Βιβλιοπαρουσιάσεων συνέχεια. Ἄκουσα κάπου τὸν Χρῆστο Γιανναρᾶ νὰ χαρακτηρίζῃ τὴν «Γραμμὴ τοῦ ὁρίζοντος» τοῦ Χρήστου Βακαλόπουλου, ὄχι μόνον ἀντάξια, ἀλλὰ καὶ ἕνα βῆμα παραπέρα ἀπὸ τὴν Γενιὰ τοῦ ᾿30 (στὸν δρόμο τῆς ἀναζητήσεως τῆς ἑλληνικότητος, τοῦ συλλογικοῦ μας εἶναι, στοὺς σύγχρονους πλέον καιρούς).
Ποιός ἦταν ὁ Χρῆστος Βακαλόπουλος (1956-1993), συγγραφεύς, σκηνοθέτης, ραδιοφωνικὸς παραγωγός; Ἦταν ἀριστερός -ἂν κρίνουμε ἀπὸ τὸ ὅτι ἔγραφε στὴν «Αὐγὴ» καὶ στὸ «Ἀντί»; Χάθηκε μόλις στὰ 37 του, ἀπὸ τὴν ἐπάρατον νόσον. (Ἂν ζοῦσε, σήμερα μπορεῖ καὶ νὰ τὸν ἀποκαλοῦσαν «χριστιανοφασίστα»... (Τὸ μάτι ἑνὸς ἔμπειρου φυσιοδίφη διακρίνει ἀρχικὰ συμπτώματα «νεορθοδοξίας».) Ἦταν αὐτὸ τὸ κάποτε ἑλληνοκεντρικό, λέγουν μερικοί, ΚΚΕ Ἐσωτερικοῦ; Δὲν γνωρίζω. Μιλοῦμε γιὰ ἕναν ἄλλον κόσμο!) Ὁ Χρίστος Γούδης, φαντάζομαι, δὲν θὰ ἐδίσταζε νὰ τὸν κατατάξῃ, ποιητικῶς, ἀπὸ κάποια κείμενά του, στὴν χορεία τῶν ἱπποτῶν τῆς «ὑπερβατικῆς» Δεξιᾶς· νὰ μάχεται «ἀλλοῦ καὶ κάπως» (ἀναμείνατε τὴν ἑπόμενη βιβλιοπαρουσίασι), ἐνάντια στὸν Γοδεφρεῖδο Βιλλεαρδουίνο καὶ τὸν Βονιφάτιο τὸν Μομφερατικό... Παίζω καὶ ἐγὼ τώρα, ἴσως ἀτυχῶς, διότι οἱ ταμπέλες μικρὴ σημασία ἔχουν γιὰ ἕνα ὁπωσδήποτε ξεχωριστὸ πνεῦμα.
Ξεφυλλίζω τὴν «Γραμμὴ τοῦ ὁρίζοντος». Φροντισμένη ἔκδοσις, μὲ μιὰ ὄμορφη ζωγραφιὰ στὸ ἐξώφυλλο, σὲ πολυτονικό, νοσταλγικὸ σὰν τὶς γραμμὲς τοῦ βιβλίου, ἀπὸ τὴν Ἑστία (α' ἔκδ. 1991, δ' ἀνατ. 2008, ISBN 960-05-0335-4). Στὸ ὀπισθόφυλλο, μιὰ ἐνσάρκωσις τῆς Ἑλληνικῆς Σημαίας:
«Ἡ ταυτότητά της γράφει Ρέα Φραντζῆ, ἐλαφρὰ ντυμένη, ἔχει μερικὰ λεφτά, κάθεται μὲ τὴν πλάτη ἀκουμπισμένη στὸν τοῖχο τοῦ μικροῦ μαγέρικου, στὴν πλατεία τοῦ Ἄνω Κάμπου, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν ἄσπρη ἐκκλησία, χιλιάδες χρόνια μετὰ τὴν Ἀποκάλυψη, ἐννιακόσια χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ ὁ μοναχὸς Χριστόδουλος ἔχτισε ἕνα μοναστήρι ἐκεῖ ποὺ ἦταν ὁ ναὸς τῆς Ἀρτέμιδος, τρεῖς μέρες ἀπὸ τότε ποὺ χώρισε μὲ τὸν ἄντρα της. Ἡ ἄσπρη ἐκκλησία τρυπάει τὸν γαλάζιο οὐρανό, γιὰ πρώτη φορὰ βλέπει ζωντανὴ μπροστά στὰ μάτια της τὴν ἑλληνικὴ σημαία. Κάτω ἀπὸ τὴ σημαία παρελαύνει πάνοπλος ὁ ξανθὸς κόσμος, πηγαίνει νὰ ψηθεῖ, πηγαίνει γιὰ μπάνιο, τρέχει νὰ ξεκουραστεῖ. Κανεὶς δὲν προσέχει τὴ σημαία ποὺ στέκει ἀόρατη, μόνο μιὰ γυναίκα ποὺ μόλις χώρισε εἶναι σὲ θέση νὰ τὴν ἀντιληφθεῖ, βγάζει τὰ μαῦρα γυαλιὰ καὶ ὁ ἥλιος τὴν τυφλώνει.»
Θὰ διαβάσετε σὲ πολλὲς κριτικὲς ὅτι τὸ βιβλίο αὐτὸ εἶναι γραμμένο μὲ ἰδιαίτερο στύλ. Μικρὲς φρασοῦλες, εἰκόνες, αἰσθήματα καὶ μνῆμες, παρατίθενται ἡ μιὰ δίπλα στὴν ἄλλη μὲ ἕνα κόμμα νὰ τὶς χωρίζει, ἄλλες καλοῦν ἄλλες, ξανάρχονται οἱ πρῶτες, καλοῦν νέες... Σὰν νὰ μιμεῖται τὶς εἰκόνες καὶ τὰ αἰσθήματα ποὺ ἔρχονται στὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιά, τοὺς συνειρμούς τους, ὅπως τὸ ἕνα φέρνει τὸ ἄλλο καὶ ὅλα σχετίζονται. Ἴσως καὶ τοὺς γρήγορους χτύπους τῆς καρδιᾶς τῆς ταραγμένης ἀπὸ τὸν πρόσφατο χωρισμό της ἡρωίδος. Στὶς 160 περίπου σελίδες τοῦ βιβλίου, ὅλα συμβαίνουν μέσα της.
Ὁ συγγραφεὺς ἔχει εὐαίσθητες κεραῖες. Πιάνει ἀποχρώσεις λεπτές, ἀλλὰ βαθειές. Καὶ κάπως ἀλληγορικά, ἐκφράζει καίρια τὴν οὐσία, δὲν περιγράφει τὴν ἐπιφάνεια, γράφονται μόνα τους θὰ ἔλεγα τὰ ἴχνη στὴν ἀνθρώπινη ψυχή.
Ξεχωρίζω: ἡ ξανθὸς κόσμος (σελ. 14)· ἡ μουσική (σελ. 18)· οἱ ἄνθρωποι τῶν ἄλλων ἐποχῶν (σελ. 22)· ἡ τηλεόρασις· ἡ γειτονιά, κάποτε κέντρον τοῦ κόσμου, ἐξαφανίζεται (σελ. 38)· ὁ σταυρὸς καὶ τὸ κερί (σελ. 43)· «ἀπὸ μικρὴ ἔμαθε νὰ λέει ὄχι» (σελ. 53)· ἡ ἑλληνικὴ σημαία (σελ. 59)· παλιά, ὅλη ἡ ἑβδομάδα ἦταν ἕνα τεράστιο Σάββατο· «τὸ Σάββατο νικήθηκε κατὰ κράτος ἀπὸ τὸ ἀπόγευμα τῆς Κυριακῆς μὲ τὴ βοήθεια τῶν ἐφημερίδων» (σελ. 65)· οἱ σταυροφόροι τουρίστες καὶ ὁ αὐτοκράτορας Ἀλέξιος Κομνηνὸς τοῦ παλαιοῦ, ἀληθινὰ πολιτισμένου κόσμου (σελ. 75)· «ἔπρεπε αὐτὴ ἡ συνοικία νὰ μείνει ὅπως ἦταν τὸν Ἰούλιο τοῦ 1965, ἀλλὰ μαζεύτηκαν ὁ Βοημοῦνδος, ὁ Γοδεφρεῖδος ντὲ Μπουγιὸν καὶ διάφοροι ἄλλοι πολιτικοὶ ἐπιστήμονες οἱ ὁποῖοι σᾶς ἔπεισαν νὰ γκρεμίσετε τὸ Κυψελάκι [σ.σ. τὸν θερινὸ κινηματογράφο], νὰ ἐκσυγχρονισθεῖτε» (σελ. 82)· «μέχρι τὸν Ἰούλιο τοῦ 1971 οἱ Ἕλληνες εἶχαν κάτι ἐντελῶς δικό τους, ἤξεραν νὰ ντρέπονται ἐνῶ ὅλοι οἱ ἄλλοι ἤξεραν νὰ ἔχουν ἐνοχές» (σελ. 95)· «Γνωρίστηκαν στὴ Βενετία μὲ τὸν Γιάννη, μπροστὰ στὸν Ἅγιο Μάρκο, μπροστὰ στοὺς κλεμμένους βυζαντινοὺς θησαυρούς. [...] Οἱ Βυζαντινοὶ αὐτοκράτορες ἐμπόδιζαν ἀκόμη καὶ τὴν πορεία πρὸς τὰ μακαρόνια μὲ κιμά, αὐτὸ ἦταν ἀπαράδεκτο, ἀπὸ τὸ 1204 καὶ μετὰ ἐπανορθώθηκε αὐτὴ ἡ ἀδικία.» (σελ. 99)· ὁ παλιὸς κινηματογράφος καὶ ἡ οὐρά (σελ. 117)· «παλιὰ ὑπῆρχαν τρία μέρη στὸν κόσμο· ἡ Κυψέλη, ἡ Ἑλλάδα καὶ ὁ πλανήτης Γῆ» (σελ. 127)· ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος καὶ ὁ Γοδεφρεῖδος Βιλλαρδουίνος (σελ. 136).
Μᾶλλον κουραστικὴ καταγραφή -περισσότερο γιὰ δική μου ἀναφορά. Ἀλλὰ ἂς ἀφήσουμε τὸ κείμενο νὰ μιλήσῃ (σελ. 75-78):
Ποιός ἦταν ὁ Χρῆστος Βακαλόπουλος (1956-1993), συγγραφεύς, σκηνοθέτης, ραδιοφωνικὸς παραγωγός; Ἦταν ἀριστερός -ἂν κρίνουμε ἀπὸ τὸ ὅτι ἔγραφε στὴν «Αὐγὴ» καὶ στὸ «Ἀντί»; Χάθηκε μόλις στὰ 37 του, ἀπὸ τὴν ἐπάρατον νόσον. (Ἂν ζοῦσε, σήμερα μπορεῖ καὶ νὰ τὸν ἀποκαλοῦσαν «χριστιανοφασίστα»... (Τὸ μάτι ἑνὸς ἔμπειρου φυσιοδίφη διακρίνει ἀρχικὰ συμπτώματα «νεορθοδοξίας».) Ἦταν αὐτὸ τὸ κάποτε ἑλληνοκεντρικό, λέγουν μερικοί, ΚΚΕ Ἐσωτερικοῦ; Δὲν γνωρίζω. Μιλοῦμε γιὰ ἕναν ἄλλον κόσμο!) Ὁ Χρίστος Γούδης, φαντάζομαι, δὲν θὰ ἐδίσταζε νὰ τὸν κατατάξῃ, ποιητικῶς, ἀπὸ κάποια κείμενά του, στὴν χορεία τῶν ἱπποτῶν τῆς «ὑπερβατικῆς» Δεξιᾶς· νὰ μάχεται «ἀλλοῦ καὶ κάπως» (ἀναμείνατε τὴν ἑπόμενη βιβλιοπαρουσίασι), ἐνάντια στὸν Γοδεφρεῖδο Βιλλεαρδουίνο καὶ τὸν Βονιφάτιο τὸν Μομφερατικό... Παίζω καὶ ἐγὼ τώρα, ἴσως ἀτυχῶς, διότι οἱ ταμπέλες μικρὴ σημασία ἔχουν γιὰ ἕνα ὁπωσδήποτε ξεχωριστὸ πνεῦμα.
Ξεφυλλίζω τὴν «Γραμμὴ τοῦ ὁρίζοντος». Φροντισμένη ἔκδοσις, μὲ μιὰ ὄμορφη ζωγραφιὰ στὸ ἐξώφυλλο, σὲ πολυτονικό, νοσταλγικὸ σὰν τὶς γραμμὲς τοῦ βιβλίου, ἀπὸ τὴν Ἑστία (α' ἔκδ. 1991, δ' ἀνατ. 2008, ISBN 960-05-0335-4). Στὸ ὀπισθόφυλλο, μιὰ ἐνσάρκωσις τῆς Ἑλληνικῆς Σημαίας:
«Ἡ ταυτότητά της γράφει Ρέα Φραντζῆ, ἐλαφρὰ ντυμένη, ἔχει μερικὰ λεφτά, κάθεται μὲ τὴν πλάτη ἀκουμπισμένη στὸν τοῖχο τοῦ μικροῦ μαγέρικου, στὴν πλατεία τοῦ Ἄνω Κάμπου, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν ἄσπρη ἐκκλησία, χιλιάδες χρόνια μετὰ τὴν Ἀποκάλυψη, ἐννιακόσια χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ ὁ μοναχὸς Χριστόδουλος ἔχτισε ἕνα μοναστήρι ἐκεῖ ποὺ ἦταν ὁ ναὸς τῆς Ἀρτέμιδος, τρεῖς μέρες ἀπὸ τότε ποὺ χώρισε μὲ τὸν ἄντρα της. Ἡ ἄσπρη ἐκκλησία τρυπάει τὸν γαλάζιο οὐρανό, γιὰ πρώτη φορὰ βλέπει ζωντανὴ μπροστά στὰ μάτια της τὴν ἑλληνικὴ σημαία. Κάτω ἀπὸ τὴ σημαία παρελαύνει πάνοπλος ὁ ξανθὸς κόσμος, πηγαίνει νὰ ψηθεῖ, πηγαίνει γιὰ μπάνιο, τρέχει νὰ ξεκουραστεῖ. Κανεὶς δὲν προσέχει τὴ σημαία ποὺ στέκει ἀόρατη, μόνο μιὰ γυναίκα ποὺ μόλις χώρισε εἶναι σὲ θέση νὰ τὴν ἀντιληφθεῖ, βγάζει τὰ μαῦρα γυαλιὰ καὶ ὁ ἥλιος τὴν τυφλώνει.»
Θὰ διαβάσετε σὲ πολλὲς κριτικὲς ὅτι τὸ βιβλίο αὐτὸ εἶναι γραμμένο μὲ ἰδιαίτερο στύλ. Μικρὲς φρασοῦλες, εἰκόνες, αἰσθήματα καὶ μνῆμες, παρατίθενται ἡ μιὰ δίπλα στὴν ἄλλη μὲ ἕνα κόμμα νὰ τὶς χωρίζει, ἄλλες καλοῦν ἄλλες, ξανάρχονται οἱ πρῶτες, καλοῦν νέες... Σὰν νὰ μιμεῖται τὶς εἰκόνες καὶ τὰ αἰσθήματα ποὺ ἔρχονται στὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιά, τοὺς συνειρμούς τους, ὅπως τὸ ἕνα φέρνει τὸ ἄλλο καὶ ὅλα σχετίζονται. Ἴσως καὶ τοὺς γρήγορους χτύπους τῆς καρδιᾶς τῆς ταραγμένης ἀπὸ τὸν πρόσφατο χωρισμό της ἡρωίδος. Στὶς 160 περίπου σελίδες τοῦ βιβλίου, ὅλα συμβαίνουν μέσα της.
Ὁ συγγραφεὺς ἔχει εὐαίσθητες κεραῖες. Πιάνει ἀποχρώσεις λεπτές, ἀλλὰ βαθειές. Καὶ κάπως ἀλληγορικά, ἐκφράζει καίρια τὴν οὐσία, δὲν περιγράφει τὴν ἐπιφάνεια, γράφονται μόνα τους θὰ ἔλεγα τὰ ἴχνη στὴν ἀνθρώπινη ψυχή.
Ξεχωρίζω: ἡ ξανθὸς κόσμος (σελ. 14)· ἡ μουσική (σελ. 18)· οἱ ἄνθρωποι τῶν ἄλλων ἐποχῶν (σελ. 22)· ἡ τηλεόρασις· ἡ γειτονιά, κάποτε κέντρον τοῦ κόσμου, ἐξαφανίζεται (σελ. 38)· ὁ σταυρὸς καὶ τὸ κερί (σελ. 43)· «ἀπὸ μικρὴ ἔμαθε νὰ λέει ὄχι» (σελ. 53)· ἡ ἑλληνικὴ σημαία (σελ. 59)· παλιά, ὅλη ἡ ἑβδομάδα ἦταν ἕνα τεράστιο Σάββατο· «τὸ Σάββατο νικήθηκε κατὰ κράτος ἀπὸ τὸ ἀπόγευμα τῆς Κυριακῆς μὲ τὴ βοήθεια τῶν ἐφημερίδων» (σελ. 65)· οἱ σταυροφόροι τουρίστες καὶ ὁ αὐτοκράτορας Ἀλέξιος Κομνηνὸς τοῦ παλαιοῦ, ἀληθινὰ πολιτισμένου κόσμου (σελ. 75)· «ἔπρεπε αὐτὴ ἡ συνοικία νὰ μείνει ὅπως ἦταν τὸν Ἰούλιο τοῦ 1965, ἀλλὰ μαζεύτηκαν ὁ Βοημοῦνδος, ὁ Γοδεφρεῖδος ντὲ Μπουγιὸν καὶ διάφοροι ἄλλοι πολιτικοὶ ἐπιστήμονες οἱ ὁποῖοι σᾶς ἔπεισαν νὰ γκρεμίσετε τὸ Κυψελάκι [σ.σ. τὸν θερινὸ κινηματογράφο], νὰ ἐκσυγχρονισθεῖτε» (σελ. 82)· «μέχρι τὸν Ἰούλιο τοῦ 1971 οἱ Ἕλληνες εἶχαν κάτι ἐντελῶς δικό τους, ἤξεραν νὰ ντρέπονται ἐνῶ ὅλοι οἱ ἄλλοι ἤξεραν νὰ ἔχουν ἐνοχές» (σελ. 95)· «Γνωρίστηκαν στὴ Βενετία μὲ τὸν Γιάννη, μπροστὰ στὸν Ἅγιο Μάρκο, μπροστὰ στοὺς κλεμμένους βυζαντινοὺς θησαυρούς. [...] Οἱ Βυζαντινοὶ αὐτοκράτορες ἐμπόδιζαν ἀκόμη καὶ τὴν πορεία πρὸς τὰ μακαρόνια μὲ κιμά, αὐτὸ ἦταν ἀπαράδεκτο, ἀπὸ τὸ 1204 καὶ μετὰ ἐπανορθώθηκε αὐτὴ ἡ ἀδικία.» (σελ. 99)· ὁ παλιὸς κινηματογράφος καὶ ἡ οὐρά (σελ. 117)· «παλιὰ ὑπῆρχαν τρία μέρη στὸν κόσμο· ἡ Κυψέλη, ἡ Ἑλλάδα καὶ ὁ πλανήτης Γῆ» (σελ. 127)· ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος καὶ ὁ Γοδεφρεῖδος Βιλλαρδουίνος (σελ. 136).
Μᾶλλον κουραστικὴ καταγραφή -περισσότερο γιὰ δική μου ἀναφορά. Ἀλλὰ ἂς ἀφήσουμε τὸ κείμενο νὰ μιλήσῃ (σελ. 75-78):
Προκυμαία
Κωνσταντινούπολη, Πάτμος, Πειραιάς, Κατάκωλο, Βενετία. Ἕνα πλωτὸ σκηνικὸ ὀρθώνεται μπροστά της, τὸ κρουαζιερόπλοιο Orient Express ἀπὸ μακριὰ τὴν χαιρετάει κι ἀπὸ κοντὰ τῆς λέει ὅτι βρίσκεται στὸ σωστὸ μέρος, σ᾿ ἕναν κόμβο τῆς διαδρομῆς ἀπὸ τὴν πιὸ μελαγχολικὴ Ἀνατολὴ στὴν πιὸ κουρασμένη Δύση καὶ πίσω πάλι. Κάποτε τὸ ταξίδι αὐτὸ συνοδευόταν ἀπὸ ποταμοὺς αἵματος καὶ τώρα κατεβαίνουν ἀπὸ τὴν πλωτὴ καθεδρικὴ γιὰ ἐπίσκεψη στὸ μοναστήρι ἀδιάφοροι ἐπισκέπτες μὲ ὁμοιόμορφες τσάντες. Εἶναι πιὸ ἐπικίνδυνοι ἀπὸ τοὺς σταυροφόρους γιατὶ δὲν ξέρουν τὶ κάνουν, δὲν γνωρίζουν ὅτι εἶναι ἕνας στρατὸς χωρὶς ἀρχηγοὺς ποὺ δὲν πρόκειται νὰ σταματήσει πρὶν ρίξει τὸ ἴδιο ἀδιάφορο φωτογραφικὸ βλέμμα καὶ στὸ τελευταῖο κομμάτι τοῦ ἀληθινὰ πολιτισμένου κόσμου, ἐκείνου τοῦ κόσμου ποὺ δὲν καμώνεται ὅτι εἶναι πολιτισμένος, ἐκείνου τοῦ κόσμου ποὺ κουράστηκε νὰ εἶναι πολιτισμένος. Εἶναι πιὸ ἐπικίνδυνοι ἀπὸ τοὺς σταυροφόρους γιατὶ δὲν ἰκανοποιοῦνται μὲ τίποτα, δὲν ἔχουν κανένα στόχο, ὁ κόσμος ἔχει φωτογραφηθεῖ χιλιάδες φορές κι ἐκεῖνοι ἐπιμένουν χωρὶς νὰ ξέρουν γιατὶ τὸ κάνουν, ἔρχονται κατὰ κύματα καὶ δὲν ἐκτονώνονται ποτέ, τοὺς πέρασε ἡ ἰδέα ὅτι ἂν φωτογραφίζεις ἀντὶ νὰ χύνεις αἷμα, θὰ ἀπομακρυνθεῖ μιὰ γιὰ πάντα ὁ ὄλεθρος, ἀλλὰ πέφτουν ἔξω γιατὶ ἡ καταστροφὴ εἶναι πιὸ κοντὰ παρὰ ποτὲ καὶ κανένα παχύρρευστο στρῶμα εἰκόνων δὲν πρόκειται νὰ τὴν ξορκίσει.
Εἶναι πιὸ ἐπικίνδυνοι ἀπὸ τὸν Βοημοῦνδο γιατὶ δὲν ὑπάρχει ὁ αὐτοκράτορας Ἀλέξιος Κομνηνὸς νὰ στέκεται ὄρθιος καὶ νὰ παρακολουθεῖ τὴν ὀχλαγωγία τους, ἐγὼ θὰ πάρω τὴν Ἀντιόχεια, ἐγὼ θὰ γίνω βασιλιὰς τῆς Ἱερουσαλήμ, σὲ μένα ἀνήκει ἡ Τύρος. Ἀκόμα καὶ τὸ αἷμα μπορεῖς νὰ τὸ χορτάσεις ἐνῶ τώρα δὲν πρόκειται νὰ σταματήσουν ποτὲ νὰ βγάζουν φακοὺς ἀπὸ αὐτὲς τὶς ὁμοιόμορφες τσάντες, δὲν πρόκειται νὰ σταματήσουν ποτὲ νὰ παίρνουν πόζες μπροστὰ στὰ μνημεῖα ἑνὸς πολιτισμοῦ ποὺ εἶχε τουλάχιστον τὴν τύχη νὰ ταπεινωθεῖ καὶ κουράστηκε νὰ παριστάνει κάτι, δὲν πρόκειται νὰ ὑποχωρήσουν ποτὲ γιατὶ ἔπαψαν νὰ ἔχουν ἐχθροὺς καὶ προσπαθοῦν νὰ ἀξιοποιήσουν τὸ χρόνο τους. Παλεύουν μ᾿ ἕναν ἀνύπαρκτο ἐχθρὸ κι ἁπλώνουν ἕνα παχύρρευστο στρῶμα εἰκόνων γιὰ νὰ ἀποδείξουν τὴν ὕπαρξή του, μάχονται ὥστε νὰ τὸν συλλάβουν καὶ νὰ τὸν καθηλώσουν. Ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη στὴ Βενετία τὸ Orient Express κυνηγάει τὸν ἀπόντα χρόνο καὶ δὲν τὸν βρίσκει ποτὲ γιατὶ ἀκόμα καὶ ἡ πιὸ ἀδέξια καὶ κακοκαδραρισμένη τουριστικὴ φωτογραφία εἶναι ἡ ζωντανὴ ἀπόδειξη ὅτι ἡ παραμικρὴ στιγμὴ μπερδεύεται μὲ τὴν αἰωνιότητα. Αὐτὸ προσπάθησε νὰ ἐξηγήσει ὄρθιος καὶ σχεδὸν σιωπηλὸς ὁ αὐτοκράτορας τῶν Ρωμαίων Ἀλέξιος Κομνηνὸς στὸν Βοημοῦνδο καὶ τοὺς κόμητες καί, βέβαια, δὲν τὰ κατάφερε. Προσπάθησε νὰ τοὺς ἐξηγήσει ὅτι δὲν ὑπάρχει χρόνος, δὲν ἔπρεπε νὰ βιάζονται, ὅλοι οἱ τόποι εἶναι ἅγιοι, ὅλοι οἱ τόποι εἶναι ἁμαρτωλοί, θὰ ζήσετε μέσα στὸν πόνο καὶ πρέπει νὰ συνηθίσετε, μόλις κατακτηθεῖ ἡ Ἱερουσαλήμ θὰ πάψει νὰ σᾶς ἐνδιαφέρει. Δὲν κατάλαβαν ὅτι ἔπρεπε νὰ συνηθίσουν στὸν πόνο καὶ σιγὰ σιγὰ μετέφεραν τὴν προσπάθεια στὶς φωτογραφίες, αὐτὲς τὶς μούμιες τῆς στιγμῆς. Τὴ θέση τῆς Ἱερουσαλήμ τὴν πῆρε ἡ κάθε στιγμή, νά γιατὶ δὲν πρόκειται νὰ σταματήσουν ποτὲ νὰ πυροβολοῦν μὲ τὶς μηχανές τους καὶ νὰ σκοτώνουν ὅλες τὶς στιγμές, νὰ τὶς κάνουν πόζες. Προσπαθοῦν νὰ ξεχάσουν τὸν πόνο, μάχονται μὲ τὸν ἀνύπαρκτο χρόνο, φωτογραφίζουν τὰ πάντα. Ἀκόμα καὶ τὸ αἷμα μπορεῖς νὰ τὸ χορτάσεις. Ὁ αὐτοκράτορας τῶν Ρωμαίων Ἀλέξιος Κομνηνὸς προσπάθησε νὰ ὑπερασπισθεῖ τὴν αἰωνιότητα, ἀλλὰ αὐτοὶ εἶχαν στήσει μιὰ διεκδικητικὴ μηχανή, οἱ κόμητες εἶχαν συνδικαλισθεῖ κι ὅλο ψιθύριζαν μεταξύ τους «καὶ ποιός νομίζει ὅτι εἶναι αὐτός», ὅλο μουρμούριζαν «κι ἐμεῖς εὐγενεῖς εἴμαστε». Ὁ αὐτοκράτορας προσπάθησε νὰ ἀντισταθεῖ στὴ διαδικασία ποὺ θὰ κατέληγε στὰ κρουαζιερόπλοια καί, βέβαια, δὲν τὰ κατάφερε. Ὅταν χόρτασαν τὸ αἷμα σκέφτηκαν νὰ ἀξιοποιήσουν τὸ χρόνο τους, ἀγόρασαν ὁμοιόμορφες τσάντες καὶ τὶς γέμισαν μὲ φακούς. Εἶναι πιὸ ἐπικίνδυνοι ἀπὸ τὸν Βοημοῦνδο, ἔρχονται καὶ φεύγουν, κάθε καλοκαίρι προσθέτουν νέες εἰκόνες στὴ συλλογή τους, τσουβαλιάζουν τὶς στιγμὲς γιὰ νὰ ἔχουν τὸ χειμώνα νὰ δείχνουν ὁ ἕνας στὸν ἄλλον. Ὅλο τὸ χειμώνα δείχνουν ἀκινητοποιημένες στιγμὲς ὁ ἕνας στὸν ἄλλον καὶ κανεὶς δὲν πιστεύει τὸν ἄλλον, κοιτάζουν μὲ ὅλο καὶ μεγαλύτερη ἀδιαφορία ὁ ἕνας τὶς ἀκινητοποιημένες, βαλσαμωμένες στιγμὲς τοῦ ἄλλου κι αὐτὸ τοὺς κάνει νὰ ἐπιστρέφουν ξανὰ καὶ ξανά, κάθε καλοκαίρι. Δὲν πρόκειται νὰ σταματήσουν ποτέ, εἶναι πιὸ ἐπικίνδυνοι ἀπὸ τοὺς σταυροφόρους καὶ δὲν ὑπάρχει πιὰ ὁ φρουρὸς τῆς αἰωνιότητας νὰ σταθεῖ ὄρθιος ἀπέναντι στὴν γκρίνια τους, ὑπάρχει μόνο μιὰ γυναίκα τριανταδύο χρόνων στὴν προκυμαία τῆς Σκάλας Πάτμου. Τὸ βλέμμα της διατρέχει τὴν ἐπιγραφὴ Orient Express, δὲν ἔχει πάει στὴν Κωνσταντινούπολη, λέγεται Ρέα Φραντζῆ καὶ φοβᾶται νὰ πάει ἐκεῖ ποὺ τὴν καλεῖ τὸ ὄνομά της. Ἔχει πάει στὴ Βενετία καὶ δὲν πρόκειται νὰ ξαναπάει, θὰ τὴν ἀφήσει νὰ βουλιάξει ἥσυχη μέσα στὶς ἁμαρτίες της. Ἔρχεται ἀπὸ τὸν Πειραιὰ καὶ δὲν πρόκειται νὰ ξαναγυρίσει, βρίσκεται στὸ σωστό μέρος, χαμένη κάπου ἀνάμεσα στὸν μελαγχολικὸ ὕπνο τῆς Ἀνατολῆς καὶ στὴν κουρασμένη ἀυπνία τῆς Δύσης. Ἔχει πάει στὴ Βενετία, ἐκεῖ γνώρισε τὸν ἄντρα της. Τοῦ εἶπε ἀμέσως ναί, προσπάθησε ν᾿ ἀκινητοποιήσει τὴ στιγμὴ καί, βέβαια, δὲν τὰ κατάφερε. Δὲν πρόκειται νὰ γυρίσει ποτέ, τὸ Orient Exrpess θὰ φύγει σὲ λίγο, μαζεύουν τοὺς φακούς, τοὺς τακτοποιοῦν στὶς ὁμοιόμορφες τσάντες τους. Εἶναι πιὸ ἐπικίνδυνοι ἀπὸ τοὺς σταυροφόρους καὶ τοὺς συγχωρεῖ γιατὶ δὲν τὸ ξέρουν, δὲν πρόκειται νὰ τὸ μάθουν ποτέ. Τὸ πλωτὸ σκηνικὸ θὰ συνεχίσει νὰ ἀξιοποιεῖ τὸν ἀνύπαρκτο χρόνο ἐνῶ στὰ ψαροκάικα κυματίζει κουρελιασμένη ἡ σημαία τοῦ αὐτοκράτορα.
Εἶναι πιὸ ἐπικίνδυνοι ἀπὸ τὸν Βοημοῦνδο γιατὶ δὲν ὑπάρχει ὁ αὐτοκράτορας Ἀλέξιος Κομνηνὸς νὰ στέκεται ὄρθιος καὶ νὰ παρακολουθεῖ τὴν ὀχλαγωγία τους, ἐγὼ θὰ πάρω τὴν Ἀντιόχεια, ἐγὼ θὰ γίνω βασιλιὰς τῆς Ἱερουσαλήμ, σὲ μένα ἀνήκει ἡ Τύρος. Ἀκόμα καὶ τὸ αἷμα μπορεῖς νὰ τὸ χορτάσεις ἐνῶ τώρα δὲν πρόκειται νὰ σταματήσουν ποτὲ νὰ βγάζουν φακοὺς ἀπὸ αὐτὲς τὶς ὁμοιόμορφες τσάντες, δὲν πρόκειται νὰ σταματήσουν ποτὲ νὰ παίρνουν πόζες μπροστὰ στὰ μνημεῖα ἑνὸς πολιτισμοῦ ποὺ εἶχε τουλάχιστον τὴν τύχη νὰ ταπεινωθεῖ καὶ κουράστηκε νὰ παριστάνει κάτι, δὲν πρόκειται νὰ ὑποχωρήσουν ποτὲ γιατὶ ἔπαψαν νὰ ἔχουν ἐχθροὺς καὶ προσπαθοῦν νὰ ἀξιοποιήσουν τὸ χρόνο τους. Παλεύουν μ᾿ ἕναν ἀνύπαρκτο ἐχθρὸ κι ἁπλώνουν ἕνα παχύρρευστο στρῶμα εἰκόνων γιὰ νὰ ἀποδείξουν τὴν ὕπαρξή του, μάχονται ὥστε νὰ τὸν συλλάβουν καὶ νὰ τὸν καθηλώσουν. Ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη στὴ Βενετία τὸ Orient Express κυνηγάει τὸν ἀπόντα χρόνο καὶ δὲν τὸν βρίσκει ποτὲ γιατὶ ἀκόμα καὶ ἡ πιὸ ἀδέξια καὶ κακοκαδραρισμένη τουριστικὴ φωτογραφία εἶναι ἡ ζωντανὴ ἀπόδειξη ὅτι ἡ παραμικρὴ στιγμὴ μπερδεύεται μὲ τὴν αἰωνιότητα. Αὐτὸ προσπάθησε νὰ ἐξηγήσει ὄρθιος καὶ σχεδὸν σιωπηλὸς ὁ αὐτοκράτορας τῶν Ρωμαίων Ἀλέξιος Κομνηνὸς στὸν Βοημοῦνδο καὶ τοὺς κόμητες καί, βέβαια, δὲν τὰ κατάφερε. Προσπάθησε νὰ τοὺς ἐξηγήσει ὅτι δὲν ὑπάρχει χρόνος, δὲν ἔπρεπε νὰ βιάζονται, ὅλοι οἱ τόποι εἶναι ἅγιοι, ὅλοι οἱ τόποι εἶναι ἁμαρτωλοί, θὰ ζήσετε μέσα στὸν πόνο καὶ πρέπει νὰ συνηθίσετε, μόλις κατακτηθεῖ ἡ Ἱερουσαλήμ θὰ πάψει νὰ σᾶς ἐνδιαφέρει. Δὲν κατάλαβαν ὅτι ἔπρεπε νὰ συνηθίσουν στὸν πόνο καὶ σιγὰ σιγὰ μετέφεραν τὴν προσπάθεια στὶς φωτογραφίες, αὐτὲς τὶς μούμιες τῆς στιγμῆς. Τὴ θέση τῆς Ἱερουσαλήμ τὴν πῆρε ἡ κάθε στιγμή, νά γιατὶ δὲν πρόκειται νὰ σταματήσουν ποτὲ νὰ πυροβολοῦν μὲ τὶς μηχανές τους καὶ νὰ σκοτώνουν ὅλες τὶς στιγμές, νὰ τὶς κάνουν πόζες. Προσπαθοῦν νὰ ξεχάσουν τὸν πόνο, μάχονται μὲ τὸν ἀνύπαρκτο χρόνο, φωτογραφίζουν τὰ πάντα. Ἀκόμα καὶ τὸ αἷμα μπορεῖς νὰ τὸ χορτάσεις. Ὁ αὐτοκράτορας τῶν Ρωμαίων Ἀλέξιος Κομνηνὸς προσπάθησε νὰ ὑπερασπισθεῖ τὴν αἰωνιότητα, ἀλλὰ αὐτοὶ εἶχαν στήσει μιὰ διεκδικητικὴ μηχανή, οἱ κόμητες εἶχαν συνδικαλισθεῖ κι ὅλο ψιθύριζαν μεταξύ τους «καὶ ποιός νομίζει ὅτι εἶναι αὐτός», ὅλο μουρμούριζαν «κι ἐμεῖς εὐγενεῖς εἴμαστε». Ὁ αὐτοκράτορας προσπάθησε νὰ ἀντισταθεῖ στὴ διαδικασία ποὺ θὰ κατέληγε στὰ κρουαζιερόπλοια καί, βέβαια, δὲν τὰ κατάφερε. Ὅταν χόρτασαν τὸ αἷμα σκέφτηκαν νὰ ἀξιοποιήσουν τὸ χρόνο τους, ἀγόρασαν ὁμοιόμορφες τσάντες καὶ τὶς γέμισαν μὲ φακούς. Εἶναι πιὸ ἐπικίνδυνοι ἀπὸ τὸν Βοημοῦνδο, ἔρχονται καὶ φεύγουν, κάθε καλοκαίρι προσθέτουν νέες εἰκόνες στὴ συλλογή τους, τσουβαλιάζουν τὶς στιγμὲς γιὰ νὰ ἔχουν τὸ χειμώνα νὰ δείχνουν ὁ ἕνας στὸν ἄλλον. Ὅλο τὸ χειμώνα δείχνουν ἀκινητοποιημένες στιγμὲς ὁ ἕνας στὸν ἄλλον καὶ κανεὶς δὲν πιστεύει τὸν ἄλλον, κοιτάζουν μὲ ὅλο καὶ μεγαλύτερη ἀδιαφορία ὁ ἕνας τὶς ἀκινητοποιημένες, βαλσαμωμένες στιγμὲς τοῦ ἄλλου κι αὐτὸ τοὺς κάνει νὰ ἐπιστρέφουν ξανὰ καὶ ξανά, κάθε καλοκαίρι. Δὲν πρόκειται νὰ σταματήσουν ποτέ, εἶναι πιὸ ἐπικίνδυνοι ἀπὸ τοὺς σταυροφόρους καὶ δὲν ὑπάρχει πιὰ ὁ φρουρὸς τῆς αἰωνιότητας νὰ σταθεῖ ὄρθιος ἀπέναντι στὴν γκρίνια τους, ὑπάρχει μόνο μιὰ γυναίκα τριανταδύο χρόνων στὴν προκυμαία τῆς Σκάλας Πάτμου. Τὸ βλέμμα της διατρέχει τὴν ἐπιγραφὴ Orient Express, δὲν ἔχει πάει στὴν Κωνσταντινούπολη, λέγεται Ρέα Φραντζῆ καὶ φοβᾶται νὰ πάει ἐκεῖ ποὺ τὴν καλεῖ τὸ ὄνομά της. Ἔχει πάει στὴ Βενετία καὶ δὲν πρόκειται νὰ ξαναπάει, θὰ τὴν ἀφήσει νὰ βουλιάξει ἥσυχη μέσα στὶς ἁμαρτίες της. Ἔρχεται ἀπὸ τὸν Πειραιὰ καὶ δὲν πρόκειται νὰ ξαναγυρίσει, βρίσκεται στὸ σωστό μέρος, χαμένη κάπου ἀνάμεσα στὸν μελαγχολικὸ ὕπνο τῆς Ἀνατολῆς καὶ στὴν κουρασμένη ἀυπνία τῆς Δύσης. Ἔχει πάει στὴ Βενετία, ἐκεῖ γνώρισε τὸν ἄντρα της. Τοῦ εἶπε ἀμέσως ναί, προσπάθησε ν᾿ ἀκινητοποιήσει τὴ στιγμὴ καί, βέβαια, δὲν τὰ κατάφερε. Δὲν πρόκειται νὰ γυρίσει ποτέ, τὸ Orient Exrpess θὰ φύγει σὲ λίγο, μαζεύουν τοὺς φακούς, τοὺς τακτοποιοῦν στὶς ὁμοιόμορφες τσάντες τους. Εἶναι πιὸ ἐπικίνδυνοι ἀπὸ τοὺς σταυροφόρους καὶ τοὺς συγχωρεῖ γιατὶ δὲν τὸ ξέρουν, δὲν πρόκειται νὰ τὸ μάθουν ποτέ. Τὸ πλωτὸ σκηνικὸ θὰ συνεχίσει νὰ ἀξιοποιεῖ τὸν ἀνύπαρκτο χρόνο ἐνῶ στὰ ψαροκάικα κυματίζει κουρελιασμένη ἡ σημαία τοῦ αὐτοκράτορα.
* * *
Σχετικῶς:
+ Τὸ ἐπίσης ἐξαιρετικὸ κεφάλαιο, ἀπὸ τὸ ἴδιο βιβλίο, «Μοναστήρι» (σελ. 99-103).
+ Ἕνα κείμενο γιὰ τὸν κινηματογράφο: «Εἴμαστε ὅλοι κινηματογραφιστές».
+ Καὶ ἄλλα ἀποσπάσματα ἀπὸ τὴν «Γραμμὴ τοῦ ὁρίζοντος».
+ Ἕνα ἄρθρο τοῦ Nίκου Γ. Ξυδάκη («Ὅλοι μαζί, ἕνας ἕνας», «Ἡ Καθημερινή», 27-11-2005).