Ὁ Ἡρακλῆς στὸ σταυροδρόμι τῆς Ἀρετῆς καὶ τῆς Κακίας.
Τὸ δεῖπνο τοῦ Παυσανίου καὶ τοῦ Μαρδονίου στὶς Πλαταιές.
Τὴν συνισταμένη τῆς πραγματικῆς φύσης τῆς Ἑλλάδας ἀποτελοῦν τὸ φῶς, ἡ πενία καὶ ἡ θάλασσα, λέγει ὀ Ὀδυσσέας Ἐλύτης. Καὶ ἐπικαλεῖται τὴν «ἀρχαία πείνα» στὸ «Ἄξιον ἐστί». Καὶ σημειώνει [2]:
«Εἶναι ὕβρις, βέβαια, νὰ ἐξυμνεῖ κανείς τὴ φτώχεια. Ὡστόσο, μὲ τὸ πέρασμα τῶν αἰώνων, ἡ φτώχεια μαζὶ μὲ τὰ δεινὰ ποὺ ἦταν φυσικὸ νὰ συμπαρασύρει, ἔφτασε νὰ πάρει στὴν Ἑλλάδα ἕνα ἄλλο νόημα, ἠθικό, νὰ διαμορφώσει μιὰν εἰδικοῦ βάρους Ἀρετή, ποὺ τὴν εἴδαμε νὰ παίρνει τὴ μορφὴ τοῦ Ἀγωνιστῆ στοὺς ἄντρες, τῆς Καρτερίας στὶς γυναῖκες, καὶ ποὺ αὐτή, τελικά, ἐπέτρεψε τὴν ἐπιβίωση ἑνὸς λαοῦ στὸ πεῖσμα μιᾶς πεντηκοντάδας κατακτητικῶν κυμάτων.»
Γράφει ὁ Δημήτριος Ν. Γαρουφαλῆς [3]:
[...] τὸ περσικὸ καὶ λακωνικὸ δεῖπνο, τὸ ὁποῖο παρέθεσε ὁ ἀρχιστράτηγος Παυσανίας στοὺς Ἕλληνες στρατηγούς, ἀμέσως μετὰ τὴν νικηφόρο μάχη τῶν Πλαταιῶν [...]
Εἶναι τραγικὴ εἰρωνία, ἀλλὰ τὸ λεπτόγεον καὶ ἡ φτώχια ὑπῆρξαν δύο μεγάλες δυνάμεις τῆς Ἑλλάδος. Καὶ τὸ πίστευαν αὐτὸ βαθιὰ μέσα τους οἱ Ἕλληνες τῶν ἀρχῶν τοῦ 5ου αἰώνα π.Χ. Διότι, καθὼς λέγει ὁ Αἰσχύλος, «ἡ Δίκη κατοικεῖ λαμπρὴ στὴν καπνισμένη κάμαρη τῆς φτώχιας. Τιμᾶ τὴν ταπεινὴ ζωὴ τῆς ἀρετῆς, παίρνει τῶν ὁμματιῶν καὶ φεύγει ἀπὸ τὰ μέγαρα ποὺ χέρια βρώμικα τὰ φόρτωσαν χρυσάφι. Κοπιάζει στὰ χαμόσπιτα τ᾿ ἁγνά. Σιχαίνεται τοῦ πλούτου τὴν ἰσχύ, τὴν κούφια φήμη. Κι ὅλα στὸ πεπρωμένο τέρμα κατευθύνει.» («Ἀγαμέμνων», 771-781)
Ὁ Ἀριστοφάνης ἀντιπαραθέτει στὸν Πλοῦτο τὴν ἐνάρετη Πενία. Καὶ ὁ Κλαύδιος Αἰλιανός σημειώνει:
«Οἱ τῶν Ἑλλήνων ἅριστοι πενίᾳ διέζων παρὰ πάντα τὸν βίον.»
* * *
Ὁ Γιάννης Τσαρούχης:
Ὁ Ἕλληνας ἔχασε ἕνα μεγάλο κίνητρο ποὺ εἶχε στὴ ζωή του. Τὴν πείνα. Τώρα τρώει καὶ ὅλοι ἔχουν κοιλιὰ καὶ στομάχι. Λοιπὸν δὲν μπορεῖ νὰ ἔχουν τὴ δραστηριότητα ποὺ εἴχανε ὡς πεινασμένοι. Ὅ,τι μεγάλο ἔκανε ἡ Ἑλλὰς -εἴτε ἀπὸ φιλοσόφους εἴτε ἀπὸ ἁπλοὺς ἀνθρώπους- τὸ ἔκανε ἀπὸ τὴν πείνα. Ὁ Ἕλληνας φαγωμένος γίνεται ἕνα ἀποκτηνωμένο ζῶο.
* * *
Ὁ Φώτης Κόντογλου («Τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια») [4]:
«Ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια». Αὐτὰ τὰ θαυμάσια λόγια εἶναι παρμένα ἀπὸ τὸ τροπάρι τοῦ ἁγίου Νικολάου καὶ λένε πὼς αὐτὸς ὁ ἅγιος ἀπέκτησε μὲ τὴν ταπείνωση τὰ ὑψηλά, δηλαδὴ ἀξιώθηκε νὰ πάρει μεγάλα πνευματικὰ χαρίσματα μὲ τὴν ταπείνωση, καὶ μὲ τὴ φτώχεια πλούτισε τὴν ψυχή του μὲ οὐράνιους θησαυρούς.
Ἀλλὰ αὐτὰ τὰ λόγια εἶναι καὶ γενικὰ σύμβολα γιὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, ποὺ εἶναι ἡ θρησκευτικὴ ἔκφρασή της. Τὸ «τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια» εἶναι παρόμοιο μὲ τὸ ἀρχαῖο ρητὸ «καλλιτεχνοῦμεν μετ᾿ εὐτελείας», ποὺ ἐξηγεῖ τὴν ἁπλότητα, τὴν λιτότητα ποὺ ὑπάρχει στὴν τέχνη μας, καὶ γενικὰ σὲ ὅλα μας.
Πρῶτα-πρῶτα, ἡ φύση μας εἶναι «τῇ πτωχείᾳ πλουσία», δηλαδὴ φαίνεται ἀπ᾿ ἔξω φτωχή, μὰ στὸ βάθος εἶναι πλούσια. Ἕνα μάτι ποὺ βλέπει μοναχὰ ἐξωτερικὰ καὶ ξώπετσα, δὲ μπορεῖ νὰ νοιώσει τὸ πνευματικὸ βάθος ποὺ ὑπάρχει πίσω ἀπὸ τὰ φαινόμενα. Ἡ ἑλληνικὴ φύση εἶναι ἁπλὴ καὶ λεπτή: Βουνὰ ποὺ εἶναι σπανὰ τὰ περισσότερα, δίχως δέντρα ἢ μὲ λιγοστὰ δεντράκια, μικρὰ λαγκάδια, ἀνάμεσα στὶς πλαγιές, ξεροπόταμα μὲ δάφνες, λυγαριὲς καὶ λίγες ταπεινὲς ἰτιές, κάμποι κίτρινοι, δίχως πολλὲς πρασινάδες, ἀμπέλια κατάχλωρα, ἀκροθαλασσιὲς ἥμερες, νησιὰ πολλὰ καὶ ξέρες, βράχοι σκουριασμένοι. Παντοῦ λίγη βλάστηση, λίγος σκοῖνος, μὰ τὰ λιγοστὰ δέντρα καὶ τὰ πολλὰ ἀγριόκλαρα εἶναι ἐκφραστικὰ στὸν ὑπέρτατο βαθμό, λὲς κ᾿ εἶναι ζωντανὰ πλάσματα, μὲ ψυχὴ καὶ μὲ μιλιά. Ἕνα δέντρο ποὺ στέκεται στὴν ἔρημη πλαγιὰ ἀπομοναχιασμένο, ἢ ἕνα ἄλλο καμπουριασμένο ἀπάνω ἀπὸ μία βρύση ἡ δίπλα σ᾿ ἕνα ρημοκκλήσι, θαρρεῖς πὼς εἶναι ζωντανοὶ ἄνθρωποι. Σ᾿ ἄλλο μέρος φαίνουνται ἀπὸ μακρυὰ δυὸ τρία δέντρα μαζωμένα, μὲ διάφορα σχήματα, καὶ θαρρεῖς πὼς κουβεντιάζουνε μεταξύ τους, ἀγναντεύοντας κάτω τὸν κάμπο ἢ τὸ γαλανὸ πέλαγο. Ἀλλοῦ πάλι βλέπεις περισσότερα δέντρα, ἕνα κοπάδι καὶ σοῦ φαίνουνται κι αὐτὰ σὰν ζωντανά. Δὲν εἶναι σὰν ἐκεῖνα ποὺ βλέπει κανένας σὲ ἄλλες χώρες, ἀκαταμέτρητα, πυκνά, ἀπαράλλαχτα τό ῾να μὲ τ᾿ ἄλλο, στοιβαγμένα τό ῾να κοντὰ στ᾿ ἄλλο μέσα στὰ δάση, σὰν νεκρά, σὰν νὰ βγήκανε ἀπὸ κανένα ἐργοστάσιο, ὅπως τὰ σπιρτόξυλα μέσα στὸ κουτί, χωρὶς φυσιογνωμία ἰδιαίτερη, χωρὶς ἔκφραση, δίχως μυρουδιά. Όπως ὁ ἄνθρωπος χάνει τὸν ἑαυτό του μέσα σ᾿ ἕνα πλῆθος ἀκαταμέτρητα, ἔτσι καὶ τὸ δέντρο ἢ ὅ,τι ἄλλο φυσικὸ κτίσμα, χάνεται μέσα στὸ ἀκαταμέτρητα διάστημα. Ἡ φύση σ᾿ αὐτὲς τὶς χῶρες εἶναι ἀκόμα σὰν χάος, ποὺ βαραίνει σὰν βραχνὰς τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου.
Τὸ ἴδιο γίνεται καὶ μὲ τὰ μεγάλα βουνὰ ποὺ ὑπάρχουνε στὶς ξένες χῶρες, ποὺ εἶναι ἔξω ἀπὸ τὰ μέτρα τοῦ ἀνθρώπου, κ᾿ ἡ ματιά του δὲν μπορεῖ νὰ τὰ περιλάβει, οὔτε ἡ ψυχή του νὰ τὰ νοιώσει, κρυμμένα μέσα σὲ πυκνὲς ἀντάρες. Ἐνῷ τὰ δικά μας τὰ βουνά, θαρρεῖς πὼς εἶναι καμωμένα γιὰ τὸν ἄνθρωπο, λίγο πολὺ στὰ μέτρα του. Ἔχουνε κάποια ἐκφραστικὰ σχέδια, ὅπως προβάλλουνε τό ῾να πίσ᾿ ἀπὸ τ᾿ ἄλλο, ἥσυχα, ξαπλωμένα στὸν ἥλιο, ἢ γερμένα γιὰ νὰ ξεκουραστοῦνε κατὰ τὸ βασίλεμα, σὰν τὰ βόδια ποὺ κείτουνται στὸ χωράφι, ἀναχαράζοντας εἰρηνικά, θαρρεῖς πὼς εἶναι ἄνθρωποι, σὰν τσομπαναρέοι, σὰν τσελιγκάδες. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὰ θαυμάσια τραγούδια μας τὰ τραγουδήσανε, σὰν νὰ εἶναι κάποια ζωντανὰ πλάσματα:
Ὁ Ὄλυμπος κι ὁ Κίσσαβος τὰ δυὸ βουνὰ μαλώνουν
γυρίζ᾿ ὁ γέρο Ὄλυμπος καὶ λέγει τοῦ Κισσάβου...
ἢ,
Ἔχετε γεια ψηλὰ βουνὰ
καὶ δροσερὲς βρυσοῦλες,
κι ἐσεῖς Τζουμέρκα κι Ἄγραφα,
παλληκαριῶν λημέρια.
Στὴ φύση μας ὅλα εἶναι ἁπλά, καθαρά, λιγοστά, ὄχι πλῆθος ποὺ κουράζει τὸ μυαλό. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὰ αἰσθήματά μας εἶναι τὰ ἴδια, ἁπλά, ὅσο εἴμαστε εἰλικρινεῖς μὲ τὸν ἑαυτό μας καὶ δὲν θέλουμε νὰ κάνουμε τὸν Εὐρωπαῖο.
Αὐτή, λοιπόν, ἡ ἁπλότητα ποὺ ὑπάρχει στὴ φύση μας καὶ στὴν ψυχή μας, εἶναι ἡ πλούσια φτώχεια ποὺ εἴπαμε. Ἡ ἁπλότητα φαίνεται γιὰ φτώχεια στὸ μάτι καὶ στὴν ψυχὴ τοῦ ρηχοῦ ἀνθρώπου. Καὶ πλοῦτος νομίζεται τὸ πλῆθος. Ὁ ἀρχαῖος εἶπε τὸ ρητό: «Οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ᾿ ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ».
Ἐρχόμαστε τώρα στὴν τέχνη. Ἡ τέχνη μας εἶναι κι αὐτὴ σὰν τὴ φύση μας, ἁπλὴ ἀπ᾿ ἔξω καὶ πλούσια ἀπὸ μέσα. Τὰ ἀρχαῖα χτίρια ξεκουράζουνε μὲ τὴν ἁπλότητά τους. Οἱ κολόνες, τὰ ἀετώματα, οἱ μετόπες, ὅλα εἶναι ἁπλούστατα. Δυὸ τρεῖς κολόνες στέκουνται ἀπάνω σ᾿ ἕναν ψηλὸν κάβο, κ᾿ εἶναι τόσο ἁρμονικὲς μὲ τὴν τοποθεσία, ποὺ θαρρεῖ κανένας πὼς καὶ τὰ δυό, τὸ φυσικὸ καὶ τὸ τεχνητό, τὰ ἔκανε τὸ ἴδιο χέρι, τὸ ἴδιο αἴσθημα!
Οἱ βυζαντινὲς ἐκκλησίες μὲ τὸν τροῦλο θαρρεῖς πὼς εἶναι μικρὰ βουναλάκια ἀπάνω στὰ μεγάλα. Τὰ μικρὰ ρημοκκλήσια μὲ τὴν καμαρωτὴ σκεπή, μὲ τὸ ἀνεπιτήδευτο χτίσιμο, στέκουνται ἀπάνω στὶς ράχες ἢ στὶς πλαγιές, μ᾿ ἕνα δυὸ δεντράκια γιὰ συντροφιά, κ᾿ εἶναι τόσο ταιριαστὰ μὲ τὴ γύρω τοποθεσία, ποὺ τὰ χαίρεσαι, ὅπως χαίρεσαι ἕναν ἔμορφο βράχο, ἕνα νησάκι, ἕναν κάβο.
Τὰ χωριάτικα σπίτια, τὰ παλιά, ὄχι αὐτὰ ποὺ χτίζουνε τώρα οἱ χωριάτες, πιθηκίζοντας τὴν Ἀθήνα, κοίταξε πόσο σύμφωνα εἶναι μὲ τὴ φύση. Ἐνῷ ὅσα κάνουνε τώρα κάποιοι ξιππασμένοι χωριάτες, τὰ μοντέρνα, μὲ τὸ στερεότυπο κρύο σχέδιο, μὲ τὰ στερεότυπα χρώματα, μὲ τὶς εὐρωπαϊκὲς σιδεριὲς μὲ τὰ «ἄρ-τιφισιέλ», κοίταξε κι ὁμολόγησε τί φωναχτὴ παραφωνία εἶναι μέσα στὴν ἁπλὴ καὶ ταπεινὴ ἁρμονία ποὺ κάνουνε τ᾿ ἄλλα τὰ σπίτια τοῦ χωρίου. Ἡ τέχνη εἶναι σωστὴ κι ἀληθινή, ὅταν ἐκεῖνος ποὺ τὴν κάνει ἔχει καὶ γερὸ ἔνστικτο, ὅπως οἱ ἁπλοὶ ἄνθρωποι τῶν χωριῶν, ἐνῷ ἐκεῖνος ποὺ κάνει ὅ,τι κάνει μὲ ξερὴ γνώση, καὶ κείνη δανεικὴ καὶ συμβατική, ὅπως ἡ ἀρχιτεκτονική, ἡ ζωγραφικὴ κ᾿ ἡ μουσικὴ ποὺ διδάσκονται σήμερα στὶς διάφορες σχολές, δὲν ἔχει καθόλου αὐτὴ τὴν αἴσθηση ποὺ χρειάζεται γιὰ νὰ εἶναι σὲ ἁρμονία αὐτὸ ποὺ κάνει μὲ τὰ γύρω τοῦ φυσικὰ φαινόμενα. Γιὰ τοῦτο ἡ παράδοση σ᾿ ἕναν τόπο εἶναι ὁ μοναχὸς ἀληθινὸς δρόμος γιὰ τὶς τέχνες, καὶ γενικὰ γιὰ κάθε ἔκφραση τῆς ζωῆς, τὰ δὲ ἄλλα εἶναι «ξύλα, πλίνθοι καὶ κέραμοι, ἀτάκτως ἐρριμμένα», χωρὶς κανέναν δεσμό, οὔτε μεταξύ τους, οὔτε μὲ τὸν τόπο, χωρὶς καμμιὰ δικαίωση.
Κοιτάξετε πόσο πολύπλοκα καὶ μπερδεμένα κατα-φορτωμένα, μὲ ἀνόητες σαβοῦρες εἶναι τὰ κτίρια τῆς γοτθικῆς τέχνης, τῆς ἰταλικῆς Ἀναγέννησης, καὶ τ᾿ ἄλλα ποὺ κάναμε στὶς λατινικὲς καὶ στὶς ἀγγλοσαξονικὲς χῶρες. Ἀπελπισία! Μπιχλιμπίδια καὶ στριφογυρίσματα. Τὸ ἴδιο καὶ στὴν Ἀνατολή, στὴν Ἰνδία καὶ στὴν Κίνα: Παγόδες σὰν λαβύρινθοι, βραχνὰς ἀληθινός!
Οἱ δυτικοί, ἀπὸ τὸ ἀνόητο παραφόρτωμα ποὺ κάνανε στὰ χτίριά τους, μὲ κορνίζες, μὲ πάστες, μὲ λογῆς λογῆς ἀνάγλυφα, ποὺ φτάξανε πιὰ στὶς τοῦρτες τῆς Νότιας Ἀμερικῆς, πήρανε σήμερα βόλτα καὶ φτάξανε μονομιᾶς στὴν ἄλλη ἄκρη, στὸ μοντέρνο στὸν Λε-κορμπυζιέ, δηλαδὴ στὸ ξεγύμνωμα, στὴν πουριτανικὴ αἰσθητική, στὸ σκέτο κασσόνι.
Τὰ ἴδια γίνουνται καὶ στὶς ἄλλες τέχνες. Ἡ δική μας ζωγραφική, δηλαδὴ ἡ βυζαντινή, εἶναι ἁπλὴ καὶ λιτὴ στὴν ὄψη, καθαρισμένη ἀπὸ τὰ μάταια κι ἀνώφελα στολίδια τῆς προοπτικῆς καὶ τῆς ἀνατομίας, καθαρὴ σὰν κρούσταλλο, κι ἀπὸ μέσα γεμάτη πνευματικὸ βάθος, χωρὶς ἐπιτήδεψη ποὺ θέλει, νὰ ξεγελάσει τὸ μάτι (trompe d᾿ oeil), δηλαδὴ πράγματα σαλντιμπαγκικά, κατώτερα ἀπὸ τοὺς σκοποὺς ποὺ πρέπει νά ῾χει ἡ τέχνη. Ἡ ζωγραφικὴ σὲ ἄλλες χῶρες στάθηκε κολλημένη μόνο στὸ φαινόμενο, παραφορτωμένη μὲ ἀδιαφόρετα πράγματα, μὲ προοπτικές, μὲ ἀνατομίες, μὲ σκηνοθεσίες θεατρικές, μὲ φωτισμοὺς ἐπιτηδευμένους καὶ ψεύτικους, παραγεμισμένη μὲ ἕνα σωρὸ ἀνόητα ἐφευρήματα, μὲ ταβάνια πλουμισμένα, ποὺ δείχνουνε τάχα βάθος στὸ διάστημα, χωρὶς καμμιὰ ἁπλότητα, μπερδεμένη καὶ πατικωμένη, ὅπως π.χ. εἶναι τὰ ἔργα τοῦ Μιχαὴλ Ἀγγέλου, μ᾿ ἕνα σωρὸ μπεχλιβάνηδες, τοῦ Τισιάνου, τοῦ Βερονέζε, προπάντων τοῦ Τιντορέττο, μὲ χιλιάδες πρόσωπα, σὲ σημεῖο νὰ μὴ βλέπεις τίποτα, τὰ ἔργα τοῦ Ροῦμπενς, ποὺ εἶναι σὰν κρεοπωλεῖο γεμάτο σάρκες καὶ μάταιες ἐπιδείξεις. Ἀκόμα κ᾿ οἱ πιὸ παλιοὶ τεχνῖτες τους εἶναι γεμάτοι ἀπὸ ἀνόητη ματαιότητα καὶ στὰ θρησκευτικὰ ἔργα, ὅπως π.χ. «ἡ προσκύνηση τῶν Μάγων» τοῦ Τζεντίλε ντὰ Φαμπριάνο καὶ τοῦ Μπενότσο Γκότσολι, ποὺ παριστάνουνε ἕναν στρατὸν ὁλόκληρον ἀπὸ «ἱππότες» ντυμένους καρναβαλίστικα, ἄλλους καβαλάρηδες κι ἄλλους πεζούς, μὲ καμῆλες φορτωμένες, μὲ λυκόσκυλα, μὲ γεράκια τοῦ κυνηγίου, μὲ ἐλάφια, μὲ χρυσὰ κι ἀργυρὰ ροῦχα μὲ ἀραπάδες, μὲ σαρίκια, μὲ ρόμπες λογιῶν λογιῶν, μὲ βάζα, μὲ κουτιά, μὲ ὅ,τι φαντασθεῖ κανένας· κι ὅλοι αὐτοὶ πᾶνε νὰ προσκυνήσουνε, τάχα, «τὸ θεῖον βρέφος», ποὺ δὲν φαίνεται καθόλου μέσα σ᾿ ἐκεῖνον τὸν κυκεῶνα! Ἐνῷ οἱ δικοί μας ζωγράφοι ζωγραφίζουνε τοὺς τρεῖς Μάγους, ἁπλὰ καὶ καθαρά, μάλιστα μικρόσωμους, καὶ δίνουνε τὰ δῶρα τους στὴν Παναγιά, ποὺ κρατᾷ τὸν νιογέννητο Χριστό, ταπεινά, ἁπλά, ὅπως εἶναι γραμμένα καὶ στὸ Εὐαγγέλιο, χωρὶς αὐτὲς τὶς παράτες καὶ τὶς φιέστες στοῦ κασίδη τὸ κεφάλι. Βάθος δὲ πνευματικὸ κανένα δὲν ὑπάρχει στοὺς δυτικούς, μοναχὰ βουὴ καὶ σαματᾶς: Ὄπερα!
Κ᾿ ἡ μουσική μας εἶναι καὶ κείνη ἁπλή, σεμνή, καθαρή, καὶ κάνει πιὸ ἐκφραστικὰ τὰ λόγια ἑνὸς τραγουδιοῦ, καὶ τὰ ὄργανα ποὺ τὴν παίζουνε εἶναι ἁπλὰ καὶ λιγοστά: ἡ λύρα ποὺ ἔπαιζε ὁ Τέρπανδρος, τὸ σαντούρι ποὺ ἔπαιζε ὁ Ὅμηρος, ἡ φλογέρα ποὺ ἔπαιζε ὁ Εὔμαιος. Κ᾿ ἡ ψαλμῳδία μας εἶναι ἁπλή, παθητικὴ καὶ πνευματική, χωρὶς κανένα ὄργανο.
Σὲ ἄλλες χῶρες ἡ μουσικὴ γίνηκε ἐπιστήμη βαρεῖα. Ἕνα τιποτένιο «μοτίβο» γίνεται περίπλοκο καὶ φοβερὸ «ἔργο», βαρὺ καὶ καταθλιπτικό, σὰν τὰ κτίρια τους, σὰν τὶς ζωγραφιές τους, σὰν τὰ δράματά τους. Καὶ τὰ ὄργανα ποὺ παίζουνε αὐτὴ τὴ μουσικὴ εἶναι ἀκαταμέτρητα, ὁλόκληρες φάλαγγες, ποὺ τὸ τίποτα τὸ κάνουμε βροντὴ τοῦ οὐρανοῦ! Αὐτὰ ξιππάζουνε τοὺς ματαιόδοξους, ποὺ παίρνουνε τὸ πλῆθος γιὰ πλοῦτο, καὶ δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ ζητήσουνε τὸ «τιμιώτατον», ποὺ βρίσκεται μοναχὰ μέσα στὴν ἁπλότητα.
Προσπάθησα νὰ σοῦ δώσω νὰ νοιώσεις τὴν «πλούσια φτώχεια», ποὺ ὑπάρχει στὰ δικά μας πράγματα, δηλαδὴ τὴν ἁπλὴ ὄψη τῆς φύσης μας καὶ τῆς τέχνης μας, ποὺ κρύβει ὅμως μυστικοὺς θησαυρούς. Ὅπου ὑπάρχει τυμπανοκρουσία καὶ μεγάλη φασαρία καὶ σκηνοθεσία, νὰ ξέρεις πὼς δὲν ὑπάρχει παραμέσα τίποτε ἄλλο ἀπ᾿ αὐτὸ ποὺ ἀκοῦς καὶ βλέπεις. Ἄν, λοιπόν, ἔνοιωσες κάτι ἀπ᾿ αὐτὰ ποὺ εἴπαμε, τώρα ποὺ τελειώνεις τὸ διάβασμα θὰ καταλάβεις καλύτερα τὴν ἐμορφιὰ καὶ τὴν ἀλήθεια, ποὺ ἔχουνε τὰ λόγια ποὺ διάβασες στὴν ἀρχή: «Τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια».
* * *
Ὁ Γιάννης Ξανθούλης («Επιτέλους... φτωχοί!») [5]:
...Να ξαναγίνουμε φτωχοί.
Όπως ήμασταν πάντα. Όπως οι ήρωες των παλιών αναγνωστικών που οι γιαγιάδες έμοιαζαν με γιαγιάδες κι όχι με συνταξιούχες πόρνες. Όπου οι μπαμπάδες επέστρεφαν το μεσημέρι για να καθήσει ΟΛΗ η ελληνική οικογένεια στο τραπέζι και να φάει το σεμνό φαγητό -όσπρια πεντανόστιμα και ζαρζαβατικά με μαύρο ψωμί μοσχοβολιστό- ενώ η γάτα και ο σκύλος περίμεναν στωικά να 'ρθει η σειρά τους... Να ξαναγίνουμε φτωχοί όπως ήμασταν πριν σαράντα και πενήντα χρόνια. Τότε που ονειρευόμασταν εν μέσω γκρι, μπλε και μπεζ χρωμάτων, τότε που καμιά Ελληνίδα δεν φιλοδοξούσε να γίνει ψευδοξανθιά, τότε που η λάσπη κολλούσε συμπαθητικά στα παπούτσια μας και οι αυθεντικοί ζήτουλες βρίσκονταν έξω απ' τις εκκλησιές περιμένοντας το τέλος της λειτουργίας και του μνημόσυνου. Να ξαναγίνουμε φτωχοί πλην τίμιοι, χωρίς κινδύνους να ξεστρατίσουν οι αρχιμανδρίτες προς την ψηφιακή παιδοφιλία. Να βρούμε ξανά τις σωστές μας κλίμακες χωρίς αγωνία παρκαρίσματος και παχυσαρκίας. Να ξαναβρούμε τη γεύση του «μπατιρόσπορου», των ελαχιστοποιημένων αναγκών, να ανακαλύψουμε εκ νέου τον ποδαρόδρομο και το συγκινητικό μοντέλο της «γυναίκας της Πίνδου». Μόνο με τέτοιες ηρωικές διαδρομές ενδεχομένως να ακυρώσουμε το κόμπλεξ μας έναντι του Μπραντ Πιτ και της Ναόμι Κάμπελ. Να ξαναβρούμε -γιατί όχι- και τους παλιούς καλούς εχθρούς (κυρίως από τα βόρεια) που σήμερα τους έχουμε σκλάβους στα παβιγιόν μας. Να ξετρελαθούμε από την επικοινωνιακή μας υστερία με τα σιχαμένα κινητά τηλέφωνα που κατάργησαν κάθε έννοια ιδιωτικής ζωής. Να σκάψουμε στις αυλές -όσοι έχουν αυλές- και να κάνουμε παραδοσιακούς ασβεστόλακκους για να ασπρίζουμε τα δέντρα έτσι για καλαισθησία και υγεία. Να βρούμε πάλι τη σημασία του χώματος καταργώντας το καυσαέριο του επάρατου τρέχοντος πολιτισμού. Να εφεύρουμε τις παλιές νοσοκόμες που σέρνονταν από σπίτι σε σπίτι ρίχνοντας ενέσεις πενικιλίνης στα οπίσθια ολόκληρου του Έθνους. Να προσδιορίσουμε ξανά την ντροπή και τον «σεβασμό» προσέχοντας το βλακώδες λεξιλόγιο των τέκνων μας. Επιτέλους, όποιο τέρας βρίζει ή χρησιμοποιεί την πάνδημη και πολυμορφική λέξη «ΜΑΛΑΚΑΣ» πάνω από εκατό φορές την ημέρα να το μπουκώνουμε με «κόκκινο πιπέρι εξόχως καυτερό», όπως τον καιρό της εξαίρετης φτώχειας μας. Να μάθουμε να χρησιμοποιούμε τα κουλά μας χέρια σε δουλειές που σήμερα δίνουμε του κόσμου τα λεφτά, όπως μεταποίηση ρούχων, αλλαγές γιακάδων στα πουκάμισα, καρικώματα στις κάλτσες, υδραυλικές και σχετικές εργασίες. Να απαγορευτεί διά ροπάλου το γκαζόν που για μας τους πρώην φτωχούς δεν σημαίνει απολύτως τίποτα. Στη θέση του να φυτευτούν λαχανικά ή και οπωροφόρα για να μην καλοσυνηθίζουμε την κάστα των μανάβηδων. Κάποτε ο μαϊντανός, τα κρεμμύδια και τα σκόρδα ήταν τα βασικά καλλωπιστικά των κήπων μας. Να επανακτήσουμε το κύρος μας, χρησιμοποιώντας βοϊδόπουτσες, βέργες κι ό,τι τέλος πάντων απαιτούσε ο βασικός σωφρονιστικός κώδικας τα χρόνια της περήφανης ανέχειας.
Σταματήστε τις ψυχολογίες και τις παραφιλολογίες για τα «τραύματα» των παιδιών.
Μόνο λύσεις γήινες και πρακτικές -χωρίς ενστάσεις από τον Ρομπέν της ευαισθησίας, τον ΣΥΡΙΖΑ- θα αποκαταστήσουν την τρέλα και το χάος που υπαινίσσονται οι στατιστικές.
Να θυμηθούν οι Νεοέλληνες πως προέρχονται απ' τον Μεγαλέξανδρο, από τον Μιλτιάδη, τον Αριστείδη και προφανώς απ' τον... Αλκιβιάδη, πράγμα που σημαίνει ότι μπορούν να βάλουν σε ενέργεια τον «δίκαιο θυμό» αν συμπέσουν με ληστές τραπεζών, περιπτέρων, σούπερ μάρκετ και κοσμηματοπωλείων. Κανένας δισταγμός. Τα παλιά χρόνια για ψύλλου πήδημα σε μπαγλάρωναν. Θυμήσου και κόψ' τους τα χέρια ή και τα αχαμνά. Επιτέλους ας σταματήσουμε την ευρωπαϊκή μας ψυχοπάθεια. ΠΟΤΕ κανένας Ελληνας δεν έγινε σωστός Ευρωπαίος. Ούτε καν ο Αβραμόπουλος ούτε καν ο Σημίτης και άλλοι τέτοιοι που μου διαφεύγουν. Απ' τον καιρό που σταματήσαμε να θυμώνουμε σωστά, την πατήσαμε. Σταματήστε το «ντόπινγκ» με το τσουλαριό των λαϊκών ασματομουλάρων. ΠΟΣΟΥΣ ΠΙΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΕΣ ΧΩΡΑ Η ΕΛΛΑΣ, κύριοι καναλάρχες της πλάκας; Δεν είναι καιρός να ξεβρωμίσει ο τόπος απ' τους εκφραστές του τραγουδιστικού Κάμα Σούτρα; ΠΟΙΟΣ θα μαζέψει τις ελιές στα περιβόλια όταν ο κάθε πικραμένος ονειρεύεται να γίνει αφίσα στη Συγγρού; ΠΟΙΟΣ θα καθαρίσει τη Συγγρού απ' το αίσχος της καψουρικής ταπετσαρίας, κύριοι δήμαρχοι; Οι τραβεστί; Οι καημένες οι τραβεστί έχουν άλλες υποχρεώσεις...
Μη φοβάστε τη φτώχεια. Η πατρίδα μας είναι ευλογημένη έστω κι αν δεν παράγει λαμαρίνες αυτοκινήτων ή καλής ποιότητας νάρκες και όπλα για τους τριτοκοσμικούς.
Θυμηθείτε την ευλογία του ελαιόλαδου, της κορινθιακής σταφίδας, του χαλβά Φαρσάλων, των εσπεριδοειδών, της σαρδέλας και των λατρεμένων ραδικιών. Λάδι, χόρτα, ελίτσες, λίγο τυρί και ψωμί ζεστό, να φρεσκάρουμε στο μνημονικό μας το παλιό αναγνωστικό του Δημοτικού. Το ξέρω πως είναι ζόρι να κόψουμε το σούσι απότομα, όμως ήρθε ο καιρός να αναβιώσουμε την όπερα της πεντάρας, της δεκάρας και των άλλων χρηστικών μας αξεσουάρ. Μια δοκιμή νομίζω πως θα μας πείσει, τώρα μάλιστα που ξεκινά και το Τριώδιο. ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΣ και ο θεός των μικρών πραγμάτων μαζί μας.
* * *
Καὶ ὁ Χρῆστος Κουλίνος (Ἀνδρέας Φαρμάκις - ΑΦαρ) [6]:
Date: Sat, 9 Aug 1997 18:30:50 +0300
From: "S.M"
Subject: Ston filo mou.
Κριθαράκι λαδερό.
Δὲν θέλω νὰ λογιέμαι γιὰ συγγραφέας. Ἐλπίζω στὴν καλή σας μαρτυρία γι᾿ αὐτό, ὅταν θὰ φτάσετε στὸ τέλος τοῦ βιβλίου.
Γράφω μόνο εἰς μνήμη τῆς γιαγιᾶς μου.
Ξέρω ὅτι πολλοὶ θὰ ἤθελαν νὰ πιάνονται γιὰ ποιητές - σὰν τὸν Ὅμηρο καὶ τὸν Ὀδυσσέα Ἐλύτη. Κι ἄλλοι γιὰ βασιλιάδες, σὰν τὸν Κωνσταντῖνο. Μὰ ἐγὼ δὲν νοιάζομαι διόλου γιὰ δόξα. Ἐγὼ θὰ ἤθελα νὰ πιάνομαι σὰν τὴν γιαγιά μου. Νὰ μαγειρεύω δηλαδὴ γιὰ ὅλους. Νὰ φοράω τὰ ἴδια ροῦχα χειμώνα-καλοκαίρι, ποτισμένα ἀπὸ τὶς μυρωδιὲς τῶν φαγητῶν μου. Νὰ μυρίζῃ ὁ κόρφος μου φακή.
Αὐτὸ εἶναι ὅλο. Δὲν ζητάω τίποτα ἀπὸ κανέναν. Περιφρονῶ καὶ τὴν γραμματικὴ καὶ τὸ συντακτικό. Στὴν θέση τους βάζω τὶς συνταγές μου. Ἡ μόνη μου αἰσθητικὴ εἶναι ἡ νοστιμιά.
Κριθαρὰκι λαδερὸ εἶναι τὸ δευτεριάτικο φαγητό μας. Τὸ τρῶμε πάντοτε Δευτέρα, σὲ ἀντίστιξη καὶ ἰσορροπία μὲ τὶς καλὲς καὶ πλούσιες τροφὲς τῆς Κυριακῆς. Σὰν τρώγαμε μιὰ φορὰ τὰ καλά. τ᾿ ἀκολουθοῦσαν τὰ πιὸ φτωχικά· ἡ φακὴ τὸ βαρὺ παστίτσιο, τὰ ροβύθια τὶς ἀγγινάρες. Ἡ συγχωρεμένη ἡ γιαγιά μου ἀκολουθοῦσε αὐτὸν τὸν νόμο μὲ αὐστηρότητα καὶ δὲν τὸν παρέβη ποτέ.
Νωρίτερα, ἅπλωνε μιὰ φούχτα κριθαράκι στὸ τραπέζι τῆς κουζίνας - ποὺ τὸ θυμᾶμαι πάντα ἀλευρωμένο... τρώγαμε καὶ τὰ μανίκια μας ἄσπριζαν... ξεθάβαμε τὰ πηρούνια καὶ τὰ κουτάλια μας απ᾿ τ᾿ ἀλεύρι... κι ὅλοι συνήθως γυρνούσαμε ἀλευρωμένοι - μ᾿ ἄσπρα, ἀερικὰ σημάδια στὰ μάγουλα καὶ στὰ μαλλιά.
Τ᾿ ἀλεύρι εἶναι ἡ γύρη τῆς γιαγιᾶς μου.
Ἅπλωνε λοιπὸν μιὰ φούχτα κριθαράκι στὸ τραπέζι τῆς κουζίνας καὶ μὲ καλοῦσε νὰ κάτσω κοντά της. «Ἔλα, κάτσε πουλάκι μου», ἔλεγε. «Κάτσε νὰ δῇς». Κι ἔβαζε τότε μπροστά μου τοὺς κριθαρένιους σπόρους σὲ γράμματα. (Τὸ ὄνομά μου θέλει ἀκριβῶς 70 σπόρους.)
Μιχάλης.
Κι ἀπὸ κάτω ἔγραφε: Ἄννα. Ἡ μητέρα μου.
Θεοδώρα.
Εὐάγγελος. Τ᾿ ἀδέλφια μου.
Καὶ κάτω-κάτω πρόσθετε:
Εἰρήνη. Ἡ συγχωρεμένη ἡ γιαγιά μου.
Ἔγραφε μόνο μιὰ λέξη κάθε φορά. Ἅπλωνε ἀργὰ τὸ κριθαράκι, ψιθυρίζοντας ἕνα-ἕνα τὰ γράμματα ποὺ κατασκεύαζε, τσιμπώντας τοὺς κίτρινους σπόρους καὶ βάζοντάς τους στὴ σειρά. Κι ὅταν τέλειωνε τὸ ὄνομα, ἀμέσως τὸ χαλοῦσε γιὰ νὰ γράψῃ τὸ ἑπόμενο.
Καμμιὰ φορά, σὰν θέλαμε νὰ παίξουμε, γράφαμε λέξεις ἄγνωστες ποὺ μᾶς φαινόντουσαν ὡραῖες.
Γράφαμε: Λουκίνα ... Φρούλιον ... Πραξάνη ...
Ἢ φράσεις μυστικὲς μὲ νόημα σκοτεινό:
Εἰς τὴν Λουκίνα σκαρφάλωσε ἡ μάννα μου.
Πόσο κοστίζει; Δύο ασημένια φρούλια.
Ἡ γιαγιά μου δὲν ἤξερε γράμματα. Μὰ δὲν ἔκανε ποτὲ λάθος, γιατὶ θυμόταν τὸν ἀριθμὸ τῶν σπόρων πού ᾿χουν οἱ λέξεις.
Μιχάλης, ἔλεγε. 70 οἱ σπόροι σου. Τῆς Ἄννας μόνο 36.
Κι ἔτσι κοντά της ἔμαθα κι ἐγώ. Κι ἀπὸ τὶς λέξεις ὅλες, θυμᾶμαι μόνο τὰ κριθαρένια σπόρια τους κι αυτὰ τώρα μετρῶ. Αὐτὰ εἶναι τὰ γράμματά μου.
Οἱ σπορίσιες τροφὲς -τὸ κριθαράκι καὶ τὸ ρύζι κι ἡ φακὴ- τρέφουν τὸν οὐράνιο σκελετό μας.
Κάποτε ἤμασταν πουλιά.
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Χρήστου Κουλίνου:
Τὸ Βιβλίο τῆς Ζεστῆς Φακῆς
Γιὰ τὴν ἀντιγραφή,
Στέφανος Μελίσσας
Date: Fri, 8 Dec 2006 17:15:50 +0200
From: Andreas Farmakis
Subject: [llogos] ΜΑΚΡΑΝ ΤΟ ΚΑΛΛΙΤΕΡΟ ΦΑΓΗΤΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
είναι η ....... Φ Α Κ Η !!!
τό 'χω ξαναγράψει αυτό - το έχω πει παντού - χίλιες φορές.
Κρεμμύδι, ένα δυό καραβάκια σκόρδο κομμένα στη μέση, ένα φύλλο δάφνης - μια κουταλιά λάδι!
Η τροφή των Θεών, το φαγητό του Παραδείσου.
Είδα ένα όνειρο που ήμουνα εγώ και έτρωγα φακές.
Γι' αυτό σας λέω.
Σχόλιον Ν.Β.:
Ακριβώς όπως περιγράφεται...
χωρίς ρίγανη
και χωρίς ντομάτα.
Η τροφή των θεώνε!
(μαζί με φέτα -εθνικιστική-).
* * *
Σημειώσεις:
[1] Δημάρατος πρὸς Ξέρξη, Ἡροδότου Ἱστορίαι, VII, 102.
[2] Βλ. σχετικῶς, Σύρου Δωρόθεος Β', «Τῇ Ἑλλάδι πενίη αἰεί κοτε σύντροφος», ἐφημερὶς «Ἡ σφήνα», 19-3-2010.
Ἡ εἰκὼν τοῦ δείπνου τοῦ Παυσανίου, ἀπὸ τὸ ἱστολόγιον Δρομοκήρυξ, «Ἀργυρίου ἢ χρυσοῦ ὀδενὸς ἐπεθύμησα».
[3] Δημήτριος Ν. Γαρουφαλῆς, «Περσικοὶ Πόλεμοι 490-479 π.Χ.», ἐκδ. Περισκόπιο, 2003, ISBN 960-8345-09-X, σελ. 38-39.
[4] Φώτης Κόντογλου, «Τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια».
[5] Γιάννης Ξανθούλης, «Επιτέλους... φτωχοί!», ἐφημ. Ἐλευθεροτυπία, 7-2-2009
[6] Ἠλεκτρονικὲς λίστες συζητήσεων: Hellas, 9 Αὐγ. 1997· Llogos, 8 Δελ. 2006.