«Tὴ γλῶσσα μοῦ ἔδωσαν ἑλληνική· τὸ σπίτι φτωχικὸ στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου. Μονάχη ἔγνοια ἡ γλῶσσα μου στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου.» (Ὀδυσσέας Ἐλύτης, «Ἄξιον ἐστί»)

Σελίδες Πατριδογνωσίας - Περικλῆς Γιαννόπουλος - Ἡ Ἑλλὰς τοῦ ΟΧΙ - Ἀντίβαρο - Πολυτονικό

Σάββατο 1 Αυγούστου 2009

Τῆς Φύσεως μυστικαὶ καὶ ἀόρατοι δυνάμεις... (ἢ ἐναλλακτικαὶ προτάσεις διὰ τὸ Νέον Μουσεῖον Ἀκροπόλεως)

   Πάντοτε μὲ συγκινοῦσαν οἱ παλαιές γραφικὲς εἰκόνες μὲ τὰ βοσκόπουλα καὶ τὶς βοσκοποῦλες μὲ τὰ προβατάκια ἀνάμεσα στὰ ξεχασμένα ἀρχαῖα μνημεῖα. Παραθέτω δύο ὡραιότατες τέτοιες εἰκόνες, μιὰ φωτογραφία τῆς Ἀκροπόλεως τοῦ 1903 καὶ μιὰ γκραβούρα τοῦ Στόουνχεντζ τοῦ 1870, σὲ ὑψηλὴ ἀνάλυσι.

   Ἐμβάθυνα, ὅμως, περισσότερο στὰ αἰσθήματα ποὺ μοῦ γεννοῦν οἱ εἰκόνες αὐτές, ὅταν διάβασα προσφάτως τὸ καταπληκτικὸ κείμενο τοῦ Δημήτρη Πικιώνη, τὸ ὁποῖον καὶ θὰ παραθέσω ἀκολούθως. Προσέξτε τὶ γράφει, καὶ μὲ τὶ ἔμπνευσι καὶ εὐαισθησία, γιὰ τὴν Μητέρα Φύσι ποὺ ἀγκαλιάζει στοργικῶς (καὶ ἐξαφανίζει μαζί ἀφεύκτως) τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων (καὶ τοὺς ἰδίους τοὺς ἀνθρώπους, ἄλλωστε). Καὶ γιὰ τὴν «μυστικὴ ὁμορρυθμία» ποὺ συνδέει τοὺς ἁπλοὺς Ἕλληνες μὲ τοὺς ἀρχαίους προγόνους. Μεγάλο πνεῦμα ὁ Δημήτρης Πικιώνης, μύστης τῆς Mητέρας Φύσεως καὶ τοῦ Ἑλληνισμοῦ.

   Ἐπὶ τῇ εὐκαιρίᾳ, δεῖτε καὶ τὴν ταινία «Τὸν καιρὸ τῶν Ἑλλήνων» τοῦ Λάκη Παπαστάθη (1981).

Προβατάκια παρὰ τὴν Ἀκρόπολιν. Φωτογραφία τοῦ Fred Boissonnas, 1903.
Θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι καὶ ἐναλλακτικὴ πρότασις διὰ τὴν ἀξιοποίησιν τῶν πέριξ τῆς Ἀκροπόλεως χώρων, ἀντὶ τοῦ Νέου Μουσείου. (Ἂν καὶ τὰ συγκεκριμένα προβατάκια, μᾶλλον περὶ τὸν χῶρον τοῦ σημερινοῦ ἐστιατορίου τοῦ «Διονύσου» τρώγουν χορταράκι, ἐνῷ σήμερον, εἰς τὸν ἴδιον χῶρον, κοιλαράδες νεοέλληνες τρώγουν προβατάκια, ἀστακοὺς καὶ δὲν ξέρω τὶ ἄλλον.) Ὁπωσδήποτε, ὁ φίλος Ἀνδρέας Φαρμάκις, θεωρῶν κάθε μουσεῖον -δυτικὴν, ἐπισημαίνει ἄλλωστε, ἐφεύρεσιν- ὡς «νεκροταφεῖον πολιτισμοῦ», θὰ συνηγορήσῃ ὅτι ἡ παρούσα φωτογραφία ἐκφράζει τὸν μόνον γνήσιον καὶ ἀληθὴ προορισμὸν τοῦ χώρου, ὁπότε τοῦ τὴν ἀφιερώνω. (Τὶς δικές μου ἐντυπώσεις, ὅμως, διὰ τὸ Νέον Μουσεῖον, θὰ τὶς ἐκθέσω εὶς τὴν ἑπομένην δημοσίευσίν μου.)

   Γράφει, λοιπόν, ὁ Δημήτρης Πικιώνης («Ἔκθεσις ἐπὶ τῶν ἔργων διευθετήσεως ἐν Δελφοῖς», 1946):

   Διευθέτησις τοῦ ἀρχαιολογικοῦ χώρου

   Ἡ διευθέτησις αὕτη θὰ ἔτασσεν εἰς ἑαυτὴν ὡς κύριον σκοπὸν νὰ διαφυλάξη τὴν ἀτμόσφαιραν τοῦ χώρου, ἐκεῖ ὅπου, ἐννοεῖται, αὕτη ἔχει μέχρι σήμερον διαφυλαχθῆ, καὶ ἐκεῖ ὅπου ἡ καλοπροαίρετη αλλ᾿ αἰσθητικῶς ἀπαράδεκτος, καὶ δι᾿ αὐτὸ ἀνεύθυνος, φροντὶς ἔγινε κακοῦ μᾶλλον... ἢ καλοῦ πρόξενος, νὰ ἄρη, ὅπου καὶ ὅσον εἶναι τοῦτο δυνατόν, τὰ ἄστοχα, καὶ εἰς ἐνίας τῶν περιπτώσεων τὰ πέραν παντὸς μέτρου ὀλέθρια ἀποτελέσματά της.

   Ἐν ἀντιθέσει πρὸς παρεμβάσεις, αἵτινες εἰς τὰς περισσοτέρας τῶν περιπτώσεων ἀπεδείχθησαν ψευδαισθητικαὶ καὶ ἐκζητημέναι, ἡ ἔλλειψις κάθε φροντίδος δυνατὸν νὰ μὴ συνεβάδιζε πάντοτε μὲ μίαν καλῶς ἐννοουμένην συντήρησιν τῶν κειμηλίων τῆς Ἀρχαιότητος, δυνατὸν νὰ ἐπέφερε βλάβας (ὡς ὅταν, διὰ νὰ ἀναφέρω ἓν παράδειγμα, οἱ ἀφελεῖς ποιμένες τῆς Τουρκοκρατίας ἤναπτον τὴν πυράν των ἐντὸς τῆς Μονῆς τοῦ Δαφνίου), οὐχ ἧττον ὅμως πρέπει νὰ ὁμολογηθῆ ὅτι ἡ φύσις, χωρὶς νὰ ἐνδιαφέρεται διὰ τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων καὶ διὰ τὴν συντήρησιν τῆς μνήμης των, κατέχει τὸ μυστικόν, νὰ τὰ περιβάλλη, ὅταν δὲν τὰ καταστρέφη, διὰ τῆς ἁγνοτέρας ποιήσεως. Ἡ ἐγκατάλειψις αὐτή, ἡ ὁποία εἶναι ὡς νὰ ἔχη ὡς μυστικὸν σκοπὸν νὰ ἐπαναφέρη καὶ κρύψη εἰς τοὺς κόλπους της τὰ ἔργα τὰ ὁποῖα, ἐν ἀπωτέρᾳ ἀναλύσει, ἀνάγονται εἰς τὰς ἰδίας τῆς φύσεως ἀρχάς, καὶ συνεπῶς εἶναι τέκνα της, ἡ ἐγκατάλειψις αὐτή, πρέπει νὰ τ᾿ ὁμολογήσωμεν, ἐνέχει μίαν ποίησιν ἀπὸ τὰς πλέον ἁγνάς.

   Ὁ λαϊκὸς ἐπίσης ἀγνωτισμὸς δὲν ἦτο βεβαίως ἐνήμερος τῆς ἱστορικῆς καὶ καλλιτεχνικῆς ἀξίας τῶν μνημείων τοῦ παρελθόντος του. Ὅμως ἡ ἀφελὴς ψυχή του εἶχε τὸν τρόπον νὰ τ᾿ ἀντικρύζη «ἐν φαντασία», ἡ ὁποία ἀνύψωσε μέσα του τὰ ἔργα αὐτὰ τῶν προγόνων εἰς ἀξίαν μυθικῶν συμβόλων. Τὸ ἀδιάφθορον «εἶναι» τοῦ λαϊκοῦ πολιτισμοῦ του, χάρις εἰς τὰς τόσας καὶ τόσας ἐπιβιώσεις τοῦ ἀρχαίου βίου, ποὺ συνετήρησε μέχρι τοῦδε μέσα του, εἶναι πολλὲς φορὲς κοντύτερα ἀπὸ ἡμᾶς τοὺς ἄλλους στὸν πολιτισμὸν τῆς Ἀρχαιότητος. Ὑπάρχει μία μυστικὴ ὁμορρυθμία, ἥτις ἑνώνει τὸ παρόν, ἔστω καὶ ἐν τῇ ἀγνωτικῇ του καταστάσει, πρὸς τὸ ἔνδοξον καὶ σοφὸν παρελθόν, καὶ ἡ ἕνωσις αὐτὴ εἶναι πληρεστέρα καὶ γνησιωτέρα ἀπὸ τὴν σχέσιν ἡμῶν τῶν ἄλλων μὲ τὸ ἀρχαῖον πνεῦμα. [*]

   Καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ κάμνει ὥστε, ὅταν ὁ λαὸς πλησιάζη τὰ ἐρείπια προγόνων του, νὰ αἰσθανώμεθα ὅτι μυστικαὶ καὶ ἀόρατοι δυνάμεις τὸν συνδέουν μὲ αὐτά, καὶ τὰ ἀφελῆ προσκτίσματά του, τὰ ταπεινὰ ναΰδρια καὶ αἱ καλύβαι του δὲν βλάπτουν τὰ ἀρχαῖα, ἀλλὰ πολλάκις τὰ ἐξωραΐζουν πραγματικά.

   Τοὺς σοφωτέρους ἀπὸ ἡμᾶς δυνατὸν νὰ συνδέη πρὸς τὴν Ἀρχαιότητα ἕνας θρησκευτικὸς δεσμός. Αλλ᾿ οἱ τρόποι τοῦ βίου μας καὶ τὸ εἶδος τῶν ἀσχολιῶν μας εἶναι ἴδια διὰ ν᾿ ἀπομακρύνουν τὴν ψυχήν μας ἀπὸ τὴν θρησκευτικὴν οὐσίαν τοῦ παρελθόντος. Οὕτως ἢ ἄλλως, εἰς ἡμᾶς ἔλαχεν ὁ κλῆρος νὰ συντηρήσωμεν καὶ νὰ διαφυλάξωμεν τοὺς ἀρχαίους τόπους ἀπὸ ὅ,τι θὰ ἠδύνατο νὰ παραβλάψη τὸ πνεῦμα των. Πόσον τὸ ἔργον εἶναι δύσκολον, οἱ πλέον εἰδήμονες τὸ γνωρίζουν.

   Τί δύναται νὰ προσθέση εἰς τὴν εὐαισθησίαν τῶν τόπων αὐτῶν ὁ μὴ κατέχων εὐαισθησίαν; Πῶς μπορεῖς νὰ προσθέσης μίαν γραμμὴν ἡ ὁποία νὰ μὴν ταράζη τὸ ὅλον ὡς παρείσακτος; Πῶς δύνασαι νὰ ἐνεργήσης ἐκεῖ ποὺ εἶναι νόμιμον ἢ ἀναγκαῖον νὰ ἐνεργήσης, χωρὶς ἡ ἐνέργειά σου νὰ φανῆ ἐπιτηδευμένη καὶ ὑπερφίαλος, ἀλλὰ νὰ μένη τοὐναντίον ταπεινὴ καὶ ἀφανής; Ποῦ δύναται κανεὶς νὰ παρέμβη; Ἀσφαλῶς ἐκεῖ ὅπου ἡ παρουσία ἀναμφισβήτητων ἀναγκῶν τὸ ἀπαιτεῖ.

   [...]

[*] Ἡ λαογραφία προσπαθεῖ τώρα νὰ ἐξηγήση τὸν ἀρχαῖον βίον διὰ τῶν ἐπιβιώσεών του εἰς τὸν σύγχρονον λαϊκὸν πολιτισμόν.

* * *

Προβατάκια εἰς τὸ Stonehedge. Ὡραιότατη γκραβούρα τοῦ 1870, πρὶν τὸ Στόουνχετζ ἀναστηλωθῇ εἰς τὴν σημερινήν του μορφήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: