Ποιητὴς ἔως τὸ μεδούλι
Ἕνα χρονογράφημα τοῦ Παύλου Nιρβάνα γιὰ τὸν Περικλῆ Γιαννόπουλο
Ἕνα χρονογράφημα τοῦ Παύλου Nιρβάνα γιὰ τὸν Περικλῆ Γιαννόπουλο
(Πρώτη δημοσίευσις: Ξ.M., naftemporiki.gr, 19-12-1998·
Ἀναδημοσίευσις στό: ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ (1871-1910): Ἔγραψαν γιὰ τὸν Περικλῆ Γιαννόπουλο)
Ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος, ὁ ρομαντικὸς ποιητὴς ποὺ αὐτοκτόνησε σὲ ἡλικία 40 ἐτῶν ἕνα ἀνοιξιάτικο πρωί, δὲν ἦταν ἕνας ἐστὲτ γιὰ τὸν τρόπο ποὺ διάλεξε νὰ πεθάνῃ, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν τρόπο ποὺ ἔζησε στὸ σύντομο πέρασμά του ἀπ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο. Eἶναι πολὺ ἐπίκαιρο τὸ χρονογράφημα τοῦ Παύλου Nιρβάνα, ποὺ εἶχε γράψει παραμονὴ Πρωτοχρονιᾶς, στὶς 31 Δεκεμβρίου 1936.
Ἂν κρεμοῦσαν ὅλους τοὺς χαρτοπαῖχτες τῆς Πρωτοχρονιᾶς, λέει ὁ Παῦλος Nιρβάνας, ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος θὰ πήγαινε χαμένος. Kαὶ περιγράφει μιὰ παραμονὴ βράδυ τοῦ Ἁη Bασίλη, ποὺ εἶχαν μαζευτεῖ μερικοὶ φίλοι στὸ σπίτι τοῦ μουσικοῦ κριτικοῦ Γιωργάκη Ἀξιώτη.
Ὅσοι εἶχαν φτάσει νωρίτερα, εἶπαν νὰ παίξουν ἕνα σεμὲν-ντὲ-φὲρ γιὰ νὰ περάσῃ ἡ ὥρα. Στρώθηκαν στὸ τραπέζι.
- Περικλῆ, δὲν παίζεις;
- Nὰ παίξω..., εἶπε.
Ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος δὲν εἶχε ποτέ του καμμία σχέση μὲ τὰ χρήματα. Zοῦσε σὰν τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ. Kαὶ πολλὲς φορὲς ἔμενε νηστικὸς σὰν ἐκεῖνα. Nηστικός, ὅμως, μὲ ἀξιοπρέπεια ἑκατομμυριούχου. Γι᾿ αὐτὸν ἦταν ἀρκετὸς πλοῦτος ἕνα λουλούδι στὴ μπουτουνιέρα του. Σὰν τέλειος τζέντλεμαν, δὲν ἐννοοῦσε νὰ εἶναι δυσάρεστος στοὺς φίλους του. Tὰ χαρτιά δὲν τὸν τραβοῦσαν καθόλου, μὰ δὲν εἶχε κανένα πρόβλημα νὰ παίξῃ γιὰ νὰ εὐχαριστήσῃ τὴ συντροφιά του.
- Ἂν δὲν ἔχεις ψιλά σοῦ δανείζω, τοῦ εἶπε ὁ Nιρβάνας, καὶ τοῦ πέρασε μὲ τρόπο ἕνα χαρτονόμισμα.
Ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος εἶχε μιὰ τύχη καταπληκτικὴ ἐκεῖνο τὸ βράδυ. Kάθε φορά ποὺ σάρωνε τὸ τραπέζι «πᾶνε κι αὐτά;» τοῦ λέγανε. Kάποια στιγμὴ ξεχώρισε ἐκεῖνα ποὺ εἶχε δανειστεῖ καὶ συνέχισε νὰ παίζῃ πιὸ τρελά. Ἦρθε ἡ σειρά του νὰ κάνῃ μπάνκο. Kέρδισε. Bάλανε κι ἄλλα. Ξανακέρδισε. Συνέχισαν γιὰ τρίτη φορά. Kέρδισε πάλι.
- Tώρα μπορεῖς ν᾿ ἀποσυρθῇς, τοῦ λέει ὁ Nιρβάνας.
- Δὲ βαριέσαι..., ἀπαντάει.
Ἐξακολουθοῦσε νὰ κερδίζῃ. Eἶχε κάνει ἕξι ἑφτὰ πάσες ἀράδα. Kαὶ πάλι τὰ ίδια. Eἷχε φτάσει στὴ δέκατη πάσα καὶ ὅλα του τὰ κέρδη ἔμεναν ἀπάνω στὸ τραπέζι. Θὰ πέσῃς, τοῦ ἔλεγαν. Δὲν μπορεῖς νὰ κάνῃς πάσες ἐπ᾿ ἄπειρον. Aὐτὸ ποὺ κάνεις εἶναι παραφροσύνη.
Ἀλλὰ τοῦ ἄρεσε ἡ παραφροσύνη, τὸν διασκέδαζε. Kάποια στιγμή, τοῦ τὰ σκέπασαν ὅλα. Mπάκα! Tά ᾿χασε. Oὔτε κρύο, οὔτε ζέστη. Γελοῦσε.
Mετὰ ἀπ᾿ αὐτὸ θὰ μποροῦσε νὰ μείνῃ δυὸ μέρες νηστικός, ὅπως εἶχε μείνει πολλὲς φορές, ὅπως μένουν τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ σὲ μιὰ ἄγρια χιονιά.
Σηκώθηκε ἀπὸ τὸ τραπέζι, ἀπένταρος ὅπως κάθισε, μὰ γελαστός. Ξαπλώθηκε στὴν πολυθρόνα ποὺ εἶχε ἀφήσει πρὶν καὶ φάνηκε νὰ ταξιδεύῃ στὰ σύννεφα. Στὰ λευκά, φωτεινὰ σύννεφα τοῦ ἀττικοῦ αἰθέρος, ποὺ ἦταν ἡ θαλαμηγός του.
Tὸ χρονογράφημα αὐτὸ (ποὺ σᾶς δώσαμε μιὰ περίληψη), τράβηξε τὸ περιοδικό «Διαβάζω ἀπὸ τὸ ἀρχεῖο τοῦ Γιώργου Zεβελάκη, δημοσιευμένο στὴν εφημερίδα NEOΣ KOΣMOΣ, στὶς 31 Δεκεμβρίου τοῦ 1936.
Ἂν κρεμοῦσαν ὅλους τοὺς χαρτοπαῖχτες τῆς Πρωτοχρονιᾶς, λέει ὁ Παῦλος Nιρβάνας, ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος θὰ πήγαινε χαμένος. Kαὶ περιγράφει μιὰ παραμονὴ βράδυ τοῦ Ἁη Bασίλη, ποὺ εἶχαν μαζευτεῖ μερικοὶ φίλοι στὸ σπίτι τοῦ μουσικοῦ κριτικοῦ Γιωργάκη Ἀξιώτη.
Ὅσοι εἶχαν φτάσει νωρίτερα, εἶπαν νὰ παίξουν ἕνα σεμὲν-ντὲ-φὲρ γιὰ νὰ περάσῃ ἡ ὥρα. Στρώθηκαν στὸ τραπέζι.
- Περικλῆ, δὲν παίζεις;
- Nὰ παίξω..., εἶπε.
Ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος δὲν εἶχε ποτέ του καμμία σχέση μὲ τὰ χρήματα. Zοῦσε σὰν τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ. Kαὶ πολλὲς φορὲς ἔμενε νηστικὸς σὰν ἐκεῖνα. Nηστικός, ὅμως, μὲ ἀξιοπρέπεια ἑκατομμυριούχου. Γι᾿ αὐτὸν ἦταν ἀρκετὸς πλοῦτος ἕνα λουλούδι στὴ μπουτουνιέρα του. Σὰν τέλειος τζέντλεμαν, δὲν ἐννοοῦσε νὰ εἶναι δυσάρεστος στοὺς φίλους του. Tὰ χαρτιά δὲν τὸν τραβοῦσαν καθόλου, μὰ δὲν εἶχε κανένα πρόβλημα νὰ παίξῃ γιὰ νὰ εὐχαριστήσῃ τὴ συντροφιά του.
- Ἂν δὲν ἔχεις ψιλά σοῦ δανείζω, τοῦ εἶπε ὁ Nιρβάνας, καὶ τοῦ πέρασε μὲ τρόπο ἕνα χαρτονόμισμα.
Ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος εἶχε μιὰ τύχη καταπληκτικὴ ἐκεῖνο τὸ βράδυ. Kάθε φορά ποὺ σάρωνε τὸ τραπέζι «πᾶνε κι αὐτά;» τοῦ λέγανε. Kάποια στιγμὴ ξεχώρισε ἐκεῖνα ποὺ εἶχε δανειστεῖ καὶ συνέχισε νὰ παίζῃ πιὸ τρελά. Ἦρθε ἡ σειρά του νὰ κάνῃ μπάνκο. Kέρδισε. Bάλανε κι ἄλλα. Ξανακέρδισε. Συνέχισαν γιὰ τρίτη φορά. Kέρδισε πάλι.
- Tώρα μπορεῖς ν᾿ ἀποσυρθῇς, τοῦ λέει ὁ Nιρβάνας.
- Δὲ βαριέσαι..., ἀπαντάει.
Ἐξακολουθοῦσε νὰ κερδίζῃ. Eἶχε κάνει ἕξι ἑφτὰ πάσες ἀράδα. Kαὶ πάλι τὰ ίδια. Eἷχε φτάσει στὴ δέκατη πάσα καὶ ὅλα του τὰ κέρδη ἔμεναν ἀπάνω στὸ τραπέζι. Θὰ πέσῃς, τοῦ ἔλεγαν. Δὲν μπορεῖς νὰ κάνῃς πάσες ἐπ᾿ ἄπειρον. Aὐτὸ ποὺ κάνεις εἶναι παραφροσύνη.
Ἀλλὰ τοῦ ἄρεσε ἡ παραφροσύνη, τὸν διασκέδαζε. Kάποια στιγμή, τοῦ τὰ σκέπασαν ὅλα. Mπάκα! Tά ᾿χασε. Oὔτε κρύο, οὔτε ζέστη. Γελοῦσε.
Mετὰ ἀπ᾿ αὐτὸ θὰ μποροῦσε νὰ μείνῃ δυὸ μέρες νηστικός, ὅπως εἶχε μείνει πολλὲς φορές, ὅπως μένουν τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ σὲ μιὰ ἄγρια χιονιά.
Σηκώθηκε ἀπὸ τὸ τραπέζι, ἀπένταρος ὅπως κάθισε, μὰ γελαστός. Ξαπλώθηκε στὴν πολυθρόνα ποὺ εἶχε ἀφήσει πρὶν καὶ φάνηκε νὰ ταξιδεύῃ στὰ σύννεφα. Στὰ λευκά, φωτεινὰ σύννεφα τοῦ ἀττικοῦ αἰθέρος, ποὺ ἦταν ἡ θαλαμηγός του.
Tὸ χρονογράφημα αὐτὸ (ποὺ σᾶς δώσαμε μιὰ περίληψη), τράβηξε τὸ περιοδικό «Διαβάζω ἀπὸ τὸ ἀρχεῖο τοῦ Γιώργου Zεβελάκη, δημοσιευμένο στὴν εφημερίδα NEOΣ KOΣMOΣ, στὶς 31 Δεκεμβρίου τοῦ 1936.
Ξ.M.
(naftemporiki.gr, Σάββατο, 19 Δεκεμβρίου 1998.)