Αὐγουστιάτικη πανσέληνος στὴν Ἀκρόπολι. Τὰ αἰώνια μάρμαρα. Μέσα στὸ ἀχνό, ὑποβλητικὸ σεληνόφως, προβάλλουν ἐπιβλητικοί, στέρεοι καὶ ἁρμονικοί, οἱ δωρικοὶ κίονες, ὡς ὁ ἄξων τοῦ κόσμου, ὁ συμπαντικὸς νόμος, ἡ ἀλήθεια τοῦ αἰωνίου κόσμου τῶν Ἰδεῶν.
Παρὰ τὴν κοσμοσυρροή, τὰ φλάς, τὰ μηδέποτε ἡσυχάζοντα φῶτα τῆς μεγαλούπολης τριγύρω, ὁ Παρθενὼν ἐπιβάλλεται. Εἶχα τὴν χαρά, λοιπόν, νὰ βρεθῶ καὶ ἐγὼ μιὰ νύχτα στὴν ζωή μου στὴν Ἀκρόπολι. Δὲν ξέρω βεβαίως πῶς θὰ ἦταν μιὰ νύχτα ὅπως αὐτὴ ποὺ περιγράφει ὁ Ροΐδης [ἀπόσπασμα 2ον] ἢ ὁ Ντὲ Κίρικο [ἀπόσπασμα 1ον]. Μοναχικά. Καὶ μὲ τὴν μικρὴ πόλι τῶν περασμένων αἰώνων, χωρὶς φῶτα καὶ θορύβους. Κάτι πολὺ διαφορετικό ἀσφαλῶς, συγκλονιστικότερο.
Καὶ πάλι, ὅμως. Νομίζω ὅτι ἡ ὥρα τοῦ Παρθενῶνος εἶναι τὸ καταμεσήμερο. Ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος [ἀπόσπασμα 4ον] εἶχε δίκιο. Καὶ ὁ Ἐλύτης μὲ τὸν Τεριάντ [ἀπόσπασμα 3ον]. Καταμεσήμερο. Ὅταν οἱ ἀκτίνες τοῦ ἡλίου ταπεινώνουν, ἐξαϋλώνουν τὴν τσιμεντένια μάζα τῆς πόλεως. Ὅταν ὁ Ἱερὸς Βράχος ὑπερυψοῦται κυρίαρχος στὴν φωτεινὴ γῆ καὶ στὸ λαμπρὸ γαλάζιο. Καὶ οἱ μαρμάρινοι κίονες ἀποκαλύπτουν καὶ ἐπικυρώνουν τὴν οὐράνια ἀλήθεια στὸν κόσμο.
Ὁ Παρθενὼν εἶναι ἡλιακὸς ναός· οὐράνιος, ἀρσενικός. Σεληνιακός ναός, χθόνιος, θηλυκός, εἶναι τὸ Ἐρεχθεῖον. Ἐκεῖ, κατεβαίνοντας χαμηλά, μέσα ἀπὸ τοὺς κομψοὺς κίονες, τοὺς χιτῶνες ἐπὰνω στὸ κορμὶ τῶν Καρυάτιδων καὶ τὸ φύλλωμα τῆς ἱερῆς ἑλαίας τῆς Ἀθηνᾶς, θροΐζον ἁπαλὰ στὸ νυχτιάτικο ἀεράκι, ἐκεῖ ἔρχεται ἀκροπατώντας ἡ Σελήνη. Ἢ κοιτώντας τὴν Ἀκρόπολι ἀπὸ μακρυά, ἀπὸ τὸν Ἄρειο Πάγο ἢ τοῦ Φιλοπάππου. (Ὑποθέτω ὅτι καὶ τὸ Νέον Μουσεῖον θὰ εἶναι ὄμορφο τὴν νύχτα -ἀπ᾿ ἔξω εἶναι-, καὶ μάλιστα μὲ τὴν Ἀκρόπολι φωτισμένη, ἀλλὰ δὲν ἔχω καταφέρει νὰ τὸ ἐπισκεφθῶ νύχτα ἀκόμη.) Τὰ δύο πρόσωπα, ὅμως, τὸ ἡλιακὸ καὶ τὸ σεληνιακὸ, συνυπάρχουν· πότε τὸ ἕνα κυρίαρχο καὶ τὸ ἄλλο δευτερεῦον, πότε τὸ ἀντίστροφο.
Παρὰ τὴν κοσμοσυρροή, τὰ φλάς, τὰ μηδέποτε ἡσυχάζοντα φῶτα τῆς μεγαλούπολης τριγύρω, ὁ Παρθενὼν ἐπιβάλλεται. Εἶχα τὴν χαρά, λοιπόν, νὰ βρεθῶ καὶ ἐγὼ μιὰ νύχτα στὴν ζωή μου στὴν Ἀκρόπολι. Δὲν ξέρω βεβαίως πῶς θὰ ἦταν μιὰ νύχτα ὅπως αὐτὴ ποὺ περιγράφει ὁ Ροΐδης [ἀπόσπασμα 2ον] ἢ ὁ Ντὲ Κίρικο [ἀπόσπασμα 1ον]. Μοναχικά. Καὶ μὲ τὴν μικρὴ πόλι τῶν περασμένων αἰώνων, χωρὶς φῶτα καὶ θορύβους. Κάτι πολὺ διαφορετικό ἀσφαλῶς, συγκλονιστικότερο.
Καὶ πάλι, ὅμως. Νομίζω ὅτι ἡ ὥρα τοῦ Παρθενῶνος εἶναι τὸ καταμεσήμερο. Ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος [ἀπόσπασμα 4ον] εἶχε δίκιο. Καὶ ὁ Ἐλύτης μὲ τὸν Τεριάντ [ἀπόσπασμα 3ον]. Καταμεσήμερο. Ὅταν οἱ ἀκτίνες τοῦ ἡλίου ταπεινώνουν, ἐξαϋλώνουν τὴν τσιμεντένια μάζα τῆς πόλεως. Ὅταν ὁ Ἱερὸς Βράχος ὑπερυψοῦται κυρίαρχος στὴν φωτεινὴ γῆ καὶ στὸ λαμπρὸ γαλάζιο. Καὶ οἱ μαρμάρινοι κίονες ἀποκαλύπτουν καὶ ἐπικυρώνουν τὴν οὐράνια ἀλήθεια στὸν κόσμο.
Ὁ Παρθενὼν εἶναι ἡλιακὸς ναός· οὐράνιος, ἀρσενικός. Σεληνιακός ναός, χθόνιος, θηλυκός, εἶναι τὸ Ἐρεχθεῖον. Ἐκεῖ, κατεβαίνοντας χαμηλά, μέσα ἀπὸ τοὺς κομψοὺς κίονες, τοὺς χιτῶνες ἐπὰνω στὸ κορμὶ τῶν Καρυάτιδων καὶ τὸ φύλλωμα τῆς ἱερῆς ἑλαίας τῆς Ἀθηνᾶς, θροΐζον ἁπαλὰ στὸ νυχτιάτικο ἀεράκι, ἐκεῖ ἔρχεται ἀκροπατώντας ἡ Σελήνη. Ἢ κοιτώντας τὴν Ἀκρόπολι ἀπὸ μακρυά, ἀπὸ τὸν Ἄρειο Πάγο ἢ τοῦ Φιλοπάππου. (Ὑποθέτω ὅτι καὶ τὸ Νέον Μουσεῖον θὰ εἶναι ὄμορφο τὴν νύχτα -ἀπ᾿ ἔξω εἶναι-, καὶ μάλιστα μὲ τὴν Ἀκρόπολι φωτισμένη, ἀλλὰ δὲν ἔχω καταφέρει νὰ τὸ ἐπισκεφθῶ νύχτα ἀκόμη.) Τὰ δύο πρόσωπα, ὅμως, τὸ ἡλιακὸ καὶ τὸ σεληνιακὸ, συνυπάρχουν· πότε τὸ ἕνα κυρίαρχο καὶ τὸ ἄλλο δευτερεῦον, πότε τὸ ἀντίστροφο.
«Ὁ Παρθενώνας δὲν μποροῦσε ποτὲ νὰ εἶναι ὡραιότερος ἀπ᾿ ὅ,τι εἶναι τώρα. Αὐτὸ ποὺ μελετᾶμε σήμερα εἶναι ἡ ἀρχοντική του ὀμορφιὰ ποὺ ἄντεξε στὸν χρόνο.» (Elise Konstantin-Hansen (1858-1946), Δανέζα ζωγράφος· ἐπισκέφθηκε τὴν Ἀθήνα τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1894.)
* * *
Στὸ σεληνόφως...
Giorgio de Chirico
Μιὰ νύχτα στὴν Ἀκρόπολη
Μιὰ νύχτα στὴν Ἀκρόπολη
Χώθηκα μέσα σ᾿ ἕνα σωρὸ ἀπό ἐρείπια μὲ τρόπο ποὺ νὰ φαίνομαι ὅσο τὸ δυνατὸ λιγότερο καὶ περίμενα τὴ στιγμὴ ποὺ θά ᾿μουν μόνος. Στὴν ἀνατολή, πίσω ἀπὸ τὴ μενεξελιὰ γραμμὴ τῶν βουνῶν, ἡ πανσέληνος ἀναδύθηκε: ἦταν πλούσια, βασιλική, ὁλόγιομη, λαμπρή, μεγαλειώδης· μιὰ ἀληθινὴ πανσέληνος καλοκαιριοῦ τῆς Ἀθήνας· ἀνέβαινε μὲ βραδύτητα, τυλιγμένη ἀκόμα στὴν πάχνη τῆς ζέστης. Στὴ δύση, ὁ οὐρανὸς σκοτείνιαζε. Μοῦ δημιουργήθηκε ἡ ἐντύπωση ὅτι ὁ τελευταῖος ἐπισκέπτης εἶχε ἐγκαταλείψει τὴν Ἀκρόπολη, ἀλλὰ ἀποφάσισα νὰ μὴ φύγω ἀπὸ τὴν κρυψώνα μου πρὶν νυχτώσει τελείως, κι αὐτὴ ἡ σύνεση μὲ ἔσωσε, γιατί, σὲ λίγα δευτερόλεπτα, ἄκουσα τὸ βῆμα ἑνὸς φύλακα ποὺ πλησίαζε ἀργὰ στὸ μέρος ὅπου κρυβόμουν. Ἕνα ρίγος διέτρεξε τὴν πλάτη μου. Σὰν ἔφτασε κοντὰ στὴν κρυψώνα μου, ὁ φύλακας σταμάτησε· ἤμουν σὲ δυὸ βήματα ἀπόσταση· δὲν μὲ εἶχε δεῖ ἀλλὰ ἡ παραμικρὴ κίνηση μποροῦσε νὰ μὲ προδώσει. Ὁ φύλακας ἔστριβε σιγὰ τὸ μουστάκι του κοιτάζοντας μακριά· μετὰ ἔβηξε κι ἀφοῦ ἔβγαλε ἀπὸ τὴν τσέπη τοῦ σακακιοῦ του μιὰ καπνοσακούλα ἔστριψε τσιγάρο, τὸ ἄναψε καὶ φύσηξε μὲ ἡδονὴ τὸν καπνὸ ἀπὸ τὸ στόμα καὶ ἀπὸ τὴ μύτη. Μακριὰ ἀκούγονταν διάφοροι θόρυβοι: νυχτερίδες σκαμπανέβαζαν πάνω ἀπ᾿ τὰ κεφάλια μας· κοιτάζοντας τὸν φύλακα σκεφτόμουν τὸν κυνηγὸ, ποὺ περνᾶ, μὲ τὸ τουφέκι στὸν ὦμο, δίπλα στὸ ὀρτύκι χωρὶς νὰ τὸ βλέπει. Κρατοῦσα τὴν ἀνάσα μου, τὰ δευτερόλεπτα μοῦ φαίνονταν ὧρες. Ἀφοῦ τράβηξε ἀκόμα δυὸ τρεῖς ρουφηξιές ἀπ᾿ τὸ τσιγάρο, ὁ φύλακας ἔβαλε τὰ χέρια πίσω κι ἀπομακρύνθηκε πρὸς τὴν ἔξοδο. Αἰσθάνθηκα πιὸ ἥσυχος, ἀλλὰ δὲν ἄρχισα νὰ κάνω κινήσεις καὶ νὰ τεντώνω τὰ μουδιασμένα μου πόδια παρὰ μόνο ὅταν τὸν ἄκουσα νὰ κλείνει τὴ βαριά καγκελόπορτα ποὺ βρισκόταν στὴν εἴσοδο τῆς Ἀκρόπολης. Τότε κατάλαβα ὅτι ἐπιτέλους ἤμουν μόνος. Στὸ μεταξὺ εἶχε νυχτώσει ἐντελῶς. Μόνο ἀπὸ τὴ μεριὰ τῆς δύσης ἔμενε ἀκόμα μιὰ ἀχνὴ ἀνταύγεια, ἐκεῖ ὅπου εἶχε ἐξαφανιστεῖ ὁ ἥλιος. Ἀπὸ τὴν ἀπέναντι μεριά, ἐλεύθερο ἀπὸ τοὺς βραδινοὺς ἀτμούς, τὸ φεγγάρι εἶχε ἀνέβει στὸν οὐρανό. Οἱ ἀχτίδες του φώτιζαν τώρα τὶς μετόπες τῶν ναῶν κι ἅπλωναν τὶς σκιές τους στὸ ἔδαφος. Ἡ σιωπὴ ἔγινε πιὸ ἔντονη. Εἶχα τὴν ἐντύπωση πὼς πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι μου εἶχαν τραβήξει μιὰ τεράστια τέντα. Τὰ ὑπεράνθρωπα προσωπεῖα τῶν ἀρχαίων θεῶν φαίνονταν ὅμοια μὲ γιγάντια ἀντίτυπα, στερεωμένα σὰν ἀνάγλυφα στὸ ταβάνι τοῦ οὐρανοῦ ποὺ φαινόταν πολὺ χαμηλός, πολὺ κοντὰ στὴ γῆ. Εἶχα τὴν ἐντύπωση ὅτι, ἂν σηκωνόμουν στὶς μύτες τῶν ποδιῶν μου, θὰ μποροῦσα νὰ τὸν ἀγγίξω μὲ τὸ χέρι· καὶ θεϊκὲς μάσκες χαμογελοῦσαν ἀνέκφραστα. Μιὰ ἀπέραντη ἐμπιστοσύνη περιτύλιγε κάθε πρᾶγμα. Στὴν ἐμφαντικὴ γλυκύτητα αὐτῆς τῆς μεγάλης καλοκαιρινῆς νύχτας κατάλαβα ὅτι τὸ κακὸ μέσα μου, γύρω μου, εἶχε ἐξαφανιστεῖ· τὰ χρέη πληρωμένα, οἱ τιμωρίες καταργημένες, τὰ κακὰ ὄνειρα θαμμένα γιὰ πάντα, μὲ τὶς ἔννοιες καὶ τὰ ἄγχη πέρα μακριά, πολὺ μακριά, στοὺς καυτοὺς ἄμμους τῆς καταραμένης ἐρήμου.
Ὅ,τι εἶχα ἀγαπήσει, ὅ,τι στὴ ζωή μου ὑπῆρξε εὐνοϊκὸ γιὰ μένα, ἦταν κοντά μου. Θέλησα νὰ κοιτάξω πρὸς τὰ κάτω, πρὸς τὶς κατοικίες τῶν ἀνθρώπων, νὰ ξαναβρῶ τὰ φῶτα τῆς πόλης, γιατὶ ὅλη αὐτὴ ἡ ὀμορφιὰ κι αὐτὴ ἡ μοναχικὴ εὐτυχία ἄρχισαν νὰ μὲ τρομάζουν, ἀλλὰ δὲν εἶδα πιὰ τίποτα: ἀτμοί, μιὰ γλυκιὰ ὀμίχλη εἶχε ἀνέβει κι ἔκρυβε τὴ γῆ ἀπὸ τὸ βλέμμα μου· πάνω σ᾿ αυτὸν τὸν ὠκεανὸ θεϊκῆς τρυφερότητας, ἡ Ἀκρόπολη, σὰν ἕνα μεγάλο πέτρινο καράβι, σὰν ἕνα καράβι ποὺ λύθηκε ἀπὸ τὰ παλαμάρια του, ἀρμένιζε σιγά, ἀκυβέρνητο...
Ὅ,τι εἶχα ἀγαπήσει, ὅ,τι στὴ ζωή μου ὑπῆρξε εὐνοϊκὸ γιὰ μένα, ἦταν κοντά μου. Θέλησα νὰ κοιτάξω πρὸς τὰ κάτω, πρὸς τὶς κατοικίες τῶν ἀνθρώπων, νὰ ξαναβρῶ τὰ φῶτα τῆς πόλης, γιατὶ ὅλη αὐτὴ ἡ ὀμορφιὰ κι αὐτὴ ἡ μοναχικὴ εὐτυχία ἄρχισαν νὰ μὲ τρομάζουν, ἀλλὰ δὲν εἶδα πιὰ τίποτα: ἀτμοί, μιὰ γλυκιὰ ὀμίχλη εἶχε ἀνέβει κι ἔκρυβε τὴ γῆ ἀπὸ τὸ βλέμμα μου· πάνω σ᾿ αυτὸν τὸν ὠκεανὸ θεϊκῆς τρυφερότητας, ἡ Ἀκρόπολη, σὰν ἕνα μεγάλο πέτρινο καράβι, σὰν ἕνα καράβι ποὺ λύθηκε ἀπὸ τὰ παλαμάρια του, ἀρμένιζε σιγά, ἀκυβέρνητο...
[Τζιόρτζιο ντὲ Κίρικο: Ζωγράφος, γεννημένος στὸ Βόλο τὸ 1888 ἀπὸ Ἰταλοὺς γονεῖς. Σπούδασε στὴν Ἀθήνα, στὸ Μόναχο καὶ στὸ Παρίσι, ὅπου συνδέθηκε μὲ τὸν Picasso καὶ τὸν Apollinaire. Ἔζησε ἀπὸ τὸ 1915 ἔως τὸ 1924 στὴ Ρώμη, ὅπου ἴδρυσε, μαζὶ μὲ τὸν Carra, τὴν Ὁμάδα Μεταφυσικῆς Ζωγραφικῆς. Τὸ 1924 ἐπέστρεψε στὸ Παρίσι, ὅπου ἐνέτεινε τὸν ὑπερρεαλιστικὸ χαρακτῆρα τῆς τέχνης του. Μετὰ τὸ 1935 στράφηκε σὲ ἕναν σκηνογραφικὸ νατουραλισμό. Εἶναι κυρίως γνωστὸς γιὰ τὰ ἀτμοσφαιρικὰ τοπία πόλεων μὲ τὶς ἄδειες πλατεῖες καὶ τὰ ἔρημα μνημειώδη κτήρια καὶ γιὰ τὶς συνθέσεις ἑτερόκλητων ἀντικειμένων ποὺ στοχεύουν νὰ ἀπεικονίσουν τὴν ἐσωτερική, μαγική, πλευρὰ πραγμάτων τυλιγμένων σὲ μιὰ αὔρα μυστηρίου. Στὸ ἔργο του συχνὰ περιλαμβάνονται στοιχεῖα ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ καὶ τὴ ρωμαϊκὴ ἀρχαιότητα. Πέθανε στὴ Ρώμη τὸ 1978.]
(«Τεῦχος» 2 (Σεπτέμβριος 1989), σ. 24. Μετάφραση: Φ. Διακομίδου. Ἀναδημοσίευσις: «...Ἔγραψαν γιὰ τὴν Ἀκρόπολη (1850-1950)», Ἕνωση Φίλων τῆς Ἀκροπόλεως, β' ἔκδ. 2009 (α' ἔκδ. 2002), ISBN 978-960-86536-3-4, σελ. 69-71.)
* * *
Ἐμμανουὴλ Ροΐδης
Ἡ Πάπισσα Ἰωάννα
Ἡ Πάπισσα Ἰωάννα
[Ἡ Ἰωάννα στὴν Ἀκρόπολη τῶν Ἀθηνῶν.] Ὁ δίσκος τῆς Ἑκάτης, περικυκλούμενος ὑπὸ νεφῶν διαφανῶν ὡς σεμνὴ παρθένος ὑπὸ τῶν νυκτικῶν πέπλων της, ἔλαμπεν ἀκίνητος εἰς ὕψος ἀκαταμέτρητον, ἐπιχέων ἐπὶ τῶν ἀθανάτων ἐκείνων μαρμάρων λάμψιν λευκὴν καὶ ἀμυδράν, οἵαν καὶ ἐπὶ τοῦ κοιμωμένου Ἀδώνιδος, ὅτε ἐπεσκέπτετο αὐτὸν ἡ θεὰ ἐπὶ τῶν ἀκρωρειῶν τοῦ Λάτμου. Αἱ στῆλαι τοῦ Ὀλυμπιείου, οἱ ἐλαιῶνες, αἱ ροδοδάφναι, αἱ κορυφαὶ τῶν λόφων στεφόμεναι ὑπὸ ἐκκλησιῶν ἢ μνημείων, πάντα ταῦτα περιέσφιγγον τὴν ὅρασιν τῶν δύο νεανίσκων διὰ ζώνης καὶ αὐτοῦ τοῦ κεστοῦ τῆς Ἀφροδίτης θελκτικωτέρας, ἡ δὲ ἡδονή, ἣν ἠσθάνοντο ἐκ τοῦ πανοράματος τούτου, καθίστατο διπλασία, διότι μεθυσμένοι ὄντες ἔβλεπον τὰ πάντα διπλά.
(Ἐμμανουὴλ Ροΐδης, «Ἡ Πάπισσα Ἰωάννα».)
* * *
...καὶ στὸ καταμεσήμερο.
Ὀδυσσέας Ἐλύτης
Τὸ ἑλληνικὸ καλοκαίρι κατὰ τὸν E. Tériade
Τὸ ἑλληνικὸ καλοκαίρι κατὰ τὸν E. Tériade
Στάλα στάλα συνάζει μέσα της ἡ καρυδιὰ τὴ σκοτεινὴ δροσιά. Τὸ κυπαρίσσι ἐρημώνει γύρω του τὰ πάντα κι ἀπομένει δασύ, κυρίαρχο. Ἴδια κι ὁ πλάτανος. Προστάτες φασματικοὶ τῶν κάμπων τῶς Ἀργολίδας καὶ τῆς Ἀρκαδίας.
Ἡ συκιὰ σταυρώνει τὰ χλωμά της μέλη, τεντώνεται μὲς στὸ πετσί της το γυαλιστερὸ καὶ τὸ χνουδάτο· τέλος, κάποτε, στρογγυλοκάθεται μέσα στὴν ἴδια της τὴν εὐωδιά.
Οἱ ροδιὲς ἀνάβουνε σὰν τὰ κοκόρια.
Ἡ ἐλιά, δίχως νὰ τὸ πολυσκεφτεῖ, δίνεται στὸν ἥλιο, στὸν ἄνεμο, σ᾿ ὅλα τὰ στοιχεῖα ποὺ ρημάζουνε τὸ κορμί της.
Οἱ ροδοδάφνες, ποὺ μοσκοβολοῦνε πικραμύγδαλο, σαλεύουνε, ὅμοια νερό, βαθιὰ στὶς κοῖτες τῶν ξεροπόταμων.
Σιγὰ σιγά, μὲς στὸ κατακαλόκαιρο, τὸ φῶς ἀφανίζει τὴν Ἑλλάδα. Χωνεύει τὰ νησιά, ἐξουδετερώνει τὶς θάλασσες, ἀχρηστεύει τοὺς οὐρανούς. Μήτε ποὺ βλέπεις πιὰ βουνά, μήτε δέντρα, μήτε πολιτεῖες, μήτε χῶμα καὶ νερό. Ἄφαντα ὅλα.
Πιωμένος φῶς -μονάχα μιὰ σκιὰ μαύρη- ὁ ἄνθρωπος. Μιὰ σκιὰ ποὺ μεγαλώνει, δυσανάλογα προστατευμένη ἀπὸ τὴν ἴδια του τὴ θυσία.
Ἡ ἀντίσταση σ᾿ ἕνα τέτοιο φῶς: νὰ ποιὸ εἶναι τὸ βαθύτερο νόημα τῆς ἑλληνικῆς ἀρχιτεκτονικῆς.
Μέσα στὴ διαφάνεια, πιὸ διάφανος ἀκόμη, πιὸ λευκός, ὁ Παρθενώνας δικαιώνει μυστηριακὰ τὴν ὕπαρξή του τὴν ὥρα ποὺ τὸ μεσημέρι τὸ ἀττικὸ φτάνει στή μεγαλύτερή του ἔνταση κι ὅπου μονάχα νεράιδες τριγυρνᾶν μὲς στὸ θαμπωτικὸ διάστημα.
Ἡ Ἑλλάδα στοὺς χάρτες ἀνύπαρχτη.
Λὲς καὶ βρῆκε ὁ κόσμος τὸ μακαρισμένο τέλος του σ᾿ αὐὴν τὴν ἀπόλυτη ἰσότητα.
Κι ὅμως, τὸ ἴδιο αὐτὸ φῶς, τὸ ἀστραφτοβόλο, τὸ καταιγιστικό, τὸ ἐπίμονο, ποὺ ἀναιρεῖ τὴν Ἑλλάδα μὲς στὰ μεσημέρια, τὴν ἀποκαθιστᾶ πάλι τὸ ἡλιοβασίλεμα κάτω ἀπὸ τὰ φαντασμαγορικὰ πυροτεχνήματα τοῦ δειλινοῦ καὶ ἀργότερα κάτω ἀπὸ τὴν τρυφερὴ παρουσία τῆς Σελήνης.
Τότε ξαναβρίσκει τὸν ἑαυτό της ἡ Ἑλλάδα. Ξαναγίνεται αὐτὸ ποὺ πραγματικὰ εἶναι. Ξαναπαίρνει στοὺς χάρτες τὴ θέση ποὺ τῆς ἀξίζει. Θέλω νὰ πῶ τὴ θέση τῶν ὀνείρων.
Ἡ συκιὰ σταυρώνει τὰ χλωμά της μέλη, τεντώνεται μὲς στὸ πετσί της το γυαλιστερὸ καὶ τὸ χνουδάτο· τέλος, κάποτε, στρογγυλοκάθεται μέσα στὴν ἴδια της τὴν εὐωδιά.
Οἱ ροδιὲς ἀνάβουνε σὰν τὰ κοκόρια.
Ἡ ἐλιά, δίχως νὰ τὸ πολυσκεφτεῖ, δίνεται στὸν ἥλιο, στὸν ἄνεμο, σ᾿ ὅλα τὰ στοιχεῖα ποὺ ρημάζουνε τὸ κορμί της.
Οἱ ροδοδάφνες, ποὺ μοσκοβολοῦνε πικραμύγδαλο, σαλεύουνε, ὅμοια νερό, βαθιὰ στὶς κοῖτες τῶν ξεροπόταμων.
Σιγὰ σιγά, μὲς στὸ κατακαλόκαιρο, τὸ φῶς ἀφανίζει τὴν Ἑλλάδα. Χωνεύει τὰ νησιά, ἐξουδετερώνει τὶς θάλασσες, ἀχρηστεύει τοὺς οὐρανούς. Μήτε ποὺ βλέπεις πιὰ βουνά, μήτε δέντρα, μήτε πολιτεῖες, μήτε χῶμα καὶ νερό. Ἄφαντα ὅλα.
Πιωμένος φῶς -μονάχα μιὰ σκιὰ μαύρη- ὁ ἄνθρωπος. Μιὰ σκιὰ ποὺ μεγαλώνει, δυσανάλογα προστατευμένη ἀπὸ τὴν ἴδια του τὴ θυσία.
Ἡ ἀντίσταση σ᾿ ἕνα τέτοιο φῶς: νὰ ποιὸ εἶναι τὸ βαθύτερο νόημα τῆς ἑλληνικῆς ἀρχιτεκτονικῆς.
Μέσα στὴ διαφάνεια, πιὸ διάφανος ἀκόμη, πιὸ λευκός, ὁ Παρθενώνας δικαιώνει μυστηριακὰ τὴν ὕπαρξή του τὴν ὥρα ποὺ τὸ μεσημέρι τὸ ἀττικὸ φτάνει στή μεγαλύτερή του ἔνταση κι ὅπου μονάχα νεράιδες τριγυρνᾶν μὲς στὸ θαμπωτικὸ διάστημα.
Ἡ Ἑλλάδα στοὺς χάρτες ἀνύπαρχτη.
Λὲς καὶ βρῆκε ὁ κόσμος τὸ μακαρισμένο τέλος του σ᾿ αὐὴν τὴν ἀπόλυτη ἰσότητα.
Κι ὅμως, τὸ ἴδιο αὐτὸ φῶς, τὸ ἀστραφτοβόλο, τὸ καταιγιστικό, τὸ ἐπίμονο, ποὺ ἀναιρεῖ τὴν Ἑλλάδα μὲς στὰ μεσημέρια, τὴν ἀποκαθιστᾶ πάλι τὸ ἡλιοβασίλεμα κάτω ἀπὸ τὰ φαντασμαγορικὰ πυροτεχνήματα τοῦ δειλινοῦ καὶ ἀργότερα κάτω ἀπὸ τὴν τρυφερὴ παρουσία τῆς Σελήνης.
Τότε ξαναβρίσκει τὸν ἑαυτό της ἡ Ἑλλάδα. Ξαναγίνεται αὐτὸ ποὺ πραγματικὰ εἶναι. Ξαναπαίρνει στοὺς χάρτες τὴ θέση ποὺ τῆς ἀξίζει. Θέλω νὰ πῶ τὴ θέση τῶν ὀνείρων.
(Ὀδυσσέας Ἐλύτης, «Τὸ ἑλληνικὸ καλοκαίρι κατὰ τὸν E. Tériade», στὰ «Μικρὰ Ἔψιλον», στὸ «Ἐν λευκῷ», ἐκδ. Ἴκαρος, 2006 (ζ' ἔκδ.· α' ἔκδ. 1992), ISBN 960-7233-26-3, σελ. 214-216.)
* * *
Ὁ Παῦλος Νιρβάνας γιὰ τὸν Περικλῆ Γιαννόπουλο
Ἕνας οὐτοπιστὴς ἑλληνολάτρης
Ἕνας οὐτοπιστὴς ἑλληνολάτρης
Ἕνα καλοκαιρινὸ ἀπόγεμα -ὁ ἥλιος ἤτανε ἀκόμη στὰ μεσούρανα- ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος ἦρθε στὸ σπίτι μου, χωρὶς νὰ τὸν περιμένω. Δὲν ἤτανε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ περιμένει κανείς. Ἔφτανε πάντα ἀπροειδοποίητος, σὰν τὸ γλυκόπνοο ἀεράκι καὶ σὰν τὴν ἀνοιξιάτικη βροχούλα. Καθόμουνα τότε σ᾿ ἕνα σπίτι τῆς Φρεατίδας, ἀπάνω ἀπ᾿ τὸ γλαυκότερο κῦμα τοῦ Αἰγαίου, καὶ δὲν ξέρω, ἂν ἤμουνα ἐγὼ ποὺ εἶχε τραβήξει τὸν ξανθὸν ἱππότη ἢ τὸ φῶς τῆς χαρούμενης ἀκρογιαλιᾶς.
«Ποῦ θὰ καθίσομε;» μοῦ εἶπε κοιτάζοντας ὁλόγυρά του.
Τὸν ἔβαλα στὸ γραφεῖο μου.
«Ἐδῶ;» μὲ ρώτησε μὲ κάποια στενοχώρια.
Τὸν εἶδα νὰ κοιτάζει μὲ μίσος τὰ κλειστὰ παράθυρα, τὰ σκοῦρα ἔπιπλα, τὶς σκοτεινὲς γωνιὲς τοῦ δωματίου.
«Πῶς ζεῖς ἐδῶ μέσα;» μοῦ εἶπε.
«Ποῦ θέλεις νὰ πᾶμε;» τὸν ἐρώτησα.
«Ἔξω, στὸ φῶς, στὴν Ἑλλάδα. Ἐδῶ δὲν εἶναι Ἑλλάς.»
«Μ᾿ αὐτὴ τὴν ἀντηλιά;»
«Ἔχεις, λοιπόν, κι ἐσὺ τὴν πρόληψη τῆς ἀντηλιᾶς;» μοῦ εἶπε θυμωμένος. «Πρέπει νὰ τὴ νικήσεις.»
Μὲ τράβηξε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ μὲ κατέβασε κάτω στὸ περιβόλι, μέσα σὲ μιὰ ἐκτυφλωτικὴ ἀντηλιά. Καθίσαμε σ᾿ ἕνα μπάγκο. Ἐκεῖνος ἔλεγε, ἔλεγε, ἔλεγε... Τὶ ἔλεγε δὲν ξέρω. Ὁ Γιαννόπουλος μποροῦσε νὰ μιλεῖ ὧρες ὁλόκληρες, χωρὶς νὰ ξέρεις στὸ τέλος τὶ σοῦ εἶπε. Εἶχα ὅμως τὴν αἴσθηση πάντοτε μιᾶς γοητείας, ποὺ δὲν μποροῦσες νὰ καταλάβεις, ἂν ἤτανε ἀπὸ τὰ λόγια ποὺ ἄκουσες, ἀπ᾿ τὴ μελωδία τῆς φωνῆς του ἢ ἀπὸ κάποια ἄλλη μυστικὴ ἐνέργεια ποὺ ἀκτινοβολοῦσε ὁ ἐσωτερικὸς παλμὸς τοῦ λόγου του. Καὶ τὸν ἄκουγες πάντα εὐχάριστα, ὅπως ἀκοῦς τὸ φλοῖσβο τοῦ κύματος καὶ τὸ κελάρυσμα τῆς πηγῆς, ποὺ σοῦ λένε πολλὰ χωρὶς νὰ σοῦ λένε τίποτε. Ὅταν σηκώθηκε νὰ φύγει -ἔφευγε πάντα ὅπως ἐρχότανε, σὰν ἕνα ὡραῖο φυσικὸ φαινόμενο- ἤμουνα ζαλισμένος ἀπὸ τὴν ἀντηλιά, τὰ μηλίγγια μου χτυπούσανε καὶ τὰ μάτια μου ἤτανε θαμπωμένα. Ἀνέβηκα στὸ σπίτι μου κι ἔπεσα μισοπεθαμένος σὲ μιὰ πολυθρόνα.
«Τί έπαθες; Εἶσαι ἄρρωστος;» μοῦ εἶπε ὁ Λάμπρος Πορφύρας, ποὺ ἦρθε σὲ λίγο νὰ μὲ πάρει, γιὰ νὰ κάνουμε τὸ συνηθισμένο μας περίπατο στὴ Φρεατίδα.
«Εἶμαι τὸ πρῶτο θύμα τῆς ἑλληνοποιήσεως», τοῦ ἀποκρίθηκα.
Καί, ὅταν τοῦ ἐξήγησα ποιὸς ἤτανε, λίγο πρίν, στὸ σπίτι μου, δὲν ἄργησε νὰ καταλάβει.
Μέσα στὸ ἐπεισόδιο αὐτὸ εἶναι ὁλόκληρος ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος. Ἕνας οὐτοπιστής, ποὺ ὀνειρευότανε ν᾿ ἀναστήσει γύρω του τὸ ἑλληνικό θαῦμα καὶ ποὺ ζοῦσε ὁ ἴδιος μὲ τὴν φαντασία του μέσα σ᾿ αὐτό. Τὸ ἑλληνικὸ φῶς, σὰν μιὰ ἀντίληψη φυσικὴ καὶ μεταφυσικὴ μαζί, ἤτανε ἡ θρησκεία του. Περπατοῦσε ὧρες μέσα στὸν φλογερώτερο ἥλιο, ρουφώντας τὸ φῶς μὲ ὅλους του τοὺς πόρους. Καὶ γι᾿ αὐτὸν ὅλη ἡ φύση, ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ὣς τὸ χορτάρι καὶ ὣς τὴν πέτρα, μονάχα μέσα στὸ φῶς ζοῦσε τὴν πιὸ ἐντατική της ζωή. Κάποτε τοῦ εἶχα συστήσει δύο νέους Ρώσσους «ἐντελεκτουέλ», τοὺς ἀδελφοὺς Πολλιακώφ. Μὴν ἔχοντας τὸν καιρὸ νὰ τοὺς ξεναγήσω, παρακάλεσα τὸν Γιαννόπουλο νὰ ἀναλάβει τὴν φροντίδα αὐτή. Δὲν μποροῦσα νὰ τοὺς δώσω καλύτερον ὁδηγὸ γιὰ τὴν ἐπίσκεψη τῶν ἑλληνικῶν τοπίων καὶ μνημείων. Ἔπειτα ἤτανε τόσο πολιτισμένος καὶ μιλοῦσε τόσο τέλεια τὰ γαλλικά, γιὰ νὰ τοὺς ἐξηγήσει τὸ καθετί. Ὁ εὐγενικὸς φίλος δέχθηκε εὐχαρίστως, τοῦ παρουσίασα τοὺς ξένους μου στὸ δωμάτιό του, ἕνα καμαράκι ὑπερώου, στὸ ἀπάνω πάτωμα κάποιου ξενοδοχείου τῆς πλατείας τοῦ Συντάγματος, πού, μὲ τὸ τίποτα καὶ μὲ τὴν λεπτότατη καλαισθησία του, τὸ εἶχε μεταβάλει σὲ μιὰ καλλιτεχνικὴ γωνίτσα, καὶ συμφωνήσανε τὴν ἄλλη μέρα νὰ πᾶνε στὴν Ἀκρόπολη. Ἤτανε Ἰούλιος μήνας καὶ τοὺς πῆγε στὸν Ἱερὸ Βράχο καταμεσήμερο, λέγοντάς τους, ὅτι μονάχα αὐτὴν τὴν ὥρα, ζοῦνε τὰ μάρμαρα, καὶ μονάχα αὐτὴν τὴν ὥραν θὰ μπορούσανε νὰ αἰσθανθοῦν στὴν σάρκα τους τὸν παλμὸν τῆς μυστικῆς των ζωῆς, κἀτω ἀπὸ τὰ φιλιὰ τοῦ Ἀπόλλωνα. Καὶ οἱ δύο νέοι Ρῶσοι, ποὺ ἦσαν ἀρκετὰ μυστικόπαθοι, ὅπως οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι τῆς φυλῆς τους, ὅταν κατέβηκαν, ξεθεωμένοι ἀπὸ τὴ ζέστη καὶ τὴν ἀντηλιά, βεβαίωναν, ὅτι, πράγματι, κάποιος θεῖος «ἰχὼρ» κυκλοφοροῦσε, τὴν ὥρα ἐκείνη, στὴν σάρκα τῶν ἀρχαίων μαρμάρων.
«Ποῦ θὰ καθίσομε;» μοῦ εἶπε κοιτάζοντας ὁλόγυρά του.
Τὸν ἔβαλα στὸ γραφεῖο μου.
«Ἐδῶ;» μὲ ρώτησε μὲ κάποια στενοχώρια.
Τὸν εἶδα νὰ κοιτάζει μὲ μίσος τὰ κλειστὰ παράθυρα, τὰ σκοῦρα ἔπιπλα, τὶς σκοτεινὲς γωνιὲς τοῦ δωματίου.
«Πῶς ζεῖς ἐδῶ μέσα;» μοῦ εἶπε.
«Ποῦ θέλεις νὰ πᾶμε;» τὸν ἐρώτησα.
«Ἔξω, στὸ φῶς, στὴν Ἑλλάδα. Ἐδῶ δὲν εἶναι Ἑλλάς.»
«Μ᾿ αὐτὴ τὴν ἀντηλιά;»
«Ἔχεις, λοιπόν, κι ἐσὺ τὴν πρόληψη τῆς ἀντηλιᾶς;» μοῦ εἶπε θυμωμένος. «Πρέπει νὰ τὴ νικήσεις.»
Μὲ τράβηξε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ μὲ κατέβασε κάτω στὸ περιβόλι, μέσα σὲ μιὰ ἐκτυφλωτικὴ ἀντηλιά. Καθίσαμε σ᾿ ἕνα μπάγκο. Ἐκεῖνος ἔλεγε, ἔλεγε, ἔλεγε... Τὶ ἔλεγε δὲν ξέρω. Ὁ Γιαννόπουλος μποροῦσε νὰ μιλεῖ ὧρες ὁλόκληρες, χωρὶς νὰ ξέρεις στὸ τέλος τὶ σοῦ εἶπε. Εἶχα ὅμως τὴν αἴσθηση πάντοτε μιᾶς γοητείας, ποὺ δὲν μποροῦσες νὰ καταλάβεις, ἂν ἤτανε ἀπὸ τὰ λόγια ποὺ ἄκουσες, ἀπ᾿ τὴ μελωδία τῆς φωνῆς του ἢ ἀπὸ κάποια ἄλλη μυστικὴ ἐνέργεια ποὺ ἀκτινοβολοῦσε ὁ ἐσωτερικὸς παλμὸς τοῦ λόγου του. Καὶ τὸν ἄκουγες πάντα εὐχάριστα, ὅπως ἀκοῦς τὸ φλοῖσβο τοῦ κύματος καὶ τὸ κελάρυσμα τῆς πηγῆς, ποὺ σοῦ λένε πολλὰ χωρὶς νὰ σοῦ λένε τίποτε. Ὅταν σηκώθηκε νὰ φύγει -ἔφευγε πάντα ὅπως ἐρχότανε, σὰν ἕνα ὡραῖο φυσικὸ φαινόμενο- ἤμουνα ζαλισμένος ἀπὸ τὴν ἀντηλιά, τὰ μηλίγγια μου χτυπούσανε καὶ τὰ μάτια μου ἤτανε θαμπωμένα. Ἀνέβηκα στὸ σπίτι μου κι ἔπεσα μισοπεθαμένος σὲ μιὰ πολυθρόνα.
«Τί έπαθες; Εἶσαι ἄρρωστος;» μοῦ εἶπε ὁ Λάμπρος Πορφύρας, ποὺ ἦρθε σὲ λίγο νὰ μὲ πάρει, γιὰ νὰ κάνουμε τὸ συνηθισμένο μας περίπατο στὴ Φρεατίδα.
«Εἶμαι τὸ πρῶτο θύμα τῆς ἑλληνοποιήσεως», τοῦ ἀποκρίθηκα.
Καί, ὅταν τοῦ ἐξήγησα ποιὸς ἤτανε, λίγο πρίν, στὸ σπίτι μου, δὲν ἄργησε νὰ καταλάβει.
Μέσα στὸ ἐπεισόδιο αὐτὸ εἶναι ὁλόκληρος ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος. Ἕνας οὐτοπιστής, ποὺ ὀνειρευότανε ν᾿ ἀναστήσει γύρω του τὸ ἑλληνικό θαῦμα καὶ ποὺ ζοῦσε ὁ ἴδιος μὲ τὴν φαντασία του μέσα σ᾿ αὐτό. Τὸ ἑλληνικὸ φῶς, σὰν μιὰ ἀντίληψη φυσικὴ καὶ μεταφυσικὴ μαζί, ἤτανε ἡ θρησκεία του. Περπατοῦσε ὧρες μέσα στὸν φλογερώτερο ἥλιο, ρουφώντας τὸ φῶς μὲ ὅλους του τοὺς πόρους. Καὶ γι᾿ αὐτὸν ὅλη ἡ φύση, ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ὣς τὸ χορτάρι καὶ ὣς τὴν πέτρα, μονάχα μέσα στὸ φῶς ζοῦσε τὴν πιὸ ἐντατική της ζωή. Κάποτε τοῦ εἶχα συστήσει δύο νέους Ρώσσους «ἐντελεκτουέλ», τοὺς ἀδελφοὺς Πολλιακώφ. Μὴν ἔχοντας τὸν καιρὸ νὰ τοὺς ξεναγήσω, παρακάλεσα τὸν Γιαννόπουλο νὰ ἀναλάβει τὴν φροντίδα αὐτή. Δὲν μποροῦσα νὰ τοὺς δώσω καλύτερον ὁδηγὸ γιὰ τὴν ἐπίσκεψη τῶν ἑλληνικῶν τοπίων καὶ μνημείων. Ἔπειτα ἤτανε τόσο πολιτισμένος καὶ μιλοῦσε τόσο τέλεια τὰ γαλλικά, γιὰ νὰ τοὺς ἐξηγήσει τὸ καθετί. Ὁ εὐγενικὸς φίλος δέχθηκε εὐχαρίστως, τοῦ παρουσίασα τοὺς ξένους μου στὸ δωμάτιό του, ἕνα καμαράκι ὑπερώου, στὸ ἀπάνω πάτωμα κάποιου ξενοδοχείου τῆς πλατείας τοῦ Συντάγματος, πού, μὲ τὸ τίποτα καὶ μὲ τὴν λεπτότατη καλαισθησία του, τὸ εἶχε μεταβάλει σὲ μιὰ καλλιτεχνικὴ γωνίτσα, καὶ συμφωνήσανε τὴν ἄλλη μέρα νὰ πᾶνε στὴν Ἀκρόπολη. Ἤτανε Ἰούλιος μήνας καὶ τοὺς πῆγε στὸν Ἱερὸ Βράχο καταμεσήμερο, λέγοντάς τους, ὅτι μονάχα αὐτὴν τὴν ὥρα, ζοῦνε τὰ μάρμαρα, καὶ μονάχα αὐτὴν τὴν ὥραν θὰ μπορούσανε νὰ αἰσθανθοῦν στὴν σάρκα τους τὸν παλμὸν τῆς μυστικῆς των ζωῆς, κἀτω ἀπὸ τὰ φιλιὰ τοῦ Ἀπόλλωνα. Καὶ οἱ δύο νέοι Ρῶσοι, ποὺ ἦσαν ἀρκετὰ μυστικόπαθοι, ὅπως οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι τῆς φυλῆς τους, ὅταν κατέβηκαν, ξεθεωμένοι ἀπὸ τὴ ζέστη καὶ τὴν ἀντηλιά, βεβαίωναν, ὅτι, πράγματι, κάποιος θεῖος «ἰχὼρ» κυκλοφοροῦσε, τὴν ὥρα ἐκείνη, στὴν σάρκα τῶν ἀρχαίων μαρμάρων.
(Παῦλος Νιρβάνας, «Ἕνας οὐτοπιστὴς ἑλληνολάτρης», στὰ «Φιλολογικὰ ἀπομνημονεύματα».)
* * *
[Σημ.: Ἡ πρώτη φωτογραφία, τοῦ Χρήστου Πατσατζῆ, ἀπὸ τὸ Bring Them Back.]
3 σχόλια:
Οι αναστηλώσεις άραγε πότε θα φύγουν για να χαρούμε το μνημείο όπως παλιά;
Τὸ ἔργο τῆς ἀναστηλώσεως (ΥΣΜΑ) εἶναι τρομακτικὰ δύσκολο καὶ ἐπέχει πολὺ βαρειὰ εὐθύνη, γι᾿ αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ τὸ ὑποτιμοῦμε, ὅσο δυσάρεστο καὶ νὰ μᾶς εἶναι πού, δεκαετίες τώρα, οἱ σκαλωσιὲς ἐντυπώνονται στὸ συλλογικό μας ἀσυνείδητο. Ὅμως, οἱ δεκαετίες εἶναι ἀμελητέες μπροστὰ στὶς χιλιετίες, καὶ ἔχουμε εὐθύνη ἀπέναντι στὶς χιλιετίες. Σήμερα ἔχουν ἀφαιρεθεῖ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον οἱ σκαλωσιὲς ἀπὸ τὸν Παρθενῶνα (βλ. σχετικῶς π.χ. Γιώτα Συκκᾶ, «Ἡ Καθημερινή», 7-5-2010), ἡ δὲ βόρεια πλευρὰ ἔχει ἀποκατασταθεῖ, ἐνῶ προγραμματίζονται ἔργα στὴν δυτικὴ πλευρά. Τὰ ἔργα συνεχίζονται στὸν ναὸ τῆς Ἀθηνᾶς Νίκης, ὁ ὁποῖος δὲν εἶναι ἀκόμη προσβάσιμος ἀπὸ τὸ κοινό.
Καὶ μιὰ πολὺ ὡραία εἴδησις -μακάρι νὰ εἶναι ἀκριβής. Τὸ ἱερὸ πτηνὸ τῆς Παλλάδος, ξανὰ στοὺς λόφους τῶν Ἀθηνῶν: «Επέστρεψαν οι κουκουβάγιες στην περιοχή της Ακρόπολης...».
πάντως, ἐὰν ὁ Φειδίας ἤξερε ὅτι οἱ νεοέλληνες θὰ βεβήλωναν τὸν βράχο χαμ@@ρευόμενοι τὶς πανσέληνες νύκτες, θὰ προετίμα νὰ αὐτομολήσῃ στοὺς Πέρσες.
Δημοσίευση σχολίου