«Tὴ γλῶσσα μοῦ ἔδωσαν ἑλληνική· τὸ σπίτι φτωχικὸ στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου. Μονάχη ἔγνοια ἡ γλῶσσα μου στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου.» (Ὀδυσσέας Ἐλύτης, «Ἄξιον ἐστί»)

Σελίδες Πατριδογνωσίας - Περικλῆς Γιαννόπουλος - Ἡ Ἑλλὰς τοῦ ΟΧΙ - Ἀντίβαρο - Πολυτονικό

Κυριακή 22 Μαρτίου 2009

Τὸ πνεῦμα τῆς παράδοσης

Ἡ μελέτη τῶν παραδόσεων τῶν λαῶν ὁδηγεῖ τὸν μελετητή, ἀργὰ ἢ γρήγορα, σὲ μερικὰ βασικὰ συμπεράσματα:

1. Πὼς οἱ παραδόσεις αὐτὲς εἶναι ἐπιβιώσεις πανάρχαιων ρυθμῶν ἢ μορφῶν πού, παρὰ τὶς μεταμορφώσεις ποὺ ἔπαθαν στὸ πέρασμα τοῦ χρόνου, κρατοῦν ἀναλλοίωτη τὴν ἀρχέγονη οὐσία των.

2. Πὼς ἡ καθεμιὰ εἶναι γνήσια ἔκφραση τῆς ψυχῆς τῆς κάθε ἐθνότητας, τῆς βασικῆς αὐτονομίας της, μὰ πώς ὅλες ἀνήκουν στὴν παγκόσμια οἰκογένεια τῆς μιᾶς καὶ ἑνιαίας παράδοσης ὅλων τῶν λαῶν τῆς γῆς.

3. Πὼς ὅλες δὲν ἀπέχουν ἐξίσου, ὅπως ὀρθὰ διέκρινε ἕνας ποιητής μας, ὁ Ἄγγελος Σικελιανός, ἀπὸ τὸ πνευματικὸ κέντρο τῆς καθολικῆς αὐτῆς παράδοσης, μὰ πὼς ἡ καθεμιὰ ἀντανακλᾶ, ἄλλη λιγότερο ἄλλη περισσότερο, καὶ πλέον καθαρὸ τὸ φῶς τοῦ πνεύματός της.

4. Πὼς ἡ ἑλληνικὴ παράδοση ἀπὸ θεία μοίρα ἀνήκει στὶς τελευταῖες τοῦτες, συνθέτοντας, ἐξαιτίας τῆς προνομιακῆς της θέσης ἀπάνω στὸν πλανήτη μας, τὰ πνευματικὰ ρεύματα ὅλης τῆς οἰκουμένης.

Ὁ φωτισμένος νοῦς, ἀργὰ ἢ γλήγορα, θ᾿ ἀναγνωρίσει πὼς ἔξω ἀπὸ τούτη τὴ μιὰ καὶ μόνη, τὴν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου παράδοση, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει παρὰ μόνο τὸ ψευδὲς καὶ τὸ ἐφήμερο. Γιατὶ τούτη μόνη εἶναι ἡ ἔκφραση τοῦ ἑνὸς καὶ ἀίδιου λόγου, τοῦ λόγου πού, ὅπως εἶπε ὁ Ἡράκλειτος, δὲν εἶναι τίποτ᾿ ἄλλο παρὰ ἡ ἐξήγησις τοῦ τρόπου τῆς τοῦ παντὸς διοικήσεως καὶ ποὺ ὅσο κοινωνοῦμε ἀπὸ τὴ Μνήμη της πετυχαίνουμε τὸ ἀληθινό, ἐνῶ ὅταν ἀντίθετα ἰδιάσωμεν, περιοριστοῦμε δηλαδὴ στὸ στενὸ ἀτομικό μας ἐγώ, ἁμαρτάνουμε, ἀστοχοῦμε μ᾿ ἄλλους λόγους τὴν ἀλήθεια.

(Δημήτρης Πικιώνης, «Τὸ πνεῦμα τῆς παράδοσης», 1951)

* * *

Ματαιότατον φῦλον, ἀναφέρει ὁ Πίνδαρος, ὅστις αἰσχύνων ἐπιχώρια παπταίνει (γυρεύει) τὰ πόρσω (τὰ μακρινά), ἀφήνοντας ἀτέλεστα τὰ ἱερότατα χρέη τῆς Φυλῆς...

(Δημήτρης Πικιώνης, «Ὑποθῆκες ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ παράδοση», 1963)

Σημείωσις:
Ἀπὸ μνήμης τὰ πάμπολλα ἀρχαῖα χωρία, σημειώνει ὁ ἐπιμελητής τῆς ἐκδόσεως. (Τότε δὲν ὑπῆρχε TLG.)

ἔστι δὲ φῦλον ἐν ἀνθρώποισι ματαιότατον,
ὅστις αἰσχύνων ἐπιχώρια παπταίνει τὰ πόρσω,
μεταμώνια θηρεύων ἀκράντοις ἐλπίσιν.
(Πίνδαρος, Πύθια, ᾠδὴ 3η, στ. 21-23)

(Χαμένο κορμὶ ὅποιος περιφρονεῖ τὰ πάτρια γυρεύοντας τὰ ξένα. (Ἀπόδοσις ἡμετέρα.))

«Ἡ τέχνη ἦταν γιὰ μένα θρησκευτικὴ πράξη εὐλάβειας καὶ λατρείας πρὸς τὴν Μητέρα Φύση»

Γεννήθηκα τὸ 1887 στὸν Πειραιά· Οἱ γονεῖς μου κατάγονταν ἀπὸ τὴ Χίο.
...

Ἐκεῖ κάτω, εἰς τὰ βράχια τῆς Φρεαττύδας ποὺ καθημερινὰ μᾶς πήγαινε τὴν ἀδελφή μου κι ἐμένα ἡ γιαγιά μας, ἀνάμεσα στὰ τραχιὰ ἐκεῖνα βράχια, ὅπου ἡ αὔρα ἔσειεν ἁπαλὰ τὸ μίσχο τοῦ φυτοῦ ποὺ φύτρωνε στὶς κουφάλες τῶν βράχων, στὸ χῶμα τὸ θεοφόρο, τὸ σπαρμένο ἀπὸ τὰ θραύσματα τῶν ἀγγείων, ἀνάμεσα ἀπὸ τὰ χαίνοντα πηγάδια ποὺ μοῦ μιλοῦσαν γιὰ τοὺς ἀρχαίους κατοίκους αὐτῆς τῆς γῆς, τῆς γῆς μου, ἐμόρφωνα τὴ συνείδησή της, ἔπλαθα τὴν ἱστορία της...
Κατὰ τὴ διάρκεια ἀκόμη τῶν γυμνασιακῶν μου σπουδῶν, ἔκανα συχνὰ ὁδοιπορίες ἐξερευνώντας τὸ ἀττικὸ τοπίο. Ποιὰ χαρὰ ἐχάριζε στὴν ψυχὴ ἡ θέα τοῦ ἀνασκαλεμένου χώματος τῶν περιβολιῶν ποὺ ἄχνιζε κάτω ἀπὸ τὶς καυτὲς ἀχτίδες τοῦ ἥλιου!... Ὤ, ποιὰ χαρὰ στὴν ἀναπάντεχη θέα ἑνὸς ἄγνωστου γκρεμνοῦ, μιᾶς συστάδας ἀπὸ ἐλιές. Καὶ τὸ διάβα ἀνάμεσα στὸν ἱερὸ ἐλαιώνα. Καὶ οἱ ὑπώρειες τοῦτες τῆς Ἀθήνα, οἱ ὑπώρειες καὶ οἱ βράχοι... Κι οἱ σπηλιὲς τῶν γκρεμνῶν γύρω ἀπ᾿ τῆς Παλλάδας τὸ βράχο, καὶ ὁ τρισεύγενος ναός της... Πέρα, τῶν βουνῶν καὶ τῶν λόφων ἡ μουσικὴ ἀρμονία. Καὶ ὁ ἁγνότατος αἰθέρας, καὶ τὸ λαμπρότατο φῶς, καὶ τῶν ὡρῶν τοῦ δειλινοῦ ἡ ἀνείπωτη ἁρμονία.

[1904] Εἶχα ἤδη κάμει τὴ γνωριμιὰ τοῦ Καμπούρογλου καὶ τοῦ Περικλῆ Γιαννόπουλου. Ὁ πρῶτος ἦταν ὁ Ἀθηναῖος πρεσβύτης ποὺ λὲς κι ἐξεπήδησε ἀπὸ ἀρχαῖο ἀνάγλυφο. Μπροστά του εἶχες τὴν αἴσθηση πὼς ἐκεῖνος εἶναι ὁ γηγενὴς αὐτῆς τῆς χώρας καὶ πάροικοι οἱ ἄλλοι. Ὁ Γιαννόπουλος... Περίμεναν απ᾿ αὐτὸν νά ᾿ναι αὐτὸ ποὺ στὴν ἐποχή του δὲ θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ γίνει. Ἂς μᾶς ἀρκέσει ὅτι ἐνσάρκωνε ὁ ἴδιος τὸ εὐγενέστερο καὶ πλέον ὑπερήφανο εἶδος τοῦ Ἕλληνα.
...

[1906-1908] Ἦταν ὁ Γιαννόπουλος καὶ ὁ Παρθένης ποὺ ἔπεισαν τὸν πατέρα μου νὰ μ᾿ ἀφήσει νὰ πάω νὰ σπουδάσω ζωγραφική. Τέλος, τὸ 1908, ἐπῆγα στὸ Μόναχο. [...] Παρίσι (1909-1912).
...

Ἐδιάβαζα Αἰσχύλο, καὶ τὰ μάτια μου ἐγέμιζαν δάκρυα ἀναπολώντας, ὅπως ἡ ἡρωίδα τοῦ Γκαῖτε, τὴ μακρινὴ γῆ τῶν Ἑλλήνων.
...

[1912] Τὴν ἄλλη μέρα ἔφευγα γιὰ τὴν Ἑλλάδα.
Ὅταν τὸ βαπόρι ἔφτασε στὴν Πάτρα, ἡ κρύα ἀκτινοβόλα ἀσπράδα ἑνὸς μαρμάρου ποὺ κείτονταν ἀπάνω στὸ λασπωμένο χῶμα, μοῦ φάνταξε στὰ μάτια, κι εὐθὺς εἶπα μέσα μου: «πρέπει ν᾿ ἀναθεωρήσω ὅτι ἔμαθα». Τόση ἦταν ἡ κρύα ἀντίθεση τῆς ἀσπράδας του μὲ τὰ τριγύρω.
Στὸν Πειραιά, γυρίζοντας μιὰ μέρα στὸ πατρικὸ τὸ σπίτι, αἰσθανόμουν τὸν ἥλιο νὰ φλογίζει τὴν ἐπιδερμίδα μου, μὰ μπαίνοντας στὴ σκιά, ἡ κρυάδα της μ᾿ ἔκανε νὰ ριγήσω... Ἀναλογίστηκα πὼς οἱ βίαιες τοῦτες ἀντιθέσεις τοῦ κλίματος, ὅπως τὶς ἀντικρύζαμε ἐπὶ αἰῶνες, θά ᾿ταν οἱ αἰτίες ποὺ διέπλασαν τὶς ἀντιθέσεις τοῦ χαρακτήρα τῆς ράτσας μας.
Οἱ ἀρχαῖοι, στοχάστηκα, εἶχαν ὑποτάξει τοῦτες τὶς ἀντιθέσεις στὴν κατατομὴ τῶν γείσων των καὶ τῶν κυματίων των. Και δὲν πέρασαν δυὸ μέρες ποὺ στὰ λαϊκὰ χαμόσμιτα τοῦ Πειραιᾶ εἶδα στὴν ὀξεία γωνία ποὺ σχηματίζει ἡ μονόριχτη στέγη τους, στὸ σημεῖο ὅπου ἀνταμώνει τὸν πίσω τοῖχο, ὑλοποιημένη τὴν ἀντίθεση τούτη. Οἱ παρατηρήσεις τοῦτες μ᾿ ἕκαναν, παρατώντας τὴ συμβατικὴ μάθηση, νὰ μπῶ σ᾿ ἕναν αὐτόνομο δρόμο ποὺ μὲ δίδασκε ἡ φύση. Ἀπό τότε, ἡ ἀνάγκη τοῦ «κοινοῦ» καὶ τοῦ «κύριου» ποὺ μᾶς μιλάει ὁ Σολωμός, ἦταν ἡ ἔμμονη ἐπιδίωξή μου...
...

[1912-1920] Ἀλλ᾿ ἂς διαβάσω ἀπ᾿ τὶς γραμμὲς τὶς μισοσβησμένες ποὺ ἐγράφηκαν ἀπὸ τότε:

«Ἐλιά; Ἐσὺ εἶσαι τὸ ἅγιο τὸ δέντρο; Γιὰ σένα εἶπαν οἱ ἄνθρωποι οἱ παλιοὶ πὼς ἡ οὐσία σου εἶναι καθαρὴ γιατ᾿ εἶναι φωτὸς ὕλη;
»Πές μου, γιατὶ εἶναι βασανισμένος ὁ ἱερὸς κορμός σου; Τὰ τόσα στριφογυρίσματά του μὴν εἶναι τάχα τοῦ μόχθου σου τὰ σημάδια γιὰ τῆς πνευματικῆς σου ἀρχῆς, ποὺ ἐνσαρκώνεις, τὴν πραγμάτωση;
Ἐσὺ εἶσαι ἡ ἄμπελος ὁποὺ ἀναφέρει ἡ Γραφή; Γονατίζω καὶ φυλάω τὸ χῶμα ποὺ σὲ θρέφει. Ἰδές, εἶναι χαρακωμένο, ἀπ᾿ τοῦ Ἥλιου τὴ φλόγα... Ἀλλ᾿ ἐσὺ τὴ φλόγα τούτη μεταλλάζεις σὲ θεῖο πνεῦμα δρόσου...»
...

Ἡ ἄσκηση τῆς πρακτικῆς τοῦ Σεζὰν μὲ ἤγαγε μακριὰ ἀπ᾿ τὰ ἰδεώδη τῆς Δύσης. Ἡ Ἀνατολὴ καὶ τὸ Βυζάντιο μοῦ ἀποκάλυψαν πὼς ἡ δημιουργία μιᾶς ἀνηγμένης ἀπ᾿ τὴ φύση καὶ ἀπ᾿ τὴν ὕλη τῆς μίμησης συμβολικῆς γλώσσας, εἶναι ὁ δρόμος ὁ μόνος ἔγκυρος καὶ ἄξιος τοῦ πνεύματος γιὰ νὰ ἐκφράσει τὶς ἰδέες καὶ τὰ συναισθήματά μας ἀπ᾿ τὴ Ζωή.
Κάποιος εἶπε σωστὰ πὼς ἀπ᾿ τὴν ὑπεύθυνη στάση μας ἀνάμεσα Ανατολῆς καὶ Δύσης θὰ ἐξαρτηθεῖ ἡ πορεία τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Θὰ προσθέσω: κι ἀπὸ τὴν ἀρμόδια σύνθεση τῶν ἀντιθετικῶν ρευμάτων σὲ μιὰ νέα μορφή. Θὰ μποροῦσα ν᾿ ἀναλύσω πῶς παρουσιάζεται τὸ πρόβλημα τοῦτο στὴν Ἀρχιτεκτονική. Μὰ θ᾿ ἀρκοῦσε ἐδῶ νὰ πῶ πὼς εἶμαι ἀνατολίτης.
...

Ἤθελα νὰ ζωγραφίζω ὁλομόναχος. Ὄχι μόνο γιατὶ ἕνας δὲν εἶναι πρόθυμος πάντα νὰ δείξει εἰς τοὺς ἄλλους τὶς ἐνδεχόμενες ἀδυναμίες του, μὰ γιατὶ ἡ τέχνη ἦταν γιὰ μένα θρησκευτικὴ πράξη εὐλάβειας καὶ λατρείας πρὸς τὴν Μητέρα Φύση, καὶ τὴν ἱερότητα τούτη κίνδυνος θἀ ᾿ταν ἡ ἀμάθεια τῶν πολλῶν νὰ τὴν προσβάλει. Μόνος λοιπὸν ἐπήγαινα εἰς τὸ ἄλσος τοῦτο, ποὺ ἦταν τὸ ἄδυτό μου. Μόνος ἢ μὲ τὸ Στέρη. Καὶ ἐκεῖνος αἰσθανόταν ὅμοια μὲ ἐμένα κι ἐσεβόταν τὶς θρησκευτικὲς τοῦτες στιγμὲς τοῦ ἄλλου.

Ἡ τέχνη εἶναι ὑπακοὴ στοὺς συμπαντικοὺς Νόμους, τοὺς αἰώνιους. Κι ἀναδιφώντας πάλι τὰ χαρτιά, ξαναβρίσκω ἕνα πεζὸ ποίημα ποὺ ἄρχιζε ἔτσι:

«ΕΥΣΕΒΕΙΑ
»Ἔθεσες παντοῦ Νόμους, ὦ Θεέ. Δῶσε νὰ τοὺς ἀκολουθῶ, δῶσε νὰ μὴν τοὺς προσβάλλω.»
...

Ἀπορῶ καὶ θαυμάζω πόσα δάκρυα «καὶ πάλι δάκρυα» ὁ ἄνθρωπος ὁ «ἄμφω βροτόσωμος καὶ ἄμβροτος ἀκαμάτοις θεότητος ὅροις» εἶναι ὁρισμένο νὰ ὑποφέρει γιὰ τὴν πνευματική του ἀνάβαση...

Νέοι, ἀποβάλλοντας τὸ θέλημα τὸ ἀτομικό, κατεβεῖτε εἰς τὸ σκάμμα τῆς ὑπακοῆς. Αὐτὴ καὶ μόνη θὰ σᾶς χαρίσει τὴν ἀληθινὴ ἐλευθερία. Καὶ μὴν ὀκνήσετε ποτέ, γιατ᾿ εἶναι γραμμένο πὼς «τὸ νὰ μὴν μπορέσουμε, ἴσως κάποτε μᾶς συγχωρεθεῖ· τὸ νὰ μὴν προσπαθήσουμε, ποτέ.»

Σημειώσεις:

Ἀποσπάσματα ἀπὸ αὐτοβιογραφικὸ σημείωμα τοῦ Δημήτρη Πικιώνη (α' δημοσίευσις στὸ περιοδικὸν «Ζυγός», 1958). Πηγή: «Δημήτρη Πικιώνη, Κείμενα», Μορφωτικὸ Ἴδρυμα Ἐθνικῆς Τραπέζης, Ἀθήνα 2000, ISBN 960-250-176-6. Πρόλογος Ζήσιμου Λορεντζάτου. Ἐπιμέλεια: Ἁγνὴ Πικιώνη - Μιχάλης Παρούσης.

Ὁλόκληρο τὸ ἀνωτέρῳ κείμενο εὐρίσκεται σὲ ἠλεκτρονικὴ μορφὴ στὶς ἱστοσελίδες γιὰ τὸν Πικιώνη τοῦ eikastikon καὶ τῆς Μυριοβίβλου. Δυστυχῶς, ἀπὸ τεχνικὴ ἄγνοια πιθανῶς, ἔχει παραχαραχθεῖ τὸ πρωτότυπο, μὲ ἐφαρμογὴ τοῦ ἀκαλαισθήτου καὶ ἀσεβοῦς πρὸς τὴν αἰσθητικὴ καὶ φιλοσοφία τοῦ δημιουργοῦ, μονοτονικοῦ. (Ἡ ἔκδοσις τοῦ ΜΙΕΤ σέβεται τὸ αὐθεντικὸ πολυτονικό.)

Θὰ ἀκολουθήσουν, σὲ ἐπόμενες δημοσιεύσεις μου, καὶ ἄλλα, ἀδημοσίευτα ἀκόμη ἠλεκτρονικῶς, κείμενα τοῦ μεγάλου αὐτοῦ μύστου τῆς ἑλληνικότητος.

Διαβάστε ἐπίσης: «Δημήτρης Πικιώνης», «7 ἡμέρες - Καθημερινή», 16 Ὀκτ. 1994.

Φωτογραφίες:

α) Δημήτρης Πικιώνης.
β) Δημήτριος Καμπούρογλου, ὁ Ἀθηναῖος (1852-1942).
γ) Ἐλαία, Γύθειον. [Φωτογραφία (1600x1200) τοῦ jimmythebest ἀπὸ τὸ DPGR.]
δ) Γεράσιμος Στέρης, «Δέντρα στὴν ἀκτή», λάδι σὲ καμβά, 39x47 ἑκ. [eikastikon]

Δευτέρα 2 Μαρτίου 2009

Τὸ ἑλληνικὸ ἐρωτηματικὸ εἶναι τὸ ; καὶ γράφεται μὲ τὸ πλῆκτρο Q

Φίλη μοῦ ἔστειλε τὴν κάτωθι φρικτὴ εἴδησι:

«No more street sign apostrophes in England's second-largest city»
Fox News, Saturday, January 31, 2009

«On the streets of Birmingham, the queen's English is now the queens English.

England's second-largest city has decided to drop apostrophes from all its street signs, saying they're confusing and old-fashioned.»

A street sign naming St. Paul's Square with an apostrophe is seen. The local government will stop using apostrophes in its street signs.

...καὶ τὸ σχόλιο φίλου τῆς παλαιᾶς καλῆς τυπογραφίας:

«The horror, the horror...
I guess we people who care about the difference between an en dash and a hyphen, a true apostrophe and a foot sign, a double closing quotation mark and a inch sign are an endangered species. Basically extinct now, if you ask me.
Saddening to hear this, especially from England with its grand history of renowned typographers, type cutters, private presses and printers - from Joseph Moxon in the 17th century to my deceased friend Justin Howes, who thoroughly researched and digitized the Caslon typeface. Shame, shame, shame! England was the last country in universe I had expected this from!»

O tempora, o mores!

Σχολίασα εγώ:

«Τρομερό! Μετὰ τὴν κατάργησι τῶν πνευμάτων καὶ τῶν τόνων, τώρα αὐτό!
Στοὺς ὑπολογιστὲς τώρα, ἀπόστροφος ( ᾿ ) (πολυτονικὸ πλῆκτρο AltGr-', space) ὑπάρχει μόνον στὸ unicode, ἐνῷ τὰ ἑλληνικὰ εἰσαγωγικὰ ( «» ) (πλῆκτρα AltGr-[ καὶ AltGr-]) περιλαμβάνονται καὶ στὸ 8-bit ascii.
Ἀλλὰ ἡ ἐσχάτη κατάπτωσις τῆς ἑλληνικῆς γραφῆς στὸ Διαδίκτυο εἶναι ἡ ἀντικατάστασις τοῦ ἑλληνικοῦ ἐρωτηματικοῦ ( ; ) ἀπὸ τὸ βαρβαρικὸν ? .
Ἐπαναλαμβάνω, λοιπόν:

Τὸ ἑλληνικὸ ἐρωτηματικὸ εἶναι τὸ ; καὶ γράφεται μὲ τὸ πλῆκτρο Q
»

...Εὐτυχῶς, φίλος ἀπὸ πανεπιστήμιο τῆς Γαλλίας ἐξέπεμψε μιὰ ἀχτίδα φωτός:

«Ναί, αὐτὰ τὰ ἑλληνικὰ εἰσαγωγικὰ καὶ ἡ ἀπόστροφος εἶναι ἐπίσης καὶ γαλλικά, καὶ συστηματικὰ τὰ διορθώνουμε σὲ ὅλους τοὺς φοιτητὲς ποὺ μᾶς παραδίδουν ἐργασίες μὲ "" ἀντὶ γιὰ «» καὶ μὲ ' ἀντὶ γιὰ ’. Κι ἂν μᾶς ποῦν ὅτι εἴμαστε laboratoire d'informatique (κι ὄχι φιλόλογοι) τοὺς ἐξηγοῦμε ὅτι ἀκριβῶς εἶναι ζήτημα σωστῆς χρήσης informatique νὰ γράφεις στὸν ὑπολογιστὴ εὐρωπαϊκὰ κι ὄχι ἀμερικάνικα.»

Allons enfants de la Patrie!

(Πρὸ καιροῦ, ὁ ἴδιος μοῦ εἶχε πεῖ ὅτι τὸ πανεπιστήμιό τους ἐπρόκειτο νὰ ἐπιστρέψῃ software στὸν κατασκευαστή, ἀκυρώνοντας τὴν σύμβασι, ἐὰν ἡ ἐταιρεία δὲν διέθετε εἰδικὸ patch γιὰ τὴν γαλλικὴ γλῶσσα, ὥστε ὁ Γάλλος χρήστης νὰ μπορῇ νὰ βάζῃ στὸ username καὶ στὸ password (!) χαρακτῆρες μὲ accent aigu, accent grave, accent circonflexe! Ὄχι παίζουμε!)

Κυριακή 1 Μαρτίου 2009

Ἡ φλογέρα τοῦ βασιληᾶ

Σπυρίδων Ζαμπέλιος χαρακτήρισε τὴν προσκύνησι τοῦ τάφου τοῦ Ἀχιλλέως ἀπὸ τὸν Ἀλέξανδρο τὸν Μέγα ὡς τὴν σημαντικότερη στιγμὴ τῆς ἀρχαίας μας Ἱστορίας. Θὰ μπορούσαμε ἀναλόγως νὰ χαρακτηρίσουμε τὴν προσκύνησι τῆς Ἀθηνᾶς - Παναγίας Ἀθηνιώτισσας ἀπὸ τὸν Βασίλειο Β' τὸν Μακεδόνα ὡς τὴν σημαντικότερη στιγμὴ τῆς μεσαιωνικῆς μας Ἱστορίας.

Στιγμὲς ὅπου συγκεφαλαιοῦται ἡ Ἱστορία ὁλόκληρη τοῦ Ἔθνους. Ὅπου συναντῶνται ἡ μυθικὴ μὲ τὴν ἀρχαία καὶ μὲ τὰ προοιωνίσματα τῆς αὐτοκρατορικῆς χριστιανικῆς Ἑλλάδος, στὴν πρώτη περίπτωσι, ἡ μνήμη καὶ κληρονομιὰ τῆς ἀρχαίας μὲ τὴν αὐτοκρατορικὴ χριστιανικὴ καὶ τὰ προοιωνίσματα τῆς νεωτέρας στὴν δεύτερη περίπτωσι.

Ἡ Ρωμανία στὴν κορύφωσι τῆς δόξης, μὲ τὸν Βασίλειο ἐπικεφαλῆς, Βασιλέα- Στρατιώτη, σὰν τὸν Ἀλέξανδρο καὶ τὸν Ἠράκλειο· ξεκινοῦσε μὲ τὴν ὁρμὴ τοῦ κεραυνοῦ ὁ δῖος υἱὸς τοῦ Φιλίππου, ἐπέστρεφε θριαμβευτὴς ἀπο τὴν μάχη τοῦ Κλειδίου, σαράντα χρόνια ἤδη βασιλεὺς καὶ στρατιώτης, ὁ Αὐτοκράτωρ τῶν Ρωμαίων. Στὴν ταπεινὴ Ἀθήνα τῆς ἐποχῆς εὐχαρίστησε ὁ βασιλεὺς τὴν Ὑπέρμαχο Στρατηγό, ἐκεῖ ὅπου ὁ στρατηλάτης εἶχε ἀφιερώσει τὰ λάφυρα τοῦ Γρανικοῦ στὴν Πρόμαχο Ἀθηνᾶ. Ἡ Αὐτοκρατορία (ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος εἶχε μεταφέρει τὸ κέντρο της στὴν Ἑλληνικὴ Ἀνατολή, μὲ τὶς «Νεαρὲς» τοῦ Ἰουστινιανοῦ υἱοθετήθηκε γιὰ πρώτη φορὰ ἀπὸ τὴν ἀνώτατη διοίκησι καὶ νομοθεσία ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα -στὴν τέχνη καὶ στὴν ἐπιστήμη ἦταν βεβαίως ἀνέκαθεν κυρίαρχη ἡ γλῶσσα καὶ τὸ Ἑλληνικὸ πνεῦμα-, καὶ ἐπεκράτησε πλήρως ἐπὶ Ἡρακλείου, ὁ ὁποῖος ἔλαβε τὸν ἑλληνικὸν τίτλον τοῦ βασιλέως, καὶ Ἰσαύρων), ἀπολύτως πλέον βασισμένη στὸν ἑλληνισμό. Σὰν ἐκείνη ἡ στιγμὴ νὰ ἐσφράγιζε ἐτοῦτο τὸ γεγονός. Ὁ Ἱερὸς Βράχος, κουρασμένος καὶ ἀπορροφημένος στὶς ἀρχαῖες θύμησες, μᾶς λέγει ὁ ἐθνικός μας βάρδος, ὁ Κωστῆς Παλαμᾶς, στὴν ἐμπνευσμένη «Φλογέρα τοῦ Βασιλιᾶ», βλέπει ἀπὸ μακρυὰ νὰ φουντώνῃ ὁ κουρνιαχτός, ἡ βοὴ κι ἡ λάμψι τῶν ἁρμάτων τοῦ Βαισλείου, καὶ ξυπνᾷ: Μήν εἶναι ὁ Ἰουλιανός, λέγει, ποὺ ἔρχεται νὰ ἀναστήσῃ τοὺς ἀρχαίους θεούς; Ἢ μήπως ὁ Ἀλάριχος ποὺ ἔρχεται νὰ τοὺς γκρεμίσῃ; Ὄχι, μήτε τὸ ἕνα, μήτε τὸ ἄλλο.

Πέστε μου, γύρω μου οὐρανοὶ καὶ κόσμοι, ἐσεῖς, ποιὸς εἶναι;
Κι ἄν, οὐρανοὶ καὶ κόσμοι ἐσεῖς, δὲ μοῦ μιλᾶτε, ἀφῆστε,
ἀφῆστε Ὀλύμπιο νὰ τὸν πῶ, νὰ κράξω: «Ἐσ᾿ εἶσαι, ὁ Ἄρης!»
Ὁ Ἄρης εἶσαι κ᾿ ἔρχεσαι καὶ κλεῖς μέσ᾿ στὴν καρδιά σου
μὲ μιὰ καινούρια δύναμη τὴν ἴδια τὴν Ἑλλάδα.

Τὰ πρῶτα σκιρτήματα τοῦ νέου Ἑλληνισμοῦ, σύντομα θὰ γίνονταν φανερά.

Βασίλειος Β' ὁ Μακεδών, λοιπόν, ὁ ἀποκληθεὶς ἀργότερα Βουλγαροκτόνος. Ὁ ἀκατάβλητος βασιλεὺς καὶ στρατιώτης. Αὐτὸς ποὺ ἐφώτισε τοὺς Ρώσους (ἡ ἀδελφή του, Ἄννα ἡ Πορφυρογέννητη, ἐδόθη σύζυγος στὸν Βλαδίμηρο τὸν Μέγα καὶ ἡγήθηκε τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ καὶ φωτισμοῦ τῶν Ρώσων). Αὐτὸς ποὺ ταπείνωσε τοὺς «δυνατούς», αυτὸς ποὺ ἐπανέφερε τὸ «ἀλληλέγγυον» καὶ συμπαραστάθηκε στὸν μικροκαλλιεργητὴ καὶ στρατιώτη, στὴν ψυχὴ τῆς αὐτοκρατορίας. Αὐτὸς ποὺ πέρασε στὸν θρύλο. Συνοψίζει ὁ καθηγητὴς Βλάσιος Φειδᾶς: «Μεγάλος αὐτοκράτωρ, ἐξαίρετος στρατηγὸς καὶ συνετὸς διοικητής. Ἡ μακροχρόνια βασιλεία του ὑπῆρξε μιὰ ἀπὸ τὶς λαμπρότερες περιόδους ἀκμῆς τοῦ Βυζαντίου, μιὰ πραγματικὴ ἐποποιία, κεντρικὸ πρόσωπο στὴν ὁποία ἦταν ὁ ἴδιος. Ὁ ἡρωισμὸς καὶ οἱ νικηφόροι ἀγῶνες του παρέμειναν ἔντονα στὴ μνήμη τῶν Βυζαντινῶν καὶ ἀποτυπώθηκαν σὲ τραγούδια καὶ ἔπη. Ὁ Βασίλειος ἦταν ὄχι μόνο ὀραματιστὴς ἀλλὰ καὶ μεγαλόπνοος ἐκτελεστὴς τοῦ ὁράματος μίας ἀκμαίας καὶ παντοδύναμης αὐτοκρατορίας.» Χαρακτηριστικοὶ εἶναι οἱ ἀκόλουθοι ἐπιτάφιοι στίχοι ἄγνωστου συνθέτη γιὰ τὸν Βασίλειο:

Ἄλλη μὲν ἄλλοι τῶν πάλαι βασιλέων
αὐτοῖς προαφώρισαν εἰς ταφὴν τόπους·
ἐγὼ δὲ Βασίλειος, πορφύρας γόνος,
ἴστημι τύμβον ἐν τόπῳ γῆς ἑβδόμου,
καὶ σαββατίζω τῶν ἀμετρήτων πόνων,
οὗς ἐν μάχαις ἔστεργον, οὗς ἐκαρτέρουν·
οὐ γὰρ τὶς εἶδεν ἠρεμοῦν ἐμὸν δόρυ,
ἀφ᾿ οὗ βασιλεὺς οὐρανῶν κέκληκέ με
αὐτοκράτορα γής, μέγαν βασιλέα,
ἀλλ᾿ ἀγρυπνῶν ἅπαντα τῆς ζωῆς χρόνον
Ῥώμης τὰ τέκνα τῆς νέας ἐρρυόμην,
ὁτὲ στρατεύων ἀνδρικῶς πρὸς Ἑσπέραν,
ὁτὲ πρὸς αὐτοὺς τοὺς ὅρους τοὺς τῆς Ἔω.
Καὶ μαρτυροῦσι τοῦτο Πέρσαι καὶ Σκύθαι,
σὺν οἷς Ἀρασγοί, Ἰσμαήλ, Ἄραψ, Ἴβηρ.
Καὶ νῦν ὁρῶν, ἄνθρωπε, τόνδε τὸν τάφον,
εὐχαῖς ἀμείβου τὰς ἐμᾶς στρατηγίας.

... Τὸ 1204 οἱ βάρβαροι Φράγκοι ἅλωσαν τὴν Πόλι. Οὔτε οἱ τάφοι τῶν αὐτοκρατόρων δὲν γλύτωσαν: συλήθηκαν ὅλοι καὶ τὰ λείψανα πετάχτηκαν ἐδῶ κι ἐκεῖ. Ὅταν οἱ Ἕλληνες ἀνέκτησαν τὴν Πόλι τὸ 1261, εὐρῆκαν στὸ νεκροταφεῖο πεταμένον ἕναν σκελετὸ στοῦ ὁποίου τὸ στόμα οἱ Φράγκοι εἶχαν βάλει περιπαικτικῶς, μιὰ φλογέρα. Δίπλα στὸν σκελετό, ἦταν παραβιασμένος καὶ συλημένος ὁ τάφος μὲ τὴν ἐπιγραφή: ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΧΡΙΣΤΩι ΤΩι ΘΕΩι ΠΙΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΚΡΑΤΩΡ ΡΩΜΑΙΩΝ. Αὐτὸς λοιπὸν ἦταν ὁ σκελετὸς τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἔδωσε στὸ Ἑλληνικὸ Μεσαιωνικὸ κράτος τὴν μεγαλύτερη δόξα ποὺ ἐγνώρισε ποτέ.

Μιὰ φλογέρα, περιπαικτικῶς, στὸ στὸμα τοῦ θρύλου, τοῦ κεραυνοῦ, τοῦ κοσμοκράτορος. Ἀλλὰ ἡ φλογέρα δὲν εἶχε σιγήσει, μᾶς λέγει ὁ ἐθνικός μας βάρδος. Ἡ φλογέρα ἄρχισε νὰ ἠχῇ, στὰ αὐτιὰ ὅσων μποροῦσαν νὰ ἀκούσουν τὶς ἀπόκρυφες βουλὲς τῶν θεῶν, καὶ νὰ ψάλλῃ τὴν αιώνια δόξα τῶν Ἑλλήνων· καὶ νὰ προφητεύει τὴν ἀνάστασί τους. Διότι ἡ ἠχώ της, σὰν τὸν Ἑλληνισμό, ἦταν ἀθάνατη. Τὴν ἄκουγαν κάποιοι τότε· τὴν ἄκουγαν χρόνια πολλὰ ἀργότερα, ὁ Μελᾶς κι ὁ Ἄγρας. Ἔγινε παραμύθι στὸ στόμα τῆς Πηνελόπης Δέλτα.

Δὲν ἔχουμε παρὰ νὰ καθαρίσουμε τ᾿ αὐτιά μας, ἐμεῖς σήμερα νὰ καθαρίσουμε τ᾿ αὐτιά μας ἀπὸ τὴν ἡχορρύπανσι τῆς παρακμῆς καὶ τῆς ἀλλοτρίωσης, ἀπὸ τοὺς κούφιους ἀλαλαγμοὺς τῶν κυμβάλων τῆς νεωτερικότητας καὶ τοῦ ἐθνομηδενισμοῦ, γιὰ νὰ τὴν ξανακούσουμε. Ἡ φλογέρα ἠχεῖ ἀκόμη.

Σχετικῶς:
+ Περικλῆς Γιαννόπουλος, «Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907. Ἀποσπάσματα, ὅπου ὁ Γιαννόπουλος διατυπώνει τὴν εμπνευσμένη θεώρησί του γιὰ τὴν σχέσι ἀρχαιότητος καὶ χριστιανισμοῦ στὸ Βυζάντιο καὶ στὸν νεώτερο Ἑλληνισμό.

+ Anthony Kaldellis, Associate Professor (Department of Greek and Latin, The Ohio State University), «A Heretical (Orthodox) History of the Parthenon». Ἐξαιρετικὰ ἐνδιαφέρον ἄρθρο γιὰ τὸν Παρθενώνα ἐπὶ Βυζαντίου καὶ τὴν συνέχεια τῆς κλασσικῆς ἀρχαιότητος στοὺς μέσους χρόνους καὶ μέχρι σήμερα. [Σχετικὸ ἄρθρον στὸ skai.gr]