Ἐγὼ, ὅμως, θυμήθηκα τὴν
«Σαμοθράκη» τοῦ
Ἴωνα Δραγούμη.
Ὁ Δραγούμης, ἀκολουθώντας τὸν
Περικλῆ Γιαννόπουλο, ἐκφράζει στὴν
«Σαμοθράκη» μὲ τὸν πιὸ πηγαῖο τρόπο, τὸν γνήσιο, ἔνσαρκο, φυσικὸ πατριωτισμό. Σὰν νὰ εἶναι ὁ ἴδιος παιδὶ τῆς πανάρχαιας γῆς μας, χῶμα ἀπὸ τὸ χῶμα της, πέτρα ἀπὸ τὴν πέτρα της, ριζωμένος βαθειὰ στὰ σπλάχνα τῆς γῆς καὶ στοὺς αἰῶνες τῆς ἱστορίας της! (Καὶ αὐτὸν τὸν πατριωτισμό, σάρκα ἀπὸ τὴν σάρκα μας καὶ γῆ ἀπὸ τὴν γῆ μας, φαιδρὰ νεοταξικὰ κύμβαλα τοῦ εἴδους Λιάκου, Ρεπούση κ.ἄ. ἔχουν τὴν
φαντασίωσι ὅτι μποροῦν νὰ τὸν ξεριζώσουν, οἱ ἀνόητοι!)
(Ὁ Γιαννόπουλος θὰ γράψει στὸν φίλο του, Δραγούμη (1909): «Φίλε! Τί ἀττικότατο ἄνθος ἡ «Σαμοθράκη»! Πῶς χαίρομαι σὰ Νύφη! Τί εὐγενὴς ἀφέλεια καὶ ἁπλότης! Καὶ λέγουν ὅτι ἐπέθανε ἡ ἀττικότης! Γιατὶ νὰ μὴ μεταφρασθῆ στὴ Berne τοῦ Finot λ.χ.; Τότε θὰ ἐβλέπατε τὶ εἶνε καὶ τὶ ἐντύπωσι θὰ ἔκαμνε μέσα στὰ κουρασμένα καὶ ἐκζητημένα παστά τους γραψίματα.»)
Ἀντιγράφω ἀπὸ τὸ πολὺ καλῶς ἐπιμελημένο
«Ἴων Δραγούμης - Τὸ ἀνθολόγιο τοῦ «Νουμᾶ» (Ἐπίμετρο: ἐννέα ἐπιστολὲς τοῦ Περικλῆ Γιαννόπουλου στὸν Ἴωνα Δραγούμη)· εἰσαγωγὴ-σχόλια: Στέφανος Μπεκατῶρος», τοῦ Στέφανου Μπεκατώρου (ἐκδ. «Ἐναλλακτικὲς Ἐκδόσεις», 2002, ISBN 960-427-074-5) (Στὸ βιβλίο χρησιμοποιεῖται ἡ γνήσια Ἑλληνικὴ γραφή (πολυτονικό).):
«
Γράφει στὴν
«Σαμοθράκη» (1909):
«Ὅταν ἀρχίζω νὰ πελαγώνω μὲς στὶς ἰδέες μου ἢ ὅταν ἀρχίζει νὰ στερεύει τὸ μυαλό μου, πιάνω μιὰ πέτρα, ἕνα δέντρο, τὸ χῶμα, γιὰ νὰ βεβαιωθῶ πὼς δὲν παραστρατίζω ἢ πῶς παραστρατίζω. Γι᾿ αὐτὸ καταπιάνομαι καὶ σ᾿ ἐνέργειες μέσα στοὺς ἀνθρώπους. Ἡ ἐνέργεια εἶναι ἀνάγκη γιὰ νὰ χάνομαι, εἶναι ἀνάγκη καὶ γιὰ νὰ μὴ στερεύει ἡ σκέψη μου. Τὸ μυαλό μου κουνιέται ὅπως πρέπει, ὅταν ἐνεργῶ, καὶ τότε ἡ σκέψη φωτίζει τὴν ἐνέργειά μου καὶ αὐτὴ πάλε κανονίζει τὴ σκέψη μου.»
[Σημ. ἡμετέρα: Παράβαλε καὶ
«Στὴν Πόλη» («Νουμᾶς», 1905): «Πῶς ξέρουν καὶ μπερδεύουν τὴ ζωὴ οἱ ἄνθρωποι! Θὰ ἦταν τόσο ἁπλὴ χωρὶς αὐτούς, καὶ τόσο βαθύτερη, καὶ τόσο πιὸ ἀληθινή! Θὰ ἤμουν σὰν τὸ κῦμα, θὰ ἤμουν σὰν τὸ χορτάρι καὶ σὰν τὸν ἄνεμο καὶ σὰν τὸ βράχο. Δὲν εἶμαι ἄνθρωπος [...]»]
[...] Θὰ παραθέσω ἕνα μεγάλο ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν «Σαμοθράκη»· εἶναι οἱ δυὸ τελευταῖες σελίδες καὶ εἶναι γραμμένες μ᾿ ἕναν τρόπο πολὺ προχωρημένο γιὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη (1909), δὲν ἔχει τελεῖες μήτε παραγράφους μοιάζει μὲ περιπαθὲς παραλήρημα ποὺ τὸ διαβάζει μὲ πολὺ μεγάλη ἀπόλαυση κανεὶς κρατώντας τὴν ἀναπνοή του και σ᾿ αὐτὸ μέσα περνάει ὅλη ἡ φύση τοῦ νησιοῦ ἡ πανίδα καὶ ἡ χλωρίδα του τα τοπία τα βουνά και τα υπόγεια ὕδατά του ἀκόμη καὶ τὰ ὀρυκτά του καὶ ἡ σχέση τῶν ἀνθρώπων μὲ τὴν φύση καὶ τὸ ἱερὸ καὶ ἡ μυθολογία καὶ ἡ ἱστορία του ἀλλὰ καὶ ἡ ἱστορία τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ ὁ χρόνος ἐδῶ εἶναι κινηματογραφικὸς ποιητικὸς μὲ προβολὲς πίσω (flash back) γιὰ νὰ ἀκούγεται βαρὺς καὶ ρυθμικὸς ὁ βηματισμὸς τῆς αἰωνιότητας:
«[...] Τὸ νησὶ μὲ τοὺς γκρεμοὺς καὶ τὰ μεγάλα μυτερὰ βράχια, τὰ βουνὰ τὰ ἀπάτητα, τά ἄγρια κατατόπια, τὶς ἔρημες ἀκρογιαλιές, τὶς σπηλιές, τὶς βαθιὲς ρεματαριές, τὶς κακὲς πλαγιὲς καὶ ράχες, τὰ γίδια καὶ τὰ ἀγριοκάτσικα πηδώντας στὰ κατσάβραχα, τὰ ἀγριεμένα ἄλογα καὶ δέντρα, τοὺς σκλάβους ἀνθρώπους, τὸ ψῆλος τοῦ μεγάλου βουνοῦ, ποὺ θὰ ἦταν ἴσως κάποτε ἡφαίστειο καὶ ἀπὸ τὴν κορφή του ἀνοίγεται ἁπλόχωρη μιὰ θέα, φανταχτερή, γύρω τριγύρω στὴ μεγάλη νησοσπαρμένη θάλασσα καὶ στὴ στεριὰ τὴ μακρινή, καὶ τὸ κάθε ὄνομα τοῦ κάθε τόπου εἶναι γνώριμο καὶ μουρμουρίζει γνωστὰ καὶ μαγεμένα λόγια καὶ τραγουδεῖ γνωστοὺς καὶ μυστηριώδικους παλιοὺς σκοπούς, Αἰγαῖο, Θράκη, Σαμοθράκη, Ροδόπη, Πελασγοί, Ἕλληνες, Ὀρφέας, Κάβειροι, Ποσειδώνας - στὸ νησὶ μὲ τὴν Παλιάπολη, ποὺ βρῆκαν τὴν πάγκαλη, πολύτιμη Νίκη, κουτσουρεμένη ἀπὸ τὰ χρόνια τὰ βάρβαρα, καὶ τὴν ἅρπαξαν ξένοι στὰ ξένα κι εὑρῆκαν τὰ θέμελα πεσμένων ναῶν καὶ τοίχους, τείχη πελασγικά, Ἑλληνικὰ καὶ ρωμαϊκὰ καὶ τοίχους βυζαντινοὺς καὶ πύργους βυζαντινοὺς καὶ γενοβέζικους, - στὸ νησὶ ὅλων τῶν καιρῶν, ἀπὸ τότε ποὺ ἡφαίστειο ξεπρόβαλε ἀπὸ τὸ πέλαγο καὶ ὑψώθηκε μονομιᾶς κατὰ τὸν οὐρανὸ καὶ ἔσβησε καὶ σωριάστηκε καὶ πετρώθηκε, μὴ μπορώντας ψηλότερα νὰ ἀνεβεῖ, κι ἔγινε γῆς πλούσια ἀπὸ μέταλλα, βρύσες ζεστὲς καὶ κρύες, κατάμαυρες σπηλιές, κακοτοπιὲς καὶ βράχια καὶ πλούσια ἀπὸ φυτά, φυτρώνοντας ἄθελα στὸ πλούσιο χῶμα, καὶ γέννησε τ᾿ ἀγριοκάτσικα, τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς Καβείρους, ποὺ παίζανε μυστικὰ μὲ τὶς φωτιὲς καὶ τὶς θαλασσοφουρτοῦνες καὶ ἔπλασαν μιὰ θρησκεία - στὸ νησί, ποὺ ἔρχονταν ἀπ᾿ ὅλες τὶς πολιτεῖες Ἕλληνες νὰ μυηθοῦν στὰ μυστήρια τῶν μεγάλων θεῶν νὰ μάθουν καὶ αὐτοί, οἱ λαχταρισμένοι, οἱ ποθοπλανταγμένοι, νὰ μάθουν ἐκεῖνα ποὺ ποθούσαν νὰ μάθουν, τὴν ἀρχὴ τοῦ κόσμου καὶ τὸ τέλος, οἱ διψασμένοι, οἱ τρελοί οἱ Ἕλληνες, οἱ
πρῶτοι ἄνθρωποι, ἄνθρωποι θεοί, γιατὶ κατέβασαν τοὺς θεοὺς στὴ γῆ καὶ τοὺς ἔκαμαν ὅμοιους μὲ τὸν ἑαυτό τους καὶ ὕστερα κουράστηκαν κι αὐτοὶ καὶ ἦρθαν ἄλλοι νὰ προσκυνήσουν τοὺς προστάτες θεούς, ποὺ τοὺς παραστέκονταν στὰ πολιτικά τους καμώματα, καὶ ὕστερα ἀπόστασαν καὶ οἱ μεγάλοι θεοὶ οἱ ἴδιοι καὶ χύμηξαν τὰ κύματα τοῦ χριστιανισμοῦ καὶ τοὺς σάρωσαν καὶ μπῆκαν στὴ θέση τους ἅγιοι μὲ εἰκόνες καὶ ξεφύτρωσαν χίλιες ἐκκλησίες καὶ παρεκκλήσια στὸ νησὶ καὶ γέμισε ἡ πολιτεία καὶ οἱ ἐρημιὲς ἀπὸ ἐκκλησιές, ξωκλήσια καὶ ρημοκλήσια καὶ ἀπὸ τὶς ἐκκλησιὲς αὐτὲς μοναχὰ ἐννιακόσιες ἐννενήντα ἐννιὰ βρίσκονται καὶ ἡ χιλιοστὴ ἀκόμα νὰ βρεθεῖ μὲ τοὺς ἀρίφνητους κρυμμένους θησαυρούς της, - στὸ νησί, ποὺ εἶδε κι αὐτὸ τοὺς Ρωμαίους νὰ γίνονται Βυζαντινοὶ καὶ τοὺς Φράγκους ἀπὸ τοὺς Βυζαντινοὺς νὰ τὸ ἀρπάζουν καὶ τοὺς διψοαίματους Τούρκους νὰ τὸ παίρνουν ἀπὸ τοὺς Φράγκους, τοὺς Τούρκους, ποὺ ἀκόμα καὶ τώρα τὸ ὁρίζουν, - στὸ νησί, ποὺ μ᾿ ἕναν ψευτοσηκωμὸ κατεπάνω στοὺς τυράννους βοήθησε κι αὐτὸ νὰ γίνει ἡ τωρινὴ Ἑλλάδα, γιατὶ ἂν δὲν εἶχε κουνηθεῖ κι αὐτὸ θὰ ἦταν ἕνας σηκωμὸς καὶ χαλασμὸς λιγότερος γιὰ νὰ συγκινήσει τὴ φιλελληνικὴ Εὐρώπη, - στὸ νησὶ αὐτό, ποὺ εἶδε σφαγὲς καὶ χαλασμοὺς καὶ πειρατὲς καὶ καταχτητὲς καὶ θεοὺς καὶ ἀνθρώπους νὰ περνοδιαβαίνουν καὶ εἶδε καὶ ἔζησε τὴν ἱστορία ὅλη ἑνὸς ἔθνους, - στὸ νησὶ αὐτό, ποὺ στὴν ἄπειρη ἡσυχία του σὰ νὰ ἀκούγεται τώρα ή αἰωνιότητα νὰ περνᾶ, - στὸ τιμημένο αὐτὸ νησὶ μποροῦσα νὰ εἶχα γεννηθεῖ κι ἐγώ, ἀφοῦ τὸ κατοικοῦν ἄνθρωποι τῆς φυλῆς μου.»
»