῆς ἐξασφάλισε μία ἐπίσης πρώιμη ὅσο καὶ βαθιὰ καλλιέργεια.
(ii) Ἡ, συνεπεία αὐτῆς τῆς ἰδιότητάς της, ἀνάδειξη τῆς Ἑλληνικῆς σὲ κύρια βάση τῆς ἐννοιολογικῆς ἔκφρασης τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ.
(iii) Ἡ σημερινὴ παρουσία της στὸ λεξιλόγιο ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν γλωσσῶν καὶ μάλιστα σὲ σύνθετες καὶ ἀπαιτητικὲς μορφὲς ἐπικοινωνίας, ὅπως εἶναι ἡ ἐπιστήμη ἢ ὁ πολιτικὸς λόγος.
(iv) Ἡ ἀδιάκοπη προφορικὴ καὶ γραπτὴ παράδοσή της ἐπὶ 4.000 καὶ 3.000 χρόνια ἀντιστοίχως.
(v) Ἡ στενὴ —λόγω ἰδιαζουσῶν ἱστορικῶν καὶ πολιτιστικῶν συνθηκών— σχέση τῆς σύγχρονης Ἑλληνικῆς πρὸς τὶς παλαιότερες φάσεις της, ἀρχαία καὶ βυζαντινή.
(vi) Ὁ ρόλος τῆς ὄχι μόνο στὴν Ἀναγέννηση ἀλλὰ καὶ στὶς μετέπειτα, καὶ σύγχρονες ἀκόμη μορφὲς παιδείας καὶ ἐκπαίδευσης στὴν Εὐρώπη καὶ σὲ δυτικογενεῖς πολιτισμούς.
Δὲν ὑποστηρίζω καθόλου πὼς τάχα ἡ Ἑλληνικὴ εἶναι «ἡ περιούσια γλώσσα τοῦ κόσμου» ποὺ πρέπει νὰ ἔχει ἰδιαίτερη, προνομιακὴ μεταχείριση εἰς βάρος ὅλων τῶν ἄλλων πολιτισμικῶν καὶ ἐθνικῶν γλωσσῶν... Δικαιοῦται, ὡστόσο, κανεὶς νὰ ὑποστηρίζει ὅτι ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα —λόγω ἀκριβῶς τῶν ἰδιόμορφων χαρακτηριστικῶν της ἱστορικῆς της ἐξέλιξης— ἀποτελεῖ ἰδιάζουσα περίπτωση πολιτισμικῆς καὶ εὐρωπαϊκῆς γλώσσας ποὺ ὡς γλώσσα τῶν κλασικῶν κειμένων τῆς ἀρχαίας, ὡς γλώσσα τοῦ Εὐαγγελίου, τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς βυζαντινῆς ὑμνογραφίας, ὡς γλώσσα ἐκφράσεως τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος στὶς πιὸ μεγάλες στιγμὲς καὶ γιὰ τὰ πιὸ μεγάλα καὶ διαχρονικῆς ἐμβέλειας θέματα, τὰ θέματα ποὺ ἀφοροῦν τὸν ἄνθρωπο καὶ τὶς ἀνθρώπινες ἀξίες, εἶναι πάντα παροῦσα καὶ ἐπίκαιρη.
Τὰ σημεῖα ἰδιαιτερότητας τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ποὺ ἔθιξα χρειάζονται μερικὲς πρόσθετες ἐπισημάνσεις.
Καὶ πρῶτα γιὰ τὸ ζήτημα τῆς πρώιμης καλλιέργειας τῆς Ἑλληνικῆς ἀπὸ μεγάλα πνεύματα. Μεγάλος συγγραφέας, μεγάλος διανοητής, μεγάλος φιλόσοφος, μεγάλος ἱστορικός, μεγάλος δημιουργὸς γενικά, προκειμένου γιὰ γραπτὴ παράδοση, σημαίνει μεγάλο, σημαντικὸ κείμενο. Μεγάλο κείμενο, ὡστόσο, σημαίνει ἐξαιρετικὴ σπουδαιότητα ὄχι μόνο στὸ περιεχόμενο τοῦ μηνύματος, ἀλλὰ καὶ στὴ γλωσσικὴ ὀργάνωση καὶ ἔκφρασή του. Ἡ διαλεκτικὴ λ.χ. δὲν εἶναι ἁπλῶς ὑψηλὴ καὶ σύνθετη τεχνικὴ ἀναζητήσεως τῆς φιλοσοφικῆς ἀλήθειας· εἶναι ὑψηλὴ καὶ σύνθετη ὀργάνωση τοῦ λόγου, τῆς γλωσσικῆς ἔκφρασης. Ratio καὶ oratio, μὴν τὸ ξεχνᾶμε, στὴν Ἑλληνικὴ ἐκφράστηκαν ἤδη ἀπὸ τὸν Πλάτωνα μ’ ἕνα, τὸ ἴδιο γλωσσικὸ σύμβολο, τὸν λόγο. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ ἄνοδος καὶ ἡ καλλιέργεια τῆς σκέψης, τῆς ἐπιστήμης, τοῦ θεάτρου, τοῦ πνευματικοῦ πολιτισμοῦ γενικότερα, στοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες ἦταν κατ’ ἀνάγκην μαζὶ καὶ βαθύτατη καλλιέργεια τοῦ λόγου, τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας.
Ἔτσι μποροῦμε νὰ καταλάβουμε καὶ τὴν ὁμολογία τοῦ μεγαλύτερου ἴσως φυσικοῦ, τοῦ W. Heisenberg: «Ἡ θητεία μου στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γλώσσα ὑπῆρξε ἡ σπουδαιότερη πνευματική μου ἄσκηση. Στὴ γλώσσα αὐτὴ ὑπάρχει ἡ πληρέστερη ἀντιστοιχία ἀνάμεσα στὴ λέξη καὶ στὸ ἐννοιολογικό της περιεχόμενο». Τὸ γλωσσικὸ σύμβολο, λοιπόν, δήλ. ἡ λέξη, στὴν Ἑλληνικὴ βρίσκεται σὲ πλήρη ἀντιστοιχία μὲ τὴν ἔννοια ποὺ δηλώνει, τὸ «ἐννοιολογικὸ περιεχόμενο», μᾶς λέει ὁ Heisenberg. Πρόκειται γιὰ ὅ,τι συχνά, μὲ ἄλλη ὁρολογία, χαρακτηρίζεται ὡς ἐτυμολογικὴ διαφάνεια τῶν λέξεων τῆς Ἑλληνικῆς.
Ἔτσι μποροῦμε ἐπίσης εὔκολα νὰ ἑρμηνεύσουμε τὸ β' σημεῖο ποὺ θίξαμε ἀνωτέρω, τὴν ἀνάδειξη τῆς Ἑλληνικῆς σὲ βάση τῆς ἐννοιολογικῆς ἔκφρασης τοῦ δυτικοῦ ἢ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ. Βασικὲς ἔννοιες τῆς ἀνθρώπινης σκέψης, ἰδίως στὸ ἐπίπεδο ἀνταλλαγῆς πληροφοριῶν οὐσίας, ὅ,τι ὀνομάστηκε «καλλιεργημένος κώδικας», πρωτοεκφράστηκαν στὴν Ἑλληνική, γιὰ νὰ συμπληρωθοῦν ἢ καὶ νὰ μεταφραστοῦν ἀργότερα στὴ Λατινικὴ καὶ νὰ συγκερασθοῦν ἐν συνέχεια μὲ στοιχεῖα τῶν νεότερων ἐθνικῶν γλωσσῶν. Λέξεις - ἔννοιες ὅπως ἡ λογικὴ καὶ τὸ σύστημα, ἡ ἀνάλυση καὶ ἡ σύνθεση, ἡ κατηγορία, ἡ μέθοδος, ἡ ταξινομία, ἡ ὑπόθεση καὶ ἡ ἱεραρχία, τὸ πρόβλημα καὶ ἡ κριτική, τὸ θέμα, τὸ πρόγραμμα καὶ ἡ ὀργάνωση, ἡ θεωρία, ἡ ἐμπειρία καὶ ἡ πρακτική, ὁ διάλογος καὶ ἡ διαλεκτική, ἡ ἰδέα καὶ ἡ ἰδεολογία, ἡ πολιτική, ἡ δημοκρατία ἀλλὰ καὶ ἡ τυραννία, τὰ συμπτώματα, ἡ διάγνωση καὶ ἡ θεραπεία, ἡ ἐποχή, ἡ περίοδος, ἡ ποίηση, τὸ δράμα, ἡ τραγωδία, ὁ λυρισμὸς καὶ τὸ θέατρο, τὸ μέτρο καὶ ἡ συμμετρία ἀλλὰ καὶ ἡ ὑπερβολή, τὸ μυστήριο καὶ ἡ μαγεία, ἡ λειτουργία, ὁ ἔρωτας καὶ ἡ ὑποκρισία, ὁ Χριστός, ἡ ὀρθοδοξία, τὸ Εὐαγγέλιο, οἱ ὕμνοι, ἡ λειτουργία, οἱ μάρτυρες καὶ ἡ ἐκκλησία καὶ τόσες ἄλλες λέξεις κλειδιὰ τοῦ πολιτισμοῦ μᾶς συλλαμβάνονται, δηλώνονται καὶ βιώνονται μὲ λέξεις τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας.
Ὡς πρὸς τὴ σχέση σύγχρονης, ἀρχαίας καὶ βυζαντινῆς Ἑλληνικῆς καὶ τὴ μακρὰ ἀδιάκοπη γραπτὴ καὶ προφορικὴ παράδοση τῆς Ἑλληνικῆς 4.000 χρόνια τώρα, ἂς ἀφήσουμε καλύτερα νὰ μιλήσει ὁ Γιῶργος Σεφέρης: «Ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα, ὁ ἄνθρωπος, ἡ θάλασσα... Γιὰ κοιτάξτε πόσο θαυμάσιο πράγμα εἶναι νὰ λογαριάζει κανεὶς πὼς ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ μίλησε ὁ Ὅμηρος ὡς τὰ σήμερα, μιλοῦμε ἀνασαίνουμε καὶ τραγουδοῦμε μὲ τὴν ἴδια γλώσσα. Κι αὐτὸ δὲν σταμάτησε ποτέ, εἴτε σκεφτοῦμε τὴν Κλυταιμνήστρα ποὺ μιλᾶ στὸν Ἀγαμέμνονα, εἴτε τὴν Καινὴ Διαθήκη, εἴτε τοὺς ὕμνους τοῦ Ρωμανοῦ καὶ τὸν Διγενῆ Ἀκρίτα, εἴτε τὸ Κρητικὸ Θέατρο καὶ τὸν Ἐρωτόκριτο, εἴτε τὸ δημοτικὸ τραγούδι». Αὐτὴ εἶναι πράγματι ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα. Μία καὶ ἑνιαία, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι δὲν ἔπαυσε ποτὲ νὰ μιλιέται καὶ νὰ γράφεται• μία καὶ ἑνιαία, ὅταν προσπαθεῖς νὰ τὴν κατακτήσεις δημιουργικὰ μέσα στὴν πολλαπλότητά της.
Αὐτή, ἄλλωστε, ἡ μακραίωνη συνέχεια τῆς Ἑλληνικῆς εἶναι ἡ δύναμη καὶ ἡ ἀδυναμία της. Δύναμη, γιατί μποροῦμε κάθε στιγμὴ νὰ γευόμαστε τὴ μαγεία τῆς λέξεως, τὸ σμίλεμα τῆς σημασίας τῆς μέσα στὸν χρόνο καὶ τὴν πολυδύναμη λειτουργία της στὸν λόγο. Κι ἀπὸ τὴν ἄλλη —ἀντίθετα ἴσως πρὸς τὶς περισσότερες ἄλλες γλώσσες— μία βαθύτερη, ἐνεργητικὴ καὶ δημιουργικὴ γνώση καὶ χρήση τῆς νέας Ἑλληνικῆς σὲ ἀπαιτητικότερες μορφὲς ἐπικοινωνίας προϋποθέτει ἰδιαίτερα στὸ λεξιλόγιο τὴ διαχρονικὴ-ἱστορική, παράλληλα πρὸς τὴ συγχρονική, προσέγγισή της. Προϋποθέτει μίαν ἐξοικείωση μὲ τὶς λέξεις-ρίζες καὶ τὰ δομικὰ / σχηματιστικὰ στοιχεῖα τῆς Ἑλληνικῆς (προρρηματικᾶ, ἐπιθήματα, τέρματα κ.α.), ὥστε νὰ μπορεῖ τὸ σημερινὸ Ἑλληνόπουλο ὄχι ἁπλῶς νὰ ἀποτυπώνει μνημονικά, ἀλλὰ νὰ καταλαβαίνει σὲ βάθος καὶ νὰ ἀξιοποιεῖ δημιουργικὰ τὰ πολυδύναμα συστατικά της γλώσσας του. Κι αὐτὸ εἶναι ἡ πρόσθετη δυσκολία, ἡ ἀδυναμία, ἂν θέλετε, τῆς Ἑλληνικῆς.
Ἡ Ἑνωμένη Εὐρώπη ὅπου θὰ ζήσουμε κι ἐμεῖς δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι, ἀπὸ τὴ φύση της, πολυεθνικὴ (multinational), πολυγλωσσικὴ (multilingual) καὶ πολυπολιτισμικὴ (multicultural). Γι’ αὐτὸ χρειάζεται νὰ βρεθεῖ ὁ συνεκτικὸς δεσμὸς ποὺ θὰ συνδέει βαθύτερα καὶ οὐσιαστικὰ τὶς χῶρες τῆς Κοινότητας μεταξύ τους. Ὁ δεσμὸς αὐτὸς δὲν ἀπορεῖ νὰ εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὶς ἀξίες πάνω στὶς ὁποῖες στηρίχθηκε ὁ δυτικὸς πολιτισμός. Ἀλλὰ οἱ ἀξίες αὐτές, μὲ τὴ σειρά τους, εἶναι σὲ μεγάλο βαθμὸ ἐκφρασμένες σὲ ἑλληνικὰ κείμενα καὶ σὲ ἑλληνικὴ γλώσσα. Εἶναι τὰ κείμενα τὰ κλασικά, αὐτὰ δήλ. ποῦ ξεπέρασαν τὰ ὅρια τοῦ χρόνου καὶ τοῦ χώρου, κείμενα ἑλληνικὰ ὅπου τίθενται, συζητοῦνται καὶ ἀνατέμνονται ὁ ἄνθρωπος καὶ ἡ ἀνθρωπιά, οἱ κοινωνικοὶ καὶ πολιτικοὶ θεσμοί, ἡ ἔννοια τῆς ὑπάρξεως καὶ τῆς μεταβολῆς τῶν ὄντων, ἡ ὕβρις καὶ ἡ κάθαρσις, ὁ δῆμος καὶ ἡ πόλις, ἡ δημοκρατία καὶ ἡ τυραννίδα, ὁ πόλεμος καὶ ἡ εἰρήνη, ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ ἐλευθερία, ἡ ἀξιοπρέπεια καὶ ὁ σεβασμός, ἡ φιλοπατρία, ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος. Ὅλα σὲ λόγο ἑλληνικό, σὲ γλώσσα ποὺ μιλιέται καὶ γράφεται -μὲ μεγαλύτερες ἢ μικρότερες μεταβολές— στὴν Ἑλλάδα καὶ σήμερα. Σὲ γλώσσα ἑλληνικὴ ἀγρότερα καὶ ὁ θεῖος λόγος, σὲ λόγο ἑλληνικὸ οἱ καθοριστικὲς γιὰ τὸν Χριστιανισμὸ ἔννοιες τῶν πατερικῶν κειμένων, στὰ Ἑλληνικὰ καὶ ἡ ὑμνολογία τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησίας, ἑλληνιστὶ καὶ ἡ Θεία Λειτουργία.
Μέσα στὴν ἀναπόφευκτη γλωσσικὴ Βαβὲλ τῆς Ἑνωμένης Εὐρώπης ἡ ἐπαφὴ μὲ τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα (γιὰ μᾶς οἱ διακρίσεις σὲ ἀρχαία, μεσαιωνικὴ καὶ νέα ἑλληνικὴ γλώσσα εἶναι καὶ τεχνητὲς καὶ ἐπιζήμιες), μέσα ἀπὸ τὴν Παιδεία καὶ τὴν Ἐκπαίδευση τῶν μελῶν τῆς Κοινότητας, θὰ ἀποτελεῖ στὴν πράξη ἄμεση ἐπαφὴ μὲ πρῶτες ἔννοιες καὶ θεμελιώδεις πηγὲς τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ, ἐννοιολογικὸ δεσμὸ τῶν πολιτῶν τῆς Εὐρώπης, πλησίασμα σὲ βασικὲς δομὲς τῆς σκέψης, σταθερὸ σημεῖο ἀναφορᾶς στὴν ἀναμενόμενη σύγχυση. Ἡ ἐξοικείωση μὲ τὶς κλασικὲς γλῶσσες καὶ τὶς ἔννοιες καὶ ἀξίες ποὺ πρωτοεκφράστηκαν σ’ αὐτὲς μπορεῖ νὰ γίνει τὸ κοινὸ χαρακτηριστικὸ τῶν σκεπτόμενων πολιτῶν τῆς Ἑνωμένης Εὐρώπης, χαρακτηριστικὸ ποὺ θὰ ἑνώσει διανοητικά, ἠθικὰ καὶ παιδευτικὰ πολίτες ποὺ θὰ τοὺς χωρίζουν πολλὰ ἄλλα: ἡ μητρική τους γλώσσα, ἡ ἐθνική τους ταυτότητα, ἡ πολιτικὸ-κοινωνική τους ἰδεολογία, ἡ νοοτροπία, ἡ ἱστορία τοὺς κ.λπ.
Ὁ ρόλος τοῦ Ἑλληνισμοῦ δὲν τελειώνει μὲ τὴν κλασικὴ ἀρχαιότητα. Ποτίζοντας τὸν δυτικὸ πολιτισμό, ἐπιβιώνει συνεχῶς μὲ διαφορετικὴ μορφὴ καὶ ἔνταση μέσα ἀπὸ τὴ συνείδηση τῶν διάφορων εὐρωπαϊκῶν λαῶν. Αὐτὴ τὴ βίωση μποροῦμε νὰ κάνουμε πιὸ συνειδητὴ στὰ πλαίσια τῆς Ἑνωμένης Εὐρώπης, ἐνεργοποιώντας τὴν περισσότερο μέσω τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας.
Στὶς μέρες μας μέσα στὴ γενικότερη σύγχυση καὶ ἀμφισβήτηση βασικῶν ἐννοιῶν καὶ ἀξιῶν ποὺ ἐπικρατεῖ, ὁρισμένες αὐτονόητες ἄλλοτε ἔννοιες καὶ ἀξίες τοῦ Ἑλληνισμοῦ εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐπαναφέρονται στὸ προσκήνιο καὶ νὰ ἐπανεξετάζονται ἀπὸ νέα σκοπιά, αὐτὴ τῆς εὐρύτερης σημερινῆς πολιτικῆς καὶ κοινωνικῆς συγκυρίας. Οἱ τελευταῖες κοινωνικὲς ἐξελίξεις καὶ οἱ ἀπίστευτοι πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια πολιτικοὶ μετασχηματισμοὶ ποὺ ζοῦμε σήμερα στὴν Εὐρώπη ἀλλὰ καὶ σὲ διεθνὲς ἐπίπεδο, περισσότερο παρὰ ποτέ, ἐπιβάλλουν νὰ ξαναβροῦμε ὁρισμένα σταθερὰ σημεῖα ἀναφορᾶς, διαχρονικῶς δοκιμασμένα, πάνω στὰ ὁποῖα θὰ ἑδραιωθεῖ μία οὐσιαστικὴ καὶ βαθύτερη προσέγγιση ὅλων τῶν χωρῶν τῆς Εὐρώπης, καὶ ἰδιαίτερα τῶν χωρῶν τῆς Εὐρωπαϊκῆς Κοινότητας.
Ὁ λόγος πρῶτα σὲ τρεῖς μεγάλους ἐθνικιστὲς [3] ποιητές μας: Τὸν Γιῶργο Σεφέρη, τὸν Ὀδυσσέα Ἐλύτη καὶ τὸν Νίκο Ἐγγονόπουλο.
Ἀκολουθοῦν ἀποσπάσματα διακεκριμένων εἰδικῶν ἐπιστημόνων, καί, τέλος, ἕνα θαυμάσιο, παλαιὸ ἄρθρο τοῦ καθηγητοῦ τῆς γλωσσολογίας Γεωργίου Μπαμπινιώτη.
[Σημειώσεις:
[1] Ἀποκατέστησα στὸ κείμενο τὴν φυσιολογικὴ γραφὴ τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης (πολυτονικό).
[2] Συγγραφεῖς: Ρένα Ζαμάρου, Γεράσιμος Μαρκαντωνάτος, Θεοδόσιος Μοσχοπουλος, Ἰφιγένεια Παπανδρέου, Χρίστος Ρώμας, Εὐστράτιος Χωραφᾶς. Συντονιστὴς τῆς συγγραφικῆς ὁμάδας καὶ ἐπιμελητὴς τῆς ἔκδοσης: Νικόλαος Ραγκούσης.
Φαίνεται ὅτι τὸ 2000 ἐδιδάσκοντο ἀκόμη οἱ Ἑλληνόπαιδες Ἑλληνικὴ παράδοσι καὶ ἦθος. Ἐντυπωσιακόν, τῳόντι, ἐὰν σκεφθοῦμε ὅτι σήμερα, ἔν ἔτει 2006 (καὶ μέ... «δεξιὰ» κυβέρνηση Ν.Δ.!) βυθιζόμαστε πλέον στὸ μαῦρο σκοτάδι τῆς σκλαβιᾶς καὶ τοῦ ἀφελληνισμοῦ, καὶ ψάχνουμε κρυφὰ, ὑπὸ τὸν φόβον τῶν «προοδευτικῶν» ταγμάτων νεοταξικῆς ἀσφαλείας, τὰ νέα κρυφὰ σχολειὰ ὅπου θὰ κρύψουμε τὰ παιδιά μας γιὰ νὰ τὰ σώσουμε ἀπὸ τὰ νύχια τῶν γενιτσάρων καὶ νὰ τὰ μεγαλώσουμε ὡς Ἕλληνες... (Βλέπε σχετικῶς στὸ «Ἀντίβαρο».)
[3] ...Βδεληροὶ ἐθνικισταὶ καὶ φαιοκόκκινοι φασίστες, συμφώνως τουλάχιστον μὲ τό... νέο ἀστέρι τῶν «προοδευτικῶν», κάποιον σκοπιανόφιλο μεταφραστὴ εἰς τὰς Βρυξέλλας, ὀνόματι Ἄκη Γαβριηλίδη, ὁ ὁποῖος καταγγέλλει τὴν «αθεράπευτη νεκροφιλία του αριστερού πατριωτισμού: Ρίτσος, Ελύτης, Θεοδωράκης»! («πτῶμα» χαρακτηρίζει τὴν Ἑλληνικὴ παράδοσι καὶ «νεκροφίλους» τοὺς ποιητές μας!)
]
[...]
Ἕνα τέτοιο ταξίδι μέσα στὶς διαφορετικὲς περιόδους τῆς γλώσσας καὶ τῆς λογοτεχνίας μᾶς ἔχουν ἐπιχειρήσει καὶ ὁρισμένοι σημαντικοὶ νεοέλληνες ποιητές.
Ὁ Γ. Σεφέρης, σὲ μία ὁμιλία του στὰ παιδιὰ τοῦ ἑλληνικοῦ Γυμνασίου τῆς Ἀλεξάνδρειας τὸ 1941 [1], ὑποστηρίζει τὰ ἑξῆς σχετικὰ μὲ τὴν ἑνότητα καὶ συνέχεια τῆς γλώσσας καὶ λογοτεχνίας μας. «Γιὰ κοιτάξετε», γράφει, «πόσο θαυμάσιο πράγμα εἶναι νὰ λογαριάζει κανεὶς πώς, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ μίλησε ὁ Ὅμηρος ὡς τὰ σήμερα, μιλοῦμε, ἀνασαίνουμε, καὶ τραγουδοῦμε μὲ τὴν ἴδια γλώσσα. Κι αὐτὸ δὲ σταμάτησε ποτέ, εἴτε σκεφτοῦμε τὴν Κλυταιμνήστρα ποὺ μιλᾶ στὸν Ἀγαμέμνονα, εἴτε τὴν Καινὴ Διαθήκη, εἴτε τοὺς ὕμνους τοῦ Ρωμανοῦ καὶ τὸν Διγενῆ Ἀκρίτα, εἴτε τὸ Κρητικὸ Θέατρο καὶ τὸν Ἐρωτόκριτο, εἴτε τὸ δημοτικὸ τραγούδι. Καὶ ὅλοι αὐτοί, οἱ μεγάλοι καὶ οἱ μικροί, ποὺ σκέφτηκαν, μίλησαν, μέτρησαν ἑλληνικά, δὲν πρέπει νὰ νομίσετε πὼς εἶναι σὰν ἕνας δρόμος, μία σειρὰ ἱστορική, ποὺ χάνεται στὴ νύχτα τῶν περασμένων καὶ βρίσκεται ἔξω ἀπό σας. Πρέπει νὰ σκεφτεῖτε πὼς ὅλα αὐτὰ βρίσκονται μέσα σας, τώρα, βρίσκονται μέσα σᾶς ὅλα μαζί, πὼς εἶναι τὸ μεδούλι τῶν κοκάλων σας, καὶ πὼς θὰ τὰ βρεῖτε ἂν σκάψετε ἀρκετὰ βαθιὰ τὸν ἑαυτό σας. Ἀλλὰ γιὰ νὰ κάνετε αὐτὴ τὴ δουλειά, γιὰ νὰ ἐπιδοθεῖτε σ’ αὐτὴν τὴν ἐσωτερικὴ προσήλωση, θὰ σᾶς βοηθήσουν οἱ ἄνθρωποι τοῦ καιροῦ σας, ποὺ μὲ τὸν καλύτερο τρόπο μπόρεσαν νὰ ἐκφραστοῦν στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα. Γι' αὐτό, καθὼς πιστεύω, ἡ σύγχρονή μας λογοτεχνία εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ νὰ καταλάβουμε, ὄχι μόνο τὴν ἀρχαία λογοτεχνία, ἀλλὰ καὶ ὅλη τὴν ἑλληνικὴ παράδοση».
Ὁ χωρισμὸς τῆς λογοτεχνίας μας «σὲ ἔργα τῆς δημοτικῆς καὶ σὲ ἔργα τῆς καθαρεύουσας» δὲν φαίνεται νὰ ἀρέσει στὸν ποιητή, ἀφοῦ, ὅπως γράφει, «οἱ δύο παραδόσεις στὴν προσωπικὴ λογοτεχνία δὲν ἦταν ποτὲ ἀνεξάρτητες ἡ μία ἀπὸ τὴν ἄλλη» [2]. Γιὰ τὸν ποιητὴ ὑπάρχει μονάχα ἡ «ὁλόκληρη καὶ ἀδιαίρετη» ἑλληνικὴ παράδοση ποὺ συμπεριλαμβάνει «τὰ ψηφιδωτὰ μίας μικρῆς βυζαντινῆς ἐκκλησίας, τοὺς Ἴωνες φιλοσόφους, τοὺς λαϊκοὺς στίχους τῆς ἐποχῆς τῶν Κομνηνῶν, τὰ ἐπιγράμματα τῆς Ἀνθολογίας, τὸ δημοτικὸ τραγούδι, τὸν Αἰσχύλο, τὸν Παλαμά, τὸ Σολωμό, τὸ Σικελιανό, τὸν Κάλβο, τὸν Καβάφη, τὸν Παρθενώνα, τὸν Ὅμηρο». Αὐτὴ ἡ ἑνότητα ποὺ ὑποστηρίζει ὁ Σεφέρης γιὰ τὴ λογοτεχνία, ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα ἀφοῦ, ὅπως πιστεύει, ἡ σημερινὴ ἑλληνικὴ γλώσσα «δὲν εἶναι μήτε ἡ καθαρεύουσα μήτε ἡ δημοτικὴ μήτε τὰ νεοελληνικά». Ἡ φύση τῆς γλώσσας μᾶς «εἶναι ἡ φύση μίας συνολικῆς ἰδιοσυγκρασίας πεθαμένων καὶ ζωντανῶν» ἀνθρώπων. Οἱ λέξεις ποὺ εἶναι «τὰ καράβια» τοῦ ποιητῆ, «κάνουν πολὺ μακρινὰ ταξίδια. Καὶ γυρίζουν, ὅταν εἶναι τυχερός, φορτωμένα μὲ τὰ πλούσια κρύσταλλα, ποὺ ἐκεῖ κάπου, πέρα ἀπὸ τὶς Ἡράκλειες Στῆλες τῆς συνείδησής του, μία ζωὴ παλιὰ καὶ μυστικὴ σχημάτισε σὰν ἕνα ὑποχθόνιο νερό». [6]
Αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ ὁ Σεφέρης ὑποστηρίζει στὸν δοκιμιακό του λόγο, ὁ Ὀδ. Ἐλύτης τὸ ἐκφράζει μὲ τὸν δικό του τρόπο στὸ Β' καὶ ΙΑ' τμῆμα τῶν «Παθῶν» τοῦ Ἄξιον Ἐστί. Ἐκεῖ δηλώνει τὴν ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας του καὶ μάλιστα ὁρίζει τὶς κύριες φάσεις τῆς ἐξέλιξής της. Καθὼς δηλαδὴ ἀναφέρει ὡς πηγὴ τῆς γλώσσας τοῦ τὸν Ὅμηρο, τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, τὸ δημοτικὸ τραγούδι, τὸν Σολωμὸ καὶ προσθέτει ἰσότιμα τὸν Παπαδιαμάντη, μᾶς προσφέρει οὐσιαστικὰ ἕνα ἀναλυτικὸ πρόγραμμα τῶν κειμένων ἐκείνων ποὺ πρέπει νὰ ἀποτελοῦν τὴ βάση τῆς δικῆς μας γλώσσας. Ἢ θὰ λέγαμε τὴ βάση τῆς ἐκπαιδευτικῆς μας γλώσσας, ὅπου ἰσότιμα καὶ ἁρμονικὰ θὰ μποροῦσαν νὰ συνυπάρχουν καὶ νὰ συλλειτουργοῦν τόσο ἡ δημοτικὴ ὅσο καὶ ἡ λόγια παράδοση, γιὰ νὰ μείνουμε στὰ δύο αὐτὰ στρώματα τῆς γλώσσας μας. Τὴ σχέση αὐτὴ παλαιού—νέεου τὴ βλέπει ὁ Ἐλύτης, ὅπως καὶ ὁ λογιότερος Σεφέρης, σὰν ἕνα πνευματικὸ καὶ ψυχικὸ ταξίδι. Σὲ ἕνα πρόσφατο κείμενό του, τὴν Ἰδιωτικὴ Ὁδὸ, ὁ ποιητὴς αἰσθάνεται ὅτι ὁ δημιουργὸς βρίσκεται συνεχῶς «μὲ ἀναμμένες τὶς μηχανὲς καὶ ἀνεβασμένη τὴν ἄγκυρα. Ὅπως, χωρὶς νὰ τὸ ξέρω, ἔκανα κι ἐγὼ ποὺ ἀπὸ λιμάνι σὲ λιμάνι ἔφθασα ὡς ἐδῶ, νηῒ σὺν σμικρῇ μέγαν πόντον περήσας». Ὁ μέγας πόντος τοῦ Ἐλύτη εἶναι, ὅπως λέει, «πέντ’ ἔξι χιλιάδες λέξεις». Τὸ φορτίο τοῦ σκάφους τοῦ εἶναι ὑλικὰ καὶ πνευματικὰ στοιχεῖα παλαιὰ καὶ νεότερα, ἑλληνικὰ καὶ εὐρωπαϊκά, ποὺ ὅλα μαζὶ συνθέτουν τὴν ἀνθρωπογεωγραφία τοῦ τόπου μας καὶ εἰδικότερα τὴ φυσιογνωμία τοῦ ποιητῆ.
Παρόμοιες ἀπόψεις γιὰ τὴ «μία» ἑλληνικὴ γλώσσα ἐκφράζει καὶ ὁ Ν. Ἐγγονόπουλος, ὁ ὁποῖος δηλώνει ὅτι τὶς γνώσεις του γιὰ τὴ γλώσσα τὴν ἑλληνικὴ τὶς βοήθησε ἡ ἀπέραντη ἀγάπη του γιὰ τὴν ἀνάγνωση ἀρχαίων, βυζαντινῶν καὶ μεταβυζαντινῶν κειμένων. «Νόμιμη» γλώσσα γι’ αὐτὸν «εἶναι ἡ γλώσσα ἡ ἑλληνική», ἐνῶ «δὲν ἔχουν κανένα ἀπολύτως νόημα» οἱ «φανατικὲς» γνῶμες γιὰ «μικτή, καθαρεύουσα, δημοτική». Ὁ ποιητὴς θεωρεῖ ὅτι εἶναι «ἔλλειψη σοφίας νὰ προσηλώνεται κανεὶς πεισματάρικα σὲ μία καὶ μόνο, ἀποκλειστικά, μορφὴ» τῆς γλώσσας, «νὰ περιφρονῆ αὐτὸν τὸν ἀμύθητο πλοῦτο, τὸ θησαυρό, ποὺ ἔχει στὴ διάθεσή του. Καὶ νὰ μὴν ἀντλῆ, ἐλεύθερα, μὲ σεβασμὸ καὶ προσοχὴ φυσικά, γιὰ νὰ λαμπρύνη τὸ στίχο του, νὰ ἐνισχύση τὸ νόημά του. Ἀκριβῶς ὅπως μᾶς διδάσκουν τ’ ἀθάνατα γραπτά του Παπαδιαμάντη καὶ τοῦ Καβάφη». Στὸ γνωστὸ ἐπίσης ποίημά του «Ἡ πόλις τοῦ φωτὸς» [9] περιγράφεται μία ὡραία, ἀρχαιόθεν ἑλληνικὴ πόλη ποὺ κοσμεῖται μὲ λαμπρὲς οἰκοδομὲς κλιμακούμενες σὲ ὅλες τὶς διαδοχικὲς ἐποχὲς τῆς ἱστορίας τοῦ ἔθνους. Ἐκεῖ συγκατοικοῦν ἁρμονικὰ καὶ μὲ κατανόηση, μὲ τὰς ἑκατέρωθεν, φυσικά, παραχωρήσεις, οἱ ζωντανοὶ μὲ τοὺς νεκρούς. Τὴν πόλη αὐτὴ «εὐτύχησε» νὰ ἐπισκεφθεῖ ὁ ποιητὴς σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ ἀπέραντα ταξίδια του καί, ὅπως λέει, ἡ ἀγαλλίασή του ὑπῆρξε ἀπερίγραπτη, ὅταν συναντήθηκε ἐκεῖ μὲ διάφορες ἑλληνικὲς καὶ ξένες πνευματικὲς καὶ ἡρωικὲς μορφὲς τοῦ παρελθόντος.
Πιστεύουμε λοιπὸν ὅτι καὶ ὁ μαθητής, ἀλλὰ σὲ τελευταία ἀνάλυση καὶ ὁποιοσδήποτε Νεοέλληνας μπορεῖ καὶ πρέπει νὰ κάνει ἕνα ἀνάλογο ταξίδι στὴ γλώσσα καὶ στὴ λογοτεχνία μᾶς μέσα ἀπὸ τὰ παλαιότερα κείμενα. Τὰ κείμενα αὐτὰ μποροῦν ὄχι μόνο νὰ τοῦ προσφέρουν εὐρύτερη γλωσσικὴ καὶ λογοτεχνικὴ καλλιέργεια ἀλλὰ καὶ νὰ τὸν κάνουν ἱκανὸ νὰ συνειδητοποιήσει ὅτι ἀποτελεῖ ζωντανὸ μέλος μίας μακρόχρονης παράδοσης καὶ πολιτισμοῦ γιὰ τὸν ὁποῖο πρέπει νὰ αἰσθάνεται οἰκεῖος καὶ ἀλληλέγγυος.
1. Δοκιμὲς A («Ἴκαρος», Ἀθήνα 19743), σσ. 177-8. Πρβ. Discours de Stockholm (1964) σ. 40.
2. Δοκ. A., σ. 475.
3. Δοκ. A., σσ. 362-3.
4. Δοκ. A., σ. 66.
5. Δοκ. A., σσ. 70-1.
6. Δοκ. A., σσ. 189-90.
7. Βλ. Ὀδ. Ἐλύτης, Ἰδιωτικὴ Ὁδὸς («Ὕψιλον / βιβλία», Ἀθήνα 1990) 62-4, 68.
8. Βλ. Ν. Ἐγγονόπουλος, Ποιήματα A' («Ἴκαρος», Ἀθήνα 1977) 154-5.
9. Βλ. Ν. Ἐγγονόπουλος, Στὴν Κοιλάδα μὲ τοὺς Ροδῶνες («Ἴκαρος», Ἀθήνα 1978) σσ. 73-4.
[...]
Γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας
Ἡ ὅλη ὀργάνωση τῆς διδασκαλίας τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας, ὅπως προβλέπεται ἀπὸ τὸ νέο Πρόγραμμα Σπουδῶν, εἶναι θεμελιωμένη στὴν ἀντίληψη ὅτι ἡ Ἑλληνικὴ Γλώσσα εἶναι μία καὶ ἑνιαία ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα μέχρι σήμερα, μὲ τὶς φυσιολογικὲς μεταλλάξεις καὶ μεταβολὲς ποὺ προέκυψαν ἀπὸ τὴν μακραίωνη ἱστορικὴ ἐξέλιξη τῆς ὁμιλίας καὶ τῆς γραφῆς της.
Παραθέτουμε χαρακτηριστικὲς σχετικὲς μαρτυρίες Ἑλλήνων καὶ ξένων ἐπιστημόνων καὶ λογοτεχνῶν.
Μολονότι ἡ Ἑλληνικὴ Γλώσσα ἄλλαζε ἀδιάκοπα, καθὼς ἄλλωστε ἀλλάζει ἀναπόδραστα καθετὶ τὸ ζωντανό, διατήρησε ἀνέπαφη τὴν ἱστορική της συνέχεια καὶ ἑνότητα, παρέχοντας ἔτσι ἀδιαμφισβήτητες μαρτυρίες γιὰ τὴν ἱστορικὴ συνέχεια καὶ ἑνότητα τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ.
G. THOMSON, The Greek Language, Cambridge 1960 (§ 117)
Δὲν ἀποτελεῖ ὑπερβολὴ νὰ τονιστεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Ἑλληνικὴ δὲν εἶναι μία σειρὰ ἀπὸ ξεχωριστὲς γλῶσσες ἀλλὰ μία καὶ ἑνιαία γλώσσα. Ἂν κάποιος θέλει νὰ μάθει Ἑλληνικά, δὲν ἔχει ἰδιαίτερη σημασία ἂν θὰ ἀρχίσει ἀπὸ τὸν Ὅμηρο, τὸν Πλάτωνα, τὴν Καινὴ Διαθήκη, τὸ ἔπος τοῦ Διγενῆ Ἀκρίτα ἢ τὸν Καζαντζάκη.
R. BROWNING, Medieval and Modern Greek, Cambridge 1969
(ἀπὸ τὸν Πρόλογο)
(ἀπὸ τὸν Πρόλογο)
Παρ’ ὅλες τὶς ριζικὲς ἀλλαγές της, ἡ φυσικὴ ὁμιλούμενη γλώσσα τῆς Ἑλλάδας σήμερα εὔκολα ἀκόμη ἀναγνωρίζεται ὡς ἴδια μὲ ἐκείνη τοῦ Ὁμήρου. Παραμένει μία ἐξαιρετικὰ ἀρχαϊκὴ γλώσσα, ἔκδηλα ἰνδοευρωπαϊκῆς δομῆς στὴν ὀνοματικὴ καὶ ρηματική της μορφολογία.
L.R. PALMER, The Greek Language, Bristol (ἀνατ. 1995, σ. 198)
Ἡ Ἑλληνικὴ τῶν περασμένων ἱστορικῶν φάσεων —ἀρχαϊκή, ἀρχαία ἢ μεσαιωνικὴ— μὲ ὅλες της τὶς διαφορές, εἶναι σήμερα αἰσθητὴ ὡς Ἑλληνική.
A. MIRAMBEL, Ἡ Νέα Ἑλληνικὴ Γλώσσα,
ἔλλ. ἔκδ. Θεσσαλονίκη 1978, σ. 300
ἔλλ. ἔκδ. Θεσσαλονίκη 1978, σ. 300
Ἡ Ἑλληνικὴ παρουσιάζει μίαν ἀδιάκοπη ἱστορικὴ ἐξέλιξη, καὶ ἡ σημερινὴ Ἑλληνικὴ μὲ τὴ μορφὴ τῆς δημοτικῆς ἢ τῆς καθαρεύουσας συνεχίζει ἀπευθείας τὴν Ἑλληνική του Ὁμήρου καὶ τοῦ Δημοσθένη.
P. GHANTRAINE, Dictionnaire Etymologique de la Langue Grecque,
Paris (ἀνατ. 1990, σ. Χ).
Paris (ἀνατ. 1990, σ. Χ).
Ἡ νέα Ἑλληνικὴ δὲν εἶναι μία γλώσσα ἐντελῶς νέα ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀρχαία Ἑλληνική, εἶναι ἡ σύγχρονη μορφὴ μίας γλώσσας ποὺ δὲν εἶναι νεκρή, τῆς Ἑλληνικῆς.
H. TONNET, Histoire du Grec moderne, Paris 1993, σ. 168
Ἡ γλώσσα ἡ ἑλληνικὴ εἶναι μία. Καὶ εἶναι μᾶλλον ἔλλειψη σοφίας νὰ προσηλώνεται κανεὶς πεισματάρικα σὲ μία καὶ μόνο ἀποκλειστικὰ μορφή της καὶ νὰ περιφρονεῖ αὐτὸν τὸν ἀμύθητο πλοῦτο, τὸ θησαυρό, ποὺ ἔχει στὴ διάθεσή του.
Ν. ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ (Ποιήματα, 1985, σ. 155)
Ἐγὼ δὲν ξέρω νὰ ὑπάρχει παρὰ μία γλώσσα, ἡ ἑνιαία γλώσσα ἡ Ἑλληνική... Τὸ νὰ λέει ὁ Ἕλληνας ποιητὴς ἀκόμη σήμερα «οὐρανὸς» ἢ «θάλασσα» ἢ «ἥλιος» ἢ «σελήνη» ἢ «ἄνεμος», ὅπως τὸ ἔλεγαν ἡ Σαπφὼ καὶ ὁ Ἀρχίλοχος, δὲν εἶναι μικρὸ πράγμα. Εἶναι πολὺ σπουδαῖο. Ἐπικοινωνοῦμε κάθε στιγμὴ μιλώντας μὲ τὶς ρίζες μας. Τὶς ρίζες μας ποὺ βρίσκονται ἐκεῖ: στὰ Ἀρχαῖα.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
(ἀπὸ συνέντευξη τοῦ ποιητῆ στὴν ἐφημ. Τὸ Βῆμα, 24-12-1978)
(ἀπὸ συνέντευξη τοῦ ποιητῆ στὴν ἐφημ. Τὸ Βῆμα, 24-12-1978)
Αὐτὴ εἶναι πράγματι ἡ Ἑλληνικὴ Γλώσσα. Μία καὶ ἑνιαία, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι δὲν ἔπαυσε ποτὲ νὰ μιλιέται καὶ νὰ γράφεται• μία καὶ ἑνιαία, ὅταν προσπαθεῖς νὰ τὴν κατακτήσεις δημιουργικὰ μέσα στὴν πολλαπλότητα τῆς σύνθεσης καὶ τὸν πλοῦτο τῆς δηλωτικότητάς της.
Γ. ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ
(ἀπὸ ἐπιφυλλίδα στὴν ἐφημ. Τὸ Βῆμα, 24-2-1991)
(ἀπὸ ἐπιφυλλίδα στὴν ἐφημ. Τὸ Βῆμα, 24-2-1991)
Αὐτή, λοιπόν, τὴ γλώσσα μας τὴ Νεοελληνική, τὴ Δημοτικὴ δηλαδή, ποὺ λέγεται καὶ Κοινὴ Νεοελληνική, καλούμαστε καὶ ἀπὸ τὴν ἐπιστήμη καὶ ἀπὸ τὶς κοινωνικές μας ἀνάγκες καὶ ἀπὸ τὸν Νόμο νὰ θεραπεύσουμε. Εἶναι ἡ σημερινὴ μορφὴ τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας, ὅπως αὐτὴ ἐξελίχθηκε / διαμορφώθηκε διαχρονικὰ στὸ στόμα καὶ τὴν γραφίδα τῶν Ἑλλήνων. Εἶναι δηλαδὴ ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ γλώσσα στὴ σημερινή της μορφή. Γιατί ἡ σημερινή μας γλώσσα δὲν εἶναι ἐγγονὴ ἢ θυγατέρα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς, παρὰ εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ μεταλλαγμένη (φωνολογικά, μορφολογικά, σημασιολογικὰ καὶ συντακτικὰ) ἀπὸ τὸν χρόνο, τὶς κοινωνικὲς ἀνάγκες καὶ τὴ χρήση.
ΧΡ. ΤΣΟΛΑΚΗΣ, Τὴ γλώσσα μοῦ ἔδωσαν ἑλληνική,
ἔκδ. Νησίδες καὶ 9,58 τῆς ΕΡΤ-3, 1999, σέλ. 36.
ἔκδ. Νησίδες καὶ 9,58 τῆς ΕΡΤ-3, 1999, σέλ. 36.
Ἡ ταυτότητα τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας
Ὅτι ἡ γλώσσα δὲν εἶναι ἁπλὸ ἐργαλεῖο, ὅπως τὴν θέλουν μερικοὶ τεχνοκράτες γλωσσολόγοι, ἐπικοινωνιολόγοι καὶ πληροφορικοί, ἀλλὰ καθοριστικὸ συστατικό της προσωπικότητας τοῦ ἀτόμου καὶ τῆς φυσιογνωμίας ἑνὸς λαοῦ, δήλ. ὑπαρξιακὸ στοιχεῖο, σήμερα φαίνεται νὰ ἀποτελεῖ γενικότερα ἀποδεκτὴ θέση. Ὁ Γάλλος Buffon πολὺ παλιὰ καὶ πολὺ ἐπιγραμματικὰ ταύτισε τὴν ἔννοια τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν ἰδιαιτερότητα τῆς γλωσσικῆς του ἔκφρασης: Τὸ ὕφος εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος («Le style, c’ est l’homme meme). Πολὺ ἀργότερα ἕνας φιλόσοφος τῆς γλώσσας, ὁ πολὺς Wittgenstein, στὸ ἔργο τοῦ «Tractatus logico-philosophicus», διατύπωσε ἀκόμη πιὸ καθαρὰ μίαν ἀρχὴ στὴν ὁποία συχνότατα παραπέμπουν ὅλοι ὅσοι μιλοῦν γιὰ τὴν ὑφὴ καὶ τὴν ἀξία τῆς γλώσσας. Ἡ γλώσσα μου εἶναι ὁ κόσμος μου («The limits of my language mean the limits of my world»). Μέσα στὴ γλώσσα ἑνὸς λαοῦ, μέσα στὴν κάθε λέξη καὶ φράση ἀπεικονίζονται στοιχεῖα ἀπὸ τὴν ἱστορία, τὴ σκέψη, τὴ νοοτροπία, τὴν καλλιέργεια καὶ τὸν πολιτισμό του. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἴδια ἡ διδασκαλία μίας μητρικῆς (ἐθνικῆς) γλώσσας, ὅταν διδάσκεται σωστὰ καὶ στὸ ἀπαιτούμενο βάθος, εἶναι αὐτόχρημα διδασκαλία τοῦ ὕφους καὶ τοῦ ἤθους ἑνὸς λαοῦ, ἱστορικὸς καὶ φρονηματιστικὸς μαζὶ παράγων. Ὁ ἱδρυτὴς τῆς «μοντέρνας», λεγόμενης, γλωσσολογίας, ἕνας γλωσσολόγος ποὺ εἶχε σ' ὅλη τὴ ζωὴ τοῦ θητεύσει στὴν ἱστορικοσυγκριτικὴ γλωσσολογία μὲ ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον γιὰ τὶς κλασικὲς γλῶσσες, ἀναφέρομαι στὸν Ferdinand de Saussure, ἦταν κι ὁ γλωσσολόγος ποὺ ὅρισε τὴ γλώσσα ὡς ταξινομία τοῦ κόσμου. Ποῦ σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴ γλώσσα τοῦ ταξινομεῖ τὸν κόσμο του ἔτσι ὅπως τὸν ἔχει συλλάβει καὶ ἐπεξεργαστεῖ πρῶτα μὲ τὴ νόησή του. Μὲ τὴ γλώσσα ὁ ἄνθρωπος βάζει τάξη στὸ χάος τῆς γύρω του πραγματικότητας. Κάθε λαὸς σύμφωνα μὲ τὴ νοοτροπία, τὶς ἀντιλήψεις, τὸν πολιτισμὸ καὶ τὴ ἱστορία του, τὶς ἀξίες καὶ τὰ «πιστεύω» τοῦ συλλαμβάνει, ὀργανώνει καὶ ἐκφράζει γλωσσικὰ τὸν κόσμο μὲ διαφορετικὸ τρόπο. Μία ἄλλη γλώσσα δὲν εἶναι ἁπλῶς ἄλλες λέξεις γιὰ τὰ ἴδια πράγματα, λέμε οἱ γλωσσολόγοι. Γιατί τότε ἡ μετάφραση λ.χ. ἀπὸ τὴ μία γλώσσα στὴν ἄλλη θὰ ἦταν ἁπλὸ παιχνίδι. Καί, βέβαια, αὐτὸ δὲν συμβαίνει. Κάθε γλώσσσα, ἐπανερχόμαστε στὸν Saussure, εἶναι ἄλλη ταξινόμηση τοῦ κόσμου. Νὰ γιατί κάθε γλώσσα εἶναι πρῶτα καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα ἐθνικὴ ταυτότητα• ἡ ἔκφραση τῆς σύγχρονης ὕπαρξης καὶ τῆς ἱστορικῆς μαζὶ διαδρομῆς κάθε λαοῦ, δήλ. ἡ ταυτότητά του. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ πιὸ οὐσιαστικὴ προσέγγιση ἑνὸς πολιτισμοῦ, ἑνὸς λαοῦ, μίας κοινωνίας περνάει πάντα μέσα ἀπὸ τὴ γλώσσα. Τὰ γλωσσικὰ σύμβολα ἀποκαλύπτουν μὲ τὸν πιὸ εὔγλωττο τρόπο τὴ νοοτροπία, τὴν ἱστορία, τὴ σκέψη καὶ τὴ στάση ἑνὸς λαοῦ ἀπέναντι στὸν κόσμο.
Αὐτὰ ποὺ εἴπαμε γενικὰ γιὰ κάθε ἐθνικὴ γλώσσα ἰσχύουν μ᾿ ἕναν ἔντονο καὶ ἀποδεικτικό, θὰ ἔλεγα, τρόπο προκειμένου γιὰ τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα. Εἰδικότερα ὡς πρὸς αὐτὴ τὴ γλώσσα μία σειρὰ πολιτιστικοϊστορικῶν γνωρισμάτων τῆς προσδίδουν ἕναν ἰδιαίτερο χαρακτήρα. Αὐτὰ εἶναι κυρίως:
(i) Ἡ πρώιμη καὶ ἀπὸ μεγάλα προικισμένα πνεύματα χρησιμοποίηση τῆς Ἑλληνικῆς γιὰ τὴν ἔκφραση προηγμένων μορφῶν σκέψεως, ποὺ τῆς ἐξασφάλισε μία ἐπίσης πρώιμη ὅσο καὶ βαθιὰ καλλιέργεια.
(ii) Ἡ, συνεπεία αὐτῆς τῆς ἰδιότητάς της, ἀνάδειξη τῆς Ἑλληνικῆς σὲ κύρια βάση τῆς ἐννοιολογικῆς ἔκφρασης τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ.
(iii) Ἡ σημερινὴ παρουσία της στὸ λεξιλόγιο ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν γλωσσῶν καὶ μάλιστα σὲ σύνθετες καὶ ἀπαιτητικὲς μορφὲς ἐπικοινωνίας, ὅπως εἶναι ἡ ἐπιστήμη ἢ ὁ πολιτικὸς λόγος.
(iv) Ἡ ἀδιάκοπη προφορικὴ καὶ γραπτὴ παράδοσή της ἐπὶ 4.000 καὶ 3.000 χρόνια ἀντιστοίχως.
(v) Ἡ στενὴ —λόγω ἰδιαζουσῶν ἱστορικῶν καὶ πολιτιστικῶν συνθηκών— σχέση τῆς σύγχρονης Ἑλληνικῆς πρὸς τὶς παλαιότερες φάσεις της, ἀρχαία καὶ βυζαντινή.
(vi) Ὁ ρόλος τῆς ὄχι μόνο στὴν Ἀναγέννηση ἀλλὰ καὶ στὶς μετέπειτα, καὶ σύγχρονες ἀκόμη μορφὲς παιδείας καὶ ἐκπαίδευσης στὴν Εὐρώπη καὶ σὲ δυτικογενεῖς πολιτισμούς.
Δὲν ὑποστηρίζω καθόλου πὼς τάχα ἡ Ἑλληνικὴ εἶναι «ἡ περιούσια γλώσσα τοῦ κόσμου» ποὺ πρέπει νὰ ἔχει ἰδιαίτερη, προνομιακὴ μεταχείριση εἰς βάρος ὅλων τῶν ἄλλων πολιτισμικῶν καὶ ἐθνικῶν γλωσσῶν... Δικαιοῦται, ὡστόσο, κανεὶς νὰ ὑποστηρίζει ὅτι ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα —λόγω ἀκριβῶς τῶν ἰδιόμορφων χαρακτηριστικῶν της ἱστορικῆς της ἐξέλιξης— ἀποτελεῖ ἰδιάζουσα περίπτωση πολιτισμικῆς καὶ εὐρωπαϊκῆς γλώσσας ποὺ ὡς γλώσσα τῶν κλασικῶν κειμένων τῆς ἀρχαίας, ὡς γλώσσα τοῦ Εὐαγγελίου, τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς βυζαντινῆς ὑμνογραφίας, ὡς γλώσσα ἐκφράσεως τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος στὶς πιὸ μεγάλες στιγμὲς καὶ γιὰ τὰ πιὸ μεγάλα καὶ διαχρονικῆς ἐμβέλειας θέματα, τὰ θέματα ποὺ ἀφοροῦν τὸν ἄνθρωπο καὶ τὶς ἀνθρώπινες ἀξίες, εἶναι πάντα παροῦσα καὶ ἐπίκαιρη.
Τὰ σημεῖα ἰδιαιτερότητας τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ποὺ ἔθιξα χρειάζονται μερικὲς πρόσθετες ἐπισημάνσεις.
Καὶ πρῶτα γιὰ τὸ ζήτημα τῆς πρώιμης καλλιέργειας τῆς Ἑλληνικῆς ἀπὸ μεγάλα πνεύματα. Μεγάλος συγγραφέας, μεγάλος διανοητής, μεγάλος φιλόσοφος, μεγάλος ἱστορικός, μεγάλος δημιουργὸς γενικά, προκειμένου γιὰ γραπτὴ παράδοση, σημαίνει μεγάλο, σημαντικὸ κείμενο. Μεγάλο κείμενο, ὡστόσο, σημαίνει ἐξαιρετικὴ σπουδαιότητα ὄχι μόνο στὸ περιεχόμενο τοῦ μηνύματος, ἀλλὰ καὶ στὴ γλωσσικὴ ὀργάνωση καὶ ἔκφρασή του. Ἡ διαλεκτικὴ λ.χ. δὲν εἶναι ἁπλῶς ὑψηλὴ καὶ σύνθετη τεχνικὴ ἀναζητήσεως τῆς φιλοσοφικῆς ἀλήθειας· εἶναι ὑψηλὴ καὶ σύνθετη ὀργάνωση τοῦ λόγου, τῆς γλωσσικῆς ἔκφρασης. Ratio καὶ oratio, μὴν τὸ ξεχνᾶμε, στὴν Ἑλληνικὴ ἐκφράστηκαν ἤδη ἀπὸ τὸν Πλάτωνα μ’ ἕνα, τὸ ἴδιο γλωσσικὸ σύμβολο, τὸν λόγο. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ ἄνοδος καὶ ἡ καλλιέργεια τῆς σκέψης, τῆς ἐπιστήμης, τοῦ θεάτρου, τοῦ πνευματικοῦ πολιτισμοῦ γενικότερα, στοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες ἦταν κατ’ ἀνάγκην μαζὶ καὶ βαθύτατη καλλιέργεια τοῦ λόγου, τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας.
Ἔτσι μποροῦμε νὰ καταλάβουμε καὶ τὴν ὁμολογία τοῦ μεγαλύτερου ἴσως φυσικοῦ, τοῦ W. Heisenberg: «Ἡ θητεία μου στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γλώσσα ὑπῆρξε ἡ σπουδαιότερη πνευματική μου ἄσκηση. Στὴ γλώσσα αὐτὴ ὑπάρχει ἡ πληρέστερη ἀντιστοιχία ἀνάμεσα στὴ λέξη καὶ στὸ ἐννοιολογικό της περιεχόμενο». Τὸ γλωσσικὸ σύμβολο, λοιπόν, δήλ. ἡ λέξη, στὴν Ἑλληνικὴ βρίσκεται σὲ πλήρη ἀντιστοιχία μὲ τὴν ἔννοια ποὺ δηλώνει, τὸ «ἐννοιολογικὸ περιεχόμενο», μᾶς λέει ὁ Heisenberg. Πρόκειται γιὰ ὅ,τι συχνά, μὲ ἄλλη ὁρολογία, χαρακτηρίζεται ὡς ἐτυμολογικὴ διαφάνεια τῶν λέξεων τῆς Ἑλληνικῆς.
Ἔτσι μποροῦμε ἐπίσης εὔκολα νὰ ἑρμηνεύσουμε τὸ β' σημεῖο ποὺ θίξαμε ἀνωτέρω, τὴν ἀνάδειξη τῆς Ἑλληνικῆς σὲ βάση τῆς ἐννοιολογικῆς ἔκφρασης τοῦ δυτικοῦ ἢ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ. Βασικὲς ἔννοιες τῆς ἀνθρώπινης σκέψης, ἰδίως στὸ ἐπίπεδο ἀνταλλαγῆς πληροφοριῶν οὐσίας, ὅ,τι ὀνομάστηκε «καλλιεργημένος κώδικας», πρωτοεκφράστηκαν στὴν Ἑλληνική, γιὰ νὰ συμπληρωθοῦν ἢ καὶ νὰ μεταφραστοῦν ἀργότερα στὴ Λατινικὴ καὶ νὰ συγκερασθοῦν ἐν συνέχεια μὲ στοιχεῖα τῶν νεότερων ἐθνικῶν γλωσσῶν. Λέξεις - ἔννοιες ὅπως ἡ λογικὴ καὶ τὸ σύστημα, ἡ ἀνάλυση καὶ ἡ σύνθεση, ἡ κατηγορία, ἡ μέθοδος, ἡ ταξινομία, ἡ ὑπόθεση καὶ ἡ ἱεραρχία, τὸ πρόβλημα καὶ ἡ κριτική, τὸ θέμα, τὸ πρόγραμμα καὶ ἡ ὀργάνωση, ἡ θεωρία, ἡ ἐμπειρία καὶ ἡ πρακτική, ὁ διάλογος καὶ ἡ διαλεκτική, ἡ ἰδέα καὶ ἡ ἰδεολογία, ἡ πολιτική, ἡ δημοκρατία ἀλλὰ καὶ ἡ τυραννία, τὰ συμπτώματα, ἡ διάγνωση καὶ ἡ θεραπεία, ἡ ἐποχή, ἡ περίοδος, ἡ ποίηση, τὸ δράμα, ἡ τραγωδία, ὁ λυρισμὸς καὶ τὸ θέατρο, τὸ μέτρο καὶ ἡ συμμετρία ἀλλὰ καὶ ἡ ὑπερβολή, τὸ μυστήριο καὶ ἡ μαγεία, ἡ λειτουργία, ὁ ἔρωτας καὶ ἡ ὑποκρισία, ὁ Χριστός, ἡ ὀρθοδοξία, τὸ Εὐαγγέλιο, οἱ ὕμνοι, ἡ λειτουργία, οἱ μάρτυρες καὶ ἡ ἐκκλησία καὶ τόσες ἄλλες λέξεις κλειδιὰ τοῦ πολιτισμοῦ μᾶς συλλαμβάνονται, δηλώνονται καὶ βιώνονται μὲ λέξεις τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας.
Ὡς πρὸς τὴ σχέση σύγχρονης, ἀρχαίας καὶ βυζαντινῆς Ἑλληνικῆς καὶ τὴ μακρὰ ἀδιάκοπη γραπτὴ καὶ προφορικὴ παράδοση τῆς Ἑλληνικῆς 4.000 χρόνια τώρα, ἂς ἀφήσουμε καλύτερα νὰ μιλήσει ὁ Γιῶργος Σεφέρης: «Ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα, ὁ ἄνθρωπος, ἡ θάλασσα... Γιὰ κοιτάξτε πόσο θαυμάσιο πράγμα εἶναι νὰ λογαριάζει κανεὶς πὼς ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ μίλησε ὁ Ὅμηρος ὡς τὰ σήμερα, μιλοῦμε ἀνασαίνουμε καὶ τραγουδοῦμε μὲ τὴν ἴδια γλώσσα. Κι αὐτὸ δὲν σταμάτησε ποτέ, εἴτε σκεφτοῦμε τὴν Κλυταιμνήστρα ποὺ μιλᾶ στὸν Ἀγαμέμνονα, εἴτε τὴν Καινὴ Διαθήκη, εἴτε τοὺς ὕμνους τοῦ Ρωμανοῦ καὶ τὸν Διγενῆ Ἀκρίτα, εἴτε τὸ Κρητικὸ Θέατρο καὶ τὸν Ἐρωτόκριτο, εἴτε τὸ δημοτικὸ τραγούδι». Αὐτὴ εἶναι πράγματι ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα. Μία καὶ ἑνιαία, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι δὲν ἔπαυσε ποτὲ νὰ μιλιέται καὶ νὰ γράφεται• μία καὶ ἑνιαία, ὅταν προσπαθεῖς νὰ τὴν κατακτήσεις δημιουργικὰ μέσα στὴν πολλαπλότητά της.
Αὐτή, ἄλλωστε, ἡ μακραίωνη συνέχεια τῆς Ἑλληνικῆς εἶναι ἡ δύναμη καὶ ἡ ἀδυναμία της. Δύναμη, γιατί μποροῦμε κάθε στιγμὴ νὰ γευόμαστε τὴ μαγεία τῆς λέξεως, τὸ σμίλεμα τῆς σημασίας τῆς μέσα στὸν χρόνο καὶ τὴν πολυδύναμη λειτουργία της στὸν λόγο. Κι ἀπὸ τὴν ἄλλη —ἀντίθετα ἴσως πρὸς τὶς περισσότερες ἄλλες γλώσσες— μία βαθύτερη, ἐνεργητικὴ καὶ δημιουργικὴ γνώση καὶ χρήση τῆς νέας Ἑλληνικῆς σὲ ἀπαιτητικότερες μορφὲς ἐπικοινωνίας προϋποθέτει ἰδιαίτερα στὸ λεξιλόγιο τὴ διαχρονικὴ-ἱστορική, παράλληλα πρὸς τὴ συγχρονική, προσέγγισή της. Προϋποθέτει μίαν ἐξοικείωση μὲ τὶς λέξεις-ρίζες καὶ τὰ δομικὰ / σχηματιστικὰ στοιχεῖα τῆς Ἑλληνικῆς (προρρηματικᾶ, ἐπιθήματα, τέρματα κ.α.), ὥστε νὰ μπορεῖ τὸ σημερινὸ Ἑλληνόπουλο ὄχι ἁπλῶς νὰ ἀποτυπώνει μνημονικά, ἀλλὰ νὰ καταλαβαίνει σὲ βάθος καὶ νὰ ἀξιοποιεῖ δημιουργικὰ τὰ πολυδύναμα συστατικά της γλώσσας του. Κι αὐτὸ εἶναι ἡ πρόσθετη δυσκολία, ἡ ἀδυναμία, ἂν θέλετε, τῆς Ἑλληνικῆς.
Ἡ Ἑνωμένη Εὐρώπη ὅπου θὰ ζήσουμε κι ἐμεῖς δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι, ἀπὸ τὴ φύση της, πολυεθνικὴ (multinational), πολυγλωσσικὴ (multilingual) καὶ πολυπολιτισμικὴ (multicultural). Γι’ αὐτὸ χρειάζεται νὰ βρεθεῖ ὁ συνεκτικὸς δεσμὸς ποὺ θὰ συνδέει βαθύτερα καὶ οὐσιαστικὰ τὶς χῶρες τῆς Κοινότητας μεταξύ τους. Ὁ δεσμὸς αὐτὸς δὲν ἀπορεῖ νὰ εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὶς ἀξίες πάνω στὶς ὁποῖες στηρίχθηκε ὁ δυτικὸς πολιτισμός. Ἀλλὰ οἱ ἀξίες αὐτές, μὲ τὴ σειρά τους, εἶναι σὲ μεγάλο βαθμὸ ἐκφρασμένες σὲ ἑλληνικὰ κείμενα καὶ σὲ ἑλληνικὴ γλώσσα. Εἶναι τὰ κείμενα τὰ κλασικά, αὐτὰ δήλ. ποῦ ξεπέρασαν τὰ ὅρια τοῦ χρόνου καὶ τοῦ χώρου, κείμενα ἑλληνικὰ ὅπου τίθενται, συζητοῦνται καὶ ἀνατέμνονται ὁ ἄνθρωπος καὶ ἡ ἀνθρωπιά, οἱ κοινωνικοὶ καὶ πολιτικοὶ θεσμοί, ἡ ἔννοια τῆς ὑπάρξεως καὶ τῆς μεταβολῆς τῶν ὄντων, ἡ ὕβρις καὶ ἡ κάθαρσις, ὁ δῆμος καὶ ἡ πόλις, ἡ δημοκρατία καὶ ἡ τυραννίδα, ὁ πόλεμος καὶ ἡ εἰρήνη, ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ ἐλευθερία, ἡ ἀξιοπρέπεια καὶ ὁ σεβασμός, ἡ φιλοπατρία, ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος. Ὅλα σὲ λόγο ἑλληνικό, σὲ γλώσσα ποὺ μιλιέται καὶ γράφεται -μὲ μεγαλύτερες ἢ μικρότερες μεταβολές— στὴν Ἑλλάδα καὶ σήμερα. Σὲ γλώσσα ἑλληνικὴ ἀγρότερα καὶ ὁ θεῖος λόγος, σὲ λόγο ἑλληνικὸ οἱ καθοριστικὲς γιὰ τὸν Χριστιανισμὸ ἔννοιες τῶν πατερικῶν κειμένων, στὰ Ἑλληνικὰ καὶ ἡ ὑμνολογία τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησίας, ἑλληνιστὶ καὶ ἡ Θεία Λειτουργία.
Μέσα στὴν ἀναπόφευκτη γλωσσικὴ Βαβὲλ τῆς Ἑνωμένης Εὐρώπης ἡ ἐπαφὴ μὲ τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα (γιὰ μᾶς οἱ διακρίσεις σὲ ἀρχαία, μεσαιωνικὴ καὶ νέα ἑλληνικὴ γλώσσα εἶναι καὶ τεχνητὲς καὶ ἐπιζήμιες), μέσα ἀπὸ τὴν Παιδεία καὶ τὴν Ἐκπαίδευση τῶν μελῶν τῆς Κοινότητας, θὰ ἀποτελεῖ στὴν πράξη ἄμεση ἐπαφὴ μὲ πρῶτες ἔννοιες καὶ θεμελιώδεις πηγὲς τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ, ἐννοιολογικὸ δεσμὸ τῶν πολιτῶν τῆς Εὐρώπης, πλησίασμα σὲ βασικὲς δομὲς τῆς σκέψης, σταθερὸ σημεῖο ἀναφορᾶς στὴν ἀναμενόμενη σύγχυση. Ἡ ἐξοικείωση μὲ τὶς κλασικὲς γλῶσσες καὶ τὶς ἔννοιες καὶ ἀξίες ποὺ πρωτοεκφράστηκαν σ’ αὐτὲς μπορεῖ νὰ γίνει τὸ κοινὸ χαρακτηριστικὸ τῶν σκεπτόμενων πολιτῶν τῆς Ἑνωμένης Εὐρώπης, χαρακτηριστικὸ ποὺ θὰ ἑνώσει διανοητικά, ἠθικὰ καὶ παιδευτικὰ πολίτες ποὺ θὰ τοὺς χωρίζουν πολλὰ ἄλλα: ἡ μητρική τους γλώσσα, ἡ ἐθνική τους ταυτότητα, ἡ πολιτικὸ-κοινωνική τους ἰδεολογία, ἡ νοοτροπία, ἡ ἱστορία τοὺς κ.λπ.
Ὁ ρόλος τοῦ Ἑλληνισμοῦ δὲν τελειώνει μὲ τὴν κλασικὴ ἀρχαιότητα. Ποτίζοντας τὸν δυτικὸ πολιτισμό, ἐπιβιώνει συνεχῶς μὲ διαφορετικὴ μορφὴ καὶ ἔνταση μέσα ἀπὸ τὴ συνείδηση τῶν διάφορων εὐρωπαϊκῶν λαῶν. Αὐτὴ τὴ βίωση μποροῦμε νὰ κάνουμε πιὸ συνειδητὴ στὰ πλαίσια τῆς Ἑνωμένης Εὐρώπης, ἐνεργοποιώντας τὴν περισσότερο μέσω τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας.
Στὶς μέρες μας μέσα στὴ γενικότερη σύγχυση καὶ ἀμφισβήτηση βασικῶν ἐννοιῶν καὶ ἀξιῶν ποὺ ἐπικρατεῖ, ὁρισμένες αὐτονόητες ἄλλοτε ἔννοιες καὶ ἀξίες τοῦ Ἑλληνισμοῦ εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐπαναφέρονται στὸ προσκήνιο καὶ νὰ ἐπανεξετάζονται ἀπὸ νέα σκοπιά, αὐτὴ τῆς εὐρύτερης σημερινῆς πολιτικῆς καὶ κοινωνικῆς συγκυρίας. Οἱ τελευταῖες κοινωνικὲς ἐξελίξεις καὶ οἱ ἀπίστευτοι πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια πολιτικοὶ μετασχηματισμοὶ ποὺ ζοῦμε σήμερα στὴν Εὐρώπη ἀλλὰ καὶ σὲ διεθνὲς ἐπίπεδο, περισσότερο παρὰ ποτέ, ἐπιβάλλουν νὰ ξαναβροῦμε ὁρισμένα σταθερὰ σημεῖα ἀναφορᾶς, διαχρονικῶς δοκιμασμένα, πάνω στὰ ὁποῖα θὰ ἑδραιωθεῖ μία οὐσιαστικὴ καὶ βαθύτερη προσέγγιση ὅλων τῶν χωρῶν τῆς Εὐρώπης, καὶ ἰδιαίτερα τῶν χωρῶν τῆς Εὐρωπαϊκῆς Κοινότητας.
Γ. ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ, καθηγητὴς Γλωσσολογίας στὸ Παν/μιο Ἀθηνῶν, Ἐφημερίδα Τὸ Βῆμα τῆς 17/2/1991
Λέξεις-κλειδιὰ γιὰ τὸ Google: Οι μεγάλοι μας ποιητές και ο Γ. Μπαμπινιώτης για την διαχρονικότητα και μοναδικότητα της Ελληνικής Γλώσσης. Ελύτης, Σεφέρης, Εγγονόπουλος. Ελληνική γλώσσα, συνέχεια, αυτοχθονία, αρχαία ελληνικά, καθαρεύουσα, δημοτική, πολυτονικό, μονοτονικό. Ρεπούση, Γαβριηλίδης, γενίτσαροι, προδότες, ανθέλληνες, Ιστορία Δημοτικού, κρυφό σχολειό.