(Πρωτοδημοσιεύθηκε στὸ Ἀντίβαρο.)
Ἀγαπητοὶ φίλοι, ἑκατὸ χρόνια μετὰ τὴν ἡρωϊκὴ ἔξοδο ἀπὸ τὴν ζωὴ (7/8 'Απριλίου 1910) τοῦ βάρδου τῆς Ἑλληνικῆς Φύσεως καὶ τοῦ Ἑλληνικοῦ Κάλλους, ὁραματιστοῦ τῆς Ἑλληνικῆς Ἀναγεννήσεως καὶ προφήτου τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ΠΕΡΙΚΛΗ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ, μὲ χαρὰ σᾶς παρουσιάζω ἕναν πλήρη δικτυακὸ τόπο, φιλοξενούμενο στὸ Ἀντίβαρο τοῦ φίλου Ἀνδρέα Σταλίδη, ὅπου φιλοδοξῶ νὰ συγκεντρώσω τὰ ἅπαντα ποὺ ἔγραψε ὁ μέγας ἑλληνολάτρης καὶ τὰ σημαντικότερα ποὺ ἐγράφησαν γι᾿ αὐτόν (μαζὶ μὲ δική μου βιογραφία- κριτική), προσευχόμενος στὴν Μητέρα Ἑλληνικὴ Γῆ νὰ μᾶς βοηθήσῃ νὰ κάνουμε τὸ ὅραμα τοῦ παιδιοῦ της ποὺ τὴν λάτρεψε περισσότερο ἴσως ἀπὸ κάθε ἄλλον, πραγματικότητα. Ἐπίσης, ὅσοι χρῆστες τοῦ facebook ἐπιθυμοῦν, μποροῦν νὰ γραφτοῦν στὴν facebook page «Περικλής Γιαννόπουλος».
Ἀλλὰ ἂς ξεκινήσουμε ἀπὸ τὴν ἀρχή, μὲ μερικὲς προσωπικὲς μνῆμες.
1979. Ἔκθεσις «Ἑλληνικὴ Παράδοση», στὸ Ζάππειο Μέγαρο. Ἀνάμεσα στ᾿ ἄλλα, ἕνα μικρὸ βιβλιαράκι, «Ἑλληνικὴ Παράδοση - ἀνθολόγημα», μὲ δοκίμια μεγάλων μας λογοτεχνῶν, κριτικῶν, φιλοσόφων. 128 σελίδες, ἔκδοσις Ο.Ε.Δ.Β. (Μὴν ἐκπλήσσεσθε· κάποτε, σὲ αὐτὰ τὰ νάματα τῆς κληρονομιᾶς μας προσέβλεπε ἡ δημόσια παιδεία.) Σελίδες 20-22: Περικλῆς Γιαννόπουλος, «Ἡ ἑλληνικὴ γραμμή». Τὰ πρῶτα σκιρτήματα στὴν καρδιὰ ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ ὡραίου ἑλληνολάτρη:
«Παντοῦ φῶς, παντοῦ ἡμέρα, παντοῦ τερπνότης, παντοῦ ὀλιγότης, ἄνεσις, ἀραιότης· παντοῦ εὐταξία, συμμετρία, εὐρυθμία· παντοῦ ἡμερότης, χάρις, ἱλαρότης· παντοῦ παίγνιον ἑλληνικῆς σοφίας, διάθεσις γελαστική, εἰρωνία Σωκρατική· παντοῦ φιλανθρωπία, συμπάθεια, ἀγάπη· παντοῦ ἵμερος, πόθος ᾄσματος, φιλήματος· παντοῦ πόθος ὕλης, ὕλης, ὕλης· παντοῦ ἡδονὴ Διονύσου, πόθος φωτομέθης, δίψα ὡραιότητος, λίκνισμα μακαριότητος· παντοῦ πέρασμα ἀέρος θουρίου, ἀέρος ὁρμῆς, ἀέρος ἀλκιμότητος, σφριγηλότητος καὶ παντοῦ μαζὺ πέρασμα ἀέρος μελαγχολίας καλλονῆς, λύπης καλλονῆς, θρήνου θνήσκοντος Ἀδώνιδος. Καὶ παντοῦ ἀὴρ φωτεινοῦ θουρίου δένων τὰ μέλη καὶ μαζὺ ἀὴρ φλογέρας λύων τὰ μέλη μὲ ἡδυπάθειαν. [...]
Εἶναι φανερά, μία μόνη Γραμμή, ἀναβαίνουσα ἁπαλωτά, καταβαίνουσα γλυκύτατα, κυματίζουσα μὲ μεγάλα ἤρεμα κύματα, ἀναβαίνουσα ἁρμονικά, καταβαίνουσα συμμετρικά, γράφουσα εἰς τὸν δρόμον της ὡραῖα καμπυλώματα, ἀνυψουμένη κάποτε μὲ νευρωδεστάτην ἐφηβικὴν λιγυρότητα πρὸς ἓν φίλημα ὑψηλοῦ ἀέρος καὶ μὲ ἐλαφρότητα γλάρου ἐπανερχομένη πάλιν εἰς ἕνα μαλακόν της ρυθμόν.
Εἶναι μία μόνη γραμμή, σὰν τὴν παλαιάν μας τέχνην, ὅπου ὅλα τὰ οἰκοδομήματα φαίνονται ἀδελφά, καὶ ὅμως κανὲν δὲν ὁμοιάζει μὲ τὸ ἄλλο, ὅλα τὰ ἀγάλματα σὰν δίδυμα ἀδέλφια καὶ κανὲν ὅμοιον μὲ τὸ ἄλλο, σὰν τὴν Βυζαντινήν μας τέχνην, σὰν τὰ δημοτικὰ τραγούδια ποὺ εἶναι κυρίως ἕνα τραγούδι καὶ κανένα ἐντελῶς ὅμοιον, σὰν τὴν γῆν μας ποὺ εἶναι μία εἰς τὸ σύνολον καὶ κάθε βῆμα ἀνομοία, σὰν τὸν Ἕλληνα ὁ ὁποῖος εἶναι εἷς εἰς τὸ σύνολον καὶ εἰς κάθε βῆμα ποτὲ ὅμοιος, ἀποδεικνύουσα καὶ αὐτὴ τὴν ὅλην μας φύσιν, ἧς ἓν τῶν ριζικῶν διακριτικῶν της εἶναι: ἡ ἑνότης τῶν σπουδαίων χαρακτηριστικῶν καὶ ἡ ἄπειρος ποικιλία τῶν δευτερευόντων.»
1996, 31 Ἰανουαρίου. Ἡ ἡμέρα ποὺ ξυπνήσαμε παγωμένοι, προδομένοι. Οἱ τρεῖς ἀξιωματικοί μας στὴν ἀγκαλιά τοῦ Αἰγαίου. Ἡ σημαία μας δὲν κυματίζει πιά. Τὸ φρόνημα ὅλων τῶν Ἑλλήνων, λαοῦ καὶ στρατοῦ, εἶχε προδοθεῖ· «εὐχαριστοῦμε τοὺς Ἀμερικανούς». Οἱ ὑπεύθυνοι τῆς ἀτιμώσεως λοιδοροῦσαν τὸν πατριωτισμό μας, γιὰ νὰ καλύψουν τὴν εὐθύνη τους.
Μέσα στὸν πόνο, μαστίγωμα, ὀδυνηρὸ ἀλλὰ καθαρτικό, τῆς ἀνεπάρκειάς μας τὰ λόγια ἐκείνου -μοῦ τὰ εἶχε στείλει, τότε, ἕνας φίλος· ἔκαιγαν σὰν λάβα («Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907):
«Ἑλληνικὴ Φυλὴ τί φωνάζεις; Μπῆκαν κλέφτες στὸ μανδρί; Ἐὰν Σοῦ βαστᾷ ἔμπα διώχτους.»
«Ἑλληνικὴ Φυλὴ εἶσαι ΑΝΗΘΙΚΟΣ: διότι θέλεις οἱ Φραγκικοὶ Στρατοὶ καὶ Στόλοι νὰ Σοῦ φυλᾶν τ᾿ ἀμπέλια ΣΟΥ.»
Καὶ ἡ Μακεδονία μας; Ἐκεῖνος, πρὶν ἑκατὸ χρόνια, κεραυνός, γιὰ τότε καὶ γιὰ σήμερα («Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907):
«Ντροπή Σας νὰ συζητᾶτε μὲ τὸν Σκυλόφραγκο ἂν ἡ Μακεδονική Σας Γῆ εἶνε Δική Σας Γῆ. Καὶ νὰ τὸν πείσῃς, δὲν τὸν πείθεις τὸ Λῃστή. Ἢ μόνος του ἢ μὲ Σμπίρους βαλτοὺς θὰ προσπαθήσῃ νὰ Σᾶς πάρῃ κάθε Γῆ.
Οἱ Πολιτισμοὶ ποὺ Σᾶς ἔμαθαν οἱ Δασκαλοτσούσιδες νὰ προσκυνᾶτε μπρούμυτα, Σᾶς καμπανίζουν κατάμουτρα μὲ ἄγρια χαστούκια: Η ΜΟΝΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΕΙΝΕ ΤΟ ΣΠΑΘΙ.
Καὶ εἶνε ἀνήθικον καὶ ἄσκοπον καὶ τὸ νὰ Σᾶς δώσουν καὶ τὸ νὰ δεχθεῖτέ τι. Καὶ νὰ Σᾶς δώσουν, ἂν εἶσθε Σάπιοι, ὁ πρῶτος Δυνατὸς θὰ Σᾶς τὸ πάρῃ. Τὸ Ἠθικὸν εἶνε ἂν εἶσθε Σάπιοι, νὰ Σᾶς ξεπατώσουν καὶ καθαρίσουν τὴ Γῆ.
Φυλᾶτε τὴ Γῆ Σας καὶ τὴν Τιμή της, μόνο μὲ Σπαθί.
Πάψετε Σαπιοδάσκαλοι καὶ Σαπιορήτορες -ΑΝΑΦΟΡΑΤΖΗΔΕΣ- νὰ ἐξευτελίζετε τὴ Φυλή. Πάψετε Παλιόγρηες τὶς κλάψες, τὰ σάλια, τὰ μελάνια καὶ πιάστε τὸ ΣΠΑΘΙ.
Τὰ πάντα στὴ Ζωὴ -Η ΦΥΣΙΣ ΤΟ ΛΕΕΙ- κατακτῶνται μὲ τὸ ΣΠΑΘΙ. Καὶ ἔτσι εἶνε καὶ μόνο ἔτσι ΠΡΕΠΕΙ νὰ εἶνε.»
Ποιός ἦταν ὁ ἄνθρωπος μὲ αὐτὴν τὴν ρωμαλέα, φλογερὴ ψυχή; Ὁ περήφανος πολεμιστὴς καὶ μαζὶ ὁ εὐαίσθητος φυσιολάτρης; Ὁ ἐκστατικὸς βάρδος τοῦ ἑλληνικοῦ κάλλους, ὁ ὀνειροπόλος, ὁ τρελὸς (nullum magnum ingenium sine mixtura dementiae fuit) αὐτόχειρ, ποὺ κάηκε αὐτοθέλητα σὰν τὴν νυχτοπεταλούδα στὸ Ἑλληνικὸ Φῶς καὶ -ἑκατὸ χρόνια κλείνουμε ἐφέτος στὶς 7-8 Ἀπριλίου- ἔφυγε στὴν ἀγκαλιὰ τῆς θάλασσας τοῦ Σκαραμαγκᾶ; «Ὁ εὐγλωττότερος καὶ ὁ φωτεινότερος ἀπόστολος τοῦ κατὰ φύσιν ἑλληνικὴν ζῆν» (Γρηγόριος Ξενόπουλος), «τὸ εὐγενέστερο καὶ πλέον ὑπερήφανο εἶδος τοῦ Ἕλληνα» (Δημήτρης Πικιώνης);
Μελέτησα τὰ βιβλία του -τὰ λίγα ποὺ σώθηκαν. (Τὰ ὑπόλοιπα τὰ ἔκαψε φεύγοντας· ἔργο δικό μας καὶ τῆς Ἑλληνικῆς Φύσεως, ἔνιωθε, νὰ τὰ γράψουμε καὶ νὰ τὰ πραγματώσουμε καλύτερα, ὅταν οἱ συνθῆκες νομοτελειακῶς ὡριμάσουν -ὅταν ἡ ἑλληνικὴ γῆ ἐξωπετάξει τὴν ξενομανία καὶ τὸν ραγιαδισμό.) Καί ἔνιωσα τὰ λόγια τοῦ Ἴωνα Δραγούμη, ἀδελφικοῦ φίλου τοῦ Περικλῆ:
«Δὲν ξέρω ἂν λέει σωστὰ πράματα ἢ στραβὰ τὸ βιβλίο του, μὰ ὅταν τὸ διάβαζα ἦταν σὰν ἄνεμος νὰ φυσομανοῦσε μέσα μου τρομαχτικὰ καὶ νὰ συντάραζε τὸν ἑλληνισμό μου ὅλον καὶ νὰ μὲ λευθέρονε, κι ἀφοῦ τὸ διάβασα μοῦ φάνηκε σὰν τὸν βορριᾶ τὸν παγωμένο ποὺ μανιασμένος σαρόνει τοὺς βρώμιους ἀπὸ μικρόβια ἀέρηδες καὶ ἀπὸ κάθε βρώμα καὶ σκουπίδι καθαρίζει τὸν κόσμο. [...] σ᾿ αὐτοῦ τὸ ρυθμὸ τὴ ζωή μου τονίζω.»
Κάθε φράσις του γεννᾷ ὁλόκληρο βιβλίο, ἔγραψε γι᾿ αὐτὸν ὁ Κωστῆς Παλαμᾶς. (Εἶχαν μιὰ διαλεκτικὴ σχέσι ἀλληλοθαυμασμοῦ ἀλλὰ καὶ ἀντιπαραθέσεως -τὸ τελευταῖο κυρίως λόγῳ τοῦ γλωσσικοῦ.) Ἡ μιὰ ἀποκάλυψι μετὰ τὴν ἄλλη.
α) Ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος εἶναι ὁ φλογερότερος, ὁ γνησιότερος καὶ πιὸ πηγαῖος ἑλληνολάτρης. Πραγματικὸς προφήτης τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ὁραματιστὴς καὶ πρωτεργάτης τοῦ πνευματικοῦ κινήματος τοῦ ἑλληνοκεντρισμοῦ καὶ τοῦ ἑλληνικοῦ ἐθνικισμοῦ. Ἀλλὰ καὶ ὡς προσωπικότης συνεδύαζε τὰ πάντα· κάλλος ὑπέροχο, ἀνδρισμό, εὐγένεια, γοητεία. Νοῦς ὑγιὴς ἐν σώματι ὑγιῇ. Καὶ ὁ λόγος του σπαθί. Κάθε φράσι του μᾶς συνεπαίρνει, μᾶς ἀναζωογονεῖ.
β) Ἡ ἑλληνολατρία του, ἡ φλογερὴ αὐτὴ ἑλληνολατρία, δὲν εἶναι ἰδεολόγημα οὔτε καυχησιολογία. Εἶναι γνήσια, φυσική, ὑλική -φυσικὸν ἄνθος τῆς Ἑλληνικῆς γῆς, κατὰ τὴν ἔκφρασί του. Πηγάζει ἀπὸ τὰ πράγματα, ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν Φύσι. Μὲ ἐπίπονη, συστηματικὴ μελέτη, ἀλλὰ καὶ θαυμαστὴ εὐαισθησία, καλαισθησία καὶ ὀξύνεια, ἀνάγει τὰ πάντα στὸ ἁπλὸ χορταράκι καὶ πετραδάκι τῆς Ἑλληνικῆς Γῆς! Τὸ κατὰ φύσιν ἑλληνικὴν ζῆν εἶναι ὁ κεντρικός του ἄξων. Ἡ Φύσις μητέρα καὶ ὁδηγός. Ὁ αἰσθητικός, ὁ φυσιολάτρης, ὁ ἰδεολόγος, ὁ πολιτικὸς Γιαννόπουλος, ταυτίζονται.
γ) Ἀλλὰ δὲν εἶναι ἁπλῶς φλογερὸς πατριώτης καὶ ἐκστατικός, ὀνειρικὸς ἑλληνολάτρης. Οὔτε μόνον λάτρης τοῦ κάλλους, καλλιτέχνης, αἰσθητικός. Εἶναι, τρόπόν τινα, ἀρχιτέκτων, μαθηματικός. Τὸ οἰκοδόμημά του, χαρακτηρίζεται ἀπὸ λογικὴ συνέπεια, πληρότητα καὶ συνεκτικότητα θαυμαστή. Διπλὰ θαυμαστή· αὐτὸς ὁ παθιασμένος, ὀνειροπόλος, ὡραῖος τρελός, κάτω ἀπὸ τὸ «παραλήρημά» του κρύβει λογικὸ οἰκοδόμημα στερεότατο, παρατηρεῖ εὐστοχώτατα ὁ Γρηγόριος Ξενόπουλος («Ἕνα σύστημα»). Ἀπὸ τὸ ἁπλὸ πετραδάκι, τὸ χορταράκι, τὴν ἑλληνικὴ γραμμὴ καὶ τὸ χρῶμα, ξεκινᾷ καὶ ἀποδεικνύει -μποροῦμε νὰ μιλοῦμε γιὰ ἀπόδειξι- πῶς θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι φυσιολογικὰ ἡ ζωγραφικὴ (ἀπὸ τὴν τέχνη, ὡς λάτρης τοῦ κάλλους ξεκινᾷ)· ἡ μουσική, ἡ φιλολογία, ἡ ποίησις, τὸ θέατρο· ἡ ἀρχιτεκτονική, ἡ ἔνδυσις, ἡ τροφή, ὁ ἔρως. Πῶς θὰ ἔπρεπε φυσιολογικὰ νὰ εἶναι καὶ πῶς στρεβλά, λόγῳ τῆς ξενοκρατίας, εἶναι. Ἡ θρησκεία, ἡ κοινωνία, ἡ πολιτεία. Καὶ ὄχι ἁπλῶς ὁραματίζεται, ἀλλὰ οἰκοδομεῖ τὴν Ἑλληνικὴ Ἀναγέννησι. Γράφει ὁ Ξενόπουλος:
«Τέτοια γενικὴν ἀντίληψη, τέτοιο σύνολο δὲν παρουσίασε ἀκόμα κανείς μας. Κανένας [μέχρι τὸν Γιαννόπουλο], στοχάζουμαι, δὲν εἶπε καὶ δὲν ἀπόδειξε πὼς γιὰ νἀποκτήσουμε λόγου χάρη ἀξιόμαχο στρατὸ καὶ στόλο, πρέπει πρῶτα νὰ κτίσουμε σπίτι ἑλληνικό, ἢ πὼς γιὰ νὰ ἔχουμε ᾿ςτὴν πόλη καλὴ συγκοινωνία καὶ στὸ ἐξωτερικὸ καλοὺς διπλωμάτες, πρέπει νὰ ζωγραφίζουμε μὲ χρώματα ἑλληνικά.»
δ) Ὄχι μόνον τὸ λογικό του οἰκοδόμημα γενικῶς, ἀλλὰ καὶ οἱ ἐπὶ μέρους ἐπισημάνσεις του εἶναι καίριες, ἐπίκαιρες, εὔστοχες. Κατέχει τὴν ἀρετὴ τῆς διακρίσεως. Ἀπὸ ἔνστικτο θαρρεῖς, μᾶς ὁδηγεῖ πάντοτε στὸν σωστὸ δρόμο. Σὲ ζητήματα καίρια καὶ ἀμφιλεγόμενα -τότε, καὶ ἀκόμη περισσότερο σήμερα. Ἐνδεικτικῶς:
Γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ Φυλή, Ἱστορία καὶ Πολιτισμό:
Χαρακτηρίζει τὸν Ἕλληνα ἄνθρωπο ὡς τὸν τελειότερο καρπὸ τῆς Φύσεως: «Γῆ ὡραιοτάτη καὶ Θειοτάτη, Γῆ τελεία ΑΦΡΟΔΙΤΗ, ἡ Μητέρα Ἑλληνικὴ Γῆ, ἀνέδωσε καρπὸν ὅμοιον. Ὁμοίως Ὡραῖον καὶ ὁμοίως Θεῖον. Ζῷον Ἑλληνικόν, τὸν Ἕλληνα: ΕΜΑΣ.»
Τονίζει ὅμως: «Περιττὸν νὰ φουσκώνετε δι᾿ αὐτά. Οἱ Ἕλληνες κάθε ἐποχῆς δὲν εἶσθε τίποτα. Ἡ Ἑλληνικὴ Γῆ εἶνε τὸ Πᾶν.»
Κατακεραυνώνει τοὺς δυτικούς: «Δὲν θὰ κρίνετε Σεῖς οἱ Φράγκοι -τὰ χθεσινὰ Ἀγριογούρουνα- Ἐμᾶς, ἀλλ᾿ Ἐμεῖς θὰ κρίνωμε Σᾶς καὶ τὸν Πολιτισμόν σας.»
Αὐτὰ ὅλα, ὅμως, δὲν εἶναι λόγος κομπασμοῦ γιὰ τοὺς Ἕλληνες -κάθε ἄλλο: «Οἱ Φράγκοι δὲν πρέπει νὰ νομίζουν, ὅτι δὲν βαραίνει καὶ γονατίζει κι᾿ ἐμᾶς ὅλη αὐτὴ ἡ Ἀσήκωτη ΔΟΞΑ, καὶ δὲν μᾶς καίει τὸ κεφάλι τὸ Πύρινο Στέμμα ποὺ λέγεται: ΕΛΛΗΝ. [...] Καὶ ἐπειδὴ τὸ ΓΕΓΟΝΟΣ εἶνε αὐτό, ἔχετε βαρύτατα, ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ νὰ ἐκτελέσετε. Χωρὶς νὰ τὰ ἐκτελεῖτε δὲν ἔχετε κανένα δικαίωμα νὰ φέρετε τὸ ὄνομα ΕΛΛΗΝ.»
Ἡ δὲ ἱστορικὴ ἀποστολὴ τοῦ Ἕλληνος ἦταν καὶ εἶναι ὁ «ἐξανθρωπισμὸς τῆς οἰκουμένης». («Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907)
Γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ Γλῶσσα:
Σὲ ἐποχὴ ὀξείας (καὶ αἱματηρῆς κάποτε) διαμάχης γιὰ τὸ γλωσσικό, κατακεραυνώνει τόσο τὸν ἀρχαϊστικὸ σχολαστικισμὸ ὅσο και τὸν δημοτικισμό, ἐπιλέγοντας συνετὰ τὴν μέση ὁδό. Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶναι μία καὶ ἑνιαία· ἀρχαία καὶ δημοτική, κοινὴ κληρονομιά μας:
«Μιστριώτης Ψυχάρης, μὲ τὴν μίαν ὄψιν, ἀπολίθωμα Βλακοδιδασκαλικοῦ Μπαμπούλα, μὲ τὴν ἄλλην, ἀποκρυστάλλωμα μειδιάματος Αὐταρέσκου Βλακοκατεργάρη. [...] ἕνας δῆθεν Νέος Ἑλληνισμός [ὁ δημοτικισμός] [...], σημαιοφορούμενος ἀπὸ τὸ Ἀρχικατεργαρικότατον Ἐπιστημονικὸν φῶς -ΚΥΝΑΙΔΙΚΟΤΑΤΟΝ ΨΕΥΔΟΣ- [...] φανταστικὸς Νεοελληνισμὸς Μισελληνικώτατος, θέλων νὰ σπάσῃ τὴν Ἑνότητα τῆς Ἱστορίας, τὴν Ἑνότητα τῆς Γλώσσης, τὴν Ἑνότητα τῆς Θρησκείας, [...]» («Νέον Πνεῦμα», 1906)
Γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ Θρησκεία:
Ὁ Γιαννόπουλος, αὐτὸς ὁ ἀρχαιολάτρης, μὲ τὴν πιὸ ἁγνή, πηγαία καὶ πλήρη ἔννοια τοῦ ὅρου (καὶ θρησκευτικὴ μαζί)...
«Ὡραῖοι Θεοί, οἱ Πρῶτοι Θεοὶ τῆς Φυλῆς, ζοῦν μαζὺ μὲ τὴν ὁλοζώντανη Ἑλλ. Ψυχὴ στὸν κάμπο, στὸ βουνό, στὸ νερό.» («Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907)
...αὐτὸς ὁ ἀρχαιολάτρης λοιπόν (καὶ μᾶλλον ὄχι χριστιανός), ὑμνεῖ τὴν Ἑλληνικὴ Ὀρθοδοξία (ψέγοντας συγχρόνως, χωρὶς νὰ χαρίζεται, τὶς ὅποιες στρεβλώσεις της) καὶ τὴν Ἑλληνικὴ αὐτοκρατορία τῆς Ρωμανίας («Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907) -πόσο ἐπίκαιρος σήμερα, ποὺ ἡ ἀρχαιολατρία διαστρεβλώνεται ἀπὸ ἡμιμαθεῖς ὡς ἀντιχριστιανισμὸς καὶ σχιζοφρενικὸς ἀκρωτηριασμὸς τῆς μισῆς Ἱστορίας καὶ κληρονομιᾶς μας!
«Ἡ μεγαλητέρα ἀξία τοῦ Χριστιανισμοῦ δι᾿ Ἐμᾶς εἶνε, ὅτι μᾶς ἀποδεικνύει τὸν Εἰδωλολατρισμὸν καὶ τὴν Γνησιότητά μας, ὑπὸ ὅλα τὰ φορέματα.»
«Ἐὰν ἡ ὑφ᾿ ἡμῶν κατάκτησις καὶ ὑποδούλωσις ἡ Πνευματικὴ καὶ ἡ ἀπορρόφησις τέλος τῆς Κοσμοκρατείρας Ρώμης καὶ ἡ Δημιουργία μιᾶς Θρησκείας καὶ ἐπιβολή, ἕως τὴν ὥραν αὐτὴν παμβασιλευούσης, δύναται νὰ θεωρηθῇ κατάπτωσις, τότε... Ἀλληλούϊα. [...] Τὸ Ἑλληνικὸν ΤΟΛΜΗΜΑ τῆς δημιουργίας Θρησκείας, ἥτις νὰ περιλάβῃ ὅλους τοὺς Λαοὺς καὶ πάντας ἀνθρώπους ὡς ἀδελφούς, νὰ δημιουργήσῃ Κράτος Θρησκευτικόν, τὸ ὁποῖον ὑπὸ τὸ φόρεμα τῆς Θρησκείας νὰ διαδώσῃ παντοῦ τὸ Ἑλλ. ΦΩΣ, εἶνε ἡ εὐγενεστέρα Πραγματικὴ Ἐνσάρκωσις τοῦ τολμηροτέρου ΙΔΑΝΙΚΟΥ, χιλιάκις ἀνωτέρου τοῦ ἐγωϊστικοτάτου Παρθενῶνος. Ἡ Κινήσασα ἐξ Ἀθηνῶν Ἑλλ. Ἰδέα, πολεμήσασα ἐν Ἀλεξανδρείᾳ καὶ Ρώμῃ καὶ νικήσασα, Παρθενώνεται εἰς τὴν ΣΟΦΙΑΝ τοῦ Βοσπόρου, ἀπίστευτος πραγμάτωσις Πλατωνικοῦ καὶ Παρθενωνείου ΟΝΕΙΡΟΥ.»
Μάλιστα: «Ἐγὼ Παπᾶ μου Σοῦ λέω: Εἶμαι ἐντελῶς Ἕλλην καὶ ὁλότελα Χριστιανός.» Ἡ δὲ ἑλληνικότης τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ἀνάγκη σήμερα νὰ ἀναδειχθῇ: «Κοντὸς Ψαλμὸς Ἀλληλούϊα: Πᾶς Παπᾶς αἰσθανόμενος ὅτι εἶνε Πρῶτα Χριστιανὸς καὶ Δεύτερα Ἕλλην ΞΟΥΡΑΦΙΣΘΗΤΩ.»
Καὶ στὴν «σύγχρονο ζωγραφική» (1902), γράφει -πόσο ἐπίκαιρος σήμερα, ποὺ ἡ ξενόφερτη, ὑποκριτικὴ πολιτικὴ ὀρθότητα καὶ χριστιανοφοβία, ὁμιλεῖ -σὲ ποιούς, σὲ ἑμᾶς τοὺς Ἕλληνες!- περί... θρησκευτικοῦ σκοταδισμοῦ καὶ καταπιέσεως:
«[...] ἔχομεν τὸν Θρησκευτικόν μας κόσμον. [...] Ὁ Ἕλλην, δὲν ἔχει φύσει ἄλλην σχέσιν μὲ τοὺς Ἁγίους του -δηλαδὴ τοὺς Θεούς του- παρὰ τὰς αὐτὰς φιλικὰς ἐκδηλώσεις ποὺ ἔχει μὲ τοὺς βουλευτάς του. Συναλλάσσεται, ἀνταλλάσσει φιλοφρονήματα καὶ δῶρα, καὶ πηγαίνει πρὸς αὐτούς, ὅταν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ ἑορτάζοντος ἁγίου χορεύουν, τραγουδοῦν καὶ παίζουν μουσικήν. Ὁ Ἕλλην φύσει, ἐπισκεπτόμενος τὸν Θεόν, ἀποκαλύπτεται, μένει ὄρθιος, τὸν χαιρετᾷ μειδιῶν, τοῦ ὁμιλεῖ εἰς ἑνικὸν ἀριθμόν, καὶ συνομιλεῖ διὰ τοῦ τραγουδοῦντος ἱερέως καὶ ψάλτου. Καὶ μετὰ τὴν βραχεῖαν ἐπίσκεψιν, εἰς τὴν αὐλὴν καὶ τὸ προαύλιον, ἐννοεῖ νὰ στήσῃ τὸ πανηγύρι του, νὰ φάγῃ, νὰ πιῇ, νὰ χορεύσῃ, νὰ τραγουδήσῃ, νὰ εὐφρανθῇ, καὶ μὲ ὅλας τὰς ἐκδηλώσεις τῆς χαρᾶς, τοῦ οἴνου, τοῦ ἔρωτος, εὐφραίνει καὶ τὸν Θεόν του. Εἶναι ἐντελῶς ἀδιάφορον, ἐὰν δὲν συμφωνῇ ἡ πραγματικότης, μὲ τὰς ἰδέας τοῦ κάθε φραγκοφορεμένου ἱερομωρολόγου· ἄλλο ραγιὰς καὶ ἄλλο Ἕλλην. Ἄλλο φραγκοπίθηκος καὶ ἄλλο Ἕλλην. Ὁ λαός μας οὕτω ἐκδηλώνει τὸ θρησκευτικόν του αἴσθημα σήμερον καὶ ὁ λαὸς τῆς ἀκμῆς τῆς νέας θρησκείας μας, ἤτοι τῆς ἐποχῆς τῶν Χρυσοστόμων, οὕτω ἐξεδήλωνεν ἑαυτόν. Καὶ οὕτω ἐξεδήλωνεν ἑαυτὴν τότε καὶ ἡ ἐπίσημος ἐκκλησία. Ἡ τωρινὴ θρησκεία μας ἔχει τὴν σκυθρωπότητα τῆς σκλαβιᾶς ποὺ ἐπέρασε, τὴν θλῖψιν τῶν βασάνων ποὺ διῆλθε, καὶ αὐτὴν ἀκόμη τώρα τὴν ἐπίδρασιν τῶν εὐρωπαϊκῶν ἰδεῶν διὰ τῶν Γερμανοπαθῶν παπάδων καὶ ἐπὶ πλέον τὴν ἐξωτερικὴν μορφὴν τὴν ὁποίαν ἐφιλοπόνησεν δι᾿ ὅλα ἡ Ἐλεεινότης μας.»
...Καὶ οἱ χριστιανόφοβοι ἐθνομηδενιστὲς ἔρχονται σήμερα νὰ ποῦν σὲ ἐμᾶς τοὺς Ἕλληνες ὅτι πρέπει νὰ αἰσθανόμαστε... καταπιεσμένοι ἀπὸ τὶς εἰκόνες! Οὐαί ἡμῖν ὑποκριταί! Ἕλληνες εἴμεθα, ἐπὶ τέλους!
Ὁπωσδήποτε, ἡ ἑλληνικότης τῆς θρησκείας εἶναι κατὰ τὸν Γιαννόπουλο ἀδιάσπαστη στοὺς αἰῶνες. Ἐπιγραμματικῶς ἐκφράζει τοῦτο, μαζὶ μὲ τὸ ὅραμά του γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ Ἀναγέννησι, μὲ τὴν φράσι:
«Μετὰ τὴν Θεὰν Σοφίαν Ἀθηνᾶ, μετὰ τὴν Ἀθηνᾶ Παναγία Σοφία, θὰ πεταχθῇ εἰς τὸ φῶς ἡ ὅλων ΩΡΑΙΟΤΕΡΑ: Παναγία Σοφία ΑΦΡΟΔΙΤΗ.» («Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907)
Γιὰ τὴν Φύσι, τοὺς Νέους, τὸ Μέλλον:
Για τὴν Φύσι: «Φαντασθῆτε ὅτι ἔχετε Πλοῦτον Θεοῦ. Τί Παλάτι θὰ ἠθέλατε; Κλείσετε τὰ μάτια σας καὶ φαντασθῆτε. Ἔπειτα ἀνοίξετε τὰ μάτια σας: Τὸ ἔχετε ἐμπρός σας, ὡραιότερον τοῦ ὡραιοτέρου ὀνείρου. Εἶναι ἡ ΓΗ ΣΑΣ.» («Ἑλληνικὸν Χρῶμα», 1904)
Γιὰ τὸ μέλλον καὶ τὴν Ἑλληνικὴ Ἀναγέννησι: «Ξυπνήσετε, Ἐγερθῆτε. Καὶ Ἐπαναστατήσετε κατὰ τοῦ Ἑαυτοῦ Σας. Καὶ Ἀναβαπτισθεῖτε εἰς τὸ Θεῖον Φῶς τῆς Γῆς Σας καὶ εἰς τὰ Παραδείσεια Ἑλληνικὰ Νερά. Θὰ ἐξέλθετε: ΖΩΝΤΑΝΟΙ. Καὶ θὰ ἐξέλθετε: ΕΛΛΗΝΕΣ.» («Νέον Πνεῦμα», 1906)
Ὁ ἑλληνολάτρης καὶ ἀρχαιολάτρης Γιαννόπουλος εἶναι ὁ μεγαλύτερος μαστιγωτὴς τῆς στείρας ἀρχαιοπληξίας, τοῦ δασκαλισμοῦ, τοῦ ἠθικισμοῦ. Ὑμνεῖ τὴν νεότητα, τὸν ἔρωτα -καὶ τὸν φυσικό, σωματικὸ ἔρωτα, τότε!-, τὸ κάλλος.
«Μνήσθητί μου ΝΕΕ ὅταν θὰ ἔλθῃς εἰς τὴν Ἑλληνικήν Σου Βασιλείαν.» («Ἑλληνικὸν Χρῶμα», 1904)
Ὁ βάρδος τοῦ Ἑλληνισμοῦ, φίλοι μου, μᾶς καλεῖ:
«Ἐννοῶ νὰ σᾶς τρελλάνω μὲ τὰ ἑλληνικὰ πράγματα καὶ νὰ σᾶς κάμω νὰ φᾶτε ἑλληνικὴν τροφὴν ὅσην δὲν φάγατε τουλάχιστον ἕναν αἰῶνα.» («Ἑλληνικὸν Χρῶμα», 1904)
Καὶ σήμερα, αὐτὴν τὴν ἑλληνικὴν τροφήν, πόσο τὴν χρειαζόμαστε!
Ἂς τὸν ἀκολουθήσουμε, ἂς τὸν ἀφήσουμε νὰ μᾶς ὁδηγήσει:
«Ἐμεῖς οἱ Ὡραιότατοι ΙΔΑΝΙΣΤΑΙ-ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΤΑΙ καὶ ἐξωφρενικότατοι τῶν Παλαβῶν της Γῆς.» («Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907)
Καὶ ἂς ἀναγεννηθοῦμε, ἂς χορέψουμε, ἂς τραγουδήσουμε, ἂς μεθύσουμε μαζί του:
«Αὐτὸς ὁλόκληρος ὁ Γήινος Γραμμικὸς καὶ Χροϊκὸς Χορός, ὁ ὑμνῶν τὴν Δόξαν τοῦ Παγκάλου Τρελλοθεοῦ τῆς Ἑλλάδος.» («Ἑλληνικὸν Χρῶμα», 1904)
Ἑκατὸ χρόνια μετά, ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος μᾶς δείχνει τὸ μέλλον.
Σημείωσις: Ἐπιτρέπεται ἡ ἀντιγραφὴ τῶν κειμένων μου, χωρὶς ἄδεια, μὲ προϋπόθεσι τὴν ἀναφορὰ τῆς πηγῆς καὶ τὴν διατήρησι τῆς πολυτονικῆς γραφῆς.
Ἀγαπητοὶ φίλοι, ἑκατὸ χρόνια μετὰ τὴν ἡρωϊκὴ ἔξοδο ἀπὸ τὴν ζωὴ (7/8 'Απριλίου 1910) τοῦ βάρδου τῆς Ἑλληνικῆς Φύσεως καὶ τοῦ Ἑλληνικοῦ Κάλλους, ὁραματιστοῦ τῆς Ἑλληνικῆς Ἀναγεννήσεως καὶ προφήτου τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ΠΕΡΙΚΛΗ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ, μὲ χαρὰ σᾶς παρουσιάζω ἕναν πλήρη δικτυακὸ τόπο, φιλοξενούμενο στὸ Ἀντίβαρο τοῦ φίλου Ἀνδρέα Σταλίδη, ὅπου φιλοδοξῶ νὰ συγκεντρώσω τὰ ἅπαντα ποὺ ἔγραψε ὁ μέγας ἑλληνολάτρης καὶ τὰ σημαντικότερα ποὺ ἐγράφησαν γι᾿ αὐτόν (μαζὶ μὲ δική μου βιογραφία- κριτική), προσευχόμενος στὴν Μητέρα Ἑλληνικὴ Γῆ νὰ μᾶς βοηθήσῃ νὰ κάνουμε τὸ ὅραμα τοῦ παιδιοῦ της ποὺ τὴν λάτρεψε περισσότερο ἴσως ἀπὸ κάθε ἄλλον, πραγματικότητα. Ἐπίσης, ὅσοι χρῆστες τοῦ facebook ἐπιθυμοῦν, μποροῦν νὰ γραφτοῦν στὴν facebook page «Περικλής Γιαννόπουλος».
Ἀλλὰ ἂς ξεκινήσουμε ἀπὸ τὴν ἀρχή, μὲ μερικὲς προσωπικὲς μνῆμες.
1979. Ἔκθεσις «Ἑλληνικὴ Παράδοση», στὸ Ζάππειο Μέγαρο. Ἀνάμεσα στ᾿ ἄλλα, ἕνα μικρὸ βιβλιαράκι, «Ἑλληνικὴ Παράδοση - ἀνθολόγημα», μὲ δοκίμια μεγάλων μας λογοτεχνῶν, κριτικῶν, φιλοσόφων. 128 σελίδες, ἔκδοσις Ο.Ε.Δ.Β. (Μὴν ἐκπλήσσεσθε· κάποτε, σὲ αὐτὰ τὰ νάματα τῆς κληρονομιᾶς μας προσέβλεπε ἡ δημόσια παιδεία.) Σελίδες 20-22: Περικλῆς Γιαννόπουλος, «Ἡ ἑλληνικὴ γραμμή». Τὰ πρῶτα σκιρτήματα στὴν καρδιὰ ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ ὡραίου ἑλληνολάτρη:
«Παντοῦ φῶς, παντοῦ ἡμέρα, παντοῦ τερπνότης, παντοῦ ὀλιγότης, ἄνεσις, ἀραιότης· παντοῦ εὐταξία, συμμετρία, εὐρυθμία· παντοῦ ἡμερότης, χάρις, ἱλαρότης· παντοῦ παίγνιον ἑλληνικῆς σοφίας, διάθεσις γελαστική, εἰρωνία Σωκρατική· παντοῦ φιλανθρωπία, συμπάθεια, ἀγάπη· παντοῦ ἵμερος, πόθος ᾄσματος, φιλήματος· παντοῦ πόθος ὕλης, ὕλης, ὕλης· παντοῦ ἡδονὴ Διονύσου, πόθος φωτομέθης, δίψα ὡραιότητος, λίκνισμα μακαριότητος· παντοῦ πέρασμα ἀέρος θουρίου, ἀέρος ὁρμῆς, ἀέρος ἀλκιμότητος, σφριγηλότητος καὶ παντοῦ μαζὺ πέρασμα ἀέρος μελαγχολίας καλλονῆς, λύπης καλλονῆς, θρήνου θνήσκοντος Ἀδώνιδος. Καὶ παντοῦ ἀὴρ φωτεινοῦ θουρίου δένων τὰ μέλη καὶ μαζὺ ἀὴρ φλογέρας λύων τὰ μέλη μὲ ἡδυπάθειαν. [...]
Εἶναι φανερά, μία μόνη Γραμμή, ἀναβαίνουσα ἁπαλωτά, καταβαίνουσα γλυκύτατα, κυματίζουσα μὲ μεγάλα ἤρεμα κύματα, ἀναβαίνουσα ἁρμονικά, καταβαίνουσα συμμετρικά, γράφουσα εἰς τὸν δρόμον της ὡραῖα καμπυλώματα, ἀνυψουμένη κάποτε μὲ νευρωδεστάτην ἐφηβικὴν λιγυρότητα πρὸς ἓν φίλημα ὑψηλοῦ ἀέρος καὶ μὲ ἐλαφρότητα γλάρου ἐπανερχομένη πάλιν εἰς ἕνα μαλακόν της ρυθμόν.
Εἶναι μία μόνη γραμμή, σὰν τὴν παλαιάν μας τέχνην, ὅπου ὅλα τὰ οἰκοδομήματα φαίνονται ἀδελφά, καὶ ὅμως κανὲν δὲν ὁμοιάζει μὲ τὸ ἄλλο, ὅλα τὰ ἀγάλματα σὰν δίδυμα ἀδέλφια καὶ κανὲν ὅμοιον μὲ τὸ ἄλλο, σὰν τὴν Βυζαντινήν μας τέχνην, σὰν τὰ δημοτικὰ τραγούδια ποὺ εἶναι κυρίως ἕνα τραγούδι καὶ κανένα ἐντελῶς ὅμοιον, σὰν τὴν γῆν μας ποὺ εἶναι μία εἰς τὸ σύνολον καὶ κάθε βῆμα ἀνομοία, σὰν τὸν Ἕλληνα ὁ ὁποῖος εἶναι εἷς εἰς τὸ σύνολον καὶ εἰς κάθε βῆμα ποτὲ ὅμοιος, ἀποδεικνύουσα καὶ αὐτὴ τὴν ὅλην μας φύσιν, ἧς ἓν τῶν ριζικῶν διακριτικῶν της εἶναι: ἡ ἑνότης τῶν σπουδαίων χαρακτηριστικῶν καὶ ἡ ἄπειρος ποικιλία τῶν δευτερευόντων.»
1996, 31 Ἰανουαρίου. Ἡ ἡμέρα ποὺ ξυπνήσαμε παγωμένοι, προδομένοι. Οἱ τρεῖς ἀξιωματικοί μας στὴν ἀγκαλιά τοῦ Αἰγαίου. Ἡ σημαία μας δὲν κυματίζει πιά. Τὸ φρόνημα ὅλων τῶν Ἑλλήνων, λαοῦ καὶ στρατοῦ, εἶχε προδοθεῖ· «εὐχαριστοῦμε τοὺς Ἀμερικανούς». Οἱ ὑπεύθυνοι τῆς ἀτιμώσεως λοιδοροῦσαν τὸν πατριωτισμό μας, γιὰ νὰ καλύψουν τὴν εὐθύνη τους.
Μέσα στὸν πόνο, μαστίγωμα, ὀδυνηρὸ ἀλλὰ καθαρτικό, τῆς ἀνεπάρκειάς μας τὰ λόγια ἐκείνου -μοῦ τὰ εἶχε στείλει, τότε, ἕνας φίλος· ἔκαιγαν σὰν λάβα («Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907):
«Ἑλληνικὴ Φυλὴ τί φωνάζεις; Μπῆκαν κλέφτες στὸ μανδρί; Ἐὰν Σοῦ βαστᾷ ἔμπα διώχτους.»
«Ἑλληνικὴ Φυλὴ εἶσαι ΑΝΗΘΙΚΟΣ: διότι θέλεις οἱ Φραγκικοὶ Στρατοὶ καὶ Στόλοι νὰ Σοῦ φυλᾶν τ᾿ ἀμπέλια ΣΟΥ.»
Καὶ ἡ Μακεδονία μας; Ἐκεῖνος, πρὶν ἑκατὸ χρόνια, κεραυνός, γιὰ τότε καὶ γιὰ σήμερα («Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907):
«Ντροπή Σας νὰ συζητᾶτε μὲ τὸν Σκυλόφραγκο ἂν ἡ Μακεδονική Σας Γῆ εἶνε Δική Σας Γῆ. Καὶ νὰ τὸν πείσῃς, δὲν τὸν πείθεις τὸ Λῃστή. Ἢ μόνος του ἢ μὲ Σμπίρους βαλτοὺς θὰ προσπαθήσῃ νὰ Σᾶς πάρῃ κάθε Γῆ.
Οἱ Πολιτισμοὶ ποὺ Σᾶς ἔμαθαν οἱ Δασκαλοτσούσιδες νὰ προσκυνᾶτε μπρούμυτα, Σᾶς καμπανίζουν κατάμουτρα μὲ ἄγρια χαστούκια: Η ΜΟΝΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΕΙΝΕ ΤΟ ΣΠΑΘΙ.
Καὶ εἶνε ἀνήθικον καὶ ἄσκοπον καὶ τὸ νὰ Σᾶς δώσουν καὶ τὸ νὰ δεχθεῖτέ τι. Καὶ νὰ Σᾶς δώσουν, ἂν εἶσθε Σάπιοι, ὁ πρῶτος Δυνατὸς θὰ Σᾶς τὸ πάρῃ. Τὸ Ἠθικὸν εἶνε ἂν εἶσθε Σάπιοι, νὰ Σᾶς ξεπατώσουν καὶ καθαρίσουν τὴ Γῆ.
Φυλᾶτε τὴ Γῆ Σας καὶ τὴν Τιμή της, μόνο μὲ Σπαθί.
Πάψετε Σαπιοδάσκαλοι καὶ Σαπιορήτορες -ΑΝΑΦΟΡΑΤΖΗΔΕΣ- νὰ ἐξευτελίζετε τὴ Φυλή. Πάψετε Παλιόγρηες τὶς κλάψες, τὰ σάλια, τὰ μελάνια καὶ πιάστε τὸ ΣΠΑΘΙ.
Τὰ πάντα στὴ Ζωὴ -Η ΦΥΣΙΣ ΤΟ ΛΕΕΙ- κατακτῶνται μὲ τὸ ΣΠΑΘΙ. Καὶ ἔτσι εἶνε καὶ μόνο ἔτσι ΠΡΕΠΕΙ νὰ εἶνε.»
Ποιός ἦταν ὁ ἄνθρωπος μὲ αὐτὴν τὴν ρωμαλέα, φλογερὴ ψυχή; Ὁ περήφανος πολεμιστὴς καὶ μαζὶ ὁ εὐαίσθητος φυσιολάτρης; Ὁ ἐκστατικὸς βάρδος τοῦ ἑλληνικοῦ κάλλους, ὁ ὀνειροπόλος, ὁ τρελὸς (nullum magnum ingenium sine mixtura dementiae fuit) αὐτόχειρ, ποὺ κάηκε αὐτοθέλητα σὰν τὴν νυχτοπεταλούδα στὸ Ἑλληνικὸ Φῶς καὶ -ἑκατὸ χρόνια κλείνουμε ἐφέτος στὶς 7-8 Ἀπριλίου- ἔφυγε στὴν ἀγκαλιὰ τῆς θάλασσας τοῦ Σκαραμαγκᾶ; «Ὁ εὐγλωττότερος καὶ ὁ φωτεινότερος ἀπόστολος τοῦ κατὰ φύσιν ἑλληνικὴν ζῆν» (Γρηγόριος Ξενόπουλος), «τὸ εὐγενέστερο καὶ πλέον ὑπερήφανο εἶδος τοῦ Ἕλληνα» (Δημήτρης Πικιώνης);
Μελέτησα τὰ βιβλία του -τὰ λίγα ποὺ σώθηκαν. (Τὰ ὑπόλοιπα τὰ ἔκαψε φεύγοντας· ἔργο δικό μας καὶ τῆς Ἑλληνικῆς Φύσεως, ἔνιωθε, νὰ τὰ γράψουμε καὶ νὰ τὰ πραγματώσουμε καλύτερα, ὅταν οἱ συνθῆκες νομοτελειακῶς ὡριμάσουν -ὅταν ἡ ἑλληνικὴ γῆ ἐξωπετάξει τὴν ξενομανία καὶ τὸν ραγιαδισμό.) Καί ἔνιωσα τὰ λόγια τοῦ Ἴωνα Δραγούμη, ἀδελφικοῦ φίλου τοῦ Περικλῆ:
«Δὲν ξέρω ἂν λέει σωστὰ πράματα ἢ στραβὰ τὸ βιβλίο του, μὰ ὅταν τὸ διάβαζα ἦταν σὰν ἄνεμος νὰ φυσομανοῦσε μέσα μου τρομαχτικὰ καὶ νὰ συντάραζε τὸν ἑλληνισμό μου ὅλον καὶ νὰ μὲ λευθέρονε, κι ἀφοῦ τὸ διάβασα μοῦ φάνηκε σὰν τὸν βορριᾶ τὸν παγωμένο ποὺ μανιασμένος σαρόνει τοὺς βρώμιους ἀπὸ μικρόβια ἀέρηδες καὶ ἀπὸ κάθε βρώμα καὶ σκουπίδι καθαρίζει τὸν κόσμο. [...] σ᾿ αὐτοῦ τὸ ρυθμὸ τὴ ζωή μου τονίζω.»
Κάθε φράσις του γεννᾷ ὁλόκληρο βιβλίο, ἔγραψε γι᾿ αὐτὸν ὁ Κωστῆς Παλαμᾶς. (Εἶχαν μιὰ διαλεκτικὴ σχέσι ἀλληλοθαυμασμοῦ ἀλλὰ καὶ ἀντιπαραθέσεως -τὸ τελευταῖο κυρίως λόγῳ τοῦ γλωσσικοῦ.) Ἡ μιὰ ἀποκάλυψι μετὰ τὴν ἄλλη.
* * *
Τέσσερα καίρια σημεῖα: Ἡ φιλοπατρία του, ἡ φυσιολατρία του, τὸ σύστημά του, οἱ ἐπισημάνσεις του
α) Ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος εἶναι ὁ φλογερότερος, ὁ γνησιότερος καὶ πιὸ πηγαῖος ἑλληνολάτρης. Πραγματικὸς προφήτης τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ὁραματιστὴς καὶ πρωτεργάτης τοῦ πνευματικοῦ κινήματος τοῦ ἑλληνοκεντρισμοῦ καὶ τοῦ ἑλληνικοῦ ἐθνικισμοῦ. Ἀλλὰ καὶ ὡς προσωπικότης συνεδύαζε τὰ πάντα· κάλλος ὑπέροχο, ἀνδρισμό, εὐγένεια, γοητεία. Νοῦς ὑγιὴς ἐν σώματι ὑγιῇ. Καὶ ὁ λόγος του σπαθί. Κάθε φράσι του μᾶς συνεπαίρνει, μᾶς ἀναζωογονεῖ.
β) Ἡ ἑλληνολατρία του, ἡ φλογερὴ αὐτὴ ἑλληνολατρία, δὲν εἶναι ἰδεολόγημα οὔτε καυχησιολογία. Εἶναι γνήσια, φυσική, ὑλική -φυσικὸν ἄνθος τῆς Ἑλληνικῆς γῆς, κατὰ τὴν ἔκφρασί του. Πηγάζει ἀπὸ τὰ πράγματα, ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν Φύσι. Μὲ ἐπίπονη, συστηματικὴ μελέτη, ἀλλὰ καὶ θαυμαστὴ εὐαισθησία, καλαισθησία καὶ ὀξύνεια, ἀνάγει τὰ πάντα στὸ ἁπλὸ χορταράκι καὶ πετραδάκι τῆς Ἑλληνικῆς Γῆς! Τὸ κατὰ φύσιν ἑλληνικὴν ζῆν εἶναι ὁ κεντρικός του ἄξων. Ἡ Φύσις μητέρα καὶ ὁδηγός. Ὁ αἰσθητικός, ὁ φυσιολάτρης, ὁ ἰδεολόγος, ὁ πολιτικὸς Γιαννόπουλος, ταυτίζονται.
γ) Ἀλλὰ δὲν εἶναι ἁπλῶς φλογερὸς πατριώτης καὶ ἐκστατικός, ὀνειρικὸς ἑλληνολάτρης. Οὔτε μόνον λάτρης τοῦ κάλλους, καλλιτέχνης, αἰσθητικός. Εἶναι, τρόπόν τινα, ἀρχιτέκτων, μαθηματικός. Τὸ οἰκοδόμημά του, χαρακτηρίζεται ἀπὸ λογικὴ συνέπεια, πληρότητα καὶ συνεκτικότητα θαυμαστή. Διπλὰ θαυμαστή· αὐτὸς ὁ παθιασμένος, ὀνειροπόλος, ὡραῖος τρελός, κάτω ἀπὸ τὸ «παραλήρημά» του κρύβει λογικὸ οἰκοδόμημα στερεότατο, παρατηρεῖ εὐστοχώτατα ὁ Γρηγόριος Ξενόπουλος («Ἕνα σύστημα»). Ἀπὸ τὸ ἁπλὸ πετραδάκι, τὸ χορταράκι, τὴν ἑλληνικὴ γραμμὴ καὶ τὸ χρῶμα, ξεκινᾷ καὶ ἀποδεικνύει -μποροῦμε νὰ μιλοῦμε γιὰ ἀπόδειξι- πῶς θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι φυσιολογικὰ ἡ ζωγραφικὴ (ἀπὸ τὴν τέχνη, ὡς λάτρης τοῦ κάλλους ξεκινᾷ)· ἡ μουσική, ἡ φιλολογία, ἡ ποίησις, τὸ θέατρο· ἡ ἀρχιτεκτονική, ἡ ἔνδυσις, ἡ τροφή, ὁ ἔρως. Πῶς θὰ ἔπρεπε φυσιολογικὰ νὰ εἶναι καὶ πῶς στρεβλά, λόγῳ τῆς ξενοκρατίας, εἶναι. Ἡ θρησκεία, ἡ κοινωνία, ἡ πολιτεία. Καὶ ὄχι ἁπλῶς ὁραματίζεται, ἀλλὰ οἰκοδομεῖ τὴν Ἑλληνικὴ Ἀναγέννησι. Γράφει ὁ Ξενόπουλος:
«Τέτοια γενικὴν ἀντίληψη, τέτοιο σύνολο δὲν παρουσίασε ἀκόμα κανείς μας. Κανένας [μέχρι τὸν Γιαννόπουλο], στοχάζουμαι, δὲν εἶπε καὶ δὲν ἀπόδειξε πὼς γιὰ νἀποκτήσουμε λόγου χάρη ἀξιόμαχο στρατὸ καὶ στόλο, πρέπει πρῶτα νὰ κτίσουμε σπίτι ἑλληνικό, ἢ πὼς γιὰ νὰ ἔχουμε ᾿ςτὴν πόλη καλὴ συγκοινωνία καὶ στὸ ἐξωτερικὸ καλοὺς διπλωμάτες, πρέπει νὰ ζωγραφίζουμε μὲ χρώματα ἑλληνικά.»
δ) Ὄχι μόνον τὸ λογικό του οἰκοδόμημα γενικῶς, ἀλλὰ καὶ οἱ ἐπὶ μέρους ἐπισημάνσεις του εἶναι καίριες, ἐπίκαιρες, εὔστοχες. Κατέχει τὴν ἀρετὴ τῆς διακρίσεως. Ἀπὸ ἔνστικτο θαρρεῖς, μᾶς ὁδηγεῖ πάντοτε στὸν σωστὸ δρόμο. Σὲ ζητήματα καίρια καὶ ἀμφιλεγόμενα -τότε, καὶ ἀκόμη περισσότερο σήμερα. Ἐνδεικτικῶς:
Γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ Φυλή, Ἱστορία καὶ Πολιτισμό:
Χαρακτηρίζει τὸν Ἕλληνα ἄνθρωπο ὡς τὸν τελειότερο καρπὸ τῆς Φύσεως: «Γῆ ὡραιοτάτη καὶ Θειοτάτη, Γῆ τελεία ΑΦΡΟΔΙΤΗ, ἡ Μητέρα Ἑλληνικὴ Γῆ, ἀνέδωσε καρπὸν ὅμοιον. Ὁμοίως Ὡραῖον καὶ ὁμοίως Θεῖον. Ζῷον Ἑλληνικόν, τὸν Ἕλληνα: ΕΜΑΣ.»
Τονίζει ὅμως: «Περιττὸν νὰ φουσκώνετε δι᾿ αὐτά. Οἱ Ἕλληνες κάθε ἐποχῆς δὲν εἶσθε τίποτα. Ἡ Ἑλληνικὴ Γῆ εἶνε τὸ Πᾶν.»
Κατακεραυνώνει τοὺς δυτικούς: «Δὲν θὰ κρίνετε Σεῖς οἱ Φράγκοι -τὰ χθεσινὰ Ἀγριογούρουνα- Ἐμᾶς, ἀλλ᾿ Ἐμεῖς θὰ κρίνωμε Σᾶς καὶ τὸν Πολιτισμόν σας.»
Αὐτὰ ὅλα, ὅμως, δὲν εἶναι λόγος κομπασμοῦ γιὰ τοὺς Ἕλληνες -κάθε ἄλλο: «Οἱ Φράγκοι δὲν πρέπει νὰ νομίζουν, ὅτι δὲν βαραίνει καὶ γονατίζει κι᾿ ἐμᾶς ὅλη αὐτὴ ἡ Ἀσήκωτη ΔΟΞΑ, καὶ δὲν μᾶς καίει τὸ κεφάλι τὸ Πύρινο Στέμμα ποὺ λέγεται: ΕΛΛΗΝ. [...] Καὶ ἐπειδὴ τὸ ΓΕΓΟΝΟΣ εἶνε αὐτό, ἔχετε βαρύτατα, ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ νὰ ἐκτελέσετε. Χωρὶς νὰ τὰ ἐκτελεῖτε δὲν ἔχετε κανένα δικαίωμα νὰ φέρετε τὸ ὄνομα ΕΛΛΗΝ.»
Ἡ δὲ ἱστορικὴ ἀποστολὴ τοῦ Ἕλληνος ἦταν καὶ εἶναι ὁ «ἐξανθρωπισμὸς τῆς οἰκουμένης». («Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907)
Γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ Γλῶσσα:
Σὲ ἐποχὴ ὀξείας (καὶ αἱματηρῆς κάποτε) διαμάχης γιὰ τὸ γλωσσικό, κατακεραυνώνει τόσο τὸν ἀρχαϊστικὸ σχολαστικισμὸ ὅσο και τὸν δημοτικισμό, ἐπιλέγοντας συνετὰ τὴν μέση ὁδό. Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶναι μία καὶ ἑνιαία· ἀρχαία καὶ δημοτική, κοινὴ κληρονομιά μας:
«Μιστριώτης Ψυχάρης, μὲ τὴν μίαν ὄψιν, ἀπολίθωμα Βλακοδιδασκαλικοῦ Μπαμπούλα, μὲ τὴν ἄλλην, ἀποκρυστάλλωμα μειδιάματος Αὐταρέσκου Βλακοκατεργάρη. [...] ἕνας δῆθεν Νέος Ἑλληνισμός [ὁ δημοτικισμός] [...], σημαιοφορούμενος ἀπὸ τὸ Ἀρχικατεργαρικότατον Ἐπιστημονικὸν φῶς -ΚΥΝΑΙΔΙΚΟΤΑΤΟΝ ΨΕΥΔΟΣ- [...] φανταστικὸς Νεοελληνισμὸς Μισελληνικώτατος, θέλων νὰ σπάσῃ τὴν Ἑνότητα τῆς Ἱστορίας, τὴν Ἑνότητα τῆς Γλώσσης, τὴν Ἑνότητα τῆς Θρησκείας, [...]» («Νέον Πνεῦμα», 1906)
Γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ Θρησκεία:
Ὁ Γιαννόπουλος, αὐτὸς ὁ ἀρχαιολάτρης, μὲ τὴν πιὸ ἁγνή, πηγαία καὶ πλήρη ἔννοια τοῦ ὅρου (καὶ θρησκευτικὴ μαζί)...
«Ὡραῖοι Θεοί, οἱ Πρῶτοι Θεοὶ τῆς Φυλῆς, ζοῦν μαζὺ μὲ τὴν ὁλοζώντανη Ἑλλ. Ψυχὴ στὸν κάμπο, στὸ βουνό, στὸ νερό.» («Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907)
...αὐτὸς ὁ ἀρχαιολάτρης λοιπόν (καὶ μᾶλλον ὄχι χριστιανός), ὑμνεῖ τὴν Ἑλληνικὴ Ὀρθοδοξία (ψέγοντας συγχρόνως, χωρὶς νὰ χαρίζεται, τὶς ὅποιες στρεβλώσεις της) καὶ τὴν Ἑλληνικὴ αὐτοκρατορία τῆς Ρωμανίας («Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907) -πόσο ἐπίκαιρος σήμερα, ποὺ ἡ ἀρχαιολατρία διαστρεβλώνεται ἀπὸ ἡμιμαθεῖς ὡς ἀντιχριστιανισμὸς καὶ σχιζοφρενικὸς ἀκρωτηριασμὸς τῆς μισῆς Ἱστορίας καὶ κληρονομιᾶς μας!
«Ἡ μεγαλητέρα ἀξία τοῦ Χριστιανισμοῦ δι᾿ Ἐμᾶς εἶνε, ὅτι μᾶς ἀποδεικνύει τὸν Εἰδωλολατρισμὸν καὶ τὴν Γνησιότητά μας, ὑπὸ ὅλα τὰ φορέματα.»
«Ἐὰν ἡ ὑφ᾿ ἡμῶν κατάκτησις καὶ ὑποδούλωσις ἡ Πνευματικὴ καὶ ἡ ἀπορρόφησις τέλος τῆς Κοσμοκρατείρας Ρώμης καὶ ἡ Δημιουργία μιᾶς Θρησκείας καὶ ἐπιβολή, ἕως τὴν ὥραν αὐτὴν παμβασιλευούσης, δύναται νὰ θεωρηθῇ κατάπτωσις, τότε... Ἀλληλούϊα. [...] Τὸ Ἑλληνικὸν ΤΟΛΜΗΜΑ τῆς δημιουργίας Θρησκείας, ἥτις νὰ περιλάβῃ ὅλους τοὺς Λαοὺς καὶ πάντας ἀνθρώπους ὡς ἀδελφούς, νὰ δημιουργήσῃ Κράτος Θρησκευτικόν, τὸ ὁποῖον ὑπὸ τὸ φόρεμα τῆς Θρησκείας νὰ διαδώσῃ παντοῦ τὸ Ἑλλ. ΦΩΣ, εἶνε ἡ εὐγενεστέρα Πραγματικὴ Ἐνσάρκωσις τοῦ τολμηροτέρου ΙΔΑΝΙΚΟΥ, χιλιάκις ἀνωτέρου τοῦ ἐγωϊστικοτάτου Παρθενῶνος. Ἡ Κινήσασα ἐξ Ἀθηνῶν Ἑλλ. Ἰδέα, πολεμήσασα ἐν Ἀλεξανδρείᾳ καὶ Ρώμῃ καὶ νικήσασα, Παρθενώνεται εἰς τὴν ΣΟΦΙΑΝ τοῦ Βοσπόρου, ἀπίστευτος πραγμάτωσις Πλατωνικοῦ καὶ Παρθενωνείου ΟΝΕΙΡΟΥ.»
Μάλιστα: «Ἐγὼ Παπᾶ μου Σοῦ λέω: Εἶμαι ἐντελῶς Ἕλλην καὶ ὁλότελα Χριστιανός.» Ἡ δὲ ἑλληνικότης τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ἀνάγκη σήμερα νὰ ἀναδειχθῇ: «Κοντὸς Ψαλμὸς Ἀλληλούϊα: Πᾶς Παπᾶς αἰσθανόμενος ὅτι εἶνε Πρῶτα Χριστιανὸς καὶ Δεύτερα Ἕλλην ΞΟΥΡΑΦΙΣΘΗΤΩ.»
Καὶ στὴν «σύγχρονο ζωγραφική» (1902), γράφει -πόσο ἐπίκαιρος σήμερα, ποὺ ἡ ξενόφερτη, ὑποκριτικὴ πολιτικὴ ὀρθότητα καὶ χριστιανοφοβία, ὁμιλεῖ -σὲ ποιούς, σὲ ἑμᾶς τοὺς Ἕλληνες!- περί... θρησκευτικοῦ σκοταδισμοῦ καὶ καταπιέσεως:
«[...] ἔχομεν τὸν Θρησκευτικόν μας κόσμον. [...] Ὁ Ἕλλην, δὲν ἔχει φύσει ἄλλην σχέσιν μὲ τοὺς Ἁγίους του -δηλαδὴ τοὺς Θεούς του- παρὰ τὰς αὐτὰς φιλικὰς ἐκδηλώσεις ποὺ ἔχει μὲ τοὺς βουλευτάς του. Συναλλάσσεται, ἀνταλλάσσει φιλοφρονήματα καὶ δῶρα, καὶ πηγαίνει πρὸς αὐτούς, ὅταν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ ἑορτάζοντος ἁγίου χορεύουν, τραγουδοῦν καὶ παίζουν μουσικήν. Ὁ Ἕλλην φύσει, ἐπισκεπτόμενος τὸν Θεόν, ἀποκαλύπτεται, μένει ὄρθιος, τὸν χαιρετᾷ μειδιῶν, τοῦ ὁμιλεῖ εἰς ἑνικὸν ἀριθμόν, καὶ συνομιλεῖ διὰ τοῦ τραγουδοῦντος ἱερέως καὶ ψάλτου. Καὶ μετὰ τὴν βραχεῖαν ἐπίσκεψιν, εἰς τὴν αὐλὴν καὶ τὸ προαύλιον, ἐννοεῖ νὰ στήσῃ τὸ πανηγύρι του, νὰ φάγῃ, νὰ πιῇ, νὰ χορεύσῃ, νὰ τραγουδήσῃ, νὰ εὐφρανθῇ, καὶ μὲ ὅλας τὰς ἐκδηλώσεις τῆς χαρᾶς, τοῦ οἴνου, τοῦ ἔρωτος, εὐφραίνει καὶ τὸν Θεόν του. Εἶναι ἐντελῶς ἀδιάφορον, ἐὰν δὲν συμφωνῇ ἡ πραγματικότης, μὲ τὰς ἰδέας τοῦ κάθε φραγκοφορεμένου ἱερομωρολόγου· ἄλλο ραγιὰς καὶ ἄλλο Ἕλλην. Ἄλλο φραγκοπίθηκος καὶ ἄλλο Ἕλλην. Ὁ λαός μας οὕτω ἐκδηλώνει τὸ θρησκευτικόν του αἴσθημα σήμερον καὶ ὁ λαὸς τῆς ἀκμῆς τῆς νέας θρησκείας μας, ἤτοι τῆς ἐποχῆς τῶν Χρυσοστόμων, οὕτω ἐξεδήλωνεν ἑαυτόν. Καὶ οὕτω ἐξεδήλωνεν ἑαυτὴν τότε καὶ ἡ ἐπίσημος ἐκκλησία. Ἡ τωρινὴ θρησκεία μας ἔχει τὴν σκυθρωπότητα τῆς σκλαβιᾶς ποὺ ἐπέρασε, τὴν θλῖψιν τῶν βασάνων ποὺ διῆλθε, καὶ αὐτὴν ἀκόμη τώρα τὴν ἐπίδρασιν τῶν εὐρωπαϊκῶν ἰδεῶν διὰ τῶν Γερμανοπαθῶν παπάδων καὶ ἐπὶ πλέον τὴν ἐξωτερικὴν μορφὴν τὴν ὁποίαν ἐφιλοπόνησεν δι᾿ ὅλα ἡ Ἐλεεινότης μας.»
...Καὶ οἱ χριστιανόφοβοι ἐθνομηδενιστὲς ἔρχονται σήμερα νὰ ποῦν σὲ ἐμᾶς τοὺς Ἕλληνες ὅτι πρέπει νὰ αἰσθανόμαστε... καταπιεσμένοι ἀπὸ τὶς εἰκόνες! Οὐαί ἡμῖν ὑποκριταί! Ἕλληνες εἴμεθα, ἐπὶ τέλους!
Ὁπωσδήποτε, ἡ ἑλληνικότης τῆς θρησκείας εἶναι κατὰ τὸν Γιαννόπουλο ἀδιάσπαστη στοὺς αἰῶνες. Ἐπιγραμματικῶς ἐκφράζει τοῦτο, μαζὶ μὲ τὸ ὅραμά του γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ Ἀναγέννησι, μὲ τὴν φράσι:
«Μετὰ τὴν Θεὰν Σοφίαν Ἀθηνᾶ, μετὰ τὴν Ἀθηνᾶ Παναγία Σοφία, θὰ πεταχθῇ εἰς τὸ φῶς ἡ ὅλων ΩΡΑΙΟΤΕΡΑ: Παναγία Σοφία ΑΦΡΟΔΙΤΗ.» («Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907)
Γιὰ τὴν Φύσι, τοὺς Νέους, τὸ Μέλλον:
Για τὴν Φύσι: «Φαντασθῆτε ὅτι ἔχετε Πλοῦτον Θεοῦ. Τί Παλάτι θὰ ἠθέλατε; Κλείσετε τὰ μάτια σας καὶ φαντασθῆτε. Ἔπειτα ἀνοίξετε τὰ μάτια σας: Τὸ ἔχετε ἐμπρός σας, ὡραιότερον τοῦ ὡραιοτέρου ὀνείρου. Εἶναι ἡ ΓΗ ΣΑΣ.» («Ἑλληνικὸν Χρῶμα», 1904)
Γιὰ τὸ μέλλον καὶ τὴν Ἑλληνικὴ Ἀναγέννησι: «Ξυπνήσετε, Ἐγερθῆτε. Καὶ Ἐπαναστατήσετε κατὰ τοῦ Ἑαυτοῦ Σας. Καὶ Ἀναβαπτισθεῖτε εἰς τὸ Θεῖον Φῶς τῆς Γῆς Σας καὶ εἰς τὰ Παραδείσεια Ἑλληνικὰ Νερά. Θὰ ἐξέλθετε: ΖΩΝΤΑΝΟΙ. Καὶ θὰ ἐξέλθετε: ΕΛΛΗΝΕΣ.» («Νέον Πνεῦμα», 1906)
Ὁ ἑλληνολάτρης καὶ ἀρχαιολάτρης Γιαννόπουλος εἶναι ὁ μεγαλύτερος μαστιγωτὴς τῆς στείρας ἀρχαιοπληξίας, τοῦ δασκαλισμοῦ, τοῦ ἠθικισμοῦ. Ὑμνεῖ τὴν νεότητα, τὸν ἔρωτα -καὶ τὸν φυσικό, σωματικὸ ἔρωτα, τότε!-, τὸ κάλλος.
«Μνήσθητί μου ΝΕΕ ὅταν θὰ ἔλθῃς εἰς τὴν Ἑλληνικήν Σου Βασιλείαν.» («Ἑλληνικὸν Χρῶμα», 1904)
* * *
Ὁ βάρδος τοῦ Ἑλληνισμοῦ, φίλοι μου, μᾶς καλεῖ:
«Ἐννοῶ νὰ σᾶς τρελλάνω μὲ τὰ ἑλληνικὰ πράγματα καὶ νὰ σᾶς κάμω νὰ φᾶτε ἑλληνικὴν τροφὴν ὅσην δὲν φάγατε τουλάχιστον ἕναν αἰῶνα.» («Ἑλληνικὸν Χρῶμα», 1904)
Καὶ σήμερα, αὐτὴν τὴν ἑλληνικὴν τροφήν, πόσο τὴν χρειαζόμαστε!
Ἂς τὸν ἀκολουθήσουμε, ἂς τὸν ἀφήσουμε νὰ μᾶς ὁδηγήσει:
«Ἐμεῖς οἱ Ὡραιότατοι ΙΔΑΝΙΣΤΑΙ-ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΤΑΙ καὶ ἐξωφρενικότατοι τῶν Παλαβῶν της Γῆς.» («Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907)
Καὶ ἂς ἀναγεννηθοῦμε, ἂς χορέψουμε, ἂς τραγουδήσουμε, ἂς μεθύσουμε μαζί του:
«Αὐτὸς ὁλόκληρος ὁ Γήινος Γραμμικὸς καὶ Χροϊκὸς Χορός, ὁ ὑμνῶν τὴν Δόξαν τοῦ Παγκάλου Τρελλοθεοῦ τῆς Ἑλλάδος.» («Ἑλληνικὸν Χρῶμα», 1904)
Ἑκατὸ χρόνια μετά, ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος μᾶς δείχνει τὸ μέλλον.
* * *
Σημείωσις: Ἐπιτρέπεται ἡ ἀντιγραφὴ τῶν κειμένων μου, χωρὶς ἄδεια, μὲ προϋπόθεσι τὴν ἀναφορὰ τῆς πηγῆς καὶ τὴν διατήρησι τῆς πολυτονικῆς γραφῆς.