«Tὴ γλῶσσα μοῦ ἔδωσαν ἑλληνική· τὸ σπίτι φτωχικὸ στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου. Μονάχη ἔγνοια ἡ γλῶσσα μου στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου.» (Ὀδυσσέας Ἐλύτης, «Ἄξιον ἐστί»)

Σελίδες Πατριδογνωσίας - Περικλῆς Γιαννόπουλος - Ἡ Ἑλλὰς τοῦ ΟΧΙ - Ἀντίβαρο - Πολυτονικό

Σάββατο 19 Απριλίου 2025

Μελέτη θανάτου

Μελέτη θανάτου (μετὰ μουσικῆς)

- ἤ, περὶ τὸν θάνατον ἀντιλήψεις κι ἀναφορὲς στὴν ἑλληνικὴ παράδοσι μὰ καὶ στὸν δυτικὸ ρομαντισμό


Ὅσιος Σισώης
Ὁ ὅσιος Σισώης ἔμπροσθεν τοῦ τάφου τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου. Μετέωρα, Μονὴ Βαρλαάμ, 16ος αἰ.

Σισώης ὁ Μέγας ἐν ἀσκηταῖς ἔμπροσθεν τοῦ τάφου τοῦ βασιλέως τῶν Ἑλλήνων Ἀλεξάνδρου, τοῦ πάλαι λάμψαντος ἐν δόξῃ, φρύττει καὶ τὸ ἄστατον τοῦ καιροῦ καὶ τῆς δόξης τῆς προσκαίρου λυπηθεῖς, ἰδοὺ κλαίει:
«Ὁρῶν σε τάφε, δειλιῶ σου τὴν θέαν καὶ καρδιοστάλακτον δάκρυ χέω, χρέος τὸ κοινόφλητον εἰς νοῦν λαμβάνων, πῶς οὗν μέλλω διελθεῖν πέρας τοιοῦτον; Ἄι, ἄι, θάνατε, τὶς δύναται φυγεῖν σε;»

Kuolema tekee taiteilijan
Ὡραῖο. Καὶ σχολιάζει χαρακτηριστικῶς ἀπὸ κάτω 15ετὴς Φινλανδὴ νεάνις (GirlFromFinland94): "I love this song. When i die, i want this song to my funerals"!

Sirenia - Save me from myself (An Elixir For Existence, 2004)

...Βεβαίως, τόσο ὁ ρομαντισμὸς ὅσο καὶ τὸ γκόθικ, γοητευτικὰ καὶ ὑποβλητικά, εἶναι κυρίως τῶν βορείων· ὄχι τῶν μεσογειακῶν καὶ δὴ τῶν Ἑλλήνων. Ὄχι ἐπειδὴ ἐδῶ, κάτω ἀπὸ τὸ ἑλληνικὸ φῶς, χορεύουμε καὶ τραγουδοῦμε ἀνάλαφρα, χαρούμενοι, ἀφελεῖς καὶ ἀδαεῖς, ἀλλὰ διότι ἐδῶ, ὅπου, κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο, κατάμαυρη ἡ σκιὰ ξεχωρίζει ἀπὸ τὸ φῶς καὶ διακρίνεται χωρὶς ἐνδιάμεσο γκρίζο, κοφτερὴ σὰν τὴν κόψι τοῦ δρεπανιοῦ ποὺ θερίζει τὸ χρυσὸ στάχυ τοῦ ἥλιου μπροστὰ στὸ μαῦρο σκιάχτρο· ἐδῶ, ὁ θάνατος δὲν εἶναι ὁ μελαγχολικὸς σκοτεινὸς ἐραστὴς ἀλλὰ ὁ ἀδυσώπητος ἐχθρός, ὁ ἀποτρόπαιος δρεπανηφόρος φονιάς.

NIKOS XILOYRIS - EVALE O THEOS SHMADI

Μὲ κορυφαῖο παράδειγμα τὸν Διγενῆ...
Ο ΔΙΓΕΝΗΣ ΨΥΧΟΜΑΧΕΙ ΝΙΚΟΣ ΞΥΛΟΥΡΗΣ

...καὶ ξανὰ τὸν Διγενῆ, ὅπου τὸ αἷμα ποτάμι χύνεται...
''Ο Διγενής'' Ποίηση : Κωστή Παλαμά Μουσική :Μιχάλης Τερζής Τραγουδάει η Ελευθερία Αρβανιτάκη

...στὴν παράδοσί μας ὁ Ἕλληνας ἀντιμάχεται μὲ τὸ Χάρο, ἀντικρύζοντάς τον κατὰ πρόσωπο, ὄρθιος ἀπέναντι στὴν μοῖρα...
Νίκος Ξυλούρης, Χρύσανθος - του θάνατου παράγγειλα

...καὶ παρὰ τὸν πόνο, ἀντιμιλᾷ τοῦ Χάρου, καὶ τὸν περιγελᾷ καὶ τὸν χλευάζει...
ΓΙΑ ΠΕΣ ΜΑΣ ΧΑΡΕ. ΚΛΑΡΙΝΑ ΗΠΕΙΡΟΣ.

...μέχρι καὶ στὸ ρεμπέτικο, οἱ βασανισμένοι ἀπὸ τὴν ζωὴ «πέντε-ἕξι χασικλῆδες» κουβαλοῦν τὴν ἴδια περήφανη μοῖρα...
Κουβέντα με το Χάρο-Ευσταθιου

...Μετὰ τὴν μάχη, μετὰ τὸ αἷμα, τὴν ὀδυνηρὴ αὐτὴ μελέτη θανάτου -κατὰ Πλάτωνα-, ἔρχεται ἡ φιλοσοφημένη καταλλαγή μὲ τὴν μοῖρα τοῦ κόσμου. Ἡ στάσις ἡ φιλοσοφική, πικρή, ἀλλὰ ἀξιοπρεπὴς καὶ περήφανη, ποὺ καὶ στὴν ἑλληνορθόδοξη χριστιανικὴ καὶ στὴν νεώτερη δημοτικὴ παράδοσι πέρασε ὡς χαρμολύπη.

Διάφανα Κρίνα, «Βάλτε νὰ πιοῦμε»
(Στίχοι: Κ. Καρθαῖος· Μουσική: Διάφανα Κρίνα)

Πές μας ποῦ πάει ὁ ἄνθρωπος τὸν κόσμο σὰν ἀφήνει
πές μας ποῦ πάει ὁ ἄνεμος, ποῦ πάει ἡ φωτιὰ σὰν σβήνει
σκιὲς ὀνείρων εἴμαστε, σύννεφα ποὺ περνοῦμε
Βάλτε νὰ πιοῦμε.

Ἄκουσε δὲ βιαζόμαστε νὰ φύγουμε βαρκάρη
μὰ σὰν εἶναι ὥρα γνέψε μας, δὲ σοῦ ζητοῦμε χάρη
μὰ ὅσο νὰ φύγεις πρόσμενε κι ἂν θέλεις σὲ κερνοῦμε
Βάλτε νὰ πιοῦμε.

Ὀξυδερκῶς εἶδε ὁ Νίτσε τὴν ἑλληνικὴ τέχνη στὴν «Γέννησι τῆς τραγωδίας», καὶ ἐπανέλαβε ὁ Λιαντίνης μιλώντας γιὰ τὸν «ἑλληνικὸ πεσσιμισμό»:
«Αὐτός ὁ μεταπλασμὸς τῆς μελαγχολίας τῶν ἑλλήνων σὲ τέχνη εἶναι καίριας σημασίας. Γιατὶ ἄλλαξε τὸ ποιὸν καὶ τὴν ὑφή της. Τὴ μετέτρεψε ἀπὸ ἄρνηση σὲ δύναμη, καὶ ἀπὸ ἐγκατάλειψη σὲ καρτερία. Ἔγινε δηλαδὴ ἕνας πεσσιμισμὸς χαρούμενος. Μιὰ δυστυχία, ποὺ ὡστόσο βρίσκει νὰ χαίρεται. Αὐτὴ τὴν αἰχμηρὴ κορυφογραμμή τῆς χαρμολύπης, ποὺ οἱ ἕλληνες τὴν περπατοῦν πολὺ προσεχτικά, ὁ Ὅμηρος τὴ λέει «δακρυόεν γελᾷν» [Ὁμήρου Ζ 484].»
(Δημήτρης Λιαντίνης, «Ὁ ἑλληνικὸς πεσσιμισμός» στὸ «Τὰ Ἑλληνικά».)

