Ἡ σημερινὴ ἀνοιξιάτικη ἡμέρα κάνει καὶ τὸν πλέον ἀρνητικὰ προκατειλημμένο νὰ νιώσῃ τὶ σημαίνει Εὐαγγελισμός -τῆς Φύσεως, τοῦ Γένους ἢ τοῦ Θεοῦ, ἀξεδιάλυτα. Χρόνια Πολλά Ἕλληνες!
Κωνσταντῖνος Παρθένης, «Ὁ Εὐαγγελισμός», 1920.
Ἐσκόπευα νὰ γράψω περισσότερα -ἐπιφυλλάσσομαι-, δὲν μπορῶ ὅμως νὰ μὴν ἀναφερθῶ στὸ ἐξαιρετικὸ ἔργο τῶν συνεργατῶν καὶ φίλων τοῦ Ἀντίβαρου. Ὁ Φάκελος τοῦ 1821 εἶναι ἕνας θησαυρὸς ἱστορικῆς μνήμης.
Καὶ δυὸ λόγια γιὰ τὸ πολυσυζητημένο ντοκυμανταὶρ τοῦ ΣΚΑΪ. Εἶναι κατ᾿ ἀρχὴν θετικὸ ὅτι τὸ κανάλι συμβάλλει στὴν προώθησι τῆς ἐνασχολήσεως μὲ τὴν Ἱστορία μας (δηλαδὴ μὲ τὴν ἐθνική μας αὐτογνωσία· αὐτὸ σημαίνει Ἱστορία), καὶ τώρα καὶ μὲ παλαιότερες παραγωγὲς (100 κορυφαῖοι Ἕλληνες τῆς Ἱστορίας κ.ἄ.) Δὲν πρέπει νὰ φοβούμαστε τὰ ἀρνητικὰ τῶν διαφημιστικῶν σκοπιμοτήτων τῆς τηλεοράσεως τοῦ μαζικοῦ καταναλωτισμοῦ. (Ἀκόμη θυμοῦμαι -καὶ φρίττω- τὴν κακόγουστη καὶ αἰσχρὴ ἀφίσσα μὲ τὸν Κολοκοτρώνη γιὰ τοὺς «100 Ἕλληνες»: «Ψηφίστε με ἐπειδὴ ἔγινα κλέφτης γιὰ χάρη σας!») Ἔστω κι ἔτσι, ὁ καθένας θὰ μυρίσῃ λίγο μπαρούτι, θὰ νιώσῃ τὴν μέθη ἀπὸ τὸν ἀχὸ τῶν ἁρμάτων τῆς λευτεριᾶς· τὸ 1821 δὲν κινδυνεύει ἀπὸ κανέναν· καὶ τὸ «ἀθάνατο κρασί» του μπορεῖ ἀκόμη νὰ ξυπνᾷ τὰ ναρκωμένα κύτταρα τῆς ψυχῆς μας.
Πρὲπει ὅμως νὰ εἴμαστε αὐστηροὶ μὲ τὸν κάθε ἡμιμαθὴ ἐθνομηδενιστὴ καὶ χαμερπὴ γραικύλο, ὁ ὁποῖος ἀκούει π.χ. περὶ «μύθου» τῆς 25ης Μαρτίου καὶ τῆς Ἁγίας Λαύρας καὶ βγαίνει στοὺς δρόμους καὶ στὶς γειτονιὲς μὲ τὴν ἀξίνα γιὰ κατεδάφισι, προκειμένου νὰ ἰκανοποιήσῃ τὴν μειονεξία του (εἶναι βαρὺ φορτίο νὰ εἶσαι Ἕλλην· προνόμιο μέν, βαρὺ δέ· τί νομίζατε; )
«Μῦθος λόγου τινὸς ἔμφασίς ἐστιν, ἀνακλῶντος ἐπ᾿ ἄλλα τὴν διάνοιαν.» (Πλούταρχος, «Περὶ Ἴσιδος καὶ Ὀσίριδος», Steph. σελ. 351,A)
Ἂς πεῖ κάποιος σὲ αὐτοὺς τοὺς μικρόνοες τὶ σημαίνει ἡ λέξις μῦθος. Ὁ μῦθος εἶναι ἡ Ἀλήθεια (μὲ Α κεφαλαῖο). Ἡ ὄντως πραγματικότητα, τὸ διαχρονικὸ ἀπόσταγμα τῆς συλλογικῆς σοφίας καὶ ἐμπειρίας, ἡ βαθύτερη πραγματικότητα τῆς ἐθνικῆς ψυχῆς. Καὶ ὡς τέτοιος, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι ἀληθινός. Ἡ κατ᾿ ἐξοχὴν ἀλήθεια. (Τὸ ὅτι ὅλοι οἱ μεγάλοι πολιτισμοὶ τῆς Ἱστορίας, ἀλλὰ καὶ οἱ πρωτόγονες ἀκόμη φυλές, ἀπὸ τὰς Ἀθήνας τοῦ Χρυσοῦ Αἰῶνος ἔως τοὺς Ἀβορίγινες τῆς Αὐστραλίας, πλὴν τῆς δικῆς μας παρακμιακῆς ἐποχῆς, σἐβονταν-, μᾶλλον ἐβίωναν, τὸν μῦθο, κάτι θὰ ἔπρεπε νὰ μᾶς λέγῃ.)
Ποιά εἶναι τὰ ἀκριβῆ, ἐπὶ μέρους δεδομένα τῆς ἱστορικῆς πραγματικότητας; Τὸ βίντεο καὶ τὰ ὑπόλοιπα ἄρθρα τοῦ Ἀντίβαρου, καρπὸς ἱστορικῆς ἐρεύνης ἀπὸ εἰδικούς, τὰ ἀναφέρουν μὲ λεπτομέρειες. Μὲ δυὸ λόγια:
- Καὶ λάβαρο τοῦ Σταυροῦ ὕψωσε ὁ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανός, πρωτοστάτης τῆς Ἐπαναστάσεως στὴν Πελοπόννησο·
- Καὶ στὴν Ἁγία Λαύρα συγκεντρώθηκαν πρόκριτοι καὶ καπεταναῖοι, τοῦ Γερμανοῦ συμπεριλαμβανομένου (μία ἑβδομάδα περίπου ἐνωρίτερα)·
- Καὶ ὅλοι οἱ Ἕλληνες, ἀπὸ τὸν Δούναβι ἔως τὴν Κύπρο, ὑψώσανε τὰ λάβαρα γιὰ τὴν Ἑλλάδα·
- Καὶ «Ὑπὲρ Πίστεως καὶ Πατρίδος» ἐκάλεσε τοὺς Ἕλληνες νὰ ἀγωνιστοῦν ὁ πρίγκηψ Ὑψηλάντης·
- Καὶ γιὰ τὶς 25 Μαρτίου, ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ἐσχεδίαζε τὴν Ἐπανάστασι στὸν Μωριᾶ ἡ Φιλικὴ Ἐταιρεία (τὰ γεγονότα προηγήθηκαν λίγες ἡμέρες, ἀλλὰ περὶ αὐτὴν τὴν ἡμέρα γενικεύτηκε ὁ Ἀγώνας καὶ ἐστάλησαν οἱ διακηρύξεις ἀπὸ τὴν Πάτρα καὶ τὴν Μάνη στὴν Εὐρώπη)·
- Καὶ Ὑπὲρ Πίστεως καὶ Πατρίδος, ἐπανέλαβε τὴν προτροπὴ ὁ Γέρος τοῦ Μωριᾶ, μιλώντας στοὺς νέους μαθητὲς τὸ 1838 στὴν Πνύκα·
- Καὶ τὴν ἴδια χρονιά, στὶς 25 Μαρτίου, ἑορτάσθηκε γιὰ πρώτη φορὰ ἐπισήμως ἡ ἐθνική μας ἑορτή, μὲ ὅλον τὸν λαὸ καὶ τοὺς ἀγωνιστὲς νὰ ξεσποῦν σὲ πανηγύρι στοὺς δρόμους καὶ νὰ εὔχονται «Εἰς τὴν Πόλιν! Εἰς τὴν Πόλιν!»
Ἔ, τί εἶναι λοιπὸν ὁ μῦθος; Ὁ μῦθος συγκεντρώνει καὶ ἐκφράζει ἐμφατικῶς ὅλα αὐτὰ τὰ ἱστορικῶς ἀκριβῆ καὶ τεκμηριωμένα γεγονότα, στὸ ἴδιο σημεῖο, στὸν ἴδιο χρόνο.
Καί, τελευταῖον ἀλλὰ ὄχι ἔσχατον, ἐὰν κάποιοι ἔχουν ἀντίρρησι,
«Ὁρκίζομαι, ὅτι θέλω τρέφει εἰς τὴν καρδίαν μου ἀδιάλλακτον μίσος ἐναντίον τῶν τυράννων της πατρίδος μου, ὀπαδῶν καὶ τῶν ὁμοφρόνων μὲ τούτους. Θέλω ἐνεργεῖ κατὰ πάντα τρόπον πρὸς βλάβην των καὶ αὐτὸν τὸν παντελῆ ὄλεθρόν των, ὅταν ἡ περίστασις τὸ συγχωρήσῃ»,
ὡρκίζοντο τὸν μέγα ὅρκον οἱ Φιλικοί, καθώς,
«Τέλος πάντων ὁρκίζομαι εἰς σέ, ὦ ἱερὰ πλὴν τρισαθλία Πατρίς, ὁρκίζομαι εἰς τοὺς πολυχρονίους βασάνους Σου, ὁρκίζομαι εἰς τὰ πικρὰ δάκρυα, τὰ ὁποῖα τόσους αἰώνας ἔχυσαν καὶ χύνουν τὰ ταλαίπωρα τέκνα Σου, εἰς τὰ ἴδια μου δάκρυα, χυνόμενα κατὰ ταύτην τὴν στιγμήν, καὶ εἰς τὴν μέλλουσαν ἐλευθερίαν τῶν ὁμογενῶν μου, ὅτι ἀφιερώνομαι ὅλως εἰς Σέ. Εἰς τὸ ἑξῆς Σὺ θέλεις εἶσαι ἡ αἰτία καὶ ὁ σκοπὸς τῶν διαλογισμῶν μου. Τὸ ὄνομά Σου ὁ ὁδηγὸς τῶν πράξεών μου καὶ ἡ εὐτυχία Σου ἡ ἀνταμοιβὴ τῶν κόπων μου.»
* * *
Βίντεο - 1821 - Ἀντίκρουση ἀπὸ τὸ Ἀντίβαρο
* * *
* * *
Ὑ.Γ. Ἡ ξυπόλητη παρέλασις ποὺ ὀργανώνει ἡ κυβέρνησις τοῦ μνημονίου μὲ προσβάλλει ὡς Ἕλληνα. Ἄμα δὲν μοῦ φθάνουν τὰ λεφτά, δὲν θὰ φάω, ἀλλὰ στὸν γάμο θὰ πάω μὲ κοστούμι.
Καὶ ἐπ᾿ οὐδενὶ δὲν θέλω νὰ μειώσω, κάθε ἄλλο, τοὺς στρατιῶτες μας ποὺ παρήλασαν μὲ φρόνημα, δυναμισμὸ καὶ ἄψογο συγχρονισμὸ καὶ πειθαρχία. (Ἴσα-ἴσα, ὅποιος ἔχει πάει στρατὸ ξέρει τὶ ἐξάσκησι ἔκαναν. Ἐδῶ κάναμε ἐμεῖς, ὡς ἁπλοὶ στρατιῶτες καὶ ὠς ΥΕΑ· πόσο μᾶλλον οἱ Εὐέλπιδες, οἱ Εἰδικὲς Δυνάμεις, ἀλλὰ καὶ τὰ ἄλλα τμήματα ποὺ προετοιμάστηκαν γιὰ τὴν μεγάλη παρέλασι.)
Ἀλλὰ τί θὰ γίνῃ; Θὰ προσβάλουμε καὶ τοῦ χρόνου τοὺς ἀγωνιστὲς τοῦ 1821 καὶ τὴν ἐθνικὴ ἐπέτειο, βγάζοντας τὸν στρατό μας ξυπόλητο, χωρὶς μηχανοκίνητα τμήματα; Ἄμα δὲν ἔχουμε χρήματα γιὰ τοὺς τοκογλύφους, νὰ μὴν φᾶμε· τὸ 1821 θὰ τὸ τιμοῦμε ὅπως πρέπει.
(Ἔχω πεθυμήσει τὰ χρόνια, σὰν ὄνειρο εἶναι, ποὺ μικρόν-μικρόν, μὲ ἔπαιρνε ὀ πατέρας μου καὶ πηγαίναμε στὴν παρέλασι, καὶ θαύμαζα τὰ τεθωρακισμένα, τὰ πυροβόλα καὶ τοὺς πυραύλους... καὶ τὰ ἀεροσκάφη ποὺ ἔσκιζαν τὸν οὐρανό...)
Καὶ ἐπ᾿ οὐδενὶ δὲν θέλω νὰ μειώσω, κάθε ἄλλο, τοὺς στρατιῶτες μας ποὺ παρήλασαν μὲ φρόνημα, δυναμισμὸ καὶ ἄψογο συγχρονισμὸ καὶ πειθαρχία. (Ἴσα-ἴσα, ὅποιος ἔχει πάει στρατὸ ξέρει τὶ ἐξάσκησι ἔκαναν. Ἐδῶ κάναμε ἐμεῖς, ὡς ἁπλοὶ στρατιῶτες καὶ ὠς ΥΕΑ· πόσο μᾶλλον οἱ Εὐέλπιδες, οἱ Εἰδικὲς Δυνάμεις, ἀλλὰ καὶ τὰ ἄλλα τμήματα ποὺ προετοιμάστηκαν γιὰ τὴν μεγάλη παρέλασι.)
Ἀλλὰ τί θὰ γίνῃ; Θὰ προσβάλουμε καὶ τοῦ χρόνου τοὺς ἀγωνιστὲς τοῦ 1821 καὶ τὴν ἐθνικὴ ἐπέτειο, βγάζοντας τὸν στρατό μας ξυπόλητο, χωρὶς μηχανοκίνητα τμήματα; Ἄμα δὲν ἔχουμε χρήματα γιὰ τοὺς τοκογλύφους, νὰ μὴν φᾶμε· τὸ 1821 θὰ τὸ τιμοῦμε ὅπως πρέπει.
(Ἔχω πεθυμήσει τὰ χρόνια, σὰν ὄνειρο εἶναι, ποὺ μικρόν-μικρόν, μὲ ἔπαιρνε ὀ πατέρας μου καὶ πηγαίναμε στὴν παρέλασι, καὶ θαύμαζα τὰ τεθωρακισμένα, τὰ πυροβόλα καὶ τοὺς πυραύλους... καὶ τὰ ἀεροσκάφη ποὺ ἔσκιζαν τὸν οὐρανό...)