Συνεχίζουμε, περὶ τοῦ δαιμονίου τῆς φυλῆς. Τὸ ὅτι ἡ εἰρήνη εἶναι ἀγαθὸν ἀνεκτίμητον, εἶναι προφανές. Τὸ ὅτι ἡ πολεμικὴ ἀρετή εἶναι ἀρετή, ὅταν άγωνιζόμεθα γι᾿ αὐτὰ γιὰ τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ ἀγωνιζόμεθα, μικρὰ ἢ μεγάλα, εἶναι ἐπίσης προφανές. (Θυμηθεῖτε νὰ τὸ πεῖτε στὴν Ντόρα). Ἀλλὰ οἱ ἐμφύλιες διαμάχες ποὺ κατέφαγαν τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα; Πῶς γίνεται ὁ Ἑλληνικὸς Πολιτισμὸς νὰ ἔχῃ μιὰ τόσο σκοτεινὴ πλευρά;
Στὴν προηγούμενη δημοσίευσι εἴδαμε τὴν διχόνοια ὡς... ἀγαθόν (μᾶλλον παρενέργεια ἀγαθοῦ)! Σήμερα θὰ δοῦμε ὡς... ἀγαθὸν τὸν πόλεμο (καλά, αὐτὸ τὸ ἔχουν πεῖ πολλοί [Σημ. 1]), καὶ δὴ τὸν ἐμφύλιο πόλεμο (αὐτὸ εἶναι τὸ ἀνήκουστον)! Ὅμως ὑπάρχει λογική, καὶ τὴν λογικὴ τοῦ πράγματος (προσοχή: καθόλου πολεμοχαρή) ἐντόπισε καὶ ἀνέλυσε εὐστόχως ὁ Ν.Α. Καλογερόπουλος στὸ ἀναδημοσιευθὲν ἄρθρον τοῦ προηγούμενου σημειώματος. Ὁ Χρῆστος Καροῦζος, ὅπως θὰ δοῦμε τώρα, ἐξετάζοντας ὁρισμένα χαρακτηριστικὰ τῶν ἀρχαιοελληνικῶν (ἀρχαϊκῶν καὶ κλασσικῶν) ἐμφυλίων διαμαχῶν, διαβλέπει αὐτὴ τούτη τὴν ἰδιοπροσωπεία τοῦ Ἑλληνισμοῦ: τὴν ἀνάδειξι τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου (καὶ τοῦ συνεπακόλουθου ἀνταγωνισμοῦ: «αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων» (Ἰλιάς, Ζ 208))· ἀκόμη καὶ στὶς ἐμφύλιες διαμάχες μάλιστα, διακρίνει χαρακτηριστικὰ εὐγενοῦς ἄμιλλας [Σημ. 2]. (Ἐλπίζω νὰ μὴν ἐρμηνευθοῦν ὅλα αὐτὰ ὡς ὑποστήριξις τοῦ... νεοφιλελευθέρου ἀνταγωνισμοῦ! ἀλλὰ καὶ ἐδῶ ἰσχύει ἡ μεσότης τοῦ Ἀριστοτέλους· ἡ ἅμιλλα, ναί, εἶναι ἁρετή.)
Ἀλλά, πρὶν μιλήσουμε γιὰ τὸν Πόλεμο, ἂς μιλήσουμε γιὰ τὴν Εἰρήνη (σὺν τοῖς ἄλλοις, γιὰ νὰ τονίσουμε καλύτερα τὴν ἐκ πρώτης ὅψεως παραδοξολογία).
Καὶ οἱ Ἕλληνες, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἦσαν πολεμισταί (πολεμικὴ ἀρετὴ), μπόρεσαν νὰ ἐκτιμήσουν τὸ μέγα ἀγαθὸν τῆς Εἰρήνης. Ὁ λόγος στὴν μεγάλη ἑλληνολάτριδα Γαλλίδα ἀκαδημαϊκό Ζακλὶν ντὲ Ρομιγύ. (Τὸ κείμενό της εὐρῆκα στὸν ἐξαιρετικὸ δικτυακὸ τόπο «Ἑκηβόλος», ὁ ὁποῖος χρόνια τώρα προσφέρει κείμενα πραγματικῆς ἀρχαιογνωσίας - καὶ ἐννοοῦμε ἀρχαιογνωσία, ὄχι νεοπαγανιστικὲς καὶ οὐφολογικές ἐξαλλοσύνες. Ἐπισκεφθεῖτε καὶ τὸ ἱστολόγιο τοῦ Ἑκηβόλου.)
Jacqueline de Romilly, «Γιατί η Ελλάδα;»
«Οι Έλληνες δεν έπαψαν να ορθώνονται εναντίον της βίας. Εμίσησαν τον πόλεμο, την αυθαιρεσία, την αταξία. Για τον πόλεμο αυτό είναι γνωστό. Ήδη στον Όμηρο, ο πόλεμος είναι χώρος του ηρωισμού, αλλά επίσης της οδύνης και του θανάτου. Ο Άρης, ο θεός του πολέμου, προκαλεί φρίκη ακόμα και στο Δία: «Είναι για μένα ο πιο μισητός από όλους τους θεούς, που μένουν στον Όλυμπο, γιατί πάντα του αρέσουν τα μαλώματα και οι πόλεμοι και οι μάχες.»
Η καταδίκη του πολέμου διαπερνά πράγματι όλα τα ελληνικά κείμενα. [...] Πίσω από την καταδίκη του πολέμου για τα δεινά που προκαλεί, οι Έλληνες διέκριναν καθαρά ότι αυτός καθ' εαυτός ο πόλεμος ήταν απαράδεκτος. Προϋπόθεση του ήταν αποκλειστικά η δύναμη. Το σκάνδαλο όμως της κυριαρχίας της δύναμης το είχαν αντιληφθεί από τις απαρχές.
[...] Η ίδια διαμαρτυρία εμπνέει τον Προμηθέα του Αισχύλου όπου η αυθαιρεσία του Δία εκπροσωπείται από το Κράτος και τη Βία. Ξαναβρίσκεται σε όλες τις αναλύσεις τις σχετικές με την τυραννία.
[...] Η Ελλάδα ήταν σαν να είχε κινητοποιηθεί εναντίον της βίας και τούτο ενέπνευσε το φλογερό σεβασμό της προς το νόμο. Το συναίσθημα όμως αυτό ερμηνεύτηκε επίσης με ευρύτερες μορφές διότι στη βία αντιτίθεται επίσης η πειθώ.»
(Ἂς θυμηθοῦμε ἐπιπλέον μόνον τὸ τοῦ Ἡροδότου (Ἱστορίαι, Α', 87, 17-19· μυθικὸς διάλογος, Κροῖσος πρὸς Κῦρον): «Οὐδεὶς γὰρ οὕτω ἀνόητός ἐστι ὅστις πόλεμον πρὸ εἰρήνης αἱρέεται· ἐν μὲν γὰρ τῇ οἱ παῖδες τοὺς πατέρας θάπτουσι, ἐν δὲ τῷ οἱ πατέρες τοὺς παῖδας.»)
Καὶ ὅμως, «Πόλεμος πάντων μὲν πατήρ ἐστι, πάντων δὲ βασιλεύς» (Ἡράκλειτος, Diels 53). Καὶ γιὰ τοὺς Ἕλληνες ὁ πόλεμος ἦταν τρόπος ζωῆς.
Σημειώνει ὁ Κώστας Παπαϊωάννου («Τέχνη καὶ πολιτισμὸς στην ἀρχαία Ἑλλάδα», Ἐναλλακτικὲς Ἐκδόσεις, 1998): «Γιὰ τοὺς Ἕλληνες ὁ πόλεμος ἦταν κανόνας καὶ ἡ εἰρήνη ἐξαίρεση: ἔχει ὑπολογιστεῖ ὅτι στὴ διάρκεια τοῦ ἑνάμισι αἰώνα ποὺ μεσολάβησε ἀνάμεσα στοὺς μηδικοὺς πολέμους καὶ στὴ μάχη τῆς Χαιρρωνείας, ἡ Ἀθήνα βρισκόταν σὲ ἐμπόλεμη κατάσταση, κατὰ μέσον ὅρο, δύο στὰ τρία χρόνια καὶ ποτὲ δὲν γνώρισε εἰρήνη γιὰ δέκα συνεχόμενα χρόνια.»
Καὶ ὁ Σαράντος Καργάκος («Ἱστορία τῶν Ἀρχαίων Ἀθηνῶν», Gutenberg, 2005): «Σχεδὸν ὅλη ἡ ζωὴ τῶν Ἀθηναίων -παρὰ τὶς ποικίλες πολιτικὲς ἐνασχολήσεις- ἦταν μιὰ συνεχὴς ἄσκηση, ὥστε νὰ εἶναι σὲ θέση νὰ ἀνταποκριθοῦν στὶς στρατιωτικές τους ὑποχρεώσεις. Ὁ πόλεμος τότε δὲν ἦταν ἡ ἐξαίρεση, ἦταν κανόνας. Καὶ γι᾿ αὐτὸ ἡ στρατιωτικὴ προετοιμασία ἦταν μέρος τῆς ζωῆς τῶν Ἑλλήνων. «Ἡ ἑλληνικὴ πόλη, λέει ξένος ἱστορικός, ἔμοιαζε πολὺ μὲ μεγάλο σχολεῖο ἢ κολλέγιο, καὶ ὁ πόλεμος καὶ ἡ ἐκπαίδευση και οἱ διαγωνισμοὶ ποὺ σχετίζονταν μὲ τὸν πόλεμο, ἦσαν οἱ κυριώτερες μορφὲς φυσικῆς ἐκγυμνάσεως. Ὁ πολεμος ἦταν ἕνα φυσικὸ κομμάτι τῆς ζωῆς τῆς ἑλληνικῆς πόλης, ὅπως εἶναι τὰ παιχνίδια καὶ οἱ διασκεδάσεις γιὰ τὶς δικές μας.» (Alfred Zimmer, «The greek commonwealth»)»
Πῶς συμβιβάζονται, λοιπόν, αὐτά;
Γράφει ὁ Χρῆστος Καροῦζος (ἀρχαιολόγος καὶ ἀκαδημαϊκός, 1900-1967· ἴσως ὁ πλέον ἐμπνευσμένος μελετητὴς τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς γλυπτικῆς), μὲ γνώσι καὶ εὐαισθησία, ἀναφερόμενος στὰ Ἑλληνικὰ Μαντεῖα καὶ στὰ ἱερὰ ἀφιερώματα («Ὁ Ἑλληνικὸς Τόπος καὶ ἡ Ἑλληνικὴ Τέχνη» (ἀπὸ τό: Χρῆστος Καροῦζος, «Ἀρχαία Τέχνη: Ὁμιλίες - μελέτες», ἐκδ. «Ἑρμῆς», 2000)):
«[...] Ἀλλὰ τὰ μνημεῖα αὐτὰ τῆς ἑλληνικῆς εὐαισθησίας παίρνουν ἀμέσως καὶ ξεχωριστὴ θερμότητα ἅμα τὰ αἰσθανθοῦμε μέσα στὴ ζωή, μέσα στὴν ἱστορία. Ἂν κατορθώσομε νὰ περάσομε τὸ μεγαλύτερο κίνδυνο, ἂν ἀποφύγομε νὰ στρεβλώσομε τὴ μοναδικότητά τους ἐφαρμόζοντας ἐπάνω τους τὶς δικές μας ἔννοιες καὶ τὰ δικά μας μέτρα καὶ σταθμά, ἂν σταθοῦμε μπροστά τους μὲ ὑπομονή βάζοντάς τους διακριτικὰ ἐρωτήματα, χωρὶς νὰ βιαστοῦμε νὰ δώσομε τὴν ἀπάντηση ποὺ ἔχομε ἑτοιμάσει προτοῦ ἀκόμη νὰ ξεκινήσομε μὲ τὸ ἀεροπλάνο, τότε τὰ μνημεῖα αὐτά θὰ γίνουν ὁ καλύτερος ἑρμηνευτὴς τοῦ ποιὰ εἶναι ἡ οὐσία τῆς ἑλληνικής ἱστορίας καὶ ποιὰ ἡ μοναδική της σημασία γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ἂς σταθοῦμε μιὰ στιγμὴ σὲ μιὰ πλευρά της μονάχα. Πόσες φορὲς στὰ ἑλληνικὰ ἱερά, περνώντας ἀνάμεσα στὰ ἀφιερώματα ποὺ ἔχει κάμει μιὰ πόλη γιὰ τὴ νίκη της ἐναντίον κάποιας ἄλλης καὶ βλέποντας τὴ φανερὴ πρόθεσή της ὄχι μόνο νὰ ἐξυψώσει τὸν ἑαυτό της ἀλλά καὶ ν᾿ ἀγγίξει τὴν καρδιὰ τοῦ ἀντιπάλου της, δὲν ἔχομε ἀκούσει τὶς γνωστὲς κοινοτυπίες ποὺ καταδικάζουν τὸ «ἀδελφικό μῖσος» καὶ τὰ ὅμοια. Ἀλλὰ καὶ ὅταν τέτοιες σκέψεις πηγάζουν ὄχι ἀπὸ πεποίθηση στὴ δική μας ἐξυπνάδα καὶ ἀνωτερότητα, παρὰ ἀπὸ πραγματικὸ ἐνδιαφέρον καὶ γνήσια μελαγχολία (Ὅπως π.χ. στὸν Πλούταρχο, ποὺ βρισκόμενος στὸ τέλος τῆς ἀρχαιότητας ἔβλεπε ἀπομονωμένο πιὰ τὸ τελικὸ ἀποτέλεσμα τῶν ἐνδοελληνικῶν ἐκείνων πολέμων καὶ τὸ ἀποτέλεσμα αὐτὸ ἤταν πραγματικὰ τὸ ἀδυνάτισμα ὅλης τῆς Ἑλλάδας καὶ ὁ ἀφανισμὸς τῆς ἐλευθερίας της), καὶ πάλι οἱ σκέψεις αὐτὲς περιέχουν ἕνα ποσοστὸ μονάχα τῆς ἀλήθειας. Ἂν μελετήσομε ὅμως μὲ λιγώτερη αὐτοπεποίθηση καὶ μὲ περισσότερο σεβασμὸ τὰ ἀφιερώματα ἐκεῖνα καὶ τὰ λόγια ποὺ τὰ συνοδεύουν, αὐτὰ θὰ μᾶς ὁδηγήσουν πολὺ κοντὰ στὴν κινητήρια δύναμη τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας. Τὰ παλιὰ αὐτὰ ἀφιερώματα, τὰ ἀρχαϊκὰ καὶ τὰ κλασσικά, φανερώνουν ὄχι μῖσος ἀλλὰ κάποιαν ἄλλη ἔμφυτη ἀνάγκη τῶν Ἑλλήνων νὰ ξεσυνερίζονται γιὰ τὸ ποιὸς θὰ εἶναι ὁ καλύτερος, ὁ δυνατώτερος, ὁ πρῶτος. Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι ὅσο βρισκότανε στὴν ἀκμή της ἡ «πόλις-κράτος», δηλαδὴ στὰ ἀρχαϊκὰ καὶ στὰ κλασσικὰ χρόνια ὣς τὸν 4ον αἰ., ὅλοι σχεδὸν οἱ ἐνδοελληνικοὶ πόλεμοι γίνονται μ᾿ ἕνα πνεῦμα καὶ μ᾿ ἕναν τρόπο ποὺ μοιάζει σὰν ἅμιλλα σὲ ἀθλητικὸ ἀγῶνα: οἱ νικητὲς στήνουν τρόπαιο, παίρνουν τὰ λάφυρα καὶ συνήθως ξαναγυρίζουν στὸν τόπο τους χωρὶς νὰ ἐκμεταλλευθοῦν τὴ νίκη ὣς τὶς τελευταῖες της συνέπειες (σπανιώτατα καὶ μόνο γιὰ εἰδικοὺς λόγους φτάνουν ὣς τὴν ἐξόντωση τοῦ ἀντιπάλου). [Σημ. 3]
»«Χαλεπὰ τὰ καλά» ἔλεγαν οἱ παλιοί. Δὲν ἀνήκει στὶς εὔκολες καὶ πρόχειρες ἀπολαύσεις ὁ ἑλληνικὸς τόπος μὲ τὰ μνημεῖα του. Χρειάζεται ἀργὸ περπάτημα, συγκέντρωση, σιγανὴ μελέτη. Ἂν περάσομε βιαστικοὶ ἢ μὲ ἔστω καὶ ὑποσυνείδητη περηφάνεια γιὰ τὸ πόσο ἐμεῖς ἔχομε προοδεύσει (wie herrlich weit wir es gebracht haben, ἔλεγεν ὁ Βάγνερ στὸ Φάουστ), ὄχι μόνο δὲν θὰ κερδίσομε τίποτε ἀπὸ τὸν πλοῦτο του, ἀλλὰ καὶ θὰ φύγομε ζημιωμένοι. Πολλὲς φορὲς ὁ τόπος τοῦτος καὶ ἡ ἱστορία του, δηλαδὴ ἡ ζωή του, μᾶς βάζει αἰνίγματα· καὶ ὁ γέρος παιδαγωγὸς στὸν «Ἴωνα» τοῦ Εὐριπίδη μᾶς ἔχει προειδοποιήσει: «αἰπεινὰ τὰ μαντεῖα». Ἀλλὰ δὲν ἔχει ἀμφισβητηθῆ ὡς τώρα ποτέ, ὅτι ἡ ποιότητα (ἀκόμη καὶ τὸ μέγεθος) τῆς χαρᾶς καὶ τῆς ὠφέλειας τοῦ ἀνθρώπου εἶναι κατ᾿ εὐθείαν ἀνάλογη μὲ τὸν κόπο του.»
Ἀνάλογη καὶ ἡ παρατήρησις τοῦ Σαράντου Καργάκου («Ἱστορία τῶν Ἀρχαίων Ἀθηνῶν», Gutenberg, 2005):
«Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ὁμήρου ἔχει κατανοηθεῖ ὅτι ὁ πόλεμος εἶναι ἕνα «παιχνίδι» καὶ ὄχι μιὰ μαθηματικὴ κατασκευὴ τοῦ τύπου 2+2=4. Ὁ πόλεμος γιὰ τὸν Ἕλληνα εἶναι παιχνίδι μὲ ἀβέβαιο ἀποτέλεσμα. Οἱ Ἕλληνες ὅμως προτιμοῦν αὐτὴν τὴν ἔλξη τῶν πιθανοτήτων ἀπὸ τὴ μετριότητα τῆς βεβαιότητας. Ὁ ἄνθρωπος, λέγει ὁ Clausewitz, ἀντὶ νὰ ζῆ μέσα στὴν στέρηση χαίρεται τὸν πλοῦτο ποὺ προσφέρει ὁ πόλεμος. «Μὲ αὐτὸ τὸν ρόπο ζωογονεῖται· τὸ θάρρος ἀποκτᾶ φτερὰ καὶ ἡ τόλμη καὶ ὁ κίνδυνος δημιουργοῦν τὸ στοιχεῖο μέσα στὸ ὁποῖο ὁρμᾶ σὰν ἀτρόμητος κολυμβητὴς ποὺ βυθίζεται μέσα στὸ ρεῦμα.» [σ.σ. προφανῶς αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ ἰσχύῃ στοὺς ὁλοκληρωτικοὺς πολέμους τῶν νεωτέρων χρόνων...] Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ὁμήρου οἱ Ἕλληνες δημιούργησαν μιὰ ἡρωικὴ παράδοση, ἔτσι ποὺ ἡ λέξη ἀρετὴ νὰ μὴν ἀποτελεῖ μόνο μιὰ ἠθικὴ ἀλλὰ καὶ μιὰ πολεμικὴ ἰδιότητα καὶ νὰ θεωρεῖται ἰσοδύναμη τῆς ἀνδρείας. Τὸ νὰ τραπεῖ κανεὶς σὲ φυγὴ πρὸ τοῦ ἐχθροῦ λεγόταν «ἔγκλιμα» (ἀπὸ τὸ ἐγκλίνω = στρέφω) καὶ ἦταν ἔγκλημα. Εἰδικὰ στὴ Σπάρτη.
»[...] Μπορεῖ οἱ Ἀθηναῖοι νὰ μὴν εἶχαν τὴ σκληρὴ στρατιωτικὴ ἐκπαίδευση τῶν Λακώνων, εἶχαν, ὡστόσο, κι αὐτοὶ συνεχῆ ἐπαφὴ μὲ τὰ ὅπλα καὶ ἐπαρκῆ πολεμικὴ κατάρτιση. Ἰδίως στὸν ναυτικὸ πόλεμο. Κυρίως ὅμως αὐτὸ ποὺ διέκρινε τοὺς Ἀθηναίους ἦταν τὸ ἐπιθετικὸ πνεῦμα. Οἱ Ἀθηναῖοι τολμοῦσαν ἐκεῖ ὅπου καὶ οἱ συνεχῶς περὶ τὰ πολεμικὰ ἀσχολούμενοι Λακεδαιμόνιοι ἦσαν διστακτικοί. Τὸν ἐπιθετικὸ αὐτὸ χαρακτῆρα τῶν Ἀθηναίων προσδιορίζει προσφυῶς ὁ Θουκυδίδης βάζοντας τοὺς ἀντιπροσώπους τῆς Κορίνθου νὰ λένε πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους πὼς οἱ Ἀθηναῖοι εἶναι «παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες». (1, 70)
»[...] Οἱ Ἀθηναῖοι βέβαια διέπρεψαν περισσότερο στὰ ἔργα τῆς εἰρήνης. Ἀλλὰ δὲν τοὺς ἔλειψαν καὶ οἱ πολεμικὲς δἀφνες. Γι᾿ αὐτὸ ἀργότερα ὁ Πλούταρχος ἐπέγραψε ἕνα ρητορικὸ ἔργο του «Πότερον Ἀθηναῖοι, κατὰ πόλεμον ἢ κατὰ σοφία ἐνδοξότεροι».»
Σημειώσεις:
[1] Λέγει π.χ. ὁ Ἰωάννης Συκουτρῆς (συνέντευξις στὰ «Νεοελληνικὰ Γράμματα»): «Ἀγαπητέ μου, ἂς μὴ μᾶς τρομάζουν οἱ λέξεις, καὶ μ᾿ αἰσθηματολογίας δὲν διαπλάσσονται ποτὲ οἱ λαοί. Σκληρὸς καὶ ἄγριος εἶν᾿ ὁ πόλεμος -ἐγνώρισα εἰς τὸν ἑαυτόν μου καὶ τὸ ἄμεσον περιβάλλον μου τὴν σκληρότητα. Ἀλλὰ ὁ πόλεμος δὲν εἶναι θεσμὸς κοινωνικός. Θεσμὸς εἶναι οἱ διάφοροι τρόποι τοῦ πολέμου. Ὁ ἴδιος ὁ πόλεμος εἶναι μιὰ μοῖρα τοῦ ἀνθρώπου, νά, ἔτσι ὅπως ὁ θάνατος, τὰ γηρατεῖα, τὸ κλειστὸν ἐγώ, ὁ ἔρως - καὶ ὅλ᾿ αὐτὰ εἶναι σκληρά. Ὣς τώρα δὲν ἔχει εὐρεθῆ ἄλλη μορφὴ ὁμαδικῆς αὐτοθυσίας. Εἶναι ἡ μόνη περίπτωσις ποὺ ἕνας λαὸς ὁλόκληρος (ὄχι τὸ ἄτομον ἢ ὡρισμέναι μικραὶ ὁμάδες) ἀποδεικνύει, εἰς μίαν ὑπερέντασιν καὶ συνοχὴν τῶν φυσικῶν καὶ ἠθικῶν του δυνάμεων, ἐμπράκτως καὶ μὲ θυσίας ἀληθινὰς τὴν πίστιν του, ὅτι ὑπάρχουν ἀξίαι ποὺ στέκονται πολὺ ὑψηλότερα ἀπὸ τὴν πρωταρχικὴν καὶ ἄμεσον ἀξίαν: τὴν ζωήν. Εἶναι μικρὸν αὐτό - ἀπὸ πνευματικῆς καθαρῶς ἀπόψεως, ἐννοῶ, ὄχι ἀπὸ τὴν ἄποψιν τῆς πολιτικῆς σκοπιμότητος; Ὁ διανοούμενος (ὡς καθοδηγητὴς ἑνὸς ἔθνους) πρέπει νὰ σκεφθῆ σοβαρὰ καὶ ὑπευθύνως, ἂν τοῦ ἐπιτρέπεται νὰ ὑποσκάψη παρομοία ἐκδήλωσιν ἐμπράκτου συνοχῆς, ἂν ἔχη πράγματι κάτι ἐξίσου συγκεκριμένον καὶ γόνιμον νὰ τὴν ἀντικαταστήση. Εἰδεμή, θὰ μείνη ἁπλῆ ἄρνησις.»
Ὅμως, ξανατονίζω, ἐγὼ ἐδῶ δὲν ἐξετάζω σκέψεις ὅπως αὺτήν τοῦ Ἰ. Συκουτρῆ. Ἐκεῖνο ποὺ μοῦ ἐκέντρισε τὸ ἐνδιαφέρον ἦταν, δεδομένου τοῦ ὅτι οἱ πόλεμοι καὶ δὴ οἱ ἐμφύλιες διαμάχες τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων εἶναι κακόν, τὸ γιατὶ καὶ πῶς ἦταν ἡ ἀναπόφευκτη ἐν πολλοῖς παρενέργεια ἑνὸς μεγίστου καλοῦ: τῆς ἀναδείξεως τοῦ προσώπου, τῆς προσωπικῆς ἐλευθερίας καὶ φιλοδοξίας τοῦ Ἕλληνος ἀνθρώπου.
[2] Ἂς θυμηθοῦμε, ἄλλωστε, ὅτι ἡ σοφὴ Ἀθηνᾶ ἐνίκησε σὲ μονομαχία καὶ αὐτὸν τοῦτον τόν... ἐξ ὁρισμοῦ εἰδικὸ στὸ ἄθλημα Ἄρη. (Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ποτὲ δὲν ἔπαυσε ἡ Ἀθηνᾶ νὰ εἶναι θεότης πολεμική.)
Ἢ ἂς θυμηθοῦμε πόσες φορὲς στὴν Ἰλιάδα ἐπιχειρεῖται νὰ σταματήσῃ ἡ αἱματοχυσία καὶ νὰ λυθῇ ἡ διαφορὰ μὲ μονομαχία ἀρχηγῶν. Ἀκὸμη καὶ τὴν συμφωνηθείσα μάχη μεταξὺ τριακοσίων Λακεδαιμονίων καὶ τριακοσίων Ἀργείων τὸ 547 π.Χ. (Ὁ Ὀθρυάδης ἐπέζησε ἀπὸ τοὺς πρώτους, ὁ Ἀλκήνωρ καὶ ὁ Χρόμιος ἀπὸ τοὺς δεύτερους.)
[3] Πρωτότυπη καὶ ὀξυδερκὴς θεώρησις τῶν ἐμφυλίων ἀνταγωνισμῶν: ἅμιλλα σὰν σὲ ἀθλητικὸ ἀγῶνα! «αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων» (Ὁμήρου Ἰλιάς, Ζ 208), νὰ θυμίσουμε! Πρὸ Πελοποννησιακοῦ Πολέμου (τοῦ πρώτου ὁλοκληρωτικοῦ πολέμου), μᾶλλον, θὰ ἔλεγα. Ὁ Θουκυδίδης καὶ ὁ Ἀριστοφάνης ποὺ ἐπισημαίνουν τὰ δεινὰ τοῦ πολέμου εἶναι σύγχρονοι τῶν γεγονότων, ὄχι μεταγενέστεροι ὅπως ὁ Πλούταρχος. Τὸ Γ 82-83 τοῦ μεγίστου ἱστορικοῦ εἶναι μνημειῶδες: «καὶ ἐπέπεσε πολλὰ καὶ χαλεπὰ κατὰ στάσιν ταῖς πόλεσι, γιγνόμενα μὲν καὶ αἰεὶ ἐσόμενα, ἕως ἂν ἡ αὐτὴ φύσις ἀνθρώπων ᾖ ...»
Παράβαλε καὶ τὰ ἀναφερόμενα ἀπὸ τὸν Δημήτριο Δημόπουλο στὸ «Ἄδυτο τῶν Ἑλληνικῶν Μαντείων», ἐκδ. «Ἐλεύθερη Σκέψις», 2000, κεφ. «Τὸ λυκόφως τῶν θεῶν» (ὄχι τὸ γνωστότερο, ἀλλὰ ἴσως τὸ καλύτερο βιβλίο τοῦ σημαντικοῦ αὐτοῦ ἐθνικιστοῦ συγραφέως· ἔργον πραγματικῆς ἀρχαιογνωσίας):
«Ἡ βαθμιαία ὑποβάθμισι τῆς ἀξιοπιστίας τῶν Μαντείων εἶχε ἀπὸ καιρὸ προετοιμασθῆ ἀπὸ τοὺς σοφιστές, ποὺ ἀξιοποίησαν τὴν ἀλληλοφαγωμάρα τῶν Ἑλλήνων. Ὅταν ἕνα Μαντεῖο π.χ. προέβλεπε τὴν νίκη μιᾶς πόλεως, ἡ ἄλλη δυσανασχετοῦσε (ὅπως εἶχε γίνει στὸν Πελοποννησιακὸ πόλεμο μὲ τὴν Ἀθήνα, ποὺ θεώρησε ὅτι τὸ Δελφικὸ Μαντεῖο «λακωνίζει» ἤ, ἀργότερα, ὅτι «φιλιππίζει»). «Ἀναμφίβολα, ἡ πολιτικὴ χρησιμοποίησι τῶν Μαντείων καὶ ἡ ὑποψία ὅτι πολλοὶ χρησμοὶ εὐνοοῦσαν τὴν μία ἢ τὴν ἄλλη δύναμι, εἶναι ἀπὸ τὶς κυριώτερες αἰτίες τῆς προοδευτικῆς δυσαρέσκειας καὶ δυσπιστίας τῶν Ἑλλήνων στὴν Μαντική». [R. Flaceliere, «Μάντεις καὶ Μαντεῖα στὴν Ἀρχαία Ἑλλάδα», 1968] Ὁ ἀλληλοκτόνος φανατισμὸς ὁδήγησε παράλληλα στὸ κατάντημα, νὰ πιστεύεται ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ «ἐξαγορασθῆ» τὸ Θεῖον μὲ βαρύτιμα ἀναθήματα στὸ Δελφικὸ Μαντεῖο (εἶχε λησμονηθῆ ὁ χρησμός, ὅτι ὁ θεὸς προτιμᾶ, «ἀντί τῶν βαρυτίμων θυσιῶν, αὐτὴν τοῦ Ἀγακλύτου, ποὺ ἔριξε στὸν βωμὸ λίγο ζυμαρικὸ με τὰ τρία του δάκτυλα»!). Ἐθεωρεῖτο μάλιστα «παρασπονδία» τοῦ θεοῦ, ὅταν ὁ χρησμὸς δὲν ἦταν εὐνοϊκός! Ἀλλὰ καὶ τὰ ἴδια τὰ ἀναθήματα, μὲ ἐπιγραφὲς ἐντροπῆς (τῆς μίας πόλεως ἐναντίον τῆς ἄλλης), εὐτέλιζαν τὸν ἱερὸ δελφικὸ χῶρο [Πλούταρχος, «Περὶ τοῦ μὴ χρᾶν ἔμμετρα νῦν τὴν Πυθίαν», 401 C], ἐνῶ εἶχε ἀτονήσει ὁ παλαιὸς ἄγραφος νόμος, νὰ μὴν χρηστηριάζονται καθόλου οἱ Ἕλληνες ἐνόσω πολεμοῦν μεταξύ τους [Ξενοφών, «Ἑλληνικά», Γ 2, 22] - ὁ νόμος δηλαδὴ ἐκεῖνος, ποὺ τελικῶς ἐπιβίωσε μόνον γιὰ τὴν τέλεσι τῶν Ὀλυμπιακῶν ἀγώνων.»
Οἱ Δελφοὶ ἤθελαν τὴν ἔνωσι τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν ἦταν δυνατὸν πρὶν ἡ πόλις-κράτος φθάσῃ στὰ ὅριά της.
Στὴν προηγούμενη δημοσίευσι εἴδαμε τὴν διχόνοια ὡς... ἀγαθόν (μᾶλλον παρενέργεια ἀγαθοῦ)! Σήμερα θὰ δοῦμε ὡς... ἀγαθὸν τὸν πόλεμο (καλά, αὐτὸ τὸ ἔχουν πεῖ πολλοί [Σημ. 1]), καὶ δὴ τὸν ἐμφύλιο πόλεμο (αὐτὸ εἶναι τὸ ἀνήκουστον)! Ὅμως ὑπάρχει λογική, καὶ τὴν λογικὴ τοῦ πράγματος (προσοχή: καθόλου πολεμοχαρή) ἐντόπισε καὶ ἀνέλυσε εὐστόχως ὁ Ν.Α. Καλογερόπουλος στὸ ἀναδημοσιευθὲν ἄρθρον τοῦ προηγούμενου σημειώματος. Ὁ Χρῆστος Καροῦζος, ὅπως θὰ δοῦμε τώρα, ἐξετάζοντας ὁρισμένα χαρακτηριστικὰ τῶν ἀρχαιοελληνικῶν (ἀρχαϊκῶν καὶ κλασσικῶν) ἐμφυλίων διαμαχῶν, διαβλέπει αὐτὴ τούτη τὴν ἰδιοπροσωπεία τοῦ Ἑλληνισμοῦ: τὴν ἀνάδειξι τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου (καὶ τοῦ συνεπακόλουθου ἀνταγωνισμοῦ: «αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων» (Ἰλιάς, Ζ 208))· ἀκόμη καὶ στὶς ἐμφύλιες διαμάχες μάλιστα, διακρίνει χαρακτηριστικὰ εὐγενοῦς ἄμιλλας [Σημ. 2]. (Ἐλπίζω νὰ μὴν ἐρμηνευθοῦν ὅλα αὐτὰ ὡς ὑποστήριξις τοῦ... νεοφιλελευθέρου ἀνταγωνισμοῦ! ἀλλὰ καὶ ἐδῶ ἰσχύει ἡ μεσότης τοῦ Ἀριστοτέλους· ἡ ἅμιλλα, ναί, εἶναι ἁρετή.)
Ἀλλά, πρὶν μιλήσουμε γιὰ τὸν Πόλεμο, ἂς μιλήσουμε γιὰ τὴν Εἰρήνη (σὺν τοῖς ἄλλοις, γιὰ νὰ τονίσουμε καλύτερα τὴν ἐκ πρώτης ὅψεως παραδοξολογία).
Καὶ οἱ Ἕλληνες, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἦσαν πολεμισταί (πολεμικὴ ἀρετὴ), μπόρεσαν νὰ ἐκτιμήσουν τὸ μέγα ἀγαθὸν τῆς Εἰρήνης. Ὁ λόγος στὴν μεγάλη ἑλληνολάτριδα Γαλλίδα ἀκαδημαϊκό Ζακλὶν ντὲ Ρομιγύ. (Τὸ κείμενό της εὐρῆκα στὸν ἐξαιρετικὸ δικτυακὸ τόπο «Ἑκηβόλος», ὁ ὁποῖος χρόνια τώρα προσφέρει κείμενα πραγματικῆς ἀρχαιογνωσίας - καὶ ἐννοοῦμε ἀρχαιογνωσία, ὄχι νεοπαγανιστικὲς καὶ οὐφολογικές ἐξαλλοσύνες. Ἐπισκεφθεῖτε καὶ τὸ ἱστολόγιο τοῦ Ἑκηβόλου.)
Jacqueline de Romilly, «Γιατί η Ελλάδα;»
«Οι Έλληνες δεν έπαψαν να ορθώνονται εναντίον της βίας. Εμίσησαν τον πόλεμο, την αυθαιρεσία, την αταξία. Για τον πόλεμο αυτό είναι γνωστό. Ήδη στον Όμηρο, ο πόλεμος είναι χώρος του ηρωισμού, αλλά επίσης της οδύνης και του θανάτου. Ο Άρης, ο θεός του πολέμου, προκαλεί φρίκη ακόμα και στο Δία: «Είναι για μένα ο πιο μισητός από όλους τους θεούς, που μένουν στον Όλυμπο, γιατί πάντα του αρέσουν τα μαλώματα και οι πόλεμοι και οι μάχες.»
Η καταδίκη του πολέμου διαπερνά πράγματι όλα τα ελληνικά κείμενα. [...] Πίσω από την καταδίκη του πολέμου για τα δεινά που προκαλεί, οι Έλληνες διέκριναν καθαρά ότι αυτός καθ' εαυτός ο πόλεμος ήταν απαράδεκτος. Προϋπόθεση του ήταν αποκλειστικά η δύναμη. Το σκάνδαλο όμως της κυριαρχίας της δύναμης το είχαν αντιληφθεί από τις απαρχές.
[...] Η ίδια διαμαρτυρία εμπνέει τον Προμηθέα του Αισχύλου όπου η αυθαιρεσία του Δία εκπροσωπείται από το Κράτος και τη Βία. Ξαναβρίσκεται σε όλες τις αναλύσεις τις σχετικές με την τυραννία.
[...] Η Ελλάδα ήταν σαν να είχε κινητοποιηθεί εναντίον της βίας και τούτο ενέπνευσε το φλογερό σεβασμό της προς το νόμο. Το συναίσθημα όμως αυτό ερμηνεύτηκε επίσης με ευρύτερες μορφές διότι στη βία αντιτίθεται επίσης η πειθώ.»
(Ἂς θυμηθοῦμε ἐπιπλέον μόνον τὸ τοῦ Ἡροδότου (Ἱστορίαι, Α', 87, 17-19· μυθικὸς διάλογος, Κροῖσος πρὸς Κῦρον): «Οὐδεὶς γὰρ οὕτω ἀνόητός ἐστι ὅστις πόλεμον πρὸ εἰρήνης αἱρέεται· ἐν μὲν γὰρ τῇ οἱ παῖδες τοὺς πατέρας θάπτουσι, ἐν δὲ τῷ οἱ πατέρες τοὺς παῖδας.»)
Καὶ ὅμως, «Πόλεμος πάντων μὲν πατήρ ἐστι, πάντων δὲ βασιλεύς» (Ἡράκλειτος, Diels 53). Καὶ γιὰ τοὺς Ἕλληνες ὁ πόλεμος ἦταν τρόπος ζωῆς.
Σημειώνει ὁ Κώστας Παπαϊωάννου («Τέχνη καὶ πολιτισμὸς στην ἀρχαία Ἑλλάδα», Ἐναλλακτικὲς Ἐκδόσεις, 1998): «Γιὰ τοὺς Ἕλληνες ὁ πόλεμος ἦταν κανόνας καὶ ἡ εἰρήνη ἐξαίρεση: ἔχει ὑπολογιστεῖ ὅτι στὴ διάρκεια τοῦ ἑνάμισι αἰώνα ποὺ μεσολάβησε ἀνάμεσα στοὺς μηδικοὺς πολέμους καὶ στὴ μάχη τῆς Χαιρρωνείας, ἡ Ἀθήνα βρισκόταν σὲ ἐμπόλεμη κατάσταση, κατὰ μέσον ὅρο, δύο στὰ τρία χρόνια καὶ ποτὲ δὲν γνώρισε εἰρήνη γιὰ δέκα συνεχόμενα χρόνια.»
Καὶ ὁ Σαράντος Καργάκος («Ἱστορία τῶν Ἀρχαίων Ἀθηνῶν», Gutenberg, 2005): «Σχεδὸν ὅλη ἡ ζωὴ τῶν Ἀθηναίων -παρὰ τὶς ποικίλες πολιτικὲς ἐνασχολήσεις- ἦταν μιὰ συνεχὴς ἄσκηση, ὥστε νὰ εἶναι σὲ θέση νὰ ἀνταποκριθοῦν στὶς στρατιωτικές τους ὑποχρεώσεις. Ὁ πόλεμος τότε δὲν ἦταν ἡ ἐξαίρεση, ἦταν κανόνας. Καὶ γι᾿ αὐτὸ ἡ στρατιωτικὴ προετοιμασία ἦταν μέρος τῆς ζωῆς τῶν Ἑλλήνων. «Ἡ ἑλληνικὴ πόλη, λέει ξένος ἱστορικός, ἔμοιαζε πολὺ μὲ μεγάλο σχολεῖο ἢ κολλέγιο, καὶ ὁ πόλεμος καὶ ἡ ἐκπαίδευση και οἱ διαγωνισμοὶ ποὺ σχετίζονταν μὲ τὸν πόλεμο, ἦσαν οἱ κυριώτερες μορφὲς φυσικῆς ἐκγυμνάσεως. Ὁ πολεμος ἦταν ἕνα φυσικὸ κομμάτι τῆς ζωῆς τῆς ἑλληνικῆς πόλης, ὅπως εἶναι τὰ παιχνίδια καὶ οἱ διασκεδάσεις γιὰ τὶς δικές μας.» (Alfred Zimmer, «The greek commonwealth»)»
Πῶς συμβιβάζονται, λοιπόν, αὐτά;
Γράφει ὁ Χρῆστος Καροῦζος (ἀρχαιολόγος καὶ ἀκαδημαϊκός, 1900-1967· ἴσως ὁ πλέον ἐμπνευσμένος μελετητὴς τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς γλυπτικῆς), μὲ γνώσι καὶ εὐαισθησία, ἀναφερόμενος στὰ Ἑλληνικὰ Μαντεῖα καὶ στὰ ἱερὰ ἀφιερώματα («Ὁ Ἑλληνικὸς Τόπος καὶ ἡ Ἑλληνικὴ Τέχνη» (ἀπὸ τό: Χρῆστος Καροῦζος, «Ἀρχαία Τέχνη: Ὁμιλίες - μελέτες», ἐκδ. «Ἑρμῆς», 2000)):
«[...] Ἀλλὰ τὰ μνημεῖα αὐτὰ τῆς ἑλληνικῆς εὐαισθησίας παίρνουν ἀμέσως καὶ ξεχωριστὴ θερμότητα ἅμα τὰ αἰσθανθοῦμε μέσα στὴ ζωή, μέσα στὴν ἱστορία. Ἂν κατορθώσομε νὰ περάσομε τὸ μεγαλύτερο κίνδυνο, ἂν ἀποφύγομε νὰ στρεβλώσομε τὴ μοναδικότητά τους ἐφαρμόζοντας ἐπάνω τους τὶς δικές μας ἔννοιες καὶ τὰ δικά μας μέτρα καὶ σταθμά, ἂν σταθοῦμε μπροστά τους μὲ ὑπομονή βάζοντάς τους διακριτικὰ ἐρωτήματα, χωρὶς νὰ βιαστοῦμε νὰ δώσομε τὴν ἀπάντηση ποὺ ἔχομε ἑτοιμάσει προτοῦ ἀκόμη νὰ ξεκινήσομε μὲ τὸ ἀεροπλάνο, τότε τὰ μνημεῖα αὐτά θὰ γίνουν ὁ καλύτερος ἑρμηνευτὴς τοῦ ποιὰ εἶναι ἡ οὐσία τῆς ἑλληνικής ἱστορίας καὶ ποιὰ ἡ μοναδική της σημασία γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ἂς σταθοῦμε μιὰ στιγμὴ σὲ μιὰ πλευρά της μονάχα. Πόσες φορὲς στὰ ἑλληνικὰ ἱερά, περνώντας ἀνάμεσα στὰ ἀφιερώματα ποὺ ἔχει κάμει μιὰ πόλη γιὰ τὴ νίκη της ἐναντίον κάποιας ἄλλης καὶ βλέποντας τὴ φανερὴ πρόθεσή της ὄχι μόνο νὰ ἐξυψώσει τὸν ἑαυτό της ἀλλά καὶ ν᾿ ἀγγίξει τὴν καρδιὰ τοῦ ἀντιπάλου της, δὲν ἔχομε ἀκούσει τὶς γνωστὲς κοινοτυπίες ποὺ καταδικάζουν τὸ «ἀδελφικό μῖσος» καὶ τὰ ὅμοια. Ἀλλὰ καὶ ὅταν τέτοιες σκέψεις πηγάζουν ὄχι ἀπὸ πεποίθηση στὴ δική μας ἐξυπνάδα καὶ ἀνωτερότητα, παρὰ ἀπὸ πραγματικὸ ἐνδιαφέρον καὶ γνήσια μελαγχολία (Ὅπως π.χ. στὸν Πλούταρχο, ποὺ βρισκόμενος στὸ τέλος τῆς ἀρχαιότητας ἔβλεπε ἀπομονωμένο πιὰ τὸ τελικὸ ἀποτέλεσμα τῶν ἐνδοελληνικῶν ἐκείνων πολέμων καὶ τὸ ἀποτέλεσμα αὐτὸ ἤταν πραγματικὰ τὸ ἀδυνάτισμα ὅλης τῆς Ἑλλάδας καὶ ὁ ἀφανισμὸς τῆς ἐλευθερίας της), καὶ πάλι οἱ σκέψεις αὐτὲς περιέχουν ἕνα ποσοστὸ μονάχα τῆς ἀλήθειας. Ἂν μελετήσομε ὅμως μὲ λιγώτερη αὐτοπεποίθηση καὶ μὲ περισσότερο σεβασμὸ τὰ ἀφιερώματα ἐκεῖνα καὶ τὰ λόγια ποὺ τὰ συνοδεύουν, αὐτὰ θὰ μᾶς ὁδηγήσουν πολὺ κοντὰ στὴν κινητήρια δύναμη τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας. Τὰ παλιὰ αὐτὰ ἀφιερώματα, τὰ ἀρχαϊκὰ καὶ τὰ κλασσικά, φανερώνουν ὄχι μῖσος ἀλλὰ κάποιαν ἄλλη ἔμφυτη ἀνάγκη τῶν Ἑλλήνων νὰ ξεσυνερίζονται γιὰ τὸ ποιὸς θὰ εἶναι ὁ καλύτερος, ὁ δυνατώτερος, ὁ πρῶτος. Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι ὅσο βρισκότανε στὴν ἀκμή της ἡ «πόλις-κράτος», δηλαδὴ στὰ ἀρχαϊκὰ καὶ στὰ κλασσικὰ χρόνια ὣς τὸν 4ον αἰ., ὅλοι σχεδὸν οἱ ἐνδοελληνικοὶ πόλεμοι γίνονται μ᾿ ἕνα πνεῦμα καὶ μ᾿ ἕναν τρόπο ποὺ μοιάζει σὰν ἅμιλλα σὲ ἀθλητικὸ ἀγῶνα: οἱ νικητὲς στήνουν τρόπαιο, παίρνουν τὰ λάφυρα καὶ συνήθως ξαναγυρίζουν στὸν τόπο τους χωρὶς νὰ ἐκμεταλλευθοῦν τὴ νίκη ὣς τὶς τελευταῖες της συνέπειες (σπανιώτατα καὶ μόνο γιὰ εἰδικοὺς λόγους φτάνουν ὣς τὴν ἐξόντωση τοῦ ἀντιπάλου). [Σημ. 3]
»«Χαλεπὰ τὰ καλά» ἔλεγαν οἱ παλιοί. Δὲν ἀνήκει στὶς εὔκολες καὶ πρόχειρες ἀπολαύσεις ὁ ἑλληνικὸς τόπος μὲ τὰ μνημεῖα του. Χρειάζεται ἀργὸ περπάτημα, συγκέντρωση, σιγανὴ μελέτη. Ἂν περάσομε βιαστικοὶ ἢ μὲ ἔστω καὶ ὑποσυνείδητη περηφάνεια γιὰ τὸ πόσο ἐμεῖς ἔχομε προοδεύσει (wie herrlich weit wir es gebracht haben, ἔλεγεν ὁ Βάγνερ στὸ Φάουστ), ὄχι μόνο δὲν θὰ κερδίσομε τίποτε ἀπὸ τὸν πλοῦτο του, ἀλλὰ καὶ θὰ φύγομε ζημιωμένοι. Πολλὲς φορὲς ὁ τόπος τοῦτος καὶ ἡ ἱστορία του, δηλαδὴ ἡ ζωή του, μᾶς βάζει αἰνίγματα· καὶ ὁ γέρος παιδαγωγὸς στὸν «Ἴωνα» τοῦ Εὐριπίδη μᾶς ἔχει προειδοποιήσει: «αἰπεινὰ τὰ μαντεῖα». Ἀλλὰ δὲν ἔχει ἀμφισβητηθῆ ὡς τώρα ποτέ, ὅτι ἡ ποιότητα (ἀκόμη καὶ τὸ μέγεθος) τῆς χαρᾶς καὶ τῆς ὠφέλειας τοῦ ἀνθρώπου εἶναι κατ᾿ εὐθείαν ἀνάλογη μὲ τὸν κόπο του.»
Ἀνάλογη καὶ ἡ παρατήρησις τοῦ Σαράντου Καργάκου («Ἱστορία τῶν Ἀρχαίων Ἀθηνῶν», Gutenberg, 2005):
«Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ὁμήρου ἔχει κατανοηθεῖ ὅτι ὁ πόλεμος εἶναι ἕνα «παιχνίδι» καὶ ὄχι μιὰ μαθηματικὴ κατασκευὴ τοῦ τύπου 2+2=4. Ὁ πόλεμος γιὰ τὸν Ἕλληνα εἶναι παιχνίδι μὲ ἀβέβαιο ἀποτέλεσμα. Οἱ Ἕλληνες ὅμως προτιμοῦν αὐτὴν τὴν ἔλξη τῶν πιθανοτήτων ἀπὸ τὴ μετριότητα τῆς βεβαιότητας. Ὁ ἄνθρωπος, λέγει ὁ Clausewitz, ἀντὶ νὰ ζῆ μέσα στὴν στέρηση χαίρεται τὸν πλοῦτο ποὺ προσφέρει ὁ πόλεμος. «Μὲ αὐτὸ τὸν ρόπο ζωογονεῖται· τὸ θάρρος ἀποκτᾶ φτερὰ καὶ ἡ τόλμη καὶ ὁ κίνδυνος δημιουργοῦν τὸ στοιχεῖο μέσα στὸ ὁποῖο ὁρμᾶ σὰν ἀτρόμητος κολυμβητὴς ποὺ βυθίζεται μέσα στὸ ρεῦμα.» [σ.σ. προφανῶς αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ ἰσχύῃ στοὺς ὁλοκληρωτικοὺς πολέμους τῶν νεωτέρων χρόνων...] Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ὁμήρου οἱ Ἕλληνες δημιούργησαν μιὰ ἡρωικὴ παράδοση, ἔτσι ποὺ ἡ λέξη ἀρετὴ νὰ μὴν ἀποτελεῖ μόνο μιὰ ἠθικὴ ἀλλὰ καὶ μιὰ πολεμικὴ ἰδιότητα καὶ νὰ θεωρεῖται ἰσοδύναμη τῆς ἀνδρείας. Τὸ νὰ τραπεῖ κανεὶς σὲ φυγὴ πρὸ τοῦ ἐχθροῦ λεγόταν «ἔγκλιμα» (ἀπὸ τὸ ἐγκλίνω = στρέφω) καὶ ἦταν ἔγκλημα. Εἰδικὰ στὴ Σπάρτη.
»[...] Μπορεῖ οἱ Ἀθηναῖοι νὰ μὴν εἶχαν τὴ σκληρὴ στρατιωτικὴ ἐκπαίδευση τῶν Λακώνων, εἶχαν, ὡστόσο, κι αὐτοὶ συνεχῆ ἐπαφὴ μὲ τὰ ὅπλα καὶ ἐπαρκῆ πολεμικὴ κατάρτιση. Ἰδίως στὸν ναυτικὸ πόλεμο. Κυρίως ὅμως αὐτὸ ποὺ διέκρινε τοὺς Ἀθηναίους ἦταν τὸ ἐπιθετικὸ πνεῦμα. Οἱ Ἀθηναῖοι τολμοῦσαν ἐκεῖ ὅπου καὶ οἱ συνεχῶς περὶ τὰ πολεμικὰ ἀσχολούμενοι Λακεδαιμόνιοι ἦσαν διστακτικοί. Τὸν ἐπιθετικὸ αὐτὸ χαρακτῆρα τῶν Ἀθηναίων προσδιορίζει προσφυῶς ὁ Θουκυδίδης βάζοντας τοὺς ἀντιπροσώπους τῆς Κορίνθου νὰ λένε πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους πὼς οἱ Ἀθηναῖοι εἶναι «παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες». (1, 70)
»[...] Οἱ Ἀθηναῖοι βέβαια διέπρεψαν περισσότερο στὰ ἔργα τῆς εἰρήνης. Ἀλλὰ δὲν τοὺς ἔλειψαν καὶ οἱ πολεμικὲς δἀφνες. Γι᾿ αὐτὸ ἀργότερα ὁ Πλούταρχος ἐπέγραψε ἕνα ρητορικὸ ἔργο του «Πότερον Ἀθηναῖοι, κατὰ πόλεμον ἢ κατὰ σοφία ἐνδοξότεροι».»
Σημειώσεις:
[1] Λέγει π.χ. ὁ Ἰωάννης Συκουτρῆς (συνέντευξις στὰ «Νεοελληνικὰ Γράμματα»): «Ἀγαπητέ μου, ἂς μὴ μᾶς τρομάζουν οἱ λέξεις, καὶ μ᾿ αἰσθηματολογίας δὲν διαπλάσσονται ποτὲ οἱ λαοί. Σκληρὸς καὶ ἄγριος εἶν᾿ ὁ πόλεμος -ἐγνώρισα εἰς τὸν ἑαυτόν μου καὶ τὸ ἄμεσον περιβάλλον μου τὴν σκληρότητα. Ἀλλὰ ὁ πόλεμος δὲν εἶναι θεσμὸς κοινωνικός. Θεσμὸς εἶναι οἱ διάφοροι τρόποι τοῦ πολέμου. Ὁ ἴδιος ὁ πόλεμος εἶναι μιὰ μοῖρα τοῦ ἀνθρώπου, νά, ἔτσι ὅπως ὁ θάνατος, τὰ γηρατεῖα, τὸ κλειστὸν ἐγώ, ὁ ἔρως - καὶ ὅλ᾿ αὐτὰ εἶναι σκληρά. Ὣς τώρα δὲν ἔχει εὐρεθῆ ἄλλη μορφὴ ὁμαδικῆς αὐτοθυσίας. Εἶναι ἡ μόνη περίπτωσις ποὺ ἕνας λαὸς ὁλόκληρος (ὄχι τὸ ἄτομον ἢ ὡρισμέναι μικραὶ ὁμάδες) ἀποδεικνύει, εἰς μίαν ὑπερέντασιν καὶ συνοχὴν τῶν φυσικῶν καὶ ἠθικῶν του δυνάμεων, ἐμπράκτως καὶ μὲ θυσίας ἀληθινὰς τὴν πίστιν του, ὅτι ὑπάρχουν ἀξίαι ποὺ στέκονται πολὺ ὑψηλότερα ἀπὸ τὴν πρωταρχικὴν καὶ ἄμεσον ἀξίαν: τὴν ζωήν. Εἶναι μικρὸν αὐτό - ἀπὸ πνευματικῆς καθαρῶς ἀπόψεως, ἐννοῶ, ὄχι ἀπὸ τὴν ἄποψιν τῆς πολιτικῆς σκοπιμότητος; Ὁ διανοούμενος (ὡς καθοδηγητὴς ἑνὸς ἔθνους) πρέπει νὰ σκεφθῆ σοβαρὰ καὶ ὑπευθύνως, ἂν τοῦ ἐπιτρέπεται νὰ ὑποσκάψη παρομοία ἐκδήλωσιν ἐμπράκτου συνοχῆς, ἂν ἔχη πράγματι κάτι ἐξίσου συγκεκριμένον καὶ γόνιμον νὰ τὴν ἀντικαταστήση. Εἰδεμή, θὰ μείνη ἁπλῆ ἄρνησις.»
Ὅμως, ξανατονίζω, ἐγὼ ἐδῶ δὲν ἐξετάζω σκέψεις ὅπως αὺτήν τοῦ Ἰ. Συκουτρῆ. Ἐκεῖνο ποὺ μοῦ ἐκέντρισε τὸ ἐνδιαφέρον ἦταν, δεδομένου τοῦ ὅτι οἱ πόλεμοι καὶ δὴ οἱ ἐμφύλιες διαμάχες τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων εἶναι κακόν, τὸ γιατὶ καὶ πῶς ἦταν ἡ ἀναπόφευκτη ἐν πολλοῖς παρενέργεια ἑνὸς μεγίστου καλοῦ: τῆς ἀναδείξεως τοῦ προσώπου, τῆς προσωπικῆς ἐλευθερίας καὶ φιλοδοξίας τοῦ Ἕλληνος ἀνθρώπου.
[2] Ἂς θυμηθοῦμε, ἄλλωστε, ὅτι ἡ σοφὴ Ἀθηνᾶ ἐνίκησε σὲ μονομαχία καὶ αὐτὸν τοῦτον τόν... ἐξ ὁρισμοῦ εἰδικὸ στὸ ἄθλημα Ἄρη. (Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ποτὲ δὲν ἔπαυσε ἡ Ἀθηνᾶ νὰ εἶναι θεότης πολεμική.)
Ἢ ἂς θυμηθοῦμε πόσες φορὲς στὴν Ἰλιάδα ἐπιχειρεῖται νὰ σταματήσῃ ἡ αἱματοχυσία καὶ νὰ λυθῇ ἡ διαφορὰ μὲ μονομαχία ἀρχηγῶν. Ἀκὸμη καὶ τὴν συμφωνηθείσα μάχη μεταξὺ τριακοσίων Λακεδαιμονίων καὶ τριακοσίων Ἀργείων τὸ 547 π.Χ. (Ὁ Ὀθρυάδης ἐπέζησε ἀπὸ τοὺς πρώτους, ὁ Ἀλκήνωρ καὶ ὁ Χρόμιος ἀπὸ τοὺς δεύτερους.)
[3] Πρωτότυπη καὶ ὀξυδερκὴς θεώρησις τῶν ἐμφυλίων ἀνταγωνισμῶν: ἅμιλλα σὰν σὲ ἀθλητικὸ ἀγῶνα! «αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων» (Ὁμήρου Ἰλιάς, Ζ 208), νὰ θυμίσουμε! Πρὸ Πελοποννησιακοῦ Πολέμου (τοῦ πρώτου ὁλοκληρωτικοῦ πολέμου), μᾶλλον, θὰ ἔλεγα. Ὁ Θουκυδίδης καὶ ὁ Ἀριστοφάνης ποὺ ἐπισημαίνουν τὰ δεινὰ τοῦ πολέμου εἶναι σύγχρονοι τῶν γεγονότων, ὄχι μεταγενέστεροι ὅπως ὁ Πλούταρχος. Τὸ Γ 82-83 τοῦ μεγίστου ἱστορικοῦ εἶναι μνημειῶδες: «καὶ ἐπέπεσε πολλὰ καὶ χαλεπὰ κατὰ στάσιν ταῖς πόλεσι, γιγνόμενα μὲν καὶ αἰεὶ ἐσόμενα, ἕως ἂν ἡ αὐτὴ φύσις ἀνθρώπων ᾖ ...»
Παράβαλε καὶ τὰ ἀναφερόμενα ἀπὸ τὸν Δημήτριο Δημόπουλο στὸ «Ἄδυτο τῶν Ἑλληνικῶν Μαντείων», ἐκδ. «Ἐλεύθερη Σκέψις», 2000, κεφ. «Τὸ λυκόφως τῶν θεῶν» (ὄχι τὸ γνωστότερο, ἀλλὰ ἴσως τὸ καλύτερο βιβλίο τοῦ σημαντικοῦ αὐτοῦ ἐθνικιστοῦ συγραφέως· ἔργον πραγματικῆς ἀρχαιογνωσίας):
«Ἡ βαθμιαία ὑποβάθμισι τῆς ἀξιοπιστίας τῶν Μαντείων εἶχε ἀπὸ καιρὸ προετοιμασθῆ ἀπὸ τοὺς σοφιστές, ποὺ ἀξιοποίησαν τὴν ἀλληλοφαγωμάρα τῶν Ἑλλήνων. Ὅταν ἕνα Μαντεῖο π.χ. προέβλεπε τὴν νίκη μιᾶς πόλεως, ἡ ἄλλη δυσανασχετοῦσε (ὅπως εἶχε γίνει στὸν Πελοποννησιακὸ πόλεμο μὲ τὴν Ἀθήνα, ποὺ θεώρησε ὅτι τὸ Δελφικὸ Μαντεῖο «λακωνίζει» ἤ, ἀργότερα, ὅτι «φιλιππίζει»). «Ἀναμφίβολα, ἡ πολιτικὴ χρησιμοποίησι τῶν Μαντείων καὶ ἡ ὑποψία ὅτι πολλοὶ χρησμοὶ εὐνοοῦσαν τὴν μία ἢ τὴν ἄλλη δύναμι, εἶναι ἀπὸ τὶς κυριώτερες αἰτίες τῆς προοδευτικῆς δυσαρέσκειας καὶ δυσπιστίας τῶν Ἑλλήνων στὴν Μαντική». [R. Flaceliere, «Μάντεις καὶ Μαντεῖα στὴν Ἀρχαία Ἑλλάδα», 1968] Ὁ ἀλληλοκτόνος φανατισμὸς ὁδήγησε παράλληλα στὸ κατάντημα, νὰ πιστεύεται ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ «ἐξαγορασθῆ» τὸ Θεῖον μὲ βαρύτιμα ἀναθήματα στὸ Δελφικὸ Μαντεῖο (εἶχε λησμονηθῆ ὁ χρησμός, ὅτι ὁ θεὸς προτιμᾶ, «ἀντί τῶν βαρυτίμων θυσιῶν, αὐτὴν τοῦ Ἀγακλύτου, ποὺ ἔριξε στὸν βωμὸ λίγο ζυμαρικὸ με τὰ τρία του δάκτυλα»!). Ἐθεωρεῖτο μάλιστα «παρασπονδία» τοῦ θεοῦ, ὅταν ὁ χρησμὸς δὲν ἦταν εὐνοϊκός! Ἀλλὰ καὶ τὰ ἴδια τὰ ἀναθήματα, μὲ ἐπιγραφὲς ἐντροπῆς (τῆς μίας πόλεως ἐναντίον τῆς ἄλλης), εὐτέλιζαν τὸν ἱερὸ δελφικὸ χῶρο [Πλούταρχος, «Περὶ τοῦ μὴ χρᾶν ἔμμετρα νῦν τὴν Πυθίαν», 401 C], ἐνῶ εἶχε ἀτονήσει ὁ παλαιὸς ἄγραφος νόμος, νὰ μὴν χρηστηριάζονται καθόλου οἱ Ἕλληνες ἐνόσω πολεμοῦν μεταξύ τους [Ξενοφών, «Ἑλληνικά», Γ 2, 22] - ὁ νόμος δηλαδὴ ἐκεῖνος, ποὺ τελικῶς ἐπιβίωσε μόνον γιὰ τὴν τέλεσι τῶν Ὀλυμπιακῶν ἀγώνων.»
Οἱ Δελφοὶ ἤθελαν τὴν ἔνωσι τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν ἦταν δυνατὸν πρὶν ἡ πόλις-κράτος φθάσῃ στὰ ὅριά της.
2 σχόλια:
Εξαιρετικό.
Εύγε
Δημοσίευση σχολίου