Καὶ ὁ Παντελῆς Γιαννουλάκης:
«Ὅμως, θλίψη εἶναι ἡ γνώση, κι ἀλίμονο σ᾿ ἐκείνους ποὺ γνωρίζουν πολλά, γνωρίζουν μόνο τὸ βάθος τῆς θλίψης. Ἀλλά, ἡ θλίψη εἶναι ποὺ κάνει τὴν τέχνη, κι ἡ τέχνη τὴν ὀμορφιά. Κι ἡ ὀμορφιὰ φέρνει τὴν χαρά.»
(Παντελῆς Γιαννουλάκης, «Ὀνειροπόλος», ἐκδ. ἄγνωστο, Θεσσαλονίκη 2005, ISBN 960-88293-9-9, σελ. 194.)

Κι ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος, ἀπήγγειλε στοὺς φίλους του τὸ «Τριαντάφυλλο καὶ τὸ ἀηδόνι» τοῦ Ὄσκαρ Οὐάλντ τὴν προηγουμένη τῆς τραγικῆς ἐξόδου του...

Καὶ ψάλλει ὁ Ἀνδρέας Κάλβος:

ὁ ἥλιος κυκλοδίωκτος,
ὡς ἀράχνη, μ᾿ ἐδίπλωνε
καὶ μὲ φῶς καὶ μὲ θάνατον
ἀκαταπαύστως.
(Ἀνδρέας Κάλβος, Ἡ Λύρα, Ὠδὴ τρίτη: Εἰς Θάνατον)

Τὸ ἑλληνικὸ φῶς, εἴπαμε, δὲν εἶναι μόνο χαρὰ καὶ τραγοῦδι - διότι ἐμπεριέχει καὶ τὸ ἀντίθετό του, τὸ μαῦρο, τὸν θάνατο.
Στὸ ἄπλετο φῶς, ἡ σκιὰ εἶναι μαύρη· καὶ τὸ ὄριό τους κόβει σὰν λεπίδα ἀτσαλιοῦ.
Ὁ Διγενὴς μονομαχεῖ μὲ τὸν Χάρο στὰ ἐκτυφλωτικὰ ἀπαστράπτοντα μαρμαρένια ἀλώνια.

Ἀντίθετα μὲ τὴν ὀμίχλη, τὴν σκιά, τὶς ἀποχρώσεις τοῦ γκρίζου καὶ τὰ ἀσαφῆ ὄρια, τὸν ρομαντισμὸ τοῦ Βορρᾶ.

Ἐν δὲ φάει καὶ ὄλεσσον.

«Μιὰ ξαφνικὴ ἀχλὴ ἔπεσε τὴν ὥρα τῆς μάχης ποὺ σκοτείνιασε ὁ τόπος κι ἀνάγκασε τοὺς ἀντίπαλους νὰ διακόψουν τὸν ἀγώνα. Καὶ τότε ὁ Αἴαντας -ἀπὸ τὰ πιὸ ψυχωμένα παλικάρια τῶν Ἀχαιῶν-, «ἀμηχανῶν», κραυγάζει:

Ζεῦ πάτερ ἀλλὰ σὺ ῥῦσαι ὑπ᾿ ἠέρος υἷας Ἀχαιῶν,
ποίησον δ᾿ αἴθρην, δὸς δ᾿ ὀφθαλμοῖσιν ἰδέσθαι·
ἐν δὲ φάει καὶ ὄλεσσον
(Ὁμήρου Ἰλιάς, Ρ 645-647)

Δία πατέρα, σῶσε ἐσὺ ἀπὸ τούτη τὴν καταχνιὰ
τοὺς γιοὺς τῶν Ἀχαιῶν. Κάνε ξαστεριά. Δῶσε
νὰ ἰδοῦν τὰ μάτια! Κι ὕστερα χάλασέ τους!
Μὰ στὸ φῶς!
(μετ. Γ.Δ.)

»Ὄχι, δὲν ζητάει προνομιακὴ μεταχείριση ἀπὸ τὸν Δία, ὁ Αἴαντας (θἄταν ταπεινὴ παράκληση γιὰ ἕνα παλικάρι σὰν κι αὐτόν). Φῶς ζητάει! Φῶς γιὰ νἄβρει (ὅπως σχολιάζει ὁ Ἀνώνυμος στὸ «Περὶ ὕψους» (IX 10, 85)) ὅσο μπορεῖ πιὸ γρήγορα, τάφο ἀντάξιο τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ἀντρειωσύνης του. Κι ὕστερα ἂς πεθάνει... Μὰ στὸ φῶς!»
(Γ. Διζικιρίκης)

Ὁρίστε κι ἕνα πολὺ καλὸ κείμενο τοῦ Νίκου Δήμου (κάποτε ποὺ ἔγραφε καλά):
Το Φως των Ελλήνων

Ξανὰ στὸν βορρᾶ, καὶ στὰ πέπλα τῆς νύχτας...

«Ὅμως ἀλλοῦ στρέφομαι τώρα, πρὸς τὴν ἀπόκρυφη, τὴν ἀνείπωτη Νύχτα»
(Νοβάλις, «Ὕμνοι στὴν Νύχτα»)

«Ξαπλωμένος σὲ ἕνα μεγάλο μαλακὸ κρεβάτι γεμάτο μεγάλα μαξιλάρια, περικυκλωμένος ἀπὸ θαυμάσια βιβλία, στὸ ἡμίφως μιᾶς λάμπας ποὺ γύρω της φτερουγίζουν οἱ νυχτοπεταλοῦδες, ἀκίνητος βυθομετρῶ τὴν ἄβυσσο τῆς ψυχῆς μου.
Γύρω μου νιώθω τὴ νύχτα νὰ ἁπλώνεται παντοῦ, σὰν ἀραχνοΰφαντο μαῦρο σεντόνι ποὺ ξεκινᾷ ἀπὸ τὸ κρεβάτι μου καὶ σκεπάζει μὲ ἕνα ἀργὸ θρόισμα ὅλον τὸν κόσμο.
Ὅταν ρεμβάζω καὶ διαλογίζομαι ὁλομόναχος, σκεπτόμενος ὅλα τὰ πράγματα ποὺ μπορεῖ νὰ σκεφτεῖ κανείς μέσα σὲ λίγες στιγμές, ὅταν χτίζω κάστρα στὸν ἀέρα, καὶ παίζω ἀρχαῖα παιχνίδια μὲ τὴ θλίψη καὶ μὲ τὸν φόβο, κι εὐχαριστῶ τὸν ἑαυτό μου μὲ φαντάσματα γλυκά, τότε ὁ χρόνος περνᾶ πολὺ ἀργά.
Τίποτε πιὸ γλυκὸ δὲν ἔχω γευτεῖ ἀπὸ τὴν ἥσυχη μελαγχολία.
[...]
Ὅταν ξαπλωμένος ξενυχτῶ καὶ κοιτῶ τὴ νύχτα νὰ περνᾶ, παίζοντας μὲ τὶς ἀναμνήσεις μου καὶ μὲ ἐκεῖνα τὰ πράγματα ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ εἶχαν γίνει ἀλλιῶς, φτιάχνοντας ἱστορίες μὲ συμβάντα ποὺ δὲν συνέβησαν, ἀκούγοντας ψιθυριστὲς μελωδίες στὸν ἄνεμο ποὺ εἰσχωρεῖ ἀπὸ τὸ παράθυρο, τότε νιώθω σὰν δύτης ποὺ ἔχει καταδυθεῖ σιγά-σιγά, νηφάλια καὶ ἤρεμα, στὴν πιὸ βαθιὰ θάλασσα, τὴν πιὸ σιωπηλή, τὴν πιὸ κρυφή.»
(Παντελής Γιαννουλάκης, «Ονειροπόλος», Θεσσαλονίκη 2005)

«...Εἶναι νύχτα τώρα ποὺ γράφω. Μοῦ ἀρέσει νὰ γράφω τὶς νύχτες, ὅταν ὅλοι κοιμοῦνται καὶ τὸ Σύστημα δὲν δουλεύει ἀποτελεσματικά. Ὁ ἴδιος ὁ κόσμος εἶναι λιγότερο συγκεκριμένος τὴ νύχτα, ἡ ἄλλη ὄχθη -ὅποια κι ἂν εἶναι αὐτὴ- μοιάζει νὰ εἶναι πιὸ κοντά. Μπορεῖς νὰ ἀκούσεις καὶ νὰ δεῖς πράγματα ποὺ εἶναι ἐξαιρετικὰ δυσδιάκριτα τὴν ἡμέρα.»
(Παντελής Γιαννουλάκης, «Τα ψάρια δεν ξέρουν ότι βρέχει», Θεσσαλονίκη 2009)

Κι ὁ Γεώργιος Δροσίνης («Βαθιά, τὴ νύχτα»):

Βαθιά, τὴ νύχτα τὰ μεσάνυχτα,
μὲ τ᾿ ἀνοιχτὰ φτερὰ τοῦ ὀνείρου,
πετᾷ ἡ ψυχή μου, σκλάβα ἐλεύθερη,
στοὺς μυστικοὺς κόσμους τοῦ Ἀπείρου,

Tὴ νύχτα βλέπει ὅλα τ᾿ ἀθώρητα,
ποὺ ἀπόκρυβεν ἡ πλάνα μέρα
τὴ νύχτα ἀκούει ὅλα τ᾿ ἀνάκουστα
στὸν ἀτρικύμιστον ἀέρα.

Βλέπει τῶν τάφων τὰ φαντάσματα
καὶ τὰ λευκὰ στοιχειὰ τῶν κάστρων
κι ἀκούει τῶν δέντρων τὸ μεγάλωμα
καὶ τὸ περπάτημα τῶν ἄστρων.

Φῶς καὶ σκιά, ἥλιος καὶ νύχτα.

Ἐπικαλεῖται τὸ δημοτικὸ τραγούδι ὁ Δημήτρης Λιαντίνης:

Ἐγὼ γιὰ τὸ χατίρι σου τρεῖς βάρδιες εἶχα βάλει.
Εἶχα τὸν ἥλιο στὰ βουνὰ καὶ τον ἀϊτὸ στοὺς κάμπους
καὶ τὸ βοριὰ τὸ δροσερὸ τὸν εἶχα στὰ καράβια.
Μὰ ὁ ἥλιος ἐβασίλεψε κι ὁ ἀϊτὸς ἀποκοιμήθη
καὶ τὸ βοριὰ τὸ δροσερὸ τὸν πῆραν τὰ καράβια.
Κι ἔτσι τοῦ δόθηκε καιρὸς τοῦ Χάρου καὶ σὲ πῆρε.

Καὶ σημειώνει:

Ἕλληνες θὰ εἰπεῖ τὸ πρωὶ νὰ γελᾶς σὰν παιδί. Τὸ μεσημέρι νὰ κουβεντιάζεις φρόνιμα. Καὶ τὸ δείλι νὰ δακρύζεις περήφανα.

Ἕλληνες θὰ εἰπεῖ ὅσο ζεῖς, νὰ δοξάζεις μὲ τοὺς γείτονες τὸν ἥλιο καὶ τὸν ἄνθρωπο. Καὶ νὰ παλεύεις μὲ τοὺς συντρόφους τὴ γῆ καὶ τὴ θάλασσα. Καὶ σὰν πεθάνεις, νὰ μαζεύουνται οἱ φίλοι γύρω ἀπὸ τὴ μνήμη σου, νὰ πίνουνε παλιὸ κρασί, καὶ νὰ σὲ τραγουδᾶνε:

Τρεῖς ἀντρειωμένοι ἐβούλησαν νὰ βγοῦν ἀπὸ τὸν Ἄδη
Ὁ ἕνας τὸν Μάη θέλει νὰ βγῇ κι ὁ ἄλλος τὸν Ἀλωνάρη.
Κι ὁ Δῆμος τ᾿ ἁγια-Δημητριοῦ ν᾿ ἀνοίξῃ γιοματάρι.
Μιὰ λυγερὴ τοὺς ἄκουσε, γυρεύει νὰ τὴν πάρουν.
Κόρη, βροντοῦν τ᾿ ἀσήμια σου, τὸ φελλοκάλιγό σου,
καὶ τὰ χρυσὰ γιορντάνια σου, θὰ μᾶς ἀκούσῃ ὁ Χάρος.

Τί διαφορὰ μὲ τὸν -ὁσοδήποτε σαγηνευτικὸ- δυτικὸ ρομαντισμό... Στὸν Ἀχιλλέα Παράσχο φθάνουμε στὴν νεκροφιλία:

Ἔρως

Δὲν θέλω κάλλος αὔθαδες παρθένου ἀλαζόνος,
θρασείας ἐκ τῆς καλλονῆς, ψυχρᾶς ἐκ θωπευμάτων.
Βλέμμα δὲν ἔρριψα ποτὲ εἰς πτέρυγας ταῶνος,
οὐδ᾿ εἰς φιάλην στίλβουσαν, πλὴν στείραν ἀρωμάτων.
Δὲν θέλω ὄψιν φλογεράν, δὲν θέλω ρόδου στόμα·
εἶναι διέγερσις σαρκὸς τὸ πορφυρῶδες χρῶμα.

Τὴν θέλω ἀσθενῆ ἐγὼ τὴν φίλην μου ταχεῖαν,
ὠχρὰν τὴν θέλω καὶ λευκὴν ὡς νεκρικὴν σινδόνην,
μὲ εἴκοσι φθινόπωρα, μὲ ἄνοιξιν καμίαν,
μ᾿ ὀλίγον σῶμα –ἄνεμον σχεδόν– ὀλίγην κόνιν.
Τὴν θέλω ἐπιθάνατον μ᾿ ἀθανασίας μύρον,
κόρην καὶ φάσμα, σάβανον ἀντὶ ἐσθῆτος σῦρον.

Θέλω τὴν φίλην μου ὠδὴν ἐκλείπουσαν ἠρέμα,
ἀθανασίας βλέπουσαν ὁδὸν εἰς τάφου στόμα·
καλὴν καὶ μελαγχολικήν, μὲ ἤρεμον τὸ βλέμμα,
μὲ φυομένην πτέρυγα εἰς καταρρέον σῶμα.
Τὴν θέλω κόρην, ἀδελφὴν καὶ φίλην μου ἁγίαν,
ἀλλ᾿ ὄχι καὶ νυμφίαν μου, ἀλλὰ ποτὲ νυμφίαν.

Ὤ, πῶς θὰ ἐνοσήλευον τὴν κόρην τελευτῶσαν!
μὲ ποίαν, ποίαν ἄφωνον στοργὴν θὰ τὴν προσείχα·
θὰ εἶχε προσκεφάλαιον καρδίαν ἀγαπῶσαν
καὶ μόνον μου ἀντίζηλον τὸν θάνατο θὰ εἶχα.
Ὤ, πῶς θὰ ἐνοσήλευον τὴν ἀσθενῆ παρθένον,
ὠχρός, συνέχων τὴν πνοὴν καὶ ἄγρυπνος προσμένων...

Ὤ, πόσας δὲν ἠτένισα νεάνιδας δακρύων,
διότι ἦσαν κάτωχροι κι εἶχον μορφὴν νοσοῦσαν.
Ὤ, πόσας ἐσυνόδευσα νεκρᾶς εἰς τὸ μνημεῖον,
νομίζων πὼς ἀκολουθῶ τὴν φίλην μοῦ θανοῦσαν.
Ποσάκις εἶδον ν' ἀνοιχθεῖ νεκρᾶς ἀγνώστου στόμα
καὶ μ' εἶπεν: «ἀκολούθει με! ἐγὼ εἶμαι τὸ πτῶμα!»

Ἀντίθετα, στὴν ἑλληνικὴ παράδοσι, τραγουδᾶμε:

...ὅλ᾿ ἔδεσαν τοὺς μαύρους τους σὲ δάφνες, σὲ κλαράκια,
κ᾿ ἐγὼ ᾿δεσα τὸ μαῦρο μου σὲ μνημουριᾶς κρικέλια.
Κι᾿ ὁ μαῦρος ἤτανε μικρός, ἦταν καὶ παιχνιδιάρης
καὶ παίζοντας καὶ ρίχνοντας ἐσήκωσε τὴν πλάκα
καὶ μέσα κόρη κείτονταν τριῶ μερῶ θαμμένη
καὶ φάνηκαν σγουρὰ μαλλιὰ καὶ μακρυὲς πλεξοῦδες
ἔλαμπε καὶ τὸ πρόσωπο καλύτερ᾿ ἀπ᾿ τὸν ἥλιο
κ᾿ ἔσκυψα καὶ τὴ φίλησα στὰ μάτια καὶ στὰ φρύδια...

Ὅπως ἕνα κυπαρίσσι.

Τὸ φάρμακο γιὰ τὸν φόβο τοῦ θανάτου, κατὰ τὸν Δημήτρη Λιαντίνη:

«[...] ὁρμὴ πρὸς διατήρηση τοῦ εἴδους σὲ φυσικὸ ἐπίπεδο σημαίνει ἐγωισμός. Τὸ κάθε εἶδος νὰ σωθεῖ ὅσο γίνεται περισσότερο.

Ὅταν δοῦμε σωστὰ τὴ μετεξελεκτικὴ πορεία καὶ πᾶμε πιὰ στὰ ἠθικὰ φαινόμενα καὶ λέμε πιὰ ἐγωισμὸς μὲ τὴν ἔννοια ποὺ τὸ περιγράφουμε, σημαίνει ὅτι ἀγαπᾶμε τόσο πολὺ τὸν ἑαυτούλη μας ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ τὸν συλλάβουμε ἀποκομμένο ἀπὸ τὴ φύση. Γιατί θάνατος σημαίνει οὐσιαστικὰ ἀποκοπὴ ἀπὸ τὴ φύση. Ὅταν πεθαίνω σημαίνει «θάνατος ἀναίσθητον», στεροῦμαι ὅλα αὐτὰ ποὺ λέμε, χάνω κάθε ἐπαφὴ μὲ τὴ φύση κ.λπ.

Ἑπομένως τὸ φάρμακο ποὺ θὰ μᾶς γιατρέψει ἀπὸ τὸν πόνο τοῦ θανάτου μιὰ γιὰ πάντα, κι αὐτὸ θὰ ἐπιτευχθεῖ μὲ τὴ διὰ βίου φιλοσοφικὴ δίαιτα, γι’ αὐτὸ λέει ὁ Πλάτων «Καὶ τὸ τεθνᾶναι αὐτοῖς ἥκιστα φοβερόν», μάλιστα ὁ Πλάτων φτάνει καὶ πιὸ πέρα καὶ λέει ὅταν ἡ σωστὴ αὐτή... ἡ συμπεριφορά μας, ὄχι μόνο δὲν φοβόμαστε τὸ θάνατο, ἀλλὰ φτάνουμε κάπου νὰ γίνουμε καὶ ἐρασιθάνατοι. Νὰ ἀγαπήσουμε τὸ θάνατο.

Λοιπόν. Ὅσο περισσότερο μπορέσουμε καὶ ἀποσβέσουμε αὐτὸν τὸν ἐγωισμὸ καὶ φτάσουμε στὸ σημεῖο ποὺ ὁ καθένας σὰν μονάδα θὰ δεῖ ὅτι εἶμαι κι ἐγώ, μία... ἕνα ὅν, ἕνα πλάσμα, ἕνα στοιχεῖο ὅπως ὅλα τὰ ἄλλα τῆς φύσης. Ὅπως ἕνα κυπαρίσσι, ὅπως μια πέτρα... Ὅπως μια κρήνη, μια πηγή, ἕνα ὅρος. Ὁ Ὑμηττὸς δὲν ὑπῆρχε πρὶν ἀπὸ 7 ἑκατομμύρια χρόνια. Γεννήθηκε. Καὶ δὲν θὰ ὑπάρχει μετὰ ἀπὸ 10 ἑκατομμύρια χρόνια. Θὰ ἔχει διαλυθεῖ. Τὰ Ἰμαλάϊα, ξέρετε, γίνανε χθές, στὴν ἡλικία τῆς Γῆς. Στὴν ἐποχὴ τῶν τρίτων νεοαλπικῶν ὀρογενέσεων, ποὺ λένε, πρὶν ἀπὸ 23 ἑκατομμύρια χρόνια. Τί εἶναι αὐτό; Δύο λεπτά, ἐὰν καθὼς γνωρίζουμε ὅτι ἡ γῆ ἔχει ἡλικία τέσσερα δισεκατομμύρια ἑξακόσια ἑκατομμύρια χρόνια. Λοιπόν...

Ἐὰν μπορέσουμε νὰ ἀποστασιοποιηθοῦμε ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας καὶ νὰ μὴν ἔχουμε αὐτὸ τὸ δεσμὸ καὶ νὰ δοῦμε τὸν ἑαυτό μας ὁ καθένας σὰν ἕνα κομμάτι τῆς φύσης, τότε θὰ φτάσουμε στὸ σημεῖο καὶ δὲ θὰ φοβόμαστε τὸ θάνατο. Κι εἶναι τὸ μόνο φάρμακο. [...]»

Όπως ένα κυπαρίσσι (το φάρμακο για το φόβο του θανάτου)
βίντεο

Κι ἀποχαιρετισμὸς μὲ -τί ἄλλο;- ἑλληνικὸ τραγούδι.

Τρία τραγούδια με το Χάρο
(ἀπὸ τὴν «καλύβα ψηλὰ στὸ βουνό» τοῦ Πάνου Ζέρβα)

Τὰ δύο πρῶτα εἶναι γραμμένα γιὰ τὸ Γιάννη Παπαϊωάννου. Στὸ πασίγνωστο τραγούδι τοῦ Γιάννη, ὁ Τσιτσάνης παριστάνει τὸ Χάρο νὰ ἔχει στήσει καρτέρι στὸ Γιάννη, ἐπειδὴ ἐζήλεψε.

Τὸ δεύτερο τὸ τραγουδάει ὁ Παναγιώτης Μιχαλόπουλος (στιχουργὸς καὶ συνθέτης ἀναζητοῦνται).

Ὁ Χάρος ἤπιε δυὸ κρασιά
καὶ ἦρθε στὰ μεράκια
καὶ τράβηξε στὶς Τζιτζιφιές
ν᾿ ἀκούσει μπουζουκάκια.

Γειά σου Παπαϊωάννου
θὰ σὲ πάρω ἐκεῖ πάνου
ποὺ σὲ περιμένει ὁ Μάρκος
καὶ ὁ φίλος μας ὁ Στράτος.

Καὶ μπαίνει στὸ Πανόραμα
καὶ φώναξε τὸ Γιάννη
νὰ πάει στὸ τραπέζι του
παρέα νὰ τοῦ κάνει.

Παῖξε μου Γιάννη, παῖξε μου
καμιὰ πενιὰ ὡραῖα
καὶ ὕστερα θὰ φύγουμε
οἱ δυὸ μαζὶ παρέα.

Ὡστόσο, τὸ καλύτερο λαϊκὸ τραγούδι γιὰ τὸ Χάρο τὸ ἔχει γράψει ὁ ἴδιος ὁ Γιάννης Παπαϊωάννου, σὲ στίχους τῆς Εὐτυχίας Παπαγιαννοπούλου. Ἐδῶ στὴν ἐκτέλεση ποὺ θὰ μείνει στοὺς αἰῶνες, μὲ τὴ Βίκυ Μοσχολιοῦ. Ἡ ἐνορχήστρωση ἀπὸ τὸ μαγικὸ χέρι τοῦ Σταύρου Ξαρχάκου.

Βγῆκε ὁ χάρος νὰ ψαρέψει
μὲ τ᾿ ἀγκίστρι του ψυχές
καὶ γυρεύει πληγωμένους
δυστυχεῖς καὶ πονεμένους
μὲς στὶς φτωχογειτονιές
βγῆκε ὁ χάρος γιὰ ψυχές.

Βρὲ κορμιὰ βασανισμένα
πιάστε ἀπόψε τὰ στενά
νὰ μᾶς δεῖ καὶ μᾶς ὁ χάρος
ποὺ τῆς γῆς δίνουμε βάρος
νὰ σωθούμ᾿ ἀπ᾿ τὸν βραχνᾶ
πιάστε ἀπόψε τὰ στενά.

Μὲ τὴν μαύρη του σφεντόνα
στρίβει ὁ χάρος τὴ γωνιά
γιὰ πιαστεῖτε χέρι-χέρι
νὰ τοῦ στήσουμε καρτέρι
κι ὅποιον πάρει ἡ σφεντονιά
στρίβει ὁ χάρος στὴ γωνιά.

...

Καλὴ Ἀνάστασι

Φειδίας Ν. Μπουρλᾶς
Ἀθῆναι, Μέγα Σάββατον 19 Ἀπριλίου 2025

Δεν υπάρχουν σχόλια: