Ὁ νοῦς μου καὶ ὁ λογισμὸς συγχίζεται νὰ γράψῃ,(Δημοτικόν)
νὰ στιχοπλέξῃ ἀστοχεῖ τὴν ἅλωσι τῆς Πόλης.
Ἐσεῖς, βουνά, θρηνήσετε καὶ πέτρες ραγισθεῖτε
καὶ ποταμοὶ φυράνετε καὶ βρύσες ξερανθεῖτε
διότι ἐχάθη τὸ κλειδὶ ὅλης τῆς οἰκουμένης
τὸ μάτι τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Χριστιανοσύνης.
Κωνσταντῖνος ΙΑ' Παλαιολόγος, Πιστὸς Χριστῷ τῷ Θεῷ Βασιλεὺς καὶ Αὐτοκράτωρ Ῥωμαίων, κατὰ τὸν ἐπίσημο τίτλο τῶν βασιλέων τῆς Ρωμανίας, καί, στὴν Ψυχὴ τοῦ Γένους μας, Μαρμαρωμένος Βασιληᾶς.
(Ὁ ἀνδριάντας στὴν Μητρόπολι τῶν Ἀθηνῶν. Τὸ κόκκινο χρῶμα στὸν χιτώνα τοῦ βασιλέως εἶναι ἀποτέλεσμα βανδαλισμοῦ· ἔχει καθαρισθεῖ τώρα· ἀλλὰ μοῦ ἀρέσει ἐδῶ· κατακόκκινο, ποτάμι θὰ κυλήσῃ καὶ τὸ αἷμα τῶν ἀσεβῶν ἀπὸ τὸ ξίφος τῆς Νεμέσεως.)
(Ὁ ἀνδριάντας στὴν Μητρόπολι τῶν Ἀθηνῶν. Τὸ κόκκινο χρῶμα στὸν χιτώνα τοῦ βασιλέως εἶναι ἀποτέλεσμα βανδαλισμοῦ· ἔχει καθαρισθεῖ τώρα· ἀλλὰ μοῦ ἀρέσει ἐδῶ· κατακόκκινο, ποτάμι θὰ κυλήσῃ καὶ τὸ αἷμα τῶν ἀσεβῶν ἀπὸ τὸ ξίφος τῆς Νεμέσεως.)
Φίλοι μου, ἐὰν θέλουμε νὰ λεγόμεθα Ἕλληνες, ἂς ἀφήσουμε σήμερα ἕνα δάκρυ μνήμης καὶ τιμῆς νὰ κυλήσῃ γιὰ ἐκεῖνον, ποὺ μόνος ἀπέναντι στὴν Μοῖρα, ἐκεῖ, στὶς πολεμίστρες τῆς πύλης τοῦ Ἁγίου Ρωμανοῦ, συμπύκνωσε σὲ ἕνα σημεῖο καὶ σὲ μιὰ στιγμή, μαρμαρωμένο μὲ σκληρότητα καὶ καθαρότητα διαμαντιοῦ, ὁλόκληρο τὸ παρελθὸν καὶ τὸ μέλλον τοῦ Γένους μας.
Ἐκεῖ. Τὸ ἦθος τῆς θυσίας ποὺ ἐτίμησε καὶ ἐδικαίωσε τὴν χιλιόχρονη αὐτοκρατορία· ἀνέστησε τοὺς Λεωνίδες. Τὸ ἦθος τῆς θυσίας ποὺ ἔθρεψε τὸ Γένος καὶ μεγάλωσε τοὺς Κολοκοτρώνηδες. Ἐκεῖ, μαρμαρωμένη καὶ ἡ ψυχή μας, δίπλα στὸν βασιλέα μας, στὶς πολεμίστρες τῆς πύλης τοῦ Ἁγίου Ρωμανοῦ. Μέχρι τὸ τέλος τοῦ χρόνου.
Ἐκεῖ. Τὸ ἦθος τῆς θυσίας ποὺ ἐτίμησε καὶ ἐδικαίωσε τὴν χιλιόχρονη αὐτοκρατορία· ἀνέστησε τοὺς Λεωνίδες. Τὸ ἦθος τῆς θυσίας ποὺ ἔθρεψε τὸ Γένος καὶ μεγάλωσε τοὺς Κολοκοτρώνηδες. Ἐκεῖ, μαρμαρωμένη καὶ ἡ ψυχή μας, δίπλα στὸν βασιλέα μας, στὶς πολεμίστρες τῆς πύλης τοῦ Ἁγίου Ρωμανοῦ. Μέχρι τὸ τέλος τοῦ χρόνου.
* * *
Ἀπὸ τὸ ἱστολόγιό μου:
+ Μεσημέρι ἀπὸ νύχτα...
Tὸ ὅραμα τῆς μεγάλης θυσίας καὶ τῆς Ἱστορίας τοῦ Γένους μας.
«... Τὰ γράμματα τῶν σελίδων τοῦ βιβλίου ξεθωριάζουν· καὶ μέσα ἀπὸ τὴν θαμπάδα τους σχηματίζονται καὶ προβάλλουν οἱ γραμμὲς ἀπὸ τὶς πολεμίστρες τῶν ἀρχαίων τειχῶν τῆς θεοφρούρητης Βασιλεύουσας. Τὰ λάβαρα μὲ τὸν Δικέφαλο ἀνεμίζουν· κι ἐκεῖ ψηλὰ στὰ τείχη, Ἐκεῖνος. Ὁ ἥλιος ἀστράφτει ἐπάνω του, σχεδὸν μὲ τυφλώνει. Τὸ βλέμμα μου χαμηλώνει, κάτω, πέρα ἀπὸ τὰ τείχη· περνᾶ τὴν τάφρο, ἁπλώνεται στὴν πεδιάδα· κι ἐκεῖ χάνεται μὲ τρὸμο στὴν μαύρη ἄβυσσο· στὴν κόλασι, ὡς τὰ πέρατα τῶν ὁριζόντων, ὅπου κοχλάζει το χᾶος, τὰ ἀλαλάζοντα, ἀσεβῆ στίφη τῶν ἀπίστων. ...»
+ ...τίς διηγήσεται τοὺς τότε κλαυθμοὺς καὶ θρήνους; (Ὁ τελευταῖος λόγος τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου) [τὸ ἴδιο, στὸ Ἀντίβαρο]
Ἀπὸ τὸ Διαδίκτυο:
+ Θρῆνοι τῆς Ἀλώσεως (29 Μαΐου 1453) (Ἀπὸ τὶς ἱστοσελίδες τοῦ Νεκτάριου Μαμαλούγκου.)
+ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος: Ἡ κιβωτὸς τοῦ γένους (Τῆς Λαμπρινῆς Θωμᾶ.) [Ἀντίβαρο]