Οἱ τρεῖς ὁμιλίες τοῦ Δημήτρη Πικιώνη στὴν Σχολὴ Ἀρχιτεκτόνων τοῦ Ε.Μ.Π., τὸ 1965
Ὁ Δημήτρης Πικιώνης (1887-1968), ἀρχιτέκτων, ζωγράφος, φιλόσοφος, ἀκαδημαϊκός, μελετητής καὶ μύστης τῆς ἑλληνικῆς παραδόσεως (γνωρίζετε ὅλοι ἀσφαλῶς τὰ ἔργα του στὸν λόφο τοῦ Φιλοπάππου), ἔκανε τρεῖς ὁμιλίες στὴν Σχολὴ Ἀρχιτεκτόνων τοῦ Ε.Μ. Πολυτεχνείου, στὶς 11, 18, 25 Ἰαν. 1965. Οἱ ὁμιλίες αὐτὲς ἦταν χαμένες μέχρι τὸ 1987. Τότε, κατὰ τὴν διάρκεια μετακομίσεως τῶν γραφείων τῆς Ἕδρας Πολεοδομίας τῆς Ἀρχιτεκτονικῆς Σχολῆς τοῦ Ε.Μ.Π., στὸ βάθος ἑνὸς μεταλλικοῦ συρταριοῦ βρέθηκαν οἱ ἠχογραφήσεις τῆς δεύτερης καὶ τῆς τρίτης ὁμιλίας. Ὁ θησαυρὸς αὐτὸς παρέμεινε ἀδημοσίευτος μέχρι τὸ 2009, ὁπότε καὶ ἐξεδόθη σὲ ἕνα ὑπέροχο βιβλίο- λεύκωμα: Δημήτρης Φιλιππίδης, «Δημήτρης Πικιώνης: Οἱ ὁμιλίες τοῦ ᾿65», ἐκδ. Μέλισσα, 2009, ISBN 978-960-204-2885.
Ἡ σχέσις τοῦ Πικιώνη μὲ τὸν Περικλῆ Γιαννόπουλο
Ὁ Πικιώνης εἶχε τὴν τύχη νὰ γνωρίσῃ μικρὸς τὸν Περικλῆ Γιαννόπουλο, ἀλλὰ καὶ τὸν Δημήτριο Καμπούρογλου. Ὅπως λέγει ὁ ἴδιος («Αὐτοβιογραφικὸ σημείωμα»), ὁ Γιαννόπουλος καὶ ὁ Παρθένης ἔπεισαν τὸν πατέρα του νὰ τὸν ἀφήσουν νὰ σπουδάσῃ ζωγραφική. Χαρακτηρίζει δὲ τὸν Γιαννόπουλο ὡς «τὸ εὐγενέστερο καὶ πλέον ὑπερήφανο εἶδος τοῦ Ἕλληνα».
Στὴν τρίτη ὁμιλία τοῦ 1965, ὁ Πικιώνης κάνει μιὰ ἐνδιαφέρουσα ἀναφορὰ στὸν Γιαννόπουλο (προηγουμένως ἀναφέρεται στὸν Ἄγγελο Σικελιανό, ἀκολούθως στὸν Ζὰν Μορεάς), ἐπιβεβαιώνοντας πόσο ἐμπνεύσθηκε ἀπὸ τὸν τελευταῖο καὶ δίνοντάς μας τὸ δικαίωμα νὰ τὸν θεωροῦμε τεκμηριωμένα πλέον ὡς ἕναν ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους- συνεχιστὲς τοῦ ἀξέχαστου προφήτου τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Στὴν τρίτη ὁμιλία τοῦ 1965, ὁ Πικιώνης κάνει μιὰ ἐνδιαφέρουσα ἀναφορὰ στὸν Γιαννόπουλο (προηγουμένως ἀναφέρεται στὸν Ἄγγελο Σικελιανό, ἀκολούθως στὸν Ζὰν Μορεάς), ἐπιβεβαιώνοντας πόσο ἐμπνεύσθηκε ἀπὸ τὸν τελευταῖο καὶ δίνοντάς μας τὸ δικαίωμα νὰ τὸν θεωροῦμε τεκμηριωμένα πλέον ὡς ἕναν ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους- συνεχιστὲς τοῦ ἀξέχαστου προφήτου τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
«Μητέρα, μητέρα»
...ἐπαναλαμβάνει ὁ Πικιώνης τὰ λόγια τοῦ Γιαννόπουλου γιὰ τὴν θεία ἑλληνικὴ γῆ, καὶ συμπληρώνει:
«Καὶ μόνο ποὺ τὰ εἶπε αὐτά, μοῦ φτάνει.»
Ἀκολουθεῖ τὸ σχετικὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὶς ὁμιλίες τοῦ Πικιώνη (σελ. 54-56).
Τρίτη ὁμιλία: «Συναισθηματικὴ τοπογραφία» [1]
«[...]
Σὲ αὐτὸ ἀναφέρω μερικὰ τοῦ Περικλῆ Γιαννόπουλου, τὸν ὁποῖον εἶχα γνωρίσει πολὺ βαθιά, ἂν θέλετε. Καί, τοῦ ἀφιερώνει [ὁ Ἄγγελος Σικελιανός], δὲν τό ᾿χω αὐτό, γιατὶ μόνο ἂν τό ᾿βρισκα καὶ τὸ συνταίριαζα μὲ τοῦτο, τὶ τοῦ λέει, ἐκεῖ θὰ βλέπατε τὴν πραγματικὴ οὐσία τοῦ Γιαννόπουλου ἀλλὰ ὡς, ἀδιάφορο ἂν ἀπὸ μία πλευρὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ τὸν βρεῖ σὰν -θέλω νὰ πῶ- νὰ μπορεῖ νὰ τοῦ ἀνεύρει ἴσως καὶ κάποιον ἀρνητικὸν χρακτῆρα. Εἶναι πολὺ αὐστηρὸς μὲ αὐτόν. Σὲ ὅλα μπορεῖ νὰ βρεῖ ἕνα ἀρνητικό.
Εἶχα συζητήσει μὲ τὸν Ἀποστολάκη [2] ὁ ὁποῖος ἦταν ἀρνητὴς τοῦ Παλαμᾶ. Ἐν τούτοις ὅταν διαβάζω αὐτά, βλέπω ὅτι ἐκεῖνος ἔμενε στὴν καθαρὰ κριτική, καὶ ἡ καθαρὰ κριτικὴ ὅ,τι καὶ νά ᾿ναι κι αὐτὴ σὰν ποίηση, ἀλλὰ πάντως δὲν κάνει ποίηση. Κι ἔτσι μὲ τὸν χρόνο ἔνιωσα πὼς ὁ Παλαμᾶς ἦταν ποιητής· τοῦτος [ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος] ἦταν ἑραστὴς τοῦ τόπου. Καὶ μόνο γι᾿ αὐτὴν του τὴ διείσδυση, φτάνει. Μιὰ φορὰ πῆγα στὴ γωνιά του καὶ μοῦ ᾿δειχνε: «Αὐτὴ ἡ γωνιὰ εἶναι ἡ σύνοψις τῆς δημιουργίας μου.» Ἀλλὰ μέσα μου -μοῦ φαίνεται τὸ ξανά ᾿πα αὐτό- εἶδα κάποια ἔλλειψη. Δὲν μπορῶ νὰ δεχθῶ ὅτι αὐτὸ ἦταν τὸ ἅπαντο τῆς ἑλληνικῆς δημιουργίας. Ἦταν πολὺ ἐπιμέρους. Πίσω ἀπ᾿ αὐτὸ καὶ πέρα απ᾿ αὐτό, τί ἦταν;
«Μητέρα, μητέρα» -μόνο ποὺ τὰ λέει αὐτά, μοῦ φτάνουν. Τὸν ἀναφέρω γι᾿ αὐτό, «Μητέρα, μητέρα». Μόνο ποὺ τά ᾿πε αὐτά. Μοῦ φτάνει, δὲν ζητῶ τίποτε ἄλλο:
«Μητέρα, μητέρα, θεία γῆ ἑλληνική, καὶ σεῖς, γηγενεῖς, θεοὶ ἑλληνικοί [...]. Ἀνάστησε, ὦ θεία μητέρα, τὰ νέα σώματα καὶ τὰ νέα πνεύματα. [...] καὶ καταπέμψετε σεῖς, ὦ ὡραῖοι θεοὶ ἑλληνικοί [...] τὴν πανεύμορφον θείαν χάριν σας.» [3]
Φτάνει ὅτι τά ᾿δε [ὁ Γιαννόπουλος], ὅτι τὰ ἀντίκρισε ἀπ᾿ αὐτό. «Ἕνα τιποτένιο παιδί». Ἦταν πανέμορφος δέ, δὲν ὑπῆρχε ἄλλος. Καὶ ἐκεῖνο τὸ ποίημα τοῦ Σικελιανοῦ, τοῦ ὁποίου δὲν εἶχα τὴν ἔκδοση ἐδῶ, ἀκριβῶς μιλάει γι᾿ αὐτό. [4]
Κάποτε ζήτησα νὰ μιλήσω καὶ μουγκάθηκα, δὲν μποροῦσα νὰ ἀναχθῶ. Ὁ Σικελιανὸς τὰ λέει αὐτά, ὅτι κανεὶς δὲν ἦταν τόσο αὐτό, κανεὶς δὲν ἦταν νὰ κρατήσει ἕνα κλωνάρι ἐλιᾶς ἢ ἕνα στάχυ σὰν κι αὐτόν. «Ἕνα τιποτένιο παιδί» (τοῦ ὀφείλουμε νὰ τοῦ ἀναγνωρίσουν τὴ μία μορφὴ ἐδῶ: ) «τρέχον στῶν γλαυκῶν βουνῶν τῆς Ἀττικῆς τὰ Ἀδώνια φῶτα, εἶδε, στῶν κατάλαμπρων μεσημεριῶν τὰ καταγάλανα οὐράνια, νὰ περνᾶ τὸ ὁλόλευκον ἄτι τῆς ἀναγεννήσεως μὲ τὰ τρισμέγιστα κάτασπρα πτερά». [5]
Φτάνει· εἶναι ὀπτασίες αὐτές.
«Ἀπώτατα εἰς τοὺς κυανοροδίνους ἀέρας ἀσημένια καμπάνα σημαίνει τὸν ὄρθρον τῆς ἀναγεννήσεως.» [6]
«Μητέρα, μητέρα, θεία γῆ ἑλληνική, καὶ σεῖς, γηγενεῖς, θεοὶ ἑλληνικοί, μή, μὴν ἀφίσετε, τὴν καταποντισμένη στὶς ἀτιμίες φυλή σας, νὰ χαθῆ. Ἀνάστησε, ὦ θεία μητέρα, τὰ νέα σώματα καὶ τὰ νέα πνεύματα, διὰ τοὺς κυκλώπειους πολέμους καὶ καταπέμψετε σεῖς, ὦ ὡραῖοι θεοὶ ἑλληνικοί [...] τὴν πανεύμορφον θείαν χάριν σας, εἰς τὸ πνεῦμα τὸ ἑλληνικόν.» [3]
Γιὰ τὸν ἑαυτόν του πάλι:
«Ἕνα τιποτένιο παιδί, τρέχον στῶν γλαυκῶν βουνῶν τῆς Ἀττικῆς τὰ Ἀδώνια φῶτα, εἶδε, στῶν κατάλαμπρων μεσημεριῶν τὰ καταγάλανα οὐράνια νὰ περνᾶ τὸ ὁλόλευκον ἄτι τῆς ἀναγεννήσεως.» [6]
Φτάνει αὐτὴ ἡ ἑνότης.
[...]»
«Καὶ μόνο ποὺ τὰ εἶπε αὐτά, μοῦ φτάνει.»
Ἀκολουθεῖ τὸ σχετικὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὶς ὁμιλίες τοῦ Πικιώνη (σελ. 54-56).
Τρίτη ὁμιλία: «Συναισθηματικὴ τοπογραφία» [1]
«[...]
Σὲ αὐτὸ ἀναφέρω μερικὰ τοῦ Περικλῆ Γιαννόπουλου, τὸν ὁποῖον εἶχα γνωρίσει πολὺ βαθιά, ἂν θέλετε. Καί, τοῦ ἀφιερώνει [ὁ Ἄγγελος Σικελιανός], δὲν τό ᾿χω αὐτό, γιατὶ μόνο ἂν τό ᾿βρισκα καὶ τὸ συνταίριαζα μὲ τοῦτο, τὶ τοῦ λέει, ἐκεῖ θὰ βλέπατε τὴν πραγματικὴ οὐσία τοῦ Γιαννόπουλου ἀλλὰ ὡς, ἀδιάφορο ἂν ἀπὸ μία πλευρὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ τὸν βρεῖ σὰν -θέλω νὰ πῶ- νὰ μπορεῖ νὰ τοῦ ἀνεύρει ἴσως καὶ κάποιον ἀρνητικὸν χρακτῆρα. Εἶναι πολὺ αὐστηρὸς μὲ αὐτόν. Σὲ ὅλα μπορεῖ νὰ βρεῖ ἕνα ἀρνητικό.
Εἶχα συζητήσει μὲ τὸν Ἀποστολάκη [2] ὁ ὁποῖος ἦταν ἀρνητὴς τοῦ Παλαμᾶ. Ἐν τούτοις ὅταν διαβάζω αὐτά, βλέπω ὅτι ἐκεῖνος ἔμενε στὴν καθαρὰ κριτική, καὶ ἡ καθαρὰ κριτικὴ ὅ,τι καὶ νά ᾿ναι κι αὐτὴ σὰν ποίηση, ἀλλὰ πάντως δὲν κάνει ποίηση. Κι ἔτσι μὲ τὸν χρόνο ἔνιωσα πὼς ὁ Παλαμᾶς ἦταν ποιητής· τοῦτος [ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος] ἦταν ἑραστὴς τοῦ τόπου. Καὶ μόνο γι᾿ αὐτὴν του τὴ διείσδυση, φτάνει. Μιὰ φορὰ πῆγα στὴ γωνιά του καὶ μοῦ ᾿δειχνε: «Αὐτὴ ἡ γωνιὰ εἶναι ἡ σύνοψις τῆς δημιουργίας μου.» Ἀλλὰ μέσα μου -μοῦ φαίνεται τὸ ξανά ᾿πα αὐτό- εἶδα κάποια ἔλλειψη. Δὲν μπορῶ νὰ δεχθῶ ὅτι αὐτὸ ἦταν τὸ ἅπαντο τῆς ἑλληνικῆς δημιουργίας. Ἦταν πολὺ ἐπιμέρους. Πίσω ἀπ᾿ αὐτὸ καὶ πέρα απ᾿ αὐτό, τί ἦταν;
«Μητέρα, μητέρα» -μόνο ποὺ τὰ λέει αὐτά, μοῦ φτάνουν. Τὸν ἀναφέρω γι᾿ αὐτό, «Μητέρα, μητέρα». Μόνο ποὺ τά ᾿πε αὐτά. Μοῦ φτάνει, δὲν ζητῶ τίποτε ἄλλο:
«Μητέρα, μητέρα, θεία γῆ ἑλληνική, καὶ σεῖς, γηγενεῖς, θεοὶ ἑλληνικοί [...]. Ἀνάστησε, ὦ θεία μητέρα, τὰ νέα σώματα καὶ τὰ νέα πνεύματα. [...] καὶ καταπέμψετε σεῖς, ὦ ὡραῖοι θεοὶ ἑλληνικοί [...] τὴν πανεύμορφον θείαν χάριν σας.» [3]
Φτάνει ὅτι τά ᾿δε [ὁ Γιαννόπουλος], ὅτι τὰ ἀντίκρισε ἀπ᾿ αὐτό. «Ἕνα τιποτένιο παιδί». Ἦταν πανέμορφος δέ, δὲν ὑπῆρχε ἄλλος. Καὶ ἐκεῖνο τὸ ποίημα τοῦ Σικελιανοῦ, τοῦ ὁποίου δὲν εἶχα τὴν ἔκδοση ἐδῶ, ἀκριβῶς μιλάει γι᾿ αὐτό. [4]
Κάποτε ζήτησα νὰ μιλήσω καὶ μουγκάθηκα, δὲν μποροῦσα νὰ ἀναχθῶ. Ὁ Σικελιανὸς τὰ λέει αὐτά, ὅτι κανεὶς δὲν ἦταν τόσο αὐτό, κανεὶς δὲν ἦταν νὰ κρατήσει ἕνα κλωνάρι ἐλιᾶς ἢ ἕνα στάχυ σὰν κι αὐτόν. «Ἕνα τιποτένιο παιδί» (τοῦ ὀφείλουμε νὰ τοῦ ἀναγνωρίσουν τὴ μία μορφὴ ἐδῶ: ) «τρέχον στῶν γλαυκῶν βουνῶν τῆς Ἀττικῆς τὰ Ἀδώνια φῶτα, εἶδε, στῶν κατάλαμπρων μεσημεριῶν τὰ καταγάλανα οὐράνια, νὰ περνᾶ τὸ ὁλόλευκον ἄτι τῆς ἀναγεννήσεως μὲ τὰ τρισμέγιστα κάτασπρα πτερά». [5]
Φτάνει· εἶναι ὀπτασίες αὐτές.
«Ἀπώτατα εἰς τοὺς κυανοροδίνους ἀέρας ἀσημένια καμπάνα σημαίνει τὸν ὄρθρον τῆς ἀναγεννήσεως.» [6]
«Μητέρα, μητέρα, θεία γῆ ἑλληνική, καὶ σεῖς, γηγενεῖς, θεοὶ ἑλληνικοί, μή, μὴν ἀφίσετε, τὴν καταποντισμένη στὶς ἀτιμίες φυλή σας, νὰ χαθῆ. Ἀνάστησε, ὦ θεία μητέρα, τὰ νέα σώματα καὶ τὰ νέα πνεύματα, διὰ τοὺς κυκλώπειους πολέμους καὶ καταπέμψετε σεῖς, ὦ ὡραῖοι θεοὶ ἑλληνικοί [...] τὴν πανεύμορφον θείαν χάριν σας, εἰς τὸ πνεῦμα τὸ ἑλληνικόν.» [3]
Γιὰ τὸν ἑαυτόν του πάλι:
«Ἕνα τιποτένιο παιδί, τρέχον στῶν γλαυκῶν βουνῶν τῆς Ἀττικῆς τὰ Ἀδώνια φῶτα, εἶδε, στῶν κατάλαμπρων μεσημεριῶν τὰ καταγάλανα οὐράνια νὰ περνᾶ τὸ ὁλόλευκον ἄτι τῆς ἀναγεννήσεως.» [6]
Φτάνει αὐτὴ ἡ ἑνότης.
[...]»
Σημειώσεις:
[1] Ὁ τίτλος εἶναι ἴδιος μὲ αὐτὸν προηγούμενου ἄρθρου τοῦ Πικιώνη στὸ περιοδικὸ «Τὸ 3ο μάτι» (2-3/1935).
[2] Γιάννης Ἀποστολάκης (1886-1947), φιλόλογος καὶ κριτικός.
[3] Περικλῆς, Γιαννόπουλος, «Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907 (δεύτερη προμετωπίδα)
[4] Βλ. Ἄγγελος Σικελιανός, «Περικλῆς Γιαννόπουλος», Λυρικός Βίος, τόμ. Β', 63-67.
[5] Περικλῆς, Γιαννόπουλος, «Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907 (πρώτη προμετωπίδα)
[6] Περικλῆς, Γιαννόπουλος, «Νέον Πνεῦμα», 1906 (πρώτη προμετωπίδα).
1 σχόλιο:
Ἐδῶ μπορεῖτε νὰ δεῖτε φωτογραφία ἀντιτύπου τῆς «Ἐκκλήσεως πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινὸν» (1907) μὲ ἰδιόγραφη ἀφιέρωσι τοῦ Περικλῆ Γιαννόπουλου στὸν Δημήτρη Πικιώνη. (Μουσεῖον Μπενάκη, ἔκθεσις Δημήτρη Πικιώνη, 15-12-2010 ἔως 13-3-2011)
Ὁ Γιαννόπουλος ἐχάρισε τὰ ἀντίτυπα τοῦ βιβλίου ποὺ ἐξέδωσε σὲ γνωστοὺς καὶ φίλους, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ στὸν εἰκοσαετὴ τότε Δημήτρη Πικιώνη, πρὶν ὁ τελευταῖος φύγει γιὰ σπουδὲς στὸ Μόναχο καὶ στὸ Παρίσι. Στὴν ἔκδοσι τῆς ἐκθέσεως τοῦ Μουσείου Μπενάκη ἀναφέρεται καὶ ἀπόσπασμα τοῦ Γιαννόπουλου, ὁ ὁποῖος γράφει ὅτι ὁ Πικιώνης θὰ φύγει γιὰ σπουδὲς στὸ Μόναχο ἀλλὰ θὰ ἐπιστρέψῃ σύντομα καὶ τότε θὰ ἀναμορφώσῃ τὴν ἑλληνικὴ ἀρχιτεκτονική! Σημειώνουμε ἐπὶ πλέον, ὅτι, κατὰ τὶς μαρτυρίες, στὸ ἕνα μπαοῦλο σχεδὸν γεμάτο μὲ ἀνέκδοτα ἔργα καὶ σχέδιά του ποὺ ἔκαυσε ὁ Γιαννόπουλος πρὶν τὴν αὐτοκτονία του, περιελαμβάνετο καὶ μιὰ ὁλοκληρωμένη πραγματεία περὶ ἀρχιτεκτονικῆς. Ὁ Γιαννόπουλος ἔφυγε νωρίς, εὐτυχῶς πρὶν γνωρίσῃ τὴν ὁλοκληρωτικὴν τῆς «Γαίας ἀτίμωσιν». Τὸ ὅραμά του, τὸ ὁποῖον, ὅσον ἀφορᾷ στὴν ἀρχιτεκτονικὴ τουλάχιστον, ἐπεχείρησε νὰ τὸ πραγματοποιήσῃ ὁ Πικιώνης, ἔμεινε ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀνεκπλήρωτο, καὶ αὐτὸ ποὺ ἐπετεύχθη κινδυνεύει νὰ καταστραφῇ. Πίστις μας ἡ πίστις τοῦ Γιαννόπουλου: ὅτι ἡ Ἑλληνικὴ Μητέρα Γῆ, ὅσο καὶ ἂν τὴν πληγώσαμε, θὰ ἀποτινάξῃ ἀπὸ πάνω της τὴν ἀρρώστια. Ἀρκεῖ λίγο νὰ βοηθήσουμε ἐμεῖς τὰ παιδιά της.
Ὅπως σημείωσε ὁ ἴδιος ὁ Δημήτρης Πικιώνης: «Ὁ Γιαννόπουλος... ἐνσάρκωνε ὁ ἴδιος τὸ εὐγενέστερο καὶ πλέον ὑπερήφανο εἶδος τοῦ Ἕλληνα. ... Ἦταν ὁ Γιαννόπουλος καὶ ὁ Παρθένης ποὺ ἔπεισαν τὸν πατέρα μου νὰ μ᾿ ἀφήσει νὰ πάω νὰ σπουδάσω ζωγραφική.»
Δημοσίευση σχολίου