Ὁ Γεώργιος Τερτσέτης ἐξιστορεῖ τὴν ἐπίσκεψί του στὴν Ἀκρόπολι τῶν Ἀθηνῶν, τὸ 1836, μαζὶ μὲ τὸν Ἀνδρέα Ζαΐμη, τὸν Γεώργιο Κουντουριώτη, τὸν Χατζὴ Μέξη καὶ τὸν Ἀντώνιο Κριεζῆ:
34 [...] Εἰς τὰ 1836 ἤμουν εἰς τὰς Ἀθήνας, ὁ μακαρίτης Ἀνδρέας Ζαΐμης μὲ εἶχε πάρει εἰς συμπάθειαν, καἰ ἐσύχναζα τὴν ἐσπερινή του συναναστροφή. Μίαν ἡμέρα ὁ Ζαΐμης, ὁ Γεώργιος Κουντουριώτης, ὁ γέρο Χατζὴ Μέξης καὶ ὁ Ἀντώνιος Κριεζῆς ἐσυμφώνησαν νὰ ἀνέβουν εἰς τὴν Ἀκρόπολη, νὰ ἰδοῦν τὴν Ἀκρόπολη καὶ τὰ ἀρχαῖα της. Ἦλθε ἡ ὥρα νὰ κινήσουν, πέμπτος ἄνισος πολὺ συνοδοιπόρος μὲ τέτοια θαυμαστὴ τετρανδρία ἔτυχα καὶ ἐγώ. Ἀνεβήκαμε τὴν Ἀκρόπολη, ἐπεράσαμε τὰ Προπύλαια, -νὰ σᾶς εἰπῶ τὶ ἔκαμε ὁ καθένας τῆς συνοδείας, ἀφοῦ περάσαμε ὁλίγο τὰ Προπύλαια. Ὁ Χατζὴ Μέξης ἐρώτησε ἕναν ἀπόμαχο ποῦ ἐσκοτώθη ὁ Γκούρας, προπορεύθη ὁ ἀπόμαχος, καὶ ἀνέβαινε ὁ γέρος τοὺς σωροὺς τῶν λιθαριῶν νὰ φθάσει εἰς τὸν τόπο τοῦ φόνου τοῦ ἀνδρείου πολεμιστοῦ. Ὁ Γεώργιος Κουντουριώτης ἄκουε, ἀλλὰ μὲ δυσαρέσκειάν του, ὡς μοῦ ἐφάνη, ἕναν ποὺ τοῦ ἐκατηγοροῦσε τὸν μακαρίτην Κυβερνήτη ὡς εχθρὸν τῶν ἀρχαιοτήτων. Ὁ Κριεζῆς ἀνέβη εἰς τὸ ὑψηλότερο μέρος τῆς Ἀκροπόλεως, καὶ ἀγνάντευε τὸ στοιχεῖον, ποὺ τόσο τὸν ἐτίμησε· οἱ ὀφθαλμοί του ἐβουτοῦσαν εἰς τὰ νερὰ τῶν Σπετσῶν, εἰς τὴν Νικαριά, εἰς τὴν Κῶ. Ὁ Ἀνδρέας Ζαΐμης ἐπῆρε ἴσια τὸν δρόμο τοῦ Παρθενῶνος, ἤμουν πλευρά του. Μισὸ ἀχνάρι τὸν προσπέρναα, ὅταν καλοσιμώσαμε, στρέφομαι νὰ τοῦ εἰπῶ... Τί εἶδα; Τὸ πρόσωπό του ἀκτινοβολοῦσε ἀπὸ ὡραιότητα καὶ νεότητα, ἐπειδὴ ὁ ἐνθουσιασμὸς τῆς τέχνης ἀναγεννάει τὸν ἄνθρωπο, τρεμάμενα ἦτον τὰ χείλη του, φῶς ὁ ὀφθαλμός του· θαυμάζοντας τὸν ἄνδρα δὲν τοῦ ὁμίλησα, ἀφίνοντάς τον εἰς τὴν σιγὴ τῆς μελέτης του.
35. Ἐπιστρέψαμε εἰς τὴν πόλιν, ἀπέρασαν ἡμέρες, καὶ μίαν νύχτα εἴχαμε μείνει οἱ δύο, τὸν ἐρώτησα. - Κυρ Ἀνδρέα πῶς σοῦ ἐφάνη ἡ Ἀκρόπολις, σὰν καὶ μοῦ ἐφάνη πὼς σοῦ ἄρεσε πολύ. - Δὲν πρόβλεπα ποτέ, μοῦ λέγει, πὼς θὰ μοῦ ὑπεράρεσε τόσο! Λησμόνησα τὸν ἑαυτό μου, πατώντας ἐκεῖνα τὰ χώματα. Εἶδα τὸν Παρθενῶνα, τὰ μάρμαρά του καταγῆς, τὸν ἔστησα ὡς ἦτον εἰς τὲς λαμπρές του ἡμέρες, ζωντάνευσαν τὰ ἀγάλματα, κινοῦνταν οἱ ζωγραφιές, ὁμιλοῦσαν οἱ ἄνθρωποι, ἔφεγγε τὸ πρόσωπο τῆς Ἀθηνᾶς καταμεσῆς τοῦ ναοῦ εἰς τὴν ἐντέλειαν τῆς τέχνης καὶ τοῦ κάλλους, ἐνθυμήθηκα καὶ τὸν θρόνο τοῦ Ξέρξου καὶ τὸ σπαθὶ τοῦ Μαρδονίου, αἰχμάλωτα εἰς τὸν ἄλλον ναὸν τοῦ Ἐρεχθέως· ἐνθυμήθηκα τὰ Παναθήναια εἰς τὴν λάμψη τοῦ καλοκαιριοῦ, καὶ εἶδα τὴν Ἀκρόπολη μεστὴ ἀπὸ κόσμο ἀρχαῖο, ἔψαλλαν οἱ ἱερεῖς, ἔτριζαν τὰ ἀμάξια, καί, μά τὴν ἀλήθεια, ὁ νοῦς μου ἔγινε μία Παναθηναϊκὴ ἑορτή· ἂν ἄνθρωπος ἐγεύθη ποτὲ ἡδονὴ ἄδολη ἀπὸ λύπη, τὴν ἐδοκίμασα καὶ ἐγὼ τότε. [...] Ἀπὸ τὲς ἡμέρες τοῦ Φιλοποίμενος, τοῦ ὑστερινοῦ τῶν φημιστῶν Ἑλλήνων, πολλὰ ἦλθαν βάρβαρα ἔθνη, ξένοι δυνάσται εἰς τὴν γῆν την πατρώαν, ἀλλ᾿ ἀμφιβάλλω, ἂν ἕνας τους ποτὲ αἰσθάνθη τόσο τὸ θαῦμα τῆς Ἀκροπόλεως, ὣς ὁ μακαρίτης Ἀνδρέας Ζαΐμης.
34 [...] Εἰς τὰ 1836 ἤμουν εἰς τὰς Ἀθήνας, ὁ μακαρίτης Ἀνδρέας Ζαΐμης μὲ εἶχε πάρει εἰς συμπάθειαν, καἰ ἐσύχναζα τὴν ἐσπερινή του συναναστροφή. Μίαν ἡμέρα ὁ Ζαΐμης, ὁ Γεώργιος Κουντουριώτης, ὁ γέρο Χατζὴ Μέξης καὶ ὁ Ἀντώνιος Κριεζῆς ἐσυμφώνησαν νὰ ἀνέβουν εἰς τὴν Ἀκρόπολη, νὰ ἰδοῦν τὴν Ἀκρόπολη καὶ τὰ ἀρχαῖα της. Ἦλθε ἡ ὥρα νὰ κινήσουν, πέμπτος ἄνισος πολὺ συνοδοιπόρος μὲ τέτοια θαυμαστὴ τετρανδρία ἔτυχα καὶ ἐγώ. Ἀνεβήκαμε τὴν Ἀκρόπολη, ἐπεράσαμε τὰ Προπύλαια, -νὰ σᾶς εἰπῶ τὶ ἔκαμε ὁ καθένας τῆς συνοδείας, ἀφοῦ περάσαμε ὁλίγο τὰ Προπύλαια. Ὁ Χατζὴ Μέξης ἐρώτησε ἕναν ἀπόμαχο ποῦ ἐσκοτώθη ὁ Γκούρας, προπορεύθη ὁ ἀπόμαχος, καὶ ἀνέβαινε ὁ γέρος τοὺς σωροὺς τῶν λιθαριῶν νὰ φθάσει εἰς τὸν τόπο τοῦ φόνου τοῦ ἀνδρείου πολεμιστοῦ. Ὁ Γεώργιος Κουντουριώτης ἄκουε, ἀλλὰ μὲ δυσαρέσκειάν του, ὡς μοῦ ἐφάνη, ἕναν ποὺ τοῦ ἐκατηγοροῦσε τὸν μακαρίτην Κυβερνήτη ὡς εχθρὸν τῶν ἀρχαιοτήτων. Ὁ Κριεζῆς ἀνέβη εἰς τὸ ὑψηλότερο μέρος τῆς Ἀκροπόλεως, καὶ ἀγνάντευε τὸ στοιχεῖον, ποὺ τόσο τὸν ἐτίμησε· οἱ ὀφθαλμοί του ἐβουτοῦσαν εἰς τὰ νερὰ τῶν Σπετσῶν, εἰς τὴν Νικαριά, εἰς τὴν Κῶ. Ὁ Ἀνδρέας Ζαΐμης ἐπῆρε ἴσια τὸν δρόμο τοῦ Παρθενῶνος, ἤμουν πλευρά του. Μισὸ ἀχνάρι τὸν προσπέρναα, ὅταν καλοσιμώσαμε, στρέφομαι νὰ τοῦ εἰπῶ... Τί εἶδα; Τὸ πρόσωπό του ἀκτινοβολοῦσε ἀπὸ ὡραιότητα καὶ νεότητα, ἐπειδὴ ὁ ἐνθουσιασμὸς τῆς τέχνης ἀναγεννάει τὸν ἄνθρωπο, τρεμάμενα ἦτον τὰ χείλη του, φῶς ὁ ὀφθαλμός του· θαυμάζοντας τὸν ἄνδρα δὲν τοῦ ὁμίλησα, ἀφίνοντάς τον εἰς τὴν σιγὴ τῆς μελέτης του.
35. Ἐπιστρέψαμε εἰς τὴν πόλιν, ἀπέρασαν ἡμέρες, καὶ μίαν νύχτα εἴχαμε μείνει οἱ δύο, τὸν ἐρώτησα. - Κυρ Ἀνδρέα πῶς σοῦ ἐφάνη ἡ Ἀκρόπολις, σὰν καὶ μοῦ ἐφάνη πὼς σοῦ ἄρεσε πολύ. - Δὲν πρόβλεπα ποτέ, μοῦ λέγει, πὼς θὰ μοῦ ὑπεράρεσε τόσο! Λησμόνησα τὸν ἑαυτό μου, πατώντας ἐκεῖνα τὰ χώματα. Εἶδα τὸν Παρθενῶνα, τὰ μάρμαρά του καταγῆς, τὸν ἔστησα ὡς ἦτον εἰς τὲς λαμπρές του ἡμέρες, ζωντάνευσαν τὰ ἀγάλματα, κινοῦνταν οἱ ζωγραφιές, ὁμιλοῦσαν οἱ ἄνθρωποι, ἔφεγγε τὸ πρόσωπο τῆς Ἀθηνᾶς καταμεσῆς τοῦ ναοῦ εἰς τὴν ἐντέλειαν τῆς τέχνης καὶ τοῦ κάλλους, ἐνθυμήθηκα καὶ τὸν θρόνο τοῦ Ξέρξου καὶ τὸ σπαθὶ τοῦ Μαρδονίου, αἰχμάλωτα εἰς τὸν ἄλλον ναὸν τοῦ Ἐρεχθέως· ἐνθυμήθηκα τὰ Παναθήναια εἰς τὴν λάμψη τοῦ καλοκαιριοῦ, καὶ εἶδα τὴν Ἀκρόπολη μεστὴ ἀπὸ κόσμο ἀρχαῖο, ἔψαλλαν οἱ ἱερεῖς, ἔτριζαν τὰ ἀμάξια, καί, μά τὴν ἀλήθεια, ὁ νοῦς μου ἔγινε μία Παναθηναϊκὴ ἑορτή· ἂν ἄνθρωπος ἐγεύθη ποτὲ ἡδονὴ ἄδολη ἀπὸ λύπη, τὴν ἐδοκίμασα καὶ ἐγὼ τότε. [...] Ἀπὸ τὲς ἡμέρες τοῦ Φιλοποίμενος, τοῦ ὑστερινοῦ τῶν φημιστῶν Ἑλλήνων, πολλὰ ἦλθαν βάρβαρα ἔθνη, ξένοι δυνάσται εἰς τὴν γῆν την πατρώαν, ἀλλ᾿ ἀμφιβάλλω, ἂν ἕνας τους ποτὲ αἰσθάνθη τόσο τὸ θαῦμα τῆς Ἀκροπόλεως, ὣς ὁ μακαρίτης Ἀνδρέας Ζαΐμης.
(Τερτσέτη Ἅπαντα, 3, ἐπιμέλεια Γ. Βαλέτα, ἐκδ. Πηγῆς, Ἀθήνα 1953, σ. 248-249.)
Γεώργιος Τερτσέτης
Λογοτέχνης, ἱστορικὸς καὶ νομικός. Γεννήθηκε στὴ Ζάκυνθο τὸ 1800. Σπούδασε νομικά στὴν Ἰταλία στὰ πανεπιστήμια τῆς Μπολόνιας καὶ τῆς Πάντοβας. Μετὰ τὴν ἐπιστροφή του στὴν Ἑλλάδα μυήθηκε στὴ Φιλικὴ Ἐταιρεία καὶ ἔλαβε μέρος στὸν Ἀγῶνα. Ἐπὶ Καποδίστρια διορίζεται διδάσκαλος τῆς Γενικῆς καθὼς καὶ τῆς Ἑλληνικῆς Ἱστορίας στὸ Κεντρικὸν Πολεμικὸν Σχολεῖον τοῦ Ναυπλίου. Ἐπὶ Ὄθωνα ὑπηρετεῖ ὡς δικαστὴς στὴν Τρίπολη καὶ στὸ Ναύπλιο, ὅπου παίζει καθοριστικὸ ρόλο στὴ δίκη τοῦ Θεόδωρου Κολοκοτρώνη ἀρνούμενος νὰ προσυπογράψει, μαζὶ μὲ τὸν Πολυζωίδη, τὴν καταδίκη τοῦ ἀγωνιστῆ σὲ θάνατο. Τὸ 1844 διορίζεται ἀρχειοφύλακας καὶ βιβλιοφύλακας τοῦ ἀναγνωστηρίου τῆς Βουλῆς, θέση στὴν ὁποία παραμένει ὣς τὸ θάνατό του τὸ 1874. Ἔγραψε ποιήματα μὲ θέματα ἐμπνευσμένα ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση, ἐνῶ περίφημοι θεωροῦνται οἱ ἱστορικοὶ λόγοι ποὺ ἐκφωνοῦσε στὸ ἀναγνωστήριο τῆς Βουλῆς στὶς ἐθνικὲς ἐπετείους τῆς 25ης Μαρτίου. Πολὺ σημαντικὴ γιὰ τὴν ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης ὑπῆρξε ἡ πιστὴ καταγραφὴ ἀπὸ τὸν Τερτσέτη τῶν ἀπομνημονευμάτων ὁρισμένων αγωνιστῶν, ἀνάμεσά τους ἐκείνων τοῦ Κολοκοτρώνη καὶ τοῦ Νικηταρᾶ.
(Ἀπὸ τὸ «...Ἔγραψαν γιὰ τὴν Ἀκρόπολη (1850-1950)», Ἕνωση Φίλων τῆς Ἀκροπόλεως, β' ἔκδ. 2009 (α' ἔκδ. 2002), ISBN 978-960-86536-3-4.)
Σχετικὰ ἄρθρα ἀπὸ τὴν ἑνότητα Ἀρχαιολογία:
+ «Πουθενὰ ἀλλοῦ, ὅσο στὸ Λονδῖνο, δὲν ἔνιωσα τόσο ἔντονα αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὴν προσβλητικὴ γελοιοποίηση.»
+ Ἐπίσκεψις στὸ Μουσεῖον Ἀκροπόλεως
+ γαυριάσματα...
+ Καλὴ ἐπιτυχία!
+ No marbles, no flame?
+ Ξενάγηση στὸ Νέο Μουσεῖο Ἀκροπόλεως (βίντεο) - Ἀναθερμαίνεται τὸ αἴτημα τοῦ ἐπαναπατρισμοῦ τῶν κλοπιμαίων τοῦ Ἔλγιν
+ Τὸ Νέον Μουσεῖον Ἀκροπόλεως καὶ ἡ ἄλλη ἄποψις γιὰ τὰ κτήρια τῆς Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου
+ Oἱ κόρες τῶν Ἀθηνῶν ταξιδεύουν
+ Ἡ ἀποκατάστασις τοῦ Παρθενῶνος καὶ ἡ ξανθιὰ ἀρχ**ολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου