Ἑλλήνων προμαχοῦντες Ἀθηναῖοι Μαραθῶνι
χρυσοφόρων Μήδων ἐστόρεσαν δύναμιν.
13 Αὐγούστου τοῦ 490 π.Χ., Μαραθών [1]. Ἡ νεαρὴ -μόλις περὶ τὸ 508 π.Χ. εἶχε γίνει ἡ δημοκρατικὴ μεταρρύθμισις τοῦ Κλεισθένους- καὶ πανάρχαια -κρατοῦσε ἀπὸ τότε ποὺ ἡ ἴδια ἡ γῆ ἐγέννησε τὸν Κέκροπα καὶ τὸν Ἐριχθόνιο· στὸν δὲ ἱερὸ βράχο ἔθαλλε πάντοτε τῆς Παλλάδος ἡ ἐλαία καὶ ὁρατὰ ἦταν τὰ σημάδια τῆς τρίαινας τοῦ Ποσειδῶνος- Ἀθήνα, μὲ τὴν τὴν ἁγνὴ ὁρμὴ τοῦ νέου πολιτεύματος ἀλλὰ καὶ τὴν ἀρχοντιὰ τῆς ἀριστοκρατικῆς κληρονομιᾶς, ἐστάθη, μαζὶ μὲ τὶς συμμάχους Πλαταιές, πρόμαχος τῶν Ἑλλήνων στὴν κοσμοϊστορική, ὅπως θὰ ἀπεδείκνυαν οἱ ἑπόμενοι αἰῶνες, σύγκρουσι τῆς Εὐρώπης καὶ τῆς Ἀσίας.
Εἶχε προηγηθῇ ἡ πεφωτισμένη τυραννίδα τοῦ Πεισιστράτου, ὁ ὁποῖος πρῶτος στὰ ἱστορικὰ χρόνια ἐστήριξε τοὺς ἁπλοὺς πολίτες καὶ ἐδυνάμωσε μὲ ἔργα σημαντικὰ τὴν πόλιν. Ἀκολούθησαν ταραχές, ἀλλὰ ἡ πόλις μποροῦσε ἀκόμη νὰ καθαίρεται ἀπὸ τὰ κυλώνεια ἅγη. Ὁ Δράκων μὲ σκληρότητα καὶ ὁ Σόλων μὲ σοφία ἐπανέφεραν τὴν εὐνομία καὶ τὴν πρόοδο. Καὶ ἡ μεταρρύθμισις τοῦ Κλεισθένους ἔδωσε τὴν πρωτοκαθεδρία στὸν δῆμο.
Τέλος τῶν ἀρχαϊκῶν χρόνων. Μεταξὺ τῆς ἀρχαίας βασιλείας καὶ ἀριστοκρατίας καὶ τῆς δημοκρατίας. Μὲ τὰ καλύτερα ἴσως στοιχεῖα καὶ τῶν δύο πολιτευμάτων. Στιγμὴ μεταβατικὴ καὶ στιγμὴ κορυφώσεως. Μὲ ζωντανὴ τὴν πανάρχαια, ἱερὴ κληρονομιά, τὴν ἀρχοντιὰ καὶ τὴν ἀριστο-κρατία, τὸν ρομαντισμὸ -ἂν ἐπιτρέπεται ὁ ὅρος- τοῦ παρελθόντος -ποτὲ δὲν διέσπασαν πλήρως οἱ Ἀθηναῖοι τὴν συνέχεια καὶ δὲν ἀπεμπόλησαν τὴν κληρονομιά τους-, ἀλλὰ καὶ τὸν δῆμο, δῆμο πολιτῶν, στὸ προσκήνιο· πρὶν τὴν ριζοσπαστικὴ δημοκρατὶα καὶ τὴν δημαγωγία καὶ τὴν ἀλαζονία ποὺ στὸ τέλος τοῦ αἰῶνος θὰ ἔφερνε τὴν πτῶσι. Μὲ τὸν στρατηγὸ Μιλτιάδη ἐκλεκτὸ τοῦ δήμου -κατ᾿ ἀξίαν- στὴν ἡγεσία, ἀλλὰ τὸν ἄρχοντα πολέμαρχο Καλλίμαχο ἐπὶ κεφαλῆς. Μὲ τὸ σολώνειον μέτρον καὶ τὴν σοφία νὰ κρατᾷ τὴν ἰσορροπία καὶ νὰ συνέχῃ τὴν πόλιν.
Τύμβος Μαραθωνομάχων |
Ἴσως γιὰ αὐτὸ ὁ γράφων συγκινεῖται ἰδιαιτέρως ἀπὸ τὴν κοσμοϊστορικὴ ἐκείνη στιγμή, δυόμιση χιλιάδες χρόνια ἀκριβῶς πρὶν ἀπὸ σήμερα [1], ὅπου ἡ κλαγγὴ τῶν ἀσπίδων τῆς ἐφορμούσης φάλαγγος τῶν ὁπλιτῶν ξυπνοῦσε τοὺς θεοὺς καὶ συνετάραζε τοῦς αἰῶνες. Καὶ ἀπὸ ὅλους τοὺς ἥρωες τοῦ Μαραθῶνος, τὸν δαιμόνιο στρατηγικὸ νοῦ Μιλτιάδη, τὸν Κυναίγειρο ποὺ μὲ θεία μανία ἐδίωκε καὶ ἐξόντωνε τοὺς εἰσβολεῖς ὣς καὶ τὸ καράβι τους μὲ χέρια καὶ δόντια ἁρπάζοντας, τὸν ἀδελφό του Αἰσχύλο, ὁ ὁποῖος τὸ μαραθώνιον ἄλσος μόνον ἐπέλεξε νὰ ἀναφέρῃ στὸ ταφικό του μνῆμα [2], τὸν μυθικὸ ὁπλίτη-ἀγρότη Ἐχετλαῖο, τὸν φτεροπόδαρο ἡμεροδρόμο Φειδιππίδη καὶ τὸν θρυλικὸ μαραθωνοδρόμο ὁπλίτη ποὺ ἐξέπνευσε μὲ τὸ «νενικήκαμεν» στα χείλη, ὁ γράφων εἶχε πάντοτε προσωπικὴ συμπάθεια στὸν πολέμαρχο Καλλίμαχο.
Τρόπαιον Καλλιμάχου |
Τί συνετέλεσε στὴν προτίμησι αὐτήν; Τὸ ὡραῖο καὶ ταιριαστὸ ὄνομα τοῦ ἄρχοντος πολεμάρχου, κατ᾿ ἀρχάς; Ἡ ἐνσάρκωσις στὸ πρόσωπό του τοῦ παλαιοῦ, ὁμηρικοῦ θὰ λέγαμε, ἄρχοντος-ἥρωος; Καὶ περισσότερο ἀκόμη ὅτι στοιχεῖον ἀρχοντιᾶς τοῦ πολεμάρχου, πραγματικῆς εὐγενείας, κατεδείχθη ὄχι ἡ ἐπιβολὴ τῆς ἐξουσίας καὶ ὁ ἐγωισμός (βλέπετε τὴν σοφὴ ἀποδοχὴ καὶ ἐπιδοκιμασία ἀπὸ τὸν πολέμαρχο τῆς στρατηγίας τοῦ Μιλτιάδου), ἀλλὰ ἡ συμμετοχή του στὴν μάχη ὡς ὁπλίτης πρῶτος μεταξὺ ἴσων ὁπλιτῶν καὶ ἡ θυσία; Ὅλα αὐτά.
Τιμή, λοιπόν, στὸν Μιλτιάδη, στὸν Κυναίγειρο, στὸν Αἰσχύλο καὶ στὸν πολέμαρχο Καλλίμαχο. Τιμὴ στὸν Φειδιππίδη καὶ στὸν Εὐκλῆ καὶ στὸν Ἐχετλαῖο. Τιμὴ στὸν Ἀθηναῖο ὁπλίτη-πολίτη. Τιμὴ στοὺς ἥρωες καὶ στοὺς θεοὺς ποὺ ἐμψύχωσαν καὶ πολέμησαν στοὺς ἀνθρώπους δίπλα στὸ μαραθώνιον ἄλσος· στὸν Θησέα καὶ στὸν Ἡρακλῆ, στὸν Πᾶνα καὶ στὸν τρομερὸ Ἄρη, στὴν Ἀθηνᾶ Παλλάδα ποὺ τὸ δόρυ μὲ τὴν σκέψι κυβερνοῦσε. Τιμὴ στὴν μητέρα Γαῖα ποὺ ἐγέννησε καὶ ἔπλασε καὶ θεούς, καὶ ἥρωες καὶ προγόνους.
Οὐ καταισχυνῶ ὅπλα τὰ ἱερά. Ἵστορες οἱ θεοὶ Ἄγλαυρος, Ἑστία, Ἐνυώ, Ἐνυάλιος Ἄρης καὶ Ἀθηνᾶ Ἀρεία, Ζεύς, Θαλλώ, Αὐξώ, Ἡγεμόνη, Ἡρακλῆς, ὅροι τῆς πατρίδος πυροί, κριθαί, ἄμπελοι, ἐλάαι, συκαῖ.
* * *
13 Αὐγούστου 1999 μ.Χ., ΚΕΥΠ Λαμίας. Ὀνομάζονται οἱ νέοι Δόκιμοι Ἔφεδροι Ἀξιωματικοί. Στοὺς τέσσερις μῆνες τῆς ἀπαιτητικῆς ἐκπαιδεύσεως ποὺ εἶχαν προηγηθεῖ, ὁ νεαρὸς ΥΕΑ εἶχε προσέξει γιὰ πρώτη φορὰ τὴν ἡμερομηνία «13 Αὐγούστου 490 π.Χ.», μεταξὺ ἄλλων ἱστορικῶν καὶ στρατιωτικῶν πληροφοριῶν, στὸ ἐγχειρίδιο ποὺ ἔπρεπε νὰ ἀποστηθίσουν οἱ ἐκπαιδευόμενοι. Ὅταν ὡς ἡμερομηνία τῆς ὀνομασίας ὁρίστηκε ἡ 13η Αὐγούστου, δὲν τοῦ διέφυγε ἡ σὐμπτωσις. Τὴν ἡμέρα ἐκείνη, μαζὶ μὲ τὴν ἀρμόζουσα ὑπερηφάνεια καὶ συγκίνησι τῆς περιστάσεως, ἔνιωθε βαθιὰ μέσα του καὶ κάτι περίεργο, κάτι ποὺ δὲν τολμοῦσε καλὰ-καλὰ νὰ τὸ ὁμολογήσῃ στὸν ἑαυτό του. Ἔνιωθε σὰν νὰ ἐλάμβανε τὰ ὅπλα καὶ τὸ Χρέος ἀπὸ ἐκείνους. Τὸν ἐβάραινε ἡ τιμή, διότι ἤξερε ὅτι δὲν εἶναι ἄξιός τους. Ἀλλὰ καὶ τὸν ἐφλόγιζε ἡ θέλησις νὰ κάνῃ ὅ,τι μπορεῖ γιὰ νὰ μὴν τοὺς ντροπιάσῃ. Ἴσως ποτὲ δὲν ἔκανε ἀρκετά. Ἀλλὰ δὲν ἔχασε ποτὲ τὴν βεβαιότητα ὅτι ἡ ἀλυσίδα, τῆς ὁποίας ὁ ἴδιος δὲν ὑπῆρξε παρὰ ἕνας ἀσήμαντος κρίκος, θὰ συνεχισθῇ.
* * *
Σημειώσεις:
[1] Ἡ 13η Αὐγούστου 490 π.Χ. θεωρεῖται ἡ πιθανότερη ἡμερομηνία διεξαγωγῆς τῆς μάχης, ἀλλὰ φυσικὰ μόνον ὑποθέσεις εἶναι δυνατές. (Βλ. σχετικῶς Χ. Βάρβογλης, «Πότε ἀκριβῶς ἔτρεξε ὁ Φειδιππίδης;», «Τὸ Βῆμα», 29-8-2004, καθὼς καὶ «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους» τῆς Ἐκδοτικῆς Ἀθηνῶν.) Δεύτερη πιθανὴ ἡμερομηνία γιὰ τὴν μάχη εἶναι ἡ 12η Σεπτεμβρίου. Ἡ ἐπέτειος τῶν 2.500 χρόνων ἑορτάστηκε μὲ ἐπισημότητα πέρισυ, χάριν τοῦ εὐκολομνημόνευτου τῶν ἀριθμῶν 490-2010, ἀλλὰ βεβαίως τὰ 2.500 χρόνια συμπληρώνονται ἐφέτος, ἀφοῦ τὸ ἡμερολόγιό μας δὲν περιλαμβάνει ἔτος μηδέν. Οἱ ἀριθμοὶ αὐτοί, ὅμως, εἴτε ἔτσι εἴτε ἀλλιῶς, σημασία ἔχουν ὡς κεντρίσματα γιὰ νὰ νιώσουμε τὴν οὐσία.
[2] Αἰσχύλον Εὐφορίωνος Ἀθηναῖον τόδε κεύθει / μνῆμα καταφθίμενον πυροφόροιο Γέλας· / ἀλκὴν δ᾿ εὐδόκιμον Μαραθώνιον ἄλσος ἂν εἴποι / καὶ βαθυχαιτήεις Μῆδος ἐπιστάμενος.
Ὁ Ρένος Ἀποστολίδης ἀπαγγέλει καὶ σχολιάζει τὸ «Νέοι τῆς Σιδῶνος 400 μ.Χ.» τοῦ Κ.Π. Καβάφη.
1 σχόλιο:
Περασμένα μεγαλεία
και διηγώντας τα να κλαις ....
Δημοσίευση σχολίου