Θάρρος Ἕλληνες! Αὔγουστο ἢ Σεπτέμβριο μῆνα, κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο τοῦ Μαραθῶνος, μὲ τριάντα κιλὰ χαλκό καὶ ἀτσάλι ὁ καθένας ἐπάνω τους οἱ Ἀθηναῖοι ὁπλίτες τοῦ 490 π.Χ., ἐφόρμησαν κατὰ τῶν Περσῶν διανύοντας τροχάδην 1500 μέτρα καὶ ἔπεσαν σὰν θύελλα ἀπὸ μέταλλο ἐπὰνω στὸν ἐχθρό! Ρεκὸρ αἰῶνος, σήμερα στὴν Ἀθήνα, εἶπαν τὰ δελτία εἰδήσεων: 46 βαθμοὶ Κελσίου! Πᾶμε, μὲ Σικελιανό:
«[...]
Τὸ πνεῦμα, λοιπόν, τοῦ Ἑλληνικοῦ μύθου, σύμφωνα μὲ μένα, εἶναι πνεῦμα μεσημβριάζον, ὅπως ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι· καὶ ἀκολουθεῖ τοὺς νόμους, ὁποὺ στὴν πρωτύτερη ὁμιλία μου ἔδωσα συνθετικά, νομίζοντας ν᾿ ἀρμόζουνε ἐσωτερικότερα μὲ τὴν Ἑλληνικὴ συνείδηση τῆς φύσης καὶ τῆς ζωῆς.
Στὴ συμπαραβολὴ τῶν ἀρχαίων κομματιῶν, ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες ὣς τοὺς Λατίνους ποιητὲς καὶ ἀκόμα ἀργότερα, εἶδα τοῦτο - καὶ τὰ ἀποδειχτικὰ εἶναι τόσο πλούσια, ὥστε νὰ πιστεύω πὼς ἁπλώνονται κάτου ἀπ᾿ τὸ ἴδιο φῶς, καὶ πὼς τὰ παραπόταμα καὶ τὰ ποτάμια χύνουν τὰ νερά τους μὲς στὴν ἴδια θάλασσα.
Καὶ τοῦτο εἶναι πώς, ἐνῶ ἡ Ἑλληνικὴ συνείδηση εἶναι γεμάτη ὁράματα μεσημεριάτικα, ὁ νύχτιος τρόμος λείπει ὁλότελα, καὶ ἂν φανερώνεται, μονάχα φανερώνεται στοὺς Ἕλληνες τῆς παρακμῆς, καὶ ἐκεῖθε στοὺς Ρωμαίους. Ἀχνάρια μεσημεριανῶν ὁραμάτων βρίσκονται καὶ στοὺς Ρωμαίους ἀκόμα, ἀλλὰ περσότερον ὑποβλημένα ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνία μὲ τοὺς Ἕλληνες ποιητὲς - καί, ἂν ἰδοῦμε καὶ βαθύτερα καὶ φυσιολατρικότερα, τοὺς λείπει ἡ αὐθόρμητη πνοή, ἐνῶ ὑποβλητικότερα καὶ πλέον αὐθόρμητα μᾶς δείχνεται τὸ νύχτιον ὅραμα καὶ εἶναι σιμότερα ἡ ψυχὴ στοὺς τρόμους, ποὺ ἔλειπαν ἢ ὑποταζόνταν νικητήρια ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ ψυχή.
Ὅλα λάμπουν, λέει ὁ Λεοπάρδης, τὴν ὥρα τοῦ μεσημεριοῦ. Ὁ ἀργάτης, ποὺ γεύεται καὶ ἀναπεύει. Τὰ βόιδια, ὀρτὰ καὶ σκεπασμένα ἀπὸ ἔντομα, ποὺ μαστιγώνοντας τὰ πλευρὰ μὲ τὴν ὀρὰ τους νὰν τὰ διώξουνε, σκύφτουν ἀπ᾿ ὥρα σὲ ὥρα τὸ κεφάλι, ποὺ λάμπουν στὰ ρουθούνια ἀπάνω χοντρὲς τοῦ ἱδρώτα οἱ στάλες καὶ βόσκουνε, ἀργὰ καὶ ἀράθυμα, τὴ σκόρπια τους μπροστὰ θροφή. Τὸ διψασμένο κοπάδι, ποὺ μὲ τὸ κεφάλι χαμηλά, μαζώνεται καὶ σταλίζει κάτου ἀπὸ τὸν ἴσκιο. Ἡ λαμπυρίδα, ποὺ τρέχει φοβισμένη νὰ ξανατρυπώσει, γλυστρώντας γρήγορα καὶ σὲ διαστήματα δίπλα ἀπό ᾿να φράχτη. Τὸ τζιτζίκι, ποὺ γεμίζει τὸν ἀγέρα, μὲ τὸ σύνεχο, μονόρυθμό του τρίξιμο. Τὸ κουνούπι, ποὺ περνάει βουίζοντας σιμὰ στὸ αὐτί. Ἡ μέλισσα, ποὺ ἀβέβαιη πετάει καὶ σταματάει σ᾿ ἕναν ἀνθὸ καὶ φεύγει καὶ ξανάρχεται στὸν τόπον ὅθεν ἔφυγε. Ὅλα εἶναι ὡραῖα, ὅλα ἁβρὰ καὶ αἰσθαντικά.»
[Συνεχίζεται. Ἂν κρατήσει ὁ καύσων, δηλαδή, θὰ γράψω καὶ τὴν συνέχεια!]
(Ἄγγελος Σικελιανός, «Πὰν ὁ Μέγας». Ἡ δεύτερη ὁμιλία τοῦ Σικελιανοῦ ὑπὸ τὸν τίτλο «Πὰν ὁ Μέγας», ἐκφωνήθηκε ἀπὸ τὸν ποιητὴ στὶς 19 Φεβρουαρίου 1909. Ἀναδημοσίευσις ἀπὸ Ἀγγέλου Σικελιανοῦ, «Κήρυγμα Ἡρωισμοῦ», ἐκδ. Ἴκαρος, 2004)
«[...]
Τὸ πνεῦμα, λοιπόν, τοῦ Ἑλληνικοῦ μύθου, σύμφωνα μὲ μένα, εἶναι πνεῦμα μεσημβριάζον, ὅπως ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι· καὶ ἀκολουθεῖ τοὺς νόμους, ὁποὺ στὴν πρωτύτερη ὁμιλία μου ἔδωσα συνθετικά, νομίζοντας ν᾿ ἀρμόζουνε ἐσωτερικότερα μὲ τὴν Ἑλληνικὴ συνείδηση τῆς φύσης καὶ τῆς ζωῆς.
Στὴ συμπαραβολὴ τῶν ἀρχαίων κομματιῶν, ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες ὣς τοὺς Λατίνους ποιητὲς καὶ ἀκόμα ἀργότερα, εἶδα τοῦτο - καὶ τὰ ἀποδειχτικὰ εἶναι τόσο πλούσια, ὥστε νὰ πιστεύω πὼς ἁπλώνονται κάτου ἀπ᾿ τὸ ἴδιο φῶς, καὶ πὼς τὰ παραπόταμα καὶ τὰ ποτάμια χύνουν τὰ νερά τους μὲς στὴν ἴδια θάλασσα.
Καὶ τοῦτο εἶναι πώς, ἐνῶ ἡ Ἑλληνικὴ συνείδηση εἶναι γεμάτη ὁράματα μεσημεριάτικα, ὁ νύχτιος τρόμος λείπει ὁλότελα, καὶ ἂν φανερώνεται, μονάχα φανερώνεται στοὺς Ἕλληνες τῆς παρακμῆς, καὶ ἐκεῖθε στοὺς Ρωμαίους. Ἀχνάρια μεσημεριανῶν ὁραμάτων βρίσκονται καὶ στοὺς Ρωμαίους ἀκόμα, ἀλλὰ περσότερον ὑποβλημένα ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνία μὲ τοὺς Ἕλληνες ποιητὲς - καί, ἂν ἰδοῦμε καὶ βαθύτερα καὶ φυσιολατρικότερα, τοὺς λείπει ἡ αὐθόρμητη πνοή, ἐνῶ ὑποβλητικότερα καὶ πλέον αὐθόρμητα μᾶς δείχνεται τὸ νύχτιον ὅραμα καὶ εἶναι σιμότερα ἡ ψυχὴ στοὺς τρόμους, ποὺ ἔλειπαν ἢ ὑποταζόνταν νικητήρια ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ ψυχή.
Ὅλα λάμπουν, λέει ὁ Λεοπάρδης, τὴν ὥρα τοῦ μεσημεριοῦ. Ὁ ἀργάτης, ποὺ γεύεται καὶ ἀναπεύει. Τὰ βόιδια, ὀρτὰ καὶ σκεπασμένα ἀπὸ ἔντομα, ποὺ μαστιγώνοντας τὰ πλευρὰ μὲ τὴν ὀρὰ τους νὰν τὰ διώξουνε, σκύφτουν ἀπ᾿ ὥρα σὲ ὥρα τὸ κεφάλι, ποὺ λάμπουν στὰ ρουθούνια ἀπάνω χοντρὲς τοῦ ἱδρώτα οἱ στάλες καὶ βόσκουνε, ἀργὰ καὶ ἀράθυμα, τὴ σκόρπια τους μπροστὰ θροφή. Τὸ διψασμένο κοπάδι, ποὺ μὲ τὸ κεφάλι χαμηλά, μαζώνεται καὶ σταλίζει κάτου ἀπὸ τὸν ἴσκιο. Ἡ λαμπυρίδα, ποὺ τρέχει φοβισμένη νὰ ξανατρυπώσει, γλυστρώντας γρήγορα καὶ σὲ διαστήματα δίπλα ἀπό ᾿να φράχτη. Τὸ τζιτζίκι, ποὺ γεμίζει τὸν ἀγέρα, μὲ τὸ σύνεχο, μονόρυθμό του τρίξιμο. Τὸ κουνούπι, ποὺ περνάει βουίζοντας σιμὰ στὸ αὐτί. Ἡ μέλισσα, ποὺ ἀβέβαιη πετάει καὶ σταματάει σ᾿ ἕναν ἀνθὸ καὶ φεύγει καὶ ξανάρχεται στὸν τόπον ὅθεν ἔφυγε. Ὅλα εἶναι ὡραῖα, ὅλα ἁβρὰ καὶ αἰσθαντικά.»
[Συνεχίζεται. Ἂν κρατήσει ὁ καύσων, δηλαδή, θὰ γράψω καὶ τὴν συνέχεια!]
(Ἄγγελος Σικελιανός, «Πὰν ὁ Μέγας». Ἡ δεύτερη ὁμιλία τοῦ Σικελιανοῦ ὑπὸ τὸν τίτλο «Πὰν ὁ Μέγας», ἐκφωνήθηκε ἀπὸ τὸν ποιητὴ στὶς 19 Φεβρουαρίου 1909. Ἀναδημοσίευσις ἀπὸ Ἀγγέλου Σικελιανοῦ, «Κήρυγμα Ἡρωισμοῦ», ἐκδ. Ἴκαρος, 2004)