Ὅταν πήγαινα Δημοτικό ποῦ νά ξερα – μία ἡμέρα οἱ τόνοι, οἱ δασεῖες καί οἱ περισπωμένες θά γίνουν τέχνη – σάν τήν καλλιγραφία !
Ἡ καλλιγραφία εἶναι τέχνη, ἀνθοῦσε κάποτε καί στά μέρη μας, - τόν τρόπο της τόν βλέπετε στίς γραφές τῶν ὀνομάτων στίς ἁγιογραφίες καί ἔτσι κατά κάποιο τρόπο οἱ σύγχρονοι ἁγιογράφοι εἶναι καί καλλιγράφοι - ἐξακολουθεῖ νά ἀνθῆ στούς Ἄραβες καί τούς Κινέζους - στά δύσκολα, μή δυτικά ἀλφάβητα .
Στήν δύσι τήν σκότωσε ὁ Γουτεμβέργιος .
Καί ἔτσι πέθανε καί χάθηκε ἕνας πολύ σημαντικός τρόπος τῆς γραπτῆς γλώσσας – γιατί οἱ καλλιγράφοι τῶν βυζαντινῶν καί λατινικῶν χειρογράφων, οἱ Κινέζοι πού γράφουν μέ τό πινέλο, δέν εἶναι ἁπλοί διακοσμητές γραμμάτων - φωνηέντων καί συμφώνων . Εἴχανε μία ἄς ποῦμε εἰκονική ἤ εἰκονογραφική θεώρησι τῶν γραμμάτων – ζωγραφίζανε περισσότερο παρά γράφανε – καί ἡ καλλιγραφία εἶναι πράγματι ζωγραφική – μετατρέποντας τά γράμματα σέ τοπία, σέ εἰκόνες. Λοιπόν, σήμερα πού κάθονται μέ τούς τόμους καί συζητᾶνε γιά τήν γραφόσφαιρα καί τήν εἰκονόσφαιρα, τήν γραπτή γλώσσα καί τήν εἰκόνα - ἔχουνε ἀφήσει ἐντελῶς ἐκτός συζητήσεως τήν καλλιγραφική ἀντίληψι της γλώσσας ἡ ὁποία ἦταν κάποτε – πρίν ἀπό τήν ἐμφάνιση τοῦ ἐντύπου – κυρίαρχη .
Νά βλέπης τίς λέξεις σάν μία κινηματογραφική ταινία – σάν εἰκόνες σέ κίνησι – μέ τίς συνηχήσεις τῶν συμφώνων καί τῶν φωνηέντων - αὐτά συνθέτουν τήν κίνησι – καί τά νοήματα ἐπιβάτες τῆς κίνησις - ἔτσι ἀντιλαμβάνονταν τόν γραπτό λόγο οἱ παλαιοί – μέ αὐτήν τήν ἀντίληψι ἔγραφαν – καί ἄντε νά τούς πιάσης λοιπόν μέ τόν σύγχρονο τρόπο πού γράφεις – τοποθετώντας στήν σειρά νεκρά, ψόφια κοτόπουλα, ξερούς σβώλους λάσπης, γράμματα πεθαμένα.
Σκεφθεῖτε ὅτι ἀκόμα καί οἱ γραμματικοί κανόνες δέν εἶναι παρά κανόνες εἰκονογραφικοί – κανόνες κίνησις σέ τοπίο – δέν προέρχονται μέσα ἀπό τήν ἴδια τήν γλώσσα – ἀλλά ἀπό τήν εἰκόνα – ἀπό τόν πίνακα, τό τοπίο - ἀκριβῶς ὅπως στήν ἁγιογραφία – καί τούς Κινέζους .
Σήμερα κάνουν πώς τά ξέρουν ὅλα – καί δέν ξέρουν τίποτα.
Ἀνδρέας Φαρμάκις
26-27 Μαΐου 2006
Γράψε, παιδί μου, (ωραία) γράμματα!
«Ξέρεις, δυσκολεύομαι να γράψω καλά....», είπε απολογητικά. Τον κοίταξα και δεν πίστευα στα μάτια μου. Ηταν απόφοιτος Πανεπιστημίου, αλλά το σημείωμα που μου ενεχείρισε ήταν... μπακαλόχαρτο! «Πάει», αναλογίστηκα, καθώς προσπαθούσα να αποκρυπτογραφήσω τα ορνιθοσκαλίσματα, «πάει, ο παλιός, καλός, χάρτινος κόσμος»! Το τέλος του χάρτινου πολιτισμού, όσο βαρύγδουπο κι αν ακούγεται, συμπυκνώνεται σε ένα memo «να μην ξεχάσω» στερεωμένο κάτω από ένα μαγνητάκι στο ψυγείο. Μετρήστε, ποιοι από τους δικούς σας ανθρώπους κάνουν ακόμη ωραία γράμματα. Ή, ακόμη χειρότερα, πόσοι ενδιαφέρονται να γράψουν καλά. «Τώρα με το κομπιούτερ, ξέμαθα...». Μάλιστα.
Φοβάμαι να πω ότι πρόλαβα μάθημα καλλιγραφίας με πένα στο δημοτικό. Εποχή δεινοσαύρων. Εξωγήινων. Ενας άνθρωπος του περασμένου αιώνα. Υπήρχε αντίλογος για το πώς θα γράψεις το λάμδα ή το πι. Υπήρχαν μόδες. Το π σαν ωμέγα με καπελάκι ήταν αρκετά διαδεδομένο κάποτε, όπως και το λάμδα σαν «φ» λατινικό. Το άλφα το ελληνικό (σαν ψαράκι) συναγωνιζόταν το άλφα το λατινικό. Και το χι άλλοτε κρεμόταν κάτω από τη γραμμή του τετραδίου κι άλλοτε μαζευόταν στα κυβικά του.
Θα μου πείτε, και δικαίως, τότε ήταν έτσι, τώρα είναι αλλιώς. Τι προτιμάς; Το τώρα, δεν το συζητώ. Απλώς μια διαπίστωση κάνουμε. Γιατί, θα πρέπει η πληκτρολόγηση να εκτοπίσει τόσο άκομψα, τόσο βάναυσα, τόσο -φευ- τελεσίδικα την καλλιέργεια του γραφικού χαρακτήρα; Από ένα παλιό βιβλίο, όχι και τόσο παλιό βέβαια, του 1952 ήταν, ξεθαμμένο από ένα ράφι, κατρακύλησε στο πάτωμα μια επιστολή. Διπλωμένη στα τέσσερα, άνοιξε με ένα ψίθυρο, και αποκάλυψε ολόκληρο κατεβατό γραμμένο με καφέ μελάνι. «Αγαπητέ...», κ.λπ. «Εν Πάτραις τη...», κ.λπ. Τι ωραία γράμματα, χωρίς πολλές περικοκλάδες, όπως ήταν της μόδας ακόμη πιο παλιά, αυτή η επιστολή του 1952 είχε μέτρο, είχε στυλ, είχε σεβασμό στον παραλήπτη. Τι ωραία ιδέα για μια συλλογή γραφικών χαρακτήρων!
Μαζί με το είδος των γραφικών χαρακτήρων πήγαιναν ανάλογα και τα εργαλεία γραφής: βιολετί μολύβι, πράσινο μελάνι, στυλό διαρκείας, μαρκαδοράκι. Ενας άλλος τρόπος για να μετρήσεις το πέρασμα των δεκαετιών.
Τα πιο ωραία δείγματα χειροτεχνικής γραφής τα έχουμε πια όχι στα τετράδια ή στις καρτ ποστάλ αλλά στους τοίχους των σπιτιών και στα ντουβάρια της πόλης. Αυτό που μισούν οι περισσότεροι (ιδίως όταν έχουν φρεσκοβάψει την πρόσοψή τους) ξετυλίγεται σαν μια ανθολογία γραφικών χαρακτήρων. Υπάρχουν είδη και σχολές, και εκεί. Υπάρχουν γκράφιτι γραμμένα με θυμό και βιαστικά. Αλλα, πάλι, είναι γραμμένα σαν να μην τρέχει τίποτα και ο γραφιάς με το πάσο του κάνει όχι πάντα καλύτερα γράμματα από τον λαχανιασμένο και ανυπόμονο που κρατάει τρέχοντας σχεδόν το σπρέι στο χέρι. Καλύπτονται γρήγορα από στρώματα μπογιάς, μήπως να τα φωτογράφιζε κάποιος;
Αλλά και πάλι, άλλο ο τοίχος άλλο το χαρτί. Επίσης, άλλο και ο μαυροπίνακας. Ορισμένα εστιατόρια διασώζουν με μεγάλη μαεστρία την καλλιτεχνική γραφή της κιμωλίας όταν διαφημίζουν στην είσοδο το μενού της ημέρας. Και ορισμένα είδη παλιάς γραφής εξακολουθούν να γίνονται επιγραφές, όπως παλιά το Rex της Πανεπιστημίου όπως και σήμερα η επωνυμία ενός συνοικιακού ζαχαροπλαστείου. Ολα είναι θέμα οπτικής, αλλά πολλά ακόμη είναι -κυρίως- θέμα γραφής.
Νίκος Βατόπουλος
«Ἡ Καθημερινή», 12 Δεκ. 2007
Ἡ καλλιγραφία εἶναι τέχνη, ἀνθοῦσε κάποτε καί στά μέρη μας, - τόν τρόπο της τόν βλέπετε στίς γραφές τῶν ὀνομάτων στίς ἁγιογραφίες καί ἔτσι κατά κάποιο τρόπο οἱ σύγχρονοι ἁγιογράφοι εἶναι καί καλλιγράφοι - ἐξακολουθεῖ νά ἀνθῆ στούς Ἄραβες καί τούς Κινέζους - στά δύσκολα, μή δυτικά ἀλφάβητα .
Στήν δύσι τήν σκότωσε ὁ Γουτεμβέργιος .
Καί ἔτσι πέθανε καί χάθηκε ἕνας πολύ σημαντικός τρόπος τῆς γραπτῆς γλώσσας – γιατί οἱ καλλιγράφοι τῶν βυζαντινῶν καί λατινικῶν χειρογράφων, οἱ Κινέζοι πού γράφουν μέ τό πινέλο, δέν εἶναι ἁπλοί διακοσμητές γραμμάτων - φωνηέντων καί συμφώνων . Εἴχανε μία ἄς ποῦμε εἰκονική ἤ εἰκονογραφική θεώρησι τῶν γραμμάτων – ζωγραφίζανε περισσότερο παρά γράφανε – καί ἡ καλλιγραφία εἶναι πράγματι ζωγραφική – μετατρέποντας τά γράμματα σέ τοπία, σέ εἰκόνες. Λοιπόν, σήμερα πού κάθονται μέ τούς τόμους καί συζητᾶνε γιά τήν γραφόσφαιρα καί τήν εἰκονόσφαιρα, τήν γραπτή γλώσσα καί τήν εἰκόνα - ἔχουνε ἀφήσει ἐντελῶς ἐκτός συζητήσεως τήν καλλιγραφική ἀντίληψι της γλώσσας ἡ ὁποία ἦταν κάποτε – πρίν ἀπό τήν ἐμφάνιση τοῦ ἐντύπου – κυρίαρχη .
Νά βλέπης τίς λέξεις σάν μία κινηματογραφική ταινία – σάν εἰκόνες σέ κίνησι – μέ τίς συνηχήσεις τῶν συμφώνων καί τῶν φωνηέντων - αὐτά συνθέτουν τήν κίνησι – καί τά νοήματα ἐπιβάτες τῆς κίνησις - ἔτσι ἀντιλαμβάνονταν τόν γραπτό λόγο οἱ παλαιοί – μέ αὐτήν τήν ἀντίληψι ἔγραφαν – καί ἄντε νά τούς πιάσης λοιπόν μέ τόν σύγχρονο τρόπο πού γράφεις – τοποθετώντας στήν σειρά νεκρά, ψόφια κοτόπουλα, ξερούς σβώλους λάσπης, γράμματα πεθαμένα.
Σκεφθεῖτε ὅτι ἀκόμα καί οἱ γραμματικοί κανόνες δέν εἶναι παρά κανόνες εἰκονογραφικοί – κανόνες κίνησις σέ τοπίο – δέν προέρχονται μέσα ἀπό τήν ἴδια τήν γλώσσα – ἀλλά ἀπό τήν εἰκόνα – ἀπό τόν πίνακα, τό τοπίο - ἀκριβῶς ὅπως στήν ἁγιογραφία – καί τούς Κινέζους .
Σήμερα κάνουν πώς τά ξέρουν ὅλα – καί δέν ξέρουν τίποτα.
Ἀνδρέας Φαρμάκις
26-27 Μαΐου 2006
Γράψε, παιδί μου, (ωραία) γράμματα!
«Ξέρεις, δυσκολεύομαι να γράψω καλά....», είπε απολογητικά. Τον κοίταξα και δεν πίστευα στα μάτια μου. Ηταν απόφοιτος Πανεπιστημίου, αλλά το σημείωμα που μου ενεχείρισε ήταν... μπακαλόχαρτο! «Πάει», αναλογίστηκα, καθώς προσπαθούσα να αποκρυπτογραφήσω τα ορνιθοσκαλίσματα, «πάει, ο παλιός, καλός, χάρτινος κόσμος»! Το τέλος του χάρτινου πολιτισμού, όσο βαρύγδουπο κι αν ακούγεται, συμπυκνώνεται σε ένα memo «να μην ξεχάσω» στερεωμένο κάτω από ένα μαγνητάκι στο ψυγείο. Μετρήστε, ποιοι από τους δικούς σας ανθρώπους κάνουν ακόμη ωραία γράμματα. Ή, ακόμη χειρότερα, πόσοι ενδιαφέρονται να γράψουν καλά. «Τώρα με το κομπιούτερ, ξέμαθα...». Μάλιστα.
Φοβάμαι να πω ότι πρόλαβα μάθημα καλλιγραφίας με πένα στο δημοτικό. Εποχή δεινοσαύρων. Εξωγήινων. Ενας άνθρωπος του περασμένου αιώνα. Υπήρχε αντίλογος για το πώς θα γράψεις το λάμδα ή το πι. Υπήρχαν μόδες. Το π σαν ωμέγα με καπελάκι ήταν αρκετά διαδεδομένο κάποτε, όπως και το λάμδα σαν «φ» λατινικό. Το άλφα το ελληνικό (σαν ψαράκι) συναγωνιζόταν το άλφα το λατινικό. Και το χι άλλοτε κρεμόταν κάτω από τη γραμμή του τετραδίου κι άλλοτε μαζευόταν στα κυβικά του.
Θα μου πείτε, και δικαίως, τότε ήταν έτσι, τώρα είναι αλλιώς. Τι προτιμάς; Το τώρα, δεν το συζητώ. Απλώς μια διαπίστωση κάνουμε. Γιατί, θα πρέπει η πληκτρολόγηση να εκτοπίσει τόσο άκομψα, τόσο βάναυσα, τόσο -φευ- τελεσίδικα την καλλιέργεια του γραφικού χαρακτήρα; Από ένα παλιό βιβλίο, όχι και τόσο παλιό βέβαια, του 1952 ήταν, ξεθαμμένο από ένα ράφι, κατρακύλησε στο πάτωμα μια επιστολή. Διπλωμένη στα τέσσερα, άνοιξε με ένα ψίθυρο, και αποκάλυψε ολόκληρο κατεβατό γραμμένο με καφέ μελάνι. «Αγαπητέ...», κ.λπ. «Εν Πάτραις τη...», κ.λπ. Τι ωραία γράμματα, χωρίς πολλές περικοκλάδες, όπως ήταν της μόδας ακόμη πιο παλιά, αυτή η επιστολή του 1952 είχε μέτρο, είχε στυλ, είχε σεβασμό στον παραλήπτη. Τι ωραία ιδέα για μια συλλογή γραφικών χαρακτήρων!
Μαζί με το είδος των γραφικών χαρακτήρων πήγαιναν ανάλογα και τα εργαλεία γραφής: βιολετί μολύβι, πράσινο μελάνι, στυλό διαρκείας, μαρκαδοράκι. Ενας άλλος τρόπος για να μετρήσεις το πέρασμα των δεκαετιών.
Τα πιο ωραία δείγματα χειροτεχνικής γραφής τα έχουμε πια όχι στα τετράδια ή στις καρτ ποστάλ αλλά στους τοίχους των σπιτιών και στα ντουβάρια της πόλης. Αυτό που μισούν οι περισσότεροι (ιδίως όταν έχουν φρεσκοβάψει την πρόσοψή τους) ξετυλίγεται σαν μια ανθολογία γραφικών χαρακτήρων. Υπάρχουν είδη και σχολές, και εκεί. Υπάρχουν γκράφιτι γραμμένα με θυμό και βιαστικά. Αλλα, πάλι, είναι γραμμένα σαν να μην τρέχει τίποτα και ο γραφιάς με το πάσο του κάνει όχι πάντα καλύτερα γράμματα από τον λαχανιασμένο και ανυπόμονο που κρατάει τρέχοντας σχεδόν το σπρέι στο χέρι. Καλύπτονται γρήγορα από στρώματα μπογιάς, μήπως να τα φωτογράφιζε κάποιος;
Αλλά και πάλι, άλλο ο τοίχος άλλο το χαρτί. Επίσης, άλλο και ο μαυροπίνακας. Ορισμένα εστιατόρια διασώζουν με μεγάλη μαεστρία την καλλιτεχνική γραφή της κιμωλίας όταν διαφημίζουν στην είσοδο το μενού της ημέρας. Και ορισμένα είδη παλιάς γραφής εξακολουθούν να γίνονται επιγραφές, όπως παλιά το Rex της Πανεπιστημίου όπως και σήμερα η επωνυμία ενός συνοικιακού ζαχαροπλαστείου. Ολα είναι θέμα οπτικής, αλλά πολλά ακόμη είναι -κυρίως- θέμα γραφής.
Νίκος Βατόπουλος
«Ἡ Καθημερινή», 12 Δεκ. 2007
2 σχόλια:
Εἶπα νὰ μιμηθῶ τὸ στὺλ τοῦ Γνωμοδότου! ;-)
Ναί, ἔτσι ἔμαθα κι' ἐγώ νά γράφω. Πρίν τήν ὀρθογραφία, καλλιγραφία. Σάν νά βλέπω τήν πλάκα καί τό κονδύλι μου! Δέν εἶναι τυχαῖο πού τά γοῦστα σήμερα ἐπαρκοῦν γιά χοντροκοπιά καί πάλι χοντροκοπιά - πού "πουλάει", λέει.
Δημοσίευση σχολίου