Κυκλοφόρησε τὸ 3ον τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ «νέος Ἑρμῆς ὁ Λόγιος», σὲ εἰδικὸ ἔνθετο τοῦ ὁποίου περιλαμβάνονται οἱ εἰσηγήσεις τῆς ἡμερίδος «Ἡ ἱστορικὴ ὀρθογραφία στὴν νέα ἐποχή», ἡ ὁποία διοργανώθηκε ἀπὸ τὴν Ἑταιρεία Μελέτης Ἑλληνικοῦ Πολιτισμοῦ (ἡ ὁποία ἐκδίδει καὶ τὸ περιοδικόν) καὶ τὸ Ἀνοικτὸ Ψυχοθεραπευτικὸ Κέντρο στὶς 28-5-2011, μὲ τὴν συμμετοχὴ φιλολόγων, ἐκδοτῶν, ποιητῶν καὶ συγγραφέων κ.ἄ. ἀξιολόγων λογίων καὶ ἐπιστημόνων. Ἀκολουθεῖ ἡ εἰσήγησις τοῦ Γιώργου Καραμπελιᾶ, μιὰ ἐξαιρετικὴ ἀνασκόπησις τῆς ἱστορίας τοῦ γλωσσικοῦ ζητήματος, ἐκτίμησις τῆς παρούσης καταστάσεως καὶ παρότρυνσις δράσεως γιὰ τὸ μέλλον.
Τὸ νέο γλωσσικὸ ζήτημα
Γιῶργος Καραμπελιᾶς
(α' δημοσίευσις: περιοδικὸν «Ἄρδην», τ. 30, Μάιος 2001· β' δημοσίευσις: περιοδικὸν «νέος Ἑρμῆς ὁ Λόγιος», τ. 3, Σεπτ.-Δεκ. 2011· τὸ κείμενο σὲ ἠλεκτρονικὴ μορφὴ τὸ δανεισθήκαμε ἀπὸ τὸ olympia.gr)
Τό γλωσσικό ζήτημα πού ἀπασχολεῖ, ταλανίζει καί ταυτοχρόνως... ἀναζωογονεῖ τήν ἑλληνική κοινωνία, διανύει τήν τρίτη χιλιετία τῆς ἱστορικῆς του διαδρομῆς.
Στήν ἑλληνιστική καί τή ρωμαϊκή ἐποχή, ἤδη, οἱ ἀττικίζοντες συγγραφεῖς ἐπιχειροῦσαν νά ἐπανέλθουν στό ἀρχαῖο ὕφος καί ἦθος, ἀπέναντι στόν κίνδυνο «ἐκβαρβαρισμοῦ» τῆς γλώσσας. Σήμερα, μέσα ἀπό τήν φαινομενικά ἀδήριτη λογική τῆς παγκοσμιοποίησης, ἡ ζωντανή χρήση τῆς ἑλληνικῆς ἀπειλεῖται εἴτε μέ ἐξαφάνιση εἴτε μέ ἀπομείωση. Τό γλωσσικό ζήτημα ἀναδεικνύεται κατά συνέπεια ὡς ἕνα ἀπό τά κομβικά στοιχεῖα τῆς πορείας καί τῆς ταυτότητας τοῦ ἑλληνισμοῦ, ἴσως τό σημαντικότερο στόν πολιτισμικό τομέα. Καί μποροῦμε νά διακρίνουμε τρεῖς μεγάλες περιόδους.
Γιά χιλιάδες χρόνια, ἐπρόκειτο γιά τή διαφοροποίηση μεταξύ τῆς καθημερινῆς, καθομιλουμένης, λαϊκῆς ἤ «χυδαίας» γλώσσας καί τῆς γλώσσας τῶν λογίων, τῶν πεπαιδευμένων, τῶν ἱερατείων. Ἐπρόκειτο γιά ἔνταση, σύγκρουση, ἀντιπαράθεση ἀνάμεσα στή συγχρονία καί τή διαχρονία, ἀνάμεσα στή ζωντανή, καθημερινή ἐξέλιξη τῆς γλώσσας καί τήν ἀναφορά σέ μιά ἱστορία καί μιά παράδοση χιλιετιῶν. Αὐτή ἡ διμορφία (διμορφία καί ὄχι διγλωσσία, καθώς πρόκειται γιά δυό μορφές τῆς ἴδιας γλώσσας καί ὄχι γιά πραγματική διγλωσσία ὅπως στή φραγκική Δύση, ὅπου τά λατινικά ἀντιπαρατίθενται στίς ὑπό δημιουργίαν ἐθνικές γλῶσσες), θά ὁδηγήσει στή σύγκρουση καί τόν διχασμό ἀλλά παράλληλα θά ἀποτελέσει καί τό ὑπόβαθρο γιά τή διατήρηση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ὡς μιᾶς ἑνιαίας ζωντανῆς γλώσσας γιά τρεῖς ἤ τέσσερις χιλιάδες χρόνια!
Βέβαια, ἡ ἔνταση ἀνάμεσα στήν ἐξελισσόμενη καθημερινή λαϊκή γλῶσσα καί τή γραπτή παράδοση εἶναι διαχρονική καί δέν ἀφορᾷ μόνο τούς Ἕλληνες. Ἡ γλῶσσα καί τά ὑπάρχοντα γλωσσικά σύμβολα, ἡ γραφή, ἀνατροφοδοτοῦνται διαρκῶς ἀπό τίς ξένες γλῶσσες καί τήν παράδοση – τό συσσωρευμένο γλωσσικό ἀπόθεμα. Στήν Ἀθῆνα, ἀπό τήν ἐποχή τῶν Πεισιστρατιδῶν, ὁ Ὅμηρος θά λειτουργεῖ ὡς ὁ γραπτός κανών πού θά διαμορφώσει, μαζί μέ τήν καθημερινή γλῶσσα τῶν Ἀθηναίων, τήν Ἀττική διάλεκτο. Ἡ τελευταία, μέσῳ τῆς κλασσικῆς φιλολογίας καί φιλοσοφίας, θά μεταβληθεῖ σέ πανελλήνια γλῶσσα. Μέ τούς Μακεδόνες καί τήν ἑλληνιστική ἐποχή, ἡ ἑλληνική γλῶσσα θά γίνει ἡ γλῶσσα δεκάδων ἑκατομμυρίων ἀνθρώπων σέ ὅλο τόν μέχρι τότε γνωστό κόσμο. Ὅμως τά ἑλληνικά τῶν Ἑβραίων, τῶν Αἰγυπτίων, τῶν Συρίων, ἤ καί τῶν Ρωμαίων ἀργότερα, θά εἶναι γεμάτα βαρβαρισμούς καί θά ἐπιφέρουν ἕνα φτώχεμα στή γλῶσσα. Ἦταν ἡ ἀφετηρία τοῦ πρώτου μεγάλου διχασμοῦ. Οἰ ἀττικίζοντες συγγραφεῖς καί οἱ λόγιοι θά ἀποπειραθοῦν νά ἐπιστρέψουν στή γλῶσσα τοῦ Πλάτωνα καί τοῦ Θουκυδίδη, πιστεύοντας πώς ἔτσι θά ἀντισταθοῦν στήν παρακμή τοῦ ἀρχαίου ἑλληνισμοῦ. (Γιά παράδειγμα, ὁ γραμματικός Οὐλπιανός, τόν 2ο μ.Χ. αἰῶνα, θά ἀποκληθεῖ Κειτούκειτος, γιατί προτοῦ δοκιμάσει κάποιο φαγητό διερευνοῦσε ἄν ἀναφερόταν στήν ἀττική γραμματεία: «κεῖται ἢ οὐ κεῖται»;)
Ἀντίθετα, οἱ νέες δυνάμεις τοῦ εὐρύτερου ἑλληνιστικοῦ καί ἑλληνορρωμαϊκοῦ κόσμου θά ἐκφραστοῦν μέσα ἀπό τή λαϊκή γλῶσσα, τήν «κοινή» τῆς ἐποχῆς. Μέ αὐτήν θά κάνουν οἱ χριστιανοί τή χριστιανική θρησκεία μιά θρησκεία καθολικῶν ἀξιώσεων καί διαστάσεων. Σέ αὐτή θά μεταφραστοῦν τά βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί θά γραφοῦν τά κείμενα τῶν Ἀποστόλων. Ταυτόχρονα, θά ἀλλάξει καί ἡ γραφή. Ἀπαιτεῖται πλέον ἡ εἰσαγωγή μιᾶς γραφῆς πού θά βοηθάει τούς ἀλλογενεῖς τοῦ μεγάλου ἑλληνικοῦ κόσμου, «πίσω ἀπ’ τὸν Ζάγρο ἐδῶ, ἀπὸ τὰ Φράατα πέρα» «ἀπὸ τὸν Ζάγρο ὣς τὰ Φράατα πέρα», νά μαθαίνουν τά ἑλληνικά πού δέν ἦταν μητρική τους γλῶσσα: θά εἰσαχθοῦν οἱ τόνοι καί τά πνεύματα. Οἱ τόνοι καί τά πνεύματα ἐπέτρεπαν τήν πρόσβαση σέ ἕνα τεράστιο, ἤδη, ἀπόθεμα λέξεων, ἀκόμα καί σέ αὐτούς πού εἶχαν τά ἑλληνικά ὡς μητρική γλῶσσα, καί οἱ ὁποῖοι ἦταν ἀδύνατο νά τό γνωρίζουν ἀπό τή μητέρα τους ἤ ἀπό τίς ντοπιολαλιές τοῦ ἑλληνικοῦ κόσμου. Οἱ τόνοι καί τά πνεύματα ἀπετέλεσαν ἕνα ἐργαλεῖο ἐκδημοκρατισμοῦ τῆς γλώσσας, γιατί διευκόλυναν τήν πρόσβαση τῶν ἀλλογενῶν καί τῶν μή λογίων στόν ἑλληνικό γραπτό λόγο καί τήν ἑλληνική γραμματεία.
Ἡ ἔνταση μεταξύ λόγιας γλώσσας καί καθομιλουμένης, σέ ὅλη τή μακρά περίοδο μεταξύ τοῦ 3ου π.Χ. καί τοῦ 11ου μ.Χ. αἰῶνα, θά γνωρίσει πλημμυρίδες καί ἀμπώτιδες, ἀνάλογα μέ τήν ἱστορική συγκυρία καί τή γενικότερη μοῖρα τοῦ ἑλληνισμοῦ. Οἱ ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς, γιά παράδειγμα, ὅταν ἀπευθύνονται στόν λαό -σύμφωνα μέ τήν ἐπιταγή τοῦ ἀποστόλου Παύλου «ἐὰν μὴ εὔσημον λόγον δῶτε, πῶς γνωσθήσεται τὸ λαλούμενον; ἔσεσθε γὰρ εἰς ἀέρα λαλοῦντες» (Πρὸς Κορινθίους Α΄, 14, 9)- θά γράφουν στή δημοτική τῆς ἐποχῆς. Τό ἴδιο θά συμβεῖ καί ἀργότερα μέ τούς Βίους Ἁγίων, τά Ἀρετολόγια, κ.λπ. Ὅταν ὅμως θά ἀσχολοῦνται μέ τή θεολογία, μέ τήν φιλοσοφία, ὅπως ἐπίσης καί στίς ἐπίσημες ὁμιλίες, θά υἱοθετοῦν τήν ἀρχαΐζουσα ἤ ἀττικίζουσα μορφή.
Ὡστόσο, καθώς ἡ παραγωγή καί ἀναπαραγωγή τῶν ἐπιστημονικῶν γνώσεων καί τῆς λόγιας φιλολογίας καί φιλοσοφίας παρέμενε μιά διαδικασία πού ἀφοροῦσε μόνο ἕνα μικρό κομμάτι τοῦ πληθυσμοῦ, ἡ διαφοροποίηση λόγιας καί δημώδους μορφῆς, ὅσο μεγάλη καί ἄν ἦταν, δέν ἀποτελοῦσε κάποιο ἀνυπέρβλητο ἐμπόδιο γιά τήν κοινωνική ἀναπαραγωγή, μέ δεδομένο τόν περιορισμένο ἀριθμό τῶν λογίων καί τῶν μελῶν τῶν ἀνώτερων τάξεων. Στίς μή ἀραβικές μουσουλμανικές χῶρες τά ἀραβικά θά ἀποτελοῦν τήν λόγια γλῶσσα καί κάτι ἀνάλογο θά συμβεῖ μέ τά κινεζικά, τά ἑβραϊκά κ.λπ.
Ἡ ἑλληνική διμορφία θά παραμείνει στό Βυζάντιο ὡς μιά ἀπό τίς πιό δημοκρατικές ἐκδοχές γλωσσικῆς διμορφίας τῶν παραδοσιακῶν κοινωνιῶν. Ὅταν θά κυριαρχήσουν πλήρως τά ἑλληνικά ἔναντι τῶν λατινικῶν, θά γίνουν ἀπόπειρες ἄρσης της, τουλάχιστον ἐν μέρει. Γιά τίς ἀνάγκες τῆς διοίκησης, ὁ Κωνσταντῖνος ὁ Ζ΄ ὁ Πορφυρογέννητος (905-959), θά κωδικοποιήσει τίς ἀρχές τῆς διοικητικῆς ὀργάνωσης σέ γλῶσσα προσιτή, καί τό ἴδιο θά ἐπιχειρήσει ἀργότερα ὁ Κωνσταντῖνος Θ΄ὁ Μονομάχος (1042-1055 1000-1054). Ἐπιχειρήθηκε δηλαδή νά διαμορφωθεῖ μιά γλῶσσα κατανοητή ἀπό τίς εὐρύτερες μᾶζες τῆς Αὐτοκρατορίας, ἡ ὁποία ἐμπεριεῖχε καί στοιχεῖα τοῦ λόγιου τυπικοῦ καί λεξιλογίου. Ἦταν ἡ πρώτη ἀπόπειρα εἰσαγωγῆς τῆς «καθομιλουμένης».
Τό μεγάλο πρόβλημα θά ἀνακύψει στήν Δεύτερη Περίοδο, ὅταν ὁ ἑλληνικός κόσμος τῆς ὕστερης βυζαντινῆς, τῆς ὀθωμανικῆς καί τῆς σύγχρονης περιόδου, ἕως τόν 20ό αἰῶνα, θά χρειαστεῖ νά περάσει σέ μιά νέα φάση ἀνάπτυξης, ὅπου ὁ γεωμετρικός πολλαπλασιασμός τῶν γνώσεων καί ἡ ἐπέκταση τῆς γραφῆς, ἡ ἐφεύρεση τῆς τυπογραφίας, καθώς καί οἱ ἀνάγκες τῆς ἀντίστασης στούς πολυποίκιλους εἰσβολεῖς θά ἀπαιτοῦν καί θά ἐπιτάσσουν τή χρήση ἑνός γλωσσικοῦ ὀχήματος προσιτοῦ σέ εὐρύτερες ὁμάδες τοῦ πληθυσμοῦ. Θά γεννηθεῖ τότε τό γνωστό μας γλωσσικό ζήτημα.
Καί οἱ αἰτίες εἶναι πολλαπλές. Ἡ ἀπόπειρα τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ Μονομάχου θά μείνει ἡμιτελής. Ἡ κρίση ἡ ὁποία θά ἀκολουθήσει τήν ἧττα τοῦ Ρωμανοῦ τοῦ Διογένη στή μάχη του Ματζικέρτ (1071), ἡ κατάληψη τοῦ Βυζαντίου ἀπό τούς Φράγκους (1204), ἡ ἐξάπλωση τῶν Ὀθωμανῶν Τούρκων, μέ ἐπιστέγασμα τήν Ἅλωση τοῦ 1453, θά ὑποχρεώσουν τό ὕστερο Βυζαντινό κράτος καί κοινωνία σέ μιά ἀμυντική λογική. Τό ζήτημα πλέον εἶναι ἡ ἄμυνα, ἡ συντήρηση τῆς παράδοσης. Τά ἀρχαῖα κείμενα διασώζονται καί ἀντιγράφονται. Ἀνθεῖ μέν ἡ μικτή λογοτεχνία, ἀλλά ἡ Ἄννα Κομνηνή θά γράψει τήν Ἀλεξιάδα ὡς μίμηση, καί γλωσσική, τῆς Ἰλιάδος. Τό ἴδιο γλωσσικό ὄχημα θά χρησιμοποιοῦν καί λόγιοι ὅπως ὁ Γεώργιος Ἀκροπολίτης στην Αὐτοκρατορία τῆς Νικαίας (1205-1261). Ἐξ ἄλλου, ἡ φραγκική κατάκτηση, κυρίως, καί ἡ συνακόλουθη τουρκική θά κατακερματίσουν τόν ἑλληνικό-βυζαντινό χῶρο καί θά ἀναπτυχθοῦν οἱ διάλεκτοι καί τά ἰδιώματα, ἐνῷ ἡ ἑνότητα τῆς γλώσσας θά συντηρεῖται ἀπό τούς λογίους μέ τήν στροφή πρός τή λόγια καί ἀρχαΐζουσα γλωσσική μορφή, ἀπό τήν ἐκκλησιαστική γλῶσσα καί ἀπό τό δημοτικό τραγούδι.
Τήν ἴδια ἐποχή στήν Ἰταλία, μέ τόν Δάντη ἤ τόν Βοκκάκιο, ὁ ἰταλικός ἀνθρωπισμός χρησιμοποιεῖ καί ἐπανα-ἀνακαλύπτει τά ἀρχαῖα ἑλληνικά καί λατινικά κείμενα, καλλιεργώντας παράλληλα τήν νεώτερη ἰταλική. Ὁ ἀπό «στεριά καί θάλασσα» πολιορκημένος βυζαντινός ἀνθρωπισμός δέν ἔχει αὐτό τό περιθώριο, καθώς τό μόνο σχεδόν ἔδαφος πού διαθέτει εἶναι ὁ χῶρος τῆς παράδοσης. Στρέφεται ἔτσι πρός τήν ἀρχαιοελληνική γλωσσική μορφή καί τήν ἐκ νέου ἀνακάλυψη τῶν ἑλλήνων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως θά κάνει ὁ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί οἱ ἡσυχαστές. Χαρακτηριστική τοῦ ἀδιεξόδου εἶναι ἡ ἐμβληματική μορφή τοῦ Πλήθωνα-Γεμιστοῦ. Τριάντα ἑφτά χρόνια πρίν τήν Ἅλωση, προσπαθεῖ νά πείσει τούς Παλαιολόγους γιά τήν ἀνάγκη μιᾶς μεταρρύθμισης πού θά μεταβάλει τά ὑπολείμματα τῆς Αὐτοκρατορίας σέ ἕνα ἑλληνικό ἐθνικό κράτος: Ἐμπόριο, βιομηχανία, ἀγροτική μεταρρύθμιση κ.λπ. Καί ὅμως τό ἀνέφικτο τῆς ἀγωνιώδους προσπάθειάς του θά σημαδευτεῖ ὄχι μόνο ἀπό τήν ἀπόπειρα ἐπιστροφῆς στήν ἀρχαία ἑλληνική θρησκεία, ἀλλά καί ἀπό τό γλωσσικό ἐργαλεῖο πού χρησιμοποιεῖ, τήν ἀρχαΐζουσα γλῶσσα του. Ἡ βυζαντινή Ἀναγέννηση, ἔστω in extremis, θά στηριζόταν μέ τό ἕνα πόδι στόν ἑλληνικό ἀνθρωπισμό, ἀλλά εἶχε ἀνάγκη καί ἀπό ἕνα δεύτερο, τή ζωντανή λαϊκή πραγματικότητα καί τούς χυμούς της. Καί κάτι τέτοιο ἀπουσίαζε παντελῶς.
Ταυτόχρονα, ὁ ἑλληνικός λαός, στήν Κύπρο, τόν Πόντο, τή Νότια Ἰταλία, τήν Ἤπειρο, τήν Κρήτη καί τά Ἑπτάνησα, θά μιλάει καί θά τραγουδάει στήν γλῶσσα του, ὅλο καί πιό ἰδιωματική, μέ μόνο στοιχεῖο ἑνότητας τόν ἐκκλησιαστικό λόγο καί τά παλιά τραγούδια τοῦ γένους (π.χ. τά Ἀκριτικά, τίς Παραλογές, κ.λπ.).
Ὅταν ὁ ἑλληνισμός, ἀπό τά τέλη τοῦ 17ου αἰῶνα καί μετά, θά εἰσέλθει σέ μιά νέα περίοδο ἀκμῆς, τό γλωσσικό ζήτημα θά ἀνακύψει ἐκ νέου καί θά σφραγίσει τήν ἑλληνική ἱστορία τριῶν αἰώνων. Ἰδιαίτερα κατά τή διάρκεια τοῦ 19ου αἰῶνα καί στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ, θά ὁδηγήσει σέ μία ὑπάρξει μιά ἐπίταση τῆς ἀντιπαράθεσης, μεταξύ τῶν «χυδαιολογούντων» λογίων καί τῶν ὀπαδῶν τοῦ «καθαροῦ» ἰδιώματος... Τώρα πιά, ἡ ἐκπαίδευση ἐξαπλώνεται στόν νεώτερο ἑλληνισμό καί στίς ἀρχές τοῦ 19ου αἰῶνα θά ὑπάρχουν σχολεῖα σέ ὅλα τά κέντρα του. Τό γλωσσικό ζήτημα θά ἀποβεῖ καθοριστικό, οἱ ἀντιθέσεις θά ὀξυνθοῦν καί ἀπό τά τέλη τοῦ 19ου αἰ. ἕως τόν Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, ἄν ὄχι καί μέχρι τήν δεκαετία τοῦ 1970, θά διχάσουν τήν κοινωνία μας. Σέ μιά στιγμή πού ὁ ἑλληνικός λαός χρειαζόταν ὅλες τίς δυνάμεις του γιά νά πραγματοποιήσει τή δική του Ἀναγέννηση καί νά οἰκοδομήσει ἕνα σύγχρονο ἀλλά ταυτόχρονα πρωτότυπο πολιτιστικό πρότυπο, καί κατά συνέπεια μιά γλωσσική μορφή πού θά συνέθετε δημιουργικά τή διαχρονία καί τή συγχρονία τοῦ ἑλληνισμοῦ, ἀνάλωσε πολλές ἀπό τίς δυνάμεις του σέ μιά ἀντιπαράθεση μεταξύ τους. Ἀντί νά ἀναπτυχθεῖ ἕνα γλωσσικό ὄργανο πού θά ἐνοφθάλμιζε στό σῶμα τῆς ζωντανῆς λαϊκῆς γλώσσας στοιχεῖα μιᾶς ἀδιάσπαστης γλωσσικῆς ἑνότητας, ὅπως λέξεις καί σχήματα, μορφολογικά στοιχεῖα, γραφή (ἡ ἐξοικείωση μέ τήν ἱστορική γραφή εἶναι ἀπαραίτητη γιά τήν ἐτυμολογική προσέγγιση τῶν λέξεων καί τήν εὐχερῆ πρόσβαση στά παλαιότερα κείμενα) κ.λπ., οἱ δυνάμεις μας σπαταλήθηκαν σέ ἕναν διάλογο πού, παρά τίς δημιουργικές του πλευρές (παράθεση καί ἐπεξεργασία ἐπιχειρημάτων, ἀνάπτυξη τῶν γλωσσικῶν σπουδῶν κ.λπ.), εἶχε κυρίως ἀρνητικές συνέπειες:
Ἡ ἐπιμονή στήν καθαρεύουσα καί τήν ἀρχαΐζουσα ἀπέκοπτε τούς ἐγγραμμάτους ἀπό τό λαϊκό σῶμα μέ ἀμφίδρομες συνέπειες. Οἱ λόγιοι περιορίζονταν σέ συζήτηση καί προβληματισμό μεταξύ ἑνός περιορισμένου κύκλου ἐγγραμμάτων. Κατά συνέπεια καί τό ἐπίπεδο τοῦ προβληματισμοῦ παρέμενε χαμηλό, μιά καί ἡ συζήτηση διεξάγονταν ἀνάμεσα σέ ἐλάχιστους ἀνθρώπους καί δέν μποροῦσε νά ἀξιοποιήσει στοιχεῖα τῆς λαϊκῆς σοφίας καί παράδοσης. Ἐκ παραλλήλου, ἡ ἀδυναμία πρόσβασης τοῦ εὐρύτερου λαϊκοῦ σώματος στόν κόσμο τῶν ἰδεῶν, τῆς ἐπιστήμης, τῆς ὑψηλῆς τέχνης, φτώχαινε τό λαϊκό σῶμα, καθυστεροῦσε τή διαμόρφωση ἑνός ἐπεξεργασμένου γλωσσικοῦ ὀργάνου, κ.ο.κ. Ὁ διχασμός μεταξύ διανοουμένων καί λαοῦ, πού τόσο ἔντονα καί ἀρνητικά σφραγίζει τή σύγχρονη ἑλληνική παράδοση, σφραγίζεται καθοριστικά ἀπό αὐτόν τόν γλωσσικό διαφορισμό.
Ἀπέναντι στόν καθαρολογισμό ἀναπτύσσεται μιά ἀντίδραση πού ὅμως θά ὁδηγηθεῖ συχνά στό ἀντίθετο ἄκρο. Ὁ Βηλαρᾶς θά μιλήσει πρῶτος γιά τή φωνητική (κανονικά: φωνολογική) γραφή («Η ρομέηκη γλόσα») καί στή συνέχεια θά ἀκολουθήσει ὁ ψυχαρισμός, ἡ «φωνητική» γραφή, ἀκόμα καί ἡ πρόταση γιά υἱοθέτηση τοῦ λατινικοῦ ἀλφαβήτου. Ἡ συγχρονία στήν πιό πεζή καί ἐργαλειακή μορφή της (ἡ γλῶσσα εἶναι μόνο ἐργαλεῖο ἐπικοινωνίας καί ὄχι συμπύκνωση ἱστορίας, παράδοσης, ταυτότητας, ἡ ὁποία ἐπέτρεψε τήν διατήρηση τῆς ἴδιας της ὑπόστασης τοῦ ἑλληνισμοῦ), ἀντικαθιστᾷ πλέον τήν ἀποστεωμένη διαχρονικότητα. Εὐνοεῖται ἡ μικρότερη προσπάθεια γιά τήν ἐκμάθηση τῆς γλώσσας, μιά καί πρόκειται γιά ἕνα ἁπλό «ἐργαλεῖο». Οἱ μαθητές δέν πρέπει νά «κουράζονται» γιά νά μάθουν τή γλῶσσα, ἀλλά νά ἀφιερώνονται στήν ἀποθησαύριση ἐπιστημονικῶν καί «πρακτικῶν» γνώσεων. Ἔτσι, ἀπό τήν ἀντίδραση στά «γραμματικά» καί στήν τυραννία τοῦ συντακτικοῦ πού περιέγραφε ὁ Ἰώσηπος Μοισιόδαξ ὡς «γραμματικὴν κακοφυΐαν» καί κατακεραύνωνε ὁ Ἀδαμάντιος Κοραῆς («περισσότερον ἤθελε ὠφελήσει τὸ γένος σήμερον ὅστις καίει παρὰ ὅστις γράφει Γραμματικάς»), φτάσαμε στό ἀντίθετο ἄκρο: στήν τυραννία τοῦ πρακτικοῦ λόγου καί τήν ἐργαλειακή ἀποδοτικότητα, ξεχνώντας πώς ἡ ἐκμάθηση μιᾶς γλώσσας, καί μάλιστα μέ τέτοια ἱστορία καί πλοῦτο, ἀποτελεῖ μία πολιτιστική καί γνωστική διαδικασία πρώτου μεγέθους, σηματοδοτεῖ τήν ἴδια τήν πρόσκτηση μιᾶς συλλογικῆς ταυτότητας.
Μέ αὐτόν τόν τρόπο, ἕνα μέρος τῆς γλωσσικῆς καί κοινωνικῆς ἀριστερᾶς, πού βρίσκονταν σέ σύγκρουση μέ τόν γλωσσαμυντορισμό, τήν κοινωνική καί γλωσσική δεξιά, θά μεταβληθεῖ στόν ὑποστηρικτή τῆς ἰσοπέδωσης τῆς γλωσσικῆς μορφῆς.
Ὡστόσο, ὅσο κυριαρχοῦσε ἡ καθαρεύουσα, ἡ ἀρχαΐζουσα καί ἡ τυπολατρική ἀρχαιογνωσία, οἱ ἐργαλειακές διαστάσεις τοῦ δημοτικισμοῦ δέν τονίζονταν. Αὐτό θά γίνει μόνο ἀπό τή στιγμή πού, μετά τή μεταπολίτευση, ἡ δημοτική θά κυριαρχήσει ἀκόμα καί ὡς ἐπίσημη γλῶσσα τοῦ κράτους καί το γλωσσικό ζήτημα θα εἰσέλθει σέ μιά Τρίτη Περίοδο.
Στίς συνθῆκες, πλέον, τοῦ παγκοσμιοποιούμενου καπιταλισμοῦ, οἱ ἄρχουσες τάξεις, ἰδιαίτερα τῶν μικρῶν καί ἐξαρτημένων χωρῶν, δέν ἐπιμένουν στή διατήρηση τῆς παράδοσης καί τῆς ταυτότητας ὡς ἐγχώριων μεσολαβητῶν τῆς ἡγεμονίας τους. Ἀντιθέτως, ἀξιοδοτοῦν καί προάγουν τήν ἰσοπέδωση τῶν ταυτοτήτων πού συνιστοῦν ἐμπόδιο σέ αὐτή τήν «πραγματική ὑπαγωγή». Ἐθνικές γλῶσσες, παραδόσεις, ἰδιαιτερότητες, ἀκόμα καί ἐγχώρια πολιτικά καί προνοιακά συστήματα, θά πρέπει νά ὑποβαθμιστοῦν ἤ ἀκόμα καί νά ἐξαλειφθοῦν. Ἡ γλωσσική συγχρονία, στήν πιό χυδαία συχνά ἐκδοχή της, θά πρέπει νά ὀβελίσει κάθε στοιχεῖο διαχρονίας. Σήμερα χρειαζόμαστε τά ἀγγλικά ὡς παγκόσμια lingua franca καί οἱ ἐγχώριες γλῶσσες ἀποτελοῦν ἕνα ἀκόμα ἐμπόδιο στήν χωρίς ὅρια ἐπέκταση τῶν διαδικασιῶν τῆς κεφαλαιακῆς ἀξιοποίησης.
Μιά ὁρισμένη ἐργαλειακή ἀντίληψη γιά τή γλῶσσα παύει πλέον νά ἀποτελεῖ τό ὄργανο τοῦ ἀκραίου δημοτικισμοῦ, ἴσως καί λαϊκισμοῦ, και μεταστρέφεται σέ μηχανισμό τῆς παγκοσμιοποίησης. Οἱ ἐγχώριοι ἐκδοτικοί μηχανισμοί καί οἱ τεχνοκράτες εἰσάγουν πλέον τήν «ἁπλούστευση» τῆς γραφῆς καί τῆς γλώσσας, τή λεκτική ἰσοπέδωση, τήν ἀπομάκρυνση ἀπό τήν ἱστορική γραφή, καί στηρίζουν τόν ὀβελισμό τῆς διδασκαλίας τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν ἀπό τήν ἐκπαιδευτική διαδικασία. Οἱ τουριστικοί ἐπιχειρηματίες, οἱ ἐπιχειρήσεις τῆς «νέας οἰκονομίας» καί τό μεγάλο πολυεθνικό κεφάλαιο προωθοῦν ἤδη τή λατινική γραφή καί τά greeklish ὡς προθάλαμο γιά σταδιακή τουλάχιστον ὑποκατάσταση τῆς ἑλληνικῆς ἀπό τήν ἀγγλική.
Γιά τήν ιδεολογική στηριξη αὐτοῦ τοῦ ἐγχειρήματος ἐπιστρατεύεται ὁ ἐργαλειακός ἰσοπεδωτισμός. «Ἡ γλῶσσα δέν κινδυνεύει» διακηρύττουν οἱ «ἐκσυγχρονιστές», κεκράκτες τῶν μεγάλων ἐκδοτικῶν συγκροτημάτων καί τῶν πολυεθνικῶν, ἐνδεδυμένοι «τά παλιά δοξασμένα κουρέλια» τοῦ ἀγωνιστικοῦ δημοτικισμοῦ (καί μαζί τους δυστυχῶς καί μερικοί εἰλικρινεῖς καί καθυστερημένοι δημοτικιστές, καθηλωμένοι στόν κύκλο τῆς παλαιᾶς γλωσσικῆς ἀντιπαράθεσης). Προβάλλουν καί πάλι, λοιπόν, τόν «κίνδυνο» τοῦ «γλωσσικοῦ ἐθνικισμοῦ ἤ καθαρολογισμοῦ». Συσκοτίζοντας τό γεγονός ὅτι ἡ ἀντιπαράθεση δημοτικισμοῦ καί καθαρεύουσας ἔχει σήμερα ὑποκατασταθεῖ ἀπό μία νέα, ἀπό τήν ἀντιπαράθεση μεταξύ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας στή συγχρονία καί τή διαχρονία της, καί τῶν μηχανισμῶν ἐκπτώχευσης καί περιθωριοποίησής της, τῆς γλωσσικῆς παγκοσμιοποίησης καί ἰσοπέδωσης. Τώρα πιά ὁ Βηλαρᾶς καί ὁ Βούλγαρης, ὁ Κοραῆς καί ὁ Τριανταφυλλίδης, ὁ Σολωμός καί ὁ Παπαδιαμάντης βρίσκονται στό ἴδιο στρατόπεδο. Καί στό ἀπέναντι γνωρίζομε ποιοί βρίσκονται, γνωρίζομε τά ἐκδοτικά συγκροτήματα, τούς πολιτικούς, τούς διανοούμενους ὑπηρεσίας, πού, στό ὄνομα μιᾶς ξεπερασμένης ἀντίθεσης καί τῆς ἀντίληψης πώς «ἡ γλῶσσα δέν κινδυνεύει», συντάσσονται σήμερα μέ τούς ὀπαδούς τῆς παγκοσμιοποίησης.
Ἡ θέση μας σέ αὐτό τό νέο γλωσσικό ζήτημα πού ἔχει ἀνακύψει δέν μπορεῖ παρά νά εἶναι μιά στάση ἐνεργοῦ ἀντίστασης. Μιά ἐκ νέου ἀξιοδότηση τῆς γλώσσας μας ἀπό τόν Ὅμηρο μέχρι τόν Μακρυγιάννη καί τόν Σεφέρη. Στήν παράδοσή μας, τῶν τελευταίων αἰώνων, ἔχουμε τήν κόκκινη γραμμή πού μᾶς ὁδηγεῖ. Εἶναι ἡ γλωσσική παράδοση τοῦ ἔπους τοῦ Διγενῆ Ἀκρίτη στό Βυζάντιο, τῆς Ἐρωφίλης καί τοῦ Ἐρωτόκριτου στήν Ἐνετοκρατούμενη Κρήτη, – λόγια ἔργα ὑψηλῆς τέχνης πού ἔγιναν ταυτόχρονα καί δημοτικά ἄσματα πού τά ἀπομνημόνευε καί τά τραγουδοῦσε ὁ ἀγράμματος λαός, ἐμπλουτίζοντας τήν καθημερινή του γλῶσσα καί τά τραγούδια του. Καί ξανάπαιρνε αὐτά τά τραγούδια ὁ Σολωμός γιά νά τά κάνει ὑψηλή τέχνη καί ὁ Ρήγας γιά νά τά κάνει Θούριους. Ἔχουμε τή μεγάλη Ἑπτανησιακή παράδοση πού θά γεννήσει τόν Σολωμό καί τόν Κάλβο. Ἔχουμε τήν ἀρχαιογνωσία καί τόν δημοτικισμό τοῦ Μανόλη Τριανταφυλλίδη, στόν δρόμο πού χάραξε ὁ Δημητράκης Καταρτζῆς, οἱ Δημητριεῖς, ὁ Ρήγας Φεραῖος καί, ἀπό μιά ἄλλη ἀφετηρία, ὁ Ἀδαμάντιος Κοραῆς. Ἔχουμε τήν παράδοση τοῦ Παπαδιαμάντη καί τοῦ Καβάφη, τοῦ Πικιώνη καί τοῦ Κώστα Παπαϊωάννου. Μιά γλῶσσα ζωντανή πού στηρίζεται στή μητρική μας γλῶσσα, ἐνῷ ταυτόχρονα ἀνοίγεται θαρραλέα στόν θησαυρό τῶν χιλιετιῶν τῆς γλωσσικῆς μας παράδοσης, ἀναχωνεύοντας διαρκῶς νέα στοιχεῖα ἀπό αὐτή, ἀλλά καί ἀπό τή σύγχρονη ζωή καί τίς ξένες γλῶσσες.
Ἐπιτέλους μιά σύνθεση, πού δέν θά εἶναι ἄμυνα, ἁπλή «ἐπιστροφή» στήν παράδοση, ὅπως ἔκανε κάποτε ὁ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἤ ὁ... Πλήθωνας, ἀλλά ἐνεργός καί δημιουργική ἀντίσταση. Νά ‘μαστε λοιπόν πάλι στό αἴτημα τοῦ Σολωμοῦ: «μήγαρις ἔχω ἄλλο στὸ νοῦ μου πάρεξ ἐλευθερία καὶ γλώσσα;»
Στήν ἑλληνιστική καί τή ρωμαϊκή ἐποχή, ἤδη, οἱ ἀττικίζοντες συγγραφεῖς ἐπιχειροῦσαν νά ἐπανέλθουν στό ἀρχαῖο ὕφος καί ἦθος, ἀπέναντι στόν κίνδυνο «ἐκβαρβαρισμοῦ» τῆς γλώσσας. Σήμερα, μέσα ἀπό τήν φαινομενικά ἀδήριτη λογική τῆς παγκοσμιοποίησης, ἡ ζωντανή χρήση τῆς ἑλληνικῆς ἀπειλεῖται εἴτε μέ ἐξαφάνιση εἴτε μέ ἀπομείωση. Τό γλωσσικό ζήτημα ἀναδεικνύεται κατά συνέπεια ὡς ἕνα ἀπό τά κομβικά στοιχεῖα τῆς πορείας καί τῆς ταυτότητας τοῦ ἑλληνισμοῦ, ἴσως τό σημαντικότερο στόν πολιτισμικό τομέα. Καί μποροῦμε νά διακρίνουμε τρεῖς μεγάλες περιόδους.
Ὁ ἀρχέγονος διμορφισμός
Γιά χιλιάδες χρόνια, ἐπρόκειτο γιά τή διαφοροποίηση μεταξύ τῆς καθημερινῆς, καθομιλουμένης, λαϊκῆς ἤ «χυδαίας» γλώσσας καί τῆς γλώσσας τῶν λογίων, τῶν πεπαιδευμένων, τῶν ἱερατείων. Ἐπρόκειτο γιά ἔνταση, σύγκρουση, ἀντιπαράθεση ἀνάμεσα στή συγχρονία καί τή διαχρονία, ἀνάμεσα στή ζωντανή, καθημερινή ἐξέλιξη τῆς γλώσσας καί τήν ἀναφορά σέ μιά ἱστορία καί μιά παράδοση χιλιετιῶν. Αὐτή ἡ διμορφία (διμορφία καί ὄχι διγλωσσία, καθώς πρόκειται γιά δυό μορφές τῆς ἴδιας γλώσσας καί ὄχι γιά πραγματική διγλωσσία ὅπως στή φραγκική Δύση, ὅπου τά λατινικά ἀντιπαρατίθενται στίς ὑπό δημιουργίαν ἐθνικές γλῶσσες), θά ὁδηγήσει στή σύγκρουση καί τόν διχασμό ἀλλά παράλληλα θά ἀποτελέσει καί τό ὑπόβαθρο γιά τή διατήρηση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ὡς μιᾶς ἑνιαίας ζωντανῆς γλώσσας γιά τρεῖς ἤ τέσσερις χιλιάδες χρόνια!
Βέβαια, ἡ ἔνταση ἀνάμεσα στήν ἐξελισσόμενη καθημερινή λαϊκή γλῶσσα καί τή γραπτή παράδοση εἶναι διαχρονική καί δέν ἀφορᾷ μόνο τούς Ἕλληνες. Ἡ γλῶσσα καί τά ὑπάρχοντα γλωσσικά σύμβολα, ἡ γραφή, ἀνατροφοδοτοῦνται διαρκῶς ἀπό τίς ξένες γλῶσσες καί τήν παράδοση – τό συσσωρευμένο γλωσσικό ἀπόθεμα. Στήν Ἀθῆνα, ἀπό τήν ἐποχή τῶν Πεισιστρατιδῶν, ὁ Ὅμηρος θά λειτουργεῖ ὡς ὁ γραπτός κανών πού θά διαμορφώσει, μαζί μέ τήν καθημερινή γλῶσσα τῶν Ἀθηναίων, τήν Ἀττική διάλεκτο. Ἡ τελευταία, μέσῳ τῆς κλασσικῆς φιλολογίας καί φιλοσοφίας, θά μεταβληθεῖ σέ πανελλήνια γλῶσσα. Μέ τούς Μακεδόνες καί τήν ἑλληνιστική ἐποχή, ἡ ἑλληνική γλῶσσα θά γίνει ἡ γλῶσσα δεκάδων ἑκατομμυρίων ἀνθρώπων σέ ὅλο τόν μέχρι τότε γνωστό κόσμο. Ὅμως τά ἑλληνικά τῶν Ἑβραίων, τῶν Αἰγυπτίων, τῶν Συρίων, ἤ καί τῶν Ρωμαίων ἀργότερα, θά εἶναι γεμάτα βαρβαρισμούς καί θά ἐπιφέρουν ἕνα φτώχεμα στή γλῶσσα. Ἦταν ἡ ἀφετηρία τοῦ πρώτου μεγάλου διχασμοῦ. Οἰ ἀττικίζοντες συγγραφεῖς καί οἱ λόγιοι θά ἀποπειραθοῦν νά ἐπιστρέψουν στή γλῶσσα τοῦ Πλάτωνα καί τοῦ Θουκυδίδη, πιστεύοντας πώς ἔτσι θά ἀντισταθοῦν στήν παρακμή τοῦ ἀρχαίου ἑλληνισμοῦ. (Γιά παράδειγμα, ὁ γραμματικός Οὐλπιανός, τόν 2ο μ.Χ. αἰῶνα, θά ἀποκληθεῖ Κειτούκειτος, γιατί προτοῦ δοκιμάσει κάποιο φαγητό διερευνοῦσε ἄν ἀναφερόταν στήν ἀττική γραμματεία: «κεῖται ἢ οὐ κεῖται»;)
Ἀντίθετα, οἱ νέες δυνάμεις τοῦ εὐρύτερου ἑλληνιστικοῦ καί ἑλληνορρωμαϊκοῦ κόσμου θά ἐκφραστοῦν μέσα ἀπό τή λαϊκή γλῶσσα, τήν «κοινή» τῆς ἐποχῆς. Μέ αὐτήν θά κάνουν οἱ χριστιανοί τή χριστιανική θρησκεία μιά θρησκεία καθολικῶν ἀξιώσεων καί διαστάσεων. Σέ αὐτή θά μεταφραστοῦν τά βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί θά γραφοῦν τά κείμενα τῶν Ἀποστόλων. Ταυτόχρονα, θά ἀλλάξει καί ἡ γραφή. Ἀπαιτεῖται πλέον ἡ εἰσαγωγή μιᾶς γραφῆς πού θά βοηθάει τούς ἀλλογενεῖς τοῦ μεγάλου ἑλληνικοῦ κόσμου, «πίσω ἀπ’ τὸν Ζάγρο ἐδῶ, ἀπὸ τὰ Φράατα πέρα» «ἀπὸ τὸν Ζάγρο ὣς τὰ Φράατα πέρα», νά μαθαίνουν τά ἑλληνικά πού δέν ἦταν μητρική τους γλῶσσα: θά εἰσαχθοῦν οἱ τόνοι καί τά πνεύματα. Οἱ τόνοι καί τά πνεύματα ἐπέτρεπαν τήν πρόσβαση σέ ἕνα τεράστιο, ἤδη, ἀπόθεμα λέξεων, ἀκόμα καί σέ αὐτούς πού εἶχαν τά ἑλληνικά ὡς μητρική γλῶσσα, καί οἱ ὁποῖοι ἦταν ἀδύνατο νά τό γνωρίζουν ἀπό τή μητέρα τους ἤ ἀπό τίς ντοπιολαλιές τοῦ ἑλληνικοῦ κόσμου. Οἱ τόνοι καί τά πνεύματα ἀπετέλεσαν ἕνα ἐργαλεῖο ἐκδημοκρατισμοῦ τῆς γλώσσας, γιατί διευκόλυναν τήν πρόσβαση τῶν ἀλλογενῶν καί τῶν μή λογίων στόν ἑλληνικό γραπτό λόγο καί τήν ἑλληνική γραμματεία.
Ἡ ἔνταση μεταξύ λόγιας γλώσσας καί καθομιλουμένης, σέ ὅλη τή μακρά περίοδο μεταξύ τοῦ 3ου π.Χ. καί τοῦ 11ου μ.Χ. αἰῶνα, θά γνωρίσει πλημμυρίδες καί ἀμπώτιδες, ἀνάλογα μέ τήν ἱστορική συγκυρία καί τή γενικότερη μοῖρα τοῦ ἑλληνισμοῦ. Οἱ ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς, γιά παράδειγμα, ὅταν ἀπευθύνονται στόν λαό -σύμφωνα μέ τήν ἐπιταγή τοῦ ἀποστόλου Παύλου «ἐὰν μὴ εὔσημον λόγον δῶτε, πῶς γνωσθήσεται τὸ λαλούμενον; ἔσεσθε γὰρ εἰς ἀέρα λαλοῦντες» (Πρὸς Κορινθίους Α΄, 14, 9)- θά γράφουν στή δημοτική τῆς ἐποχῆς. Τό ἴδιο θά συμβεῖ καί ἀργότερα μέ τούς Βίους Ἁγίων, τά Ἀρετολόγια, κ.λπ. Ὅταν ὅμως θά ἀσχολοῦνται μέ τή θεολογία, μέ τήν φιλοσοφία, ὅπως ἐπίσης καί στίς ἐπίσημες ὁμιλίες, θά υἱοθετοῦν τήν ἀρχαΐζουσα ἤ ἀττικίζουσα μορφή.
Ὡστόσο, καθώς ἡ παραγωγή καί ἀναπαραγωγή τῶν ἐπιστημονικῶν γνώσεων καί τῆς λόγιας φιλολογίας καί φιλοσοφίας παρέμενε μιά διαδικασία πού ἀφοροῦσε μόνο ἕνα μικρό κομμάτι τοῦ πληθυσμοῦ, ἡ διαφοροποίηση λόγιας καί δημώδους μορφῆς, ὅσο μεγάλη καί ἄν ἦταν, δέν ἀποτελοῦσε κάποιο ἀνυπέρβλητο ἐμπόδιο γιά τήν κοινωνική ἀναπαραγωγή, μέ δεδομένο τόν περιορισμένο ἀριθμό τῶν λογίων καί τῶν μελῶν τῶν ἀνώτερων τάξεων. Στίς μή ἀραβικές μουσουλμανικές χῶρες τά ἀραβικά θά ἀποτελοῦν τήν λόγια γλῶσσα καί κάτι ἀνάλογο θά συμβεῖ μέ τά κινεζικά, τά ἑβραϊκά κ.λπ.
Ἡ ἑλληνική διμορφία θά παραμείνει στό Βυζάντιο ὡς μιά ἀπό τίς πιό δημοκρατικές ἐκδοχές γλωσσικῆς διμορφίας τῶν παραδοσιακῶν κοινωνιῶν. Ὅταν θά κυριαρχήσουν πλήρως τά ἑλληνικά ἔναντι τῶν λατινικῶν, θά γίνουν ἀπόπειρες ἄρσης της, τουλάχιστον ἐν μέρει. Γιά τίς ἀνάγκες τῆς διοίκησης, ὁ Κωνσταντῖνος ὁ Ζ΄ ὁ Πορφυρογέννητος (905-959), θά κωδικοποιήσει τίς ἀρχές τῆς διοικητικῆς ὀργάνωσης σέ γλῶσσα προσιτή, καί τό ἴδιο θά ἐπιχειρήσει ἀργότερα ὁ Κωνσταντῖνος Θ΄ὁ Μονομάχος (1042-1055 1000-1054). Ἐπιχειρήθηκε δηλαδή νά διαμορφωθεῖ μιά γλῶσσα κατανοητή ἀπό τίς εὐρύτερες μᾶζες τῆς Αὐτοκρατορίας, ἡ ὁποία ἐμπεριεῖχε καί στοιχεῖα τοῦ λόγιου τυπικοῦ καί λεξιλογίου. Ἦταν ἡ πρώτη ἀπόπειρα εἰσαγωγῆς τῆς «καθομιλουμένης».
Χυδαῖοι καί καθαροί
Τό μεγάλο πρόβλημα θά ἀνακύψει στήν Δεύτερη Περίοδο, ὅταν ὁ ἑλληνικός κόσμος τῆς ὕστερης βυζαντινῆς, τῆς ὀθωμανικῆς καί τῆς σύγχρονης περιόδου, ἕως τόν 20ό αἰῶνα, θά χρειαστεῖ νά περάσει σέ μιά νέα φάση ἀνάπτυξης, ὅπου ὁ γεωμετρικός πολλαπλασιασμός τῶν γνώσεων καί ἡ ἐπέκταση τῆς γραφῆς, ἡ ἐφεύρεση τῆς τυπογραφίας, καθώς καί οἱ ἀνάγκες τῆς ἀντίστασης στούς πολυποίκιλους εἰσβολεῖς θά ἀπαιτοῦν καί θά ἐπιτάσσουν τή χρήση ἑνός γλωσσικοῦ ὀχήματος προσιτοῦ σέ εὐρύτερες ὁμάδες τοῦ πληθυσμοῦ. Θά γεννηθεῖ τότε τό γνωστό μας γλωσσικό ζήτημα.
Καί οἱ αἰτίες εἶναι πολλαπλές. Ἡ ἀπόπειρα τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ Μονομάχου θά μείνει ἡμιτελής. Ἡ κρίση ἡ ὁποία θά ἀκολουθήσει τήν ἧττα τοῦ Ρωμανοῦ τοῦ Διογένη στή μάχη του Ματζικέρτ (1071), ἡ κατάληψη τοῦ Βυζαντίου ἀπό τούς Φράγκους (1204), ἡ ἐξάπλωση τῶν Ὀθωμανῶν Τούρκων, μέ ἐπιστέγασμα τήν Ἅλωση τοῦ 1453, θά ὑποχρεώσουν τό ὕστερο Βυζαντινό κράτος καί κοινωνία σέ μιά ἀμυντική λογική. Τό ζήτημα πλέον εἶναι ἡ ἄμυνα, ἡ συντήρηση τῆς παράδοσης. Τά ἀρχαῖα κείμενα διασώζονται καί ἀντιγράφονται. Ἀνθεῖ μέν ἡ μικτή λογοτεχνία, ἀλλά ἡ Ἄννα Κομνηνή θά γράψει τήν Ἀλεξιάδα ὡς μίμηση, καί γλωσσική, τῆς Ἰλιάδος. Τό ἴδιο γλωσσικό ὄχημα θά χρησιμοποιοῦν καί λόγιοι ὅπως ὁ Γεώργιος Ἀκροπολίτης στην Αὐτοκρατορία τῆς Νικαίας (1205-1261). Ἐξ ἄλλου, ἡ φραγκική κατάκτηση, κυρίως, καί ἡ συνακόλουθη τουρκική θά κατακερματίσουν τόν ἑλληνικό-βυζαντινό χῶρο καί θά ἀναπτυχθοῦν οἱ διάλεκτοι καί τά ἰδιώματα, ἐνῷ ἡ ἑνότητα τῆς γλώσσας θά συντηρεῖται ἀπό τούς λογίους μέ τήν στροφή πρός τή λόγια καί ἀρχαΐζουσα γλωσσική μορφή, ἀπό τήν ἐκκλησιαστική γλῶσσα καί ἀπό τό δημοτικό τραγούδι.
Τήν ἴδια ἐποχή στήν Ἰταλία, μέ τόν Δάντη ἤ τόν Βοκκάκιο, ὁ ἰταλικός ἀνθρωπισμός χρησιμοποιεῖ καί ἐπανα-ἀνακαλύπτει τά ἀρχαῖα ἑλληνικά καί λατινικά κείμενα, καλλιεργώντας παράλληλα τήν νεώτερη ἰταλική. Ὁ ἀπό «στεριά καί θάλασσα» πολιορκημένος βυζαντινός ἀνθρωπισμός δέν ἔχει αὐτό τό περιθώριο, καθώς τό μόνο σχεδόν ἔδαφος πού διαθέτει εἶναι ὁ χῶρος τῆς παράδοσης. Στρέφεται ἔτσι πρός τήν ἀρχαιοελληνική γλωσσική μορφή καί τήν ἐκ νέου ἀνακάλυψη τῶν ἑλλήνων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως θά κάνει ὁ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί οἱ ἡσυχαστές. Χαρακτηριστική τοῦ ἀδιεξόδου εἶναι ἡ ἐμβληματική μορφή τοῦ Πλήθωνα-Γεμιστοῦ. Τριάντα ἑφτά χρόνια πρίν τήν Ἅλωση, προσπαθεῖ νά πείσει τούς Παλαιολόγους γιά τήν ἀνάγκη μιᾶς μεταρρύθμισης πού θά μεταβάλει τά ὑπολείμματα τῆς Αὐτοκρατορίας σέ ἕνα ἑλληνικό ἐθνικό κράτος: Ἐμπόριο, βιομηχανία, ἀγροτική μεταρρύθμιση κ.λπ. Καί ὅμως τό ἀνέφικτο τῆς ἀγωνιώδους προσπάθειάς του θά σημαδευτεῖ ὄχι μόνο ἀπό τήν ἀπόπειρα ἐπιστροφῆς στήν ἀρχαία ἑλληνική θρησκεία, ἀλλά καί ἀπό τό γλωσσικό ἐργαλεῖο πού χρησιμοποιεῖ, τήν ἀρχαΐζουσα γλῶσσα του. Ἡ βυζαντινή Ἀναγέννηση, ἔστω in extremis, θά στηριζόταν μέ τό ἕνα πόδι στόν ἑλληνικό ἀνθρωπισμό, ἀλλά εἶχε ἀνάγκη καί ἀπό ἕνα δεύτερο, τή ζωντανή λαϊκή πραγματικότητα καί τούς χυμούς της. Καί κάτι τέτοιο ἀπουσίαζε παντελῶς.
Ταυτόχρονα, ὁ ἑλληνικός λαός, στήν Κύπρο, τόν Πόντο, τή Νότια Ἰταλία, τήν Ἤπειρο, τήν Κρήτη καί τά Ἑπτάνησα, θά μιλάει καί θά τραγουδάει στήν γλῶσσα του, ὅλο καί πιό ἰδιωματική, μέ μόνο στοιχεῖο ἑνότητας τόν ἐκκλησιαστικό λόγο καί τά παλιά τραγούδια τοῦ γένους (π.χ. τά Ἀκριτικά, τίς Παραλογές, κ.λπ.).
Ὅταν ὁ ἑλληνισμός, ἀπό τά τέλη τοῦ 17ου αἰῶνα καί μετά, θά εἰσέλθει σέ μιά νέα περίοδο ἀκμῆς, τό γλωσσικό ζήτημα θά ἀνακύψει ἐκ νέου καί θά σφραγίσει τήν ἑλληνική ἱστορία τριῶν αἰώνων. Ἰδιαίτερα κατά τή διάρκεια τοῦ 19ου αἰῶνα καί στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ, θά ὁδηγήσει σέ μία ὑπάρξει μιά ἐπίταση τῆς ἀντιπαράθεσης, μεταξύ τῶν «χυδαιολογούντων» λογίων καί τῶν ὀπαδῶν τοῦ «καθαροῦ» ἰδιώματος... Τώρα πιά, ἡ ἐκπαίδευση ἐξαπλώνεται στόν νεώτερο ἑλληνισμό καί στίς ἀρχές τοῦ 19ου αἰῶνα θά ὑπάρχουν σχολεῖα σέ ὅλα τά κέντρα του. Τό γλωσσικό ζήτημα θά ἀποβεῖ καθοριστικό, οἱ ἀντιθέσεις θά ὀξυνθοῦν καί ἀπό τά τέλη τοῦ 19ου αἰ. ἕως τόν Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, ἄν ὄχι καί μέχρι τήν δεκαετία τοῦ 1970, θά διχάσουν τήν κοινωνία μας. Σέ μιά στιγμή πού ὁ ἑλληνικός λαός χρειαζόταν ὅλες τίς δυνάμεις του γιά νά πραγματοποιήσει τή δική του Ἀναγέννηση καί νά οἰκοδομήσει ἕνα σύγχρονο ἀλλά ταυτόχρονα πρωτότυπο πολιτιστικό πρότυπο, καί κατά συνέπεια μιά γλωσσική μορφή πού θά συνέθετε δημιουργικά τή διαχρονία καί τή συγχρονία τοῦ ἑλληνισμοῦ, ἀνάλωσε πολλές ἀπό τίς δυνάμεις του σέ μιά ἀντιπαράθεση μεταξύ τους. Ἀντί νά ἀναπτυχθεῖ ἕνα γλωσσικό ὄργανο πού θά ἐνοφθάλμιζε στό σῶμα τῆς ζωντανῆς λαϊκῆς γλώσσας στοιχεῖα μιᾶς ἀδιάσπαστης γλωσσικῆς ἑνότητας, ὅπως λέξεις καί σχήματα, μορφολογικά στοιχεῖα, γραφή (ἡ ἐξοικείωση μέ τήν ἱστορική γραφή εἶναι ἀπαραίτητη γιά τήν ἐτυμολογική προσέγγιση τῶν λέξεων καί τήν εὐχερῆ πρόσβαση στά παλαιότερα κείμενα) κ.λπ., οἱ δυνάμεις μας σπαταλήθηκαν σέ ἕναν διάλογο πού, παρά τίς δημιουργικές του πλευρές (παράθεση καί ἐπεξεργασία ἐπιχειρημάτων, ἀνάπτυξη τῶν γλωσσικῶν σπουδῶν κ.λπ.), εἶχε κυρίως ἀρνητικές συνέπειες:
Ἡ ἐπιμονή στήν καθαρεύουσα καί τήν ἀρχαΐζουσα ἀπέκοπτε τούς ἐγγραμμάτους ἀπό τό λαϊκό σῶμα μέ ἀμφίδρομες συνέπειες. Οἱ λόγιοι περιορίζονταν σέ συζήτηση καί προβληματισμό μεταξύ ἑνός περιορισμένου κύκλου ἐγγραμμάτων. Κατά συνέπεια καί τό ἐπίπεδο τοῦ προβληματισμοῦ παρέμενε χαμηλό, μιά καί ἡ συζήτηση διεξάγονταν ἀνάμεσα σέ ἐλάχιστους ἀνθρώπους καί δέν μποροῦσε νά ἀξιοποιήσει στοιχεῖα τῆς λαϊκῆς σοφίας καί παράδοσης. Ἐκ παραλλήλου, ἡ ἀδυναμία πρόσβασης τοῦ εὐρύτερου λαϊκοῦ σώματος στόν κόσμο τῶν ἰδεῶν, τῆς ἐπιστήμης, τῆς ὑψηλῆς τέχνης, φτώχαινε τό λαϊκό σῶμα, καθυστεροῦσε τή διαμόρφωση ἑνός ἐπεξεργασμένου γλωσσικοῦ ὀργάνου, κ.ο.κ. Ὁ διχασμός μεταξύ διανοουμένων καί λαοῦ, πού τόσο ἔντονα καί ἀρνητικά σφραγίζει τή σύγχρονη ἑλληνική παράδοση, σφραγίζεται καθοριστικά ἀπό αὐτόν τόν γλωσσικό διαφορισμό.
Ἀπέναντι στόν καθαρολογισμό ἀναπτύσσεται μιά ἀντίδραση πού ὅμως θά ὁδηγηθεῖ συχνά στό ἀντίθετο ἄκρο. Ὁ Βηλαρᾶς θά μιλήσει πρῶτος γιά τή φωνητική (κανονικά: φωνολογική) γραφή («Η ρομέηκη γλόσα») καί στή συνέχεια θά ἀκολουθήσει ὁ ψυχαρισμός, ἡ «φωνητική» γραφή, ἀκόμα καί ἡ πρόταση γιά υἱοθέτηση τοῦ λατινικοῦ ἀλφαβήτου. Ἡ συγχρονία στήν πιό πεζή καί ἐργαλειακή μορφή της (ἡ γλῶσσα εἶναι μόνο ἐργαλεῖο ἐπικοινωνίας καί ὄχι συμπύκνωση ἱστορίας, παράδοσης, ταυτότητας, ἡ ὁποία ἐπέτρεψε τήν διατήρηση τῆς ἴδιας της ὑπόστασης τοῦ ἑλληνισμοῦ), ἀντικαθιστᾷ πλέον τήν ἀποστεωμένη διαχρονικότητα. Εὐνοεῖται ἡ μικρότερη προσπάθεια γιά τήν ἐκμάθηση τῆς γλώσσας, μιά καί πρόκειται γιά ἕνα ἁπλό «ἐργαλεῖο». Οἱ μαθητές δέν πρέπει νά «κουράζονται» γιά νά μάθουν τή γλῶσσα, ἀλλά νά ἀφιερώνονται στήν ἀποθησαύριση ἐπιστημονικῶν καί «πρακτικῶν» γνώσεων. Ἔτσι, ἀπό τήν ἀντίδραση στά «γραμματικά» καί στήν τυραννία τοῦ συντακτικοῦ πού περιέγραφε ὁ Ἰώσηπος Μοισιόδαξ ὡς «γραμματικὴν κακοφυΐαν» καί κατακεραύνωνε ὁ Ἀδαμάντιος Κοραῆς («περισσότερον ἤθελε ὠφελήσει τὸ γένος σήμερον ὅστις καίει παρὰ ὅστις γράφει Γραμματικάς»), φτάσαμε στό ἀντίθετο ἄκρο: στήν τυραννία τοῦ πρακτικοῦ λόγου καί τήν ἐργαλειακή ἀποδοτικότητα, ξεχνώντας πώς ἡ ἐκμάθηση μιᾶς γλώσσας, καί μάλιστα μέ τέτοια ἱστορία καί πλοῦτο, ἀποτελεῖ μία πολιτιστική καί γνωστική διαδικασία πρώτου μεγέθους, σηματοδοτεῖ τήν ἴδια τήν πρόσκτηση μιᾶς συλλογικῆς ταυτότητας.
Μέ αὐτόν τόν τρόπο, ἕνα μέρος τῆς γλωσσικῆς καί κοινωνικῆς ἀριστερᾶς, πού βρίσκονταν σέ σύγκρουση μέ τόν γλωσσαμυντορισμό, τήν κοινωνική καί γλωσσική δεξιά, θά μεταβληθεῖ στόν ὑποστηρικτή τῆς ἰσοπέδωσης τῆς γλωσσικῆς μορφῆς.
Ὡστόσο, ὅσο κυριαρχοῦσε ἡ καθαρεύουσα, ἡ ἀρχαΐζουσα καί ἡ τυπολατρική ἀρχαιογνωσία, οἱ ἐργαλειακές διαστάσεις τοῦ δημοτικισμοῦ δέν τονίζονταν. Αὐτό θά γίνει μόνο ἀπό τή στιγμή πού, μετά τή μεταπολίτευση, ἡ δημοτική θά κυριαρχήσει ἀκόμα καί ὡς ἐπίσημη γλῶσσα τοῦ κράτους καί το γλωσσικό ζήτημα θα εἰσέλθει σέ μιά Τρίτη Περίοδο.
Ἰσοπέδωση καί ἀντίσταση
Στίς συνθῆκες, πλέον, τοῦ παγκοσμιοποιούμενου καπιταλισμοῦ, οἱ ἄρχουσες τάξεις, ἰδιαίτερα τῶν μικρῶν καί ἐξαρτημένων χωρῶν, δέν ἐπιμένουν στή διατήρηση τῆς παράδοσης καί τῆς ταυτότητας ὡς ἐγχώριων μεσολαβητῶν τῆς ἡγεμονίας τους. Ἀντιθέτως, ἀξιοδοτοῦν καί προάγουν τήν ἰσοπέδωση τῶν ταυτοτήτων πού συνιστοῦν ἐμπόδιο σέ αὐτή τήν «πραγματική ὑπαγωγή». Ἐθνικές γλῶσσες, παραδόσεις, ἰδιαιτερότητες, ἀκόμα καί ἐγχώρια πολιτικά καί προνοιακά συστήματα, θά πρέπει νά ὑποβαθμιστοῦν ἤ ἀκόμα καί νά ἐξαλειφθοῦν. Ἡ γλωσσική συγχρονία, στήν πιό χυδαία συχνά ἐκδοχή της, θά πρέπει νά ὀβελίσει κάθε στοιχεῖο διαχρονίας. Σήμερα χρειαζόμαστε τά ἀγγλικά ὡς παγκόσμια lingua franca καί οἱ ἐγχώριες γλῶσσες ἀποτελοῦν ἕνα ἀκόμα ἐμπόδιο στήν χωρίς ὅρια ἐπέκταση τῶν διαδικασιῶν τῆς κεφαλαιακῆς ἀξιοποίησης.
Μιά ὁρισμένη ἐργαλειακή ἀντίληψη γιά τή γλῶσσα παύει πλέον νά ἀποτελεῖ τό ὄργανο τοῦ ἀκραίου δημοτικισμοῦ, ἴσως καί λαϊκισμοῦ, και μεταστρέφεται σέ μηχανισμό τῆς παγκοσμιοποίησης. Οἱ ἐγχώριοι ἐκδοτικοί μηχανισμοί καί οἱ τεχνοκράτες εἰσάγουν πλέον τήν «ἁπλούστευση» τῆς γραφῆς καί τῆς γλώσσας, τή λεκτική ἰσοπέδωση, τήν ἀπομάκρυνση ἀπό τήν ἱστορική γραφή, καί στηρίζουν τόν ὀβελισμό τῆς διδασκαλίας τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν ἀπό τήν ἐκπαιδευτική διαδικασία. Οἱ τουριστικοί ἐπιχειρηματίες, οἱ ἐπιχειρήσεις τῆς «νέας οἰκονομίας» καί τό μεγάλο πολυεθνικό κεφάλαιο προωθοῦν ἤδη τή λατινική γραφή καί τά greeklish ὡς προθάλαμο γιά σταδιακή τουλάχιστον ὑποκατάσταση τῆς ἑλληνικῆς ἀπό τήν ἀγγλική.
Γιά τήν ιδεολογική στηριξη αὐτοῦ τοῦ ἐγχειρήματος ἐπιστρατεύεται ὁ ἐργαλειακός ἰσοπεδωτισμός. «Ἡ γλῶσσα δέν κινδυνεύει» διακηρύττουν οἱ «ἐκσυγχρονιστές», κεκράκτες τῶν μεγάλων ἐκδοτικῶν συγκροτημάτων καί τῶν πολυεθνικῶν, ἐνδεδυμένοι «τά παλιά δοξασμένα κουρέλια» τοῦ ἀγωνιστικοῦ δημοτικισμοῦ (καί μαζί τους δυστυχῶς καί μερικοί εἰλικρινεῖς καί καθυστερημένοι δημοτικιστές, καθηλωμένοι στόν κύκλο τῆς παλαιᾶς γλωσσικῆς ἀντιπαράθεσης). Προβάλλουν καί πάλι, λοιπόν, τόν «κίνδυνο» τοῦ «γλωσσικοῦ ἐθνικισμοῦ ἤ καθαρολογισμοῦ». Συσκοτίζοντας τό γεγονός ὅτι ἡ ἀντιπαράθεση δημοτικισμοῦ καί καθαρεύουσας ἔχει σήμερα ὑποκατασταθεῖ ἀπό μία νέα, ἀπό τήν ἀντιπαράθεση μεταξύ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας στή συγχρονία καί τή διαχρονία της, καί τῶν μηχανισμῶν ἐκπτώχευσης καί περιθωριοποίησής της, τῆς γλωσσικῆς παγκοσμιοποίησης καί ἰσοπέδωσης. Τώρα πιά ὁ Βηλαρᾶς καί ὁ Βούλγαρης, ὁ Κοραῆς καί ὁ Τριανταφυλλίδης, ὁ Σολωμός καί ὁ Παπαδιαμάντης βρίσκονται στό ἴδιο στρατόπεδο. Καί στό ἀπέναντι γνωρίζομε ποιοί βρίσκονται, γνωρίζομε τά ἐκδοτικά συγκροτήματα, τούς πολιτικούς, τούς διανοούμενους ὑπηρεσίας, πού, στό ὄνομα μιᾶς ξεπερασμένης ἀντίθεσης καί τῆς ἀντίληψης πώς «ἡ γλῶσσα δέν κινδυνεύει», συντάσσονται σήμερα μέ τούς ὀπαδούς τῆς παγκοσμιοποίησης.
Ἡ θέση μας σέ αὐτό τό νέο γλωσσικό ζήτημα πού ἔχει ἀνακύψει δέν μπορεῖ παρά νά εἶναι μιά στάση ἐνεργοῦ ἀντίστασης. Μιά ἐκ νέου ἀξιοδότηση τῆς γλώσσας μας ἀπό τόν Ὅμηρο μέχρι τόν Μακρυγιάννη καί τόν Σεφέρη. Στήν παράδοσή μας, τῶν τελευταίων αἰώνων, ἔχουμε τήν κόκκινη γραμμή πού μᾶς ὁδηγεῖ. Εἶναι ἡ γλωσσική παράδοση τοῦ ἔπους τοῦ Διγενῆ Ἀκρίτη στό Βυζάντιο, τῆς Ἐρωφίλης καί τοῦ Ἐρωτόκριτου στήν Ἐνετοκρατούμενη Κρήτη, – λόγια ἔργα ὑψηλῆς τέχνης πού ἔγιναν ταυτόχρονα καί δημοτικά ἄσματα πού τά ἀπομνημόνευε καί τά τραγουδοῦσε ὁ ἀγράμματος λαός, ἐμπλουτίζοντας τήν καθημερινή του γλῶσσα καί τά τραγούδια του. Καί ξανάπαιρνε αὐτά τά τραγούδια ὁ Σολωμός γιά νά τά κάνει ὑψηλή τέχνη καί ὁ Ρήγας γιά νά τά κάνει Θούριους. Ἔχουμε τή μεγάλη Ἑπτανησιακή παράδοση πού θά γεννήσει τόν Σολωμό καί τόν Κάλβο. Ἔχουμε τήν ἀρχαιογνωσία καί τόν δημοτικισμό τοῦ Μανόλη Τριανταφυλλίδη, στόν δρόμο πού χάραξε ὁ Δημητράκης Καταρτζῆς, οἱ Δημητριεῖς, ὁ Ρήγας Φεραῖος καί, ἀπό μιά ἄλλη ἀφετηρία, ὁ Ἀδαμάντιος Κοραῆς. Ἔχουμε τήν παράδοση τοῦ Παπαδιαμάντη καί τοῦ Καβάφη, τοῦ Πικιώνη καί τοῦ Κώστα Παπαϊωάννου. Μιά γλῶσσα ζωντανή πού στηρίζεται στή μητρική μας γλῶσσα, ἐνῷ ταυτόχρονα ἀνοίγεται θαρραλέα στόν θησαυρό τῶν χιλιετιῶν τῆς γλωσσικῆς μας παράδοσης, ἀναχωνεύοντας διαρκῶς νέα στοιχεῖα ἀπό αὐτή, ἀλλά καί ἀπό τή σύγχρονη ζωή καί τίς ξένες γλῶσσες.
Ἐπιτέλους μιά σύνθεση, πού δέν θά εἶναι ἄμυνα, ἁπλή «ἐπιστροφή» στήν παράδοση, ὅπως ἔκανε κάποτε ὁ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἤ ὁ... Πλήθωνας, ἀλλά ἐνεργός καί δημιουργική ἀντίσταση. Νά ‘μαστε λοιπόν πάλι στό αἴτημα τοῦ Σολωμοῦ: «μήγαρις ἔχω ἄλλο στὸ νοῦ μου πάρεξ ἐλευθερία καὶ γλώσσα;»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